Η FATF είχε επισημάνει ότι αν και οι αρμόδιες Αρχές στην Ελλάδα κάνουν χρήση των υφιστάμενων εργαλείων για την κατάσχεση και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, ωστόσο οι καθυστερήσεις στη δίωξη, στην εκκίνηση των δικών και στις διαδικασίες προσφυγής αποτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις τη δήμευση των χρημάτων που αποτελούν προϊόν ξεπλύματος χρήματος.
Αυτό δείχνουν και στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την ΑΑΔΕ.
Σύμφωνα με αυτά, στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020 η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έλαβε από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες 79 έγγραφα παροχής πληροφοριών, τα οποία αφορούσαν σε 193 εμπλεκόμενα σε φοροδιαφυγή πρόσωπα. Στη βάση των πληροφοριών αυτών άνοιξαν 111 υποθέσεις εκ των οποίων οριστικοποιήθηκαν οι 45. Βεβαιώθηκαν ποσά 7 εκατ. ευρώ περίπου, αλλά εισπράχτηκαν μόλις 828 χιλ. ευρώ.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν.4557/2018), οι ΔΟΥ, τα Ελεγκτικά Κέντρα και το ΣΔΟΕ κάθε φορά που διαπιστώνουν φορολογικά αδικήματα που διώκονται ποινικά υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές προς την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προκειμένου οι κατηγορούμενοι να ελέγχονται και για το εάν διέπραξαν το αδίκημα του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος.
Συνολικά το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2020 αντιμέτωποι με αυτή τη δυσμενή κατάσταση βρέθηκαν 317 φορολογούμενοι, που είχαν συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο ύψους 640 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, και φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις που έχουν καθυστερήσει να πληρώσουν ποσά φόρων άνω των 50.000 ευρώ για περισσότερους από τέσσερις μήνες μετά την ημερομηνία λήξης των προβλεπόμενων προθεσμιών, βρίσκονται αντιμέτωπα με μηνυτήριες αναφορές από τις αρμόδιες ΔΟΥ για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Εκτός από τις ποινικές διώξεις για τη μη πληρωμή των οφειλών τους στο Δημόσιο, πολλοί εξ αυτών κατηγορούνται και για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου