«ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ» ονομάζεται η εκχώρηση με την οποία μεταβιβάζεται η απαίτηση, όχι με σκοπό την οριστική πρόσκτησή της στην περιουσία του εκδοχέα (Καταπιστευματούχου), αλλά με σκοπό, είτε (α) την εξασφάλιση απαίτησης του τελευταίου κατά του μεταβιβάζοντος εκχωρητή (εξασφαλιστική εκχώρηση), είτε (β) την διαχείριση της μεταβιβαζόμενης απαίτησης από τον εκδοχέα (εκχώρηση για είσπραξη).
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ:
Οι τιτλοποιημένες απαιτήσεις των τραπεζών από τις πιστωτικές συμβάσεις των δανείων, των αλληλόχρεων λογαριασμών και των καρτών μας, μεταβιβάστηκαν στα funds καταπιστευτικά και, έτσι, αντίθετα προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12/12/2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557, της 31/03/2021 και αντίθετα προς τις διατάξεις των Ν 4649/2019, Ν 3156/2003, Ν 4354/2015 και Ν 5072/2023, με εικονικές και, έτσι, άκυρες συμβάσεις πώλησης, με αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα, τα funds να μην έχουν αποκτήσει τα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, καθόσον αυτό δεν προκύπτει από τις δημοσιεύσεις των καταχωριζομένων εγγράφων της παρ. 1, της υπ΄αριθ. 20783/9-11-2020 (ΦΕΚ Β΄4944) Υπουργικής Απόφασης, ούτε ακόμη από τις ελαστικότερες του άρθ. 2, της Υπουργικής Απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), ενώ, περαιτέρω, οι servicers αδυνατούν να αποδείξουν, ούτε ακόμη με την επίδειξη μέρους ή του συνόλου των εγγράφων των αντιστοίχων συμβάσεων ή/και των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων των funds, των τραπεζών ή/και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, ότι, οι απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν οριστικά στα funds, στα πλαίσια παραδοσιακών-κλασσικών-τυποποιημένων - αληθών τιτλοποίησεων (True Sale Securitizations - STS), που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14, Ν 3156/2003 και το άρθρο 3, του Ν 4354/2015, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 2, παρ. 1, Ν 4649/2019, ήτοι κατά τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. AK και 455 επ. ΑΚ.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα, δεν προκύπτει και ούτε μπορεί να αποδειχθεί, ότι, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, περιήλθαν οριστικά, κατά τις διατάξεις των Ν 3156/2003 και Ν 4354/2015, στα ενεργητικά και, έτσι, στις περιουσίες των funds, αφού, από το σύνολο των εγγράφων που κοινοποιούνται και προσκομίζονται στα Δικαστήρια, καθώς επίσης και από τα στοιχεία των συμβάσεων μεταξύ τραπεζών και funds, που καταχωρίζονται σε περίληψη, κατά τις νομοθετικές απαιτήσεις του άρθ. 3, παρ. 8, Ν 2844/2000 και κατά τις νεώτερες και ακόμη ελαστικότερες απαιτήσεις του άρθ. 2, της απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, περί καθορισμού των εντύπων δημοσίευσης των άρθρων 14 και 21 του ν. 5072/2023 (ΦΕΚ Α’ 198), ως προς το έντυπο δημοσίευσης της παρ. 7, άρθ. 21, Ν. 5072/2023, προκύπτει ότι αυτά υπολείπονται κάθε νομοθετικής υποχρέωσης περί δημοσίευσης των ουσιωδών στοιχείων και των όρων των σχετικών συμβάσεων, του αντικειμένου των φερόμενων πωλήσεων και του τρόπου υπολογισμού των τιμημάτων των φερόμενων πωλήσεων.
Πράγματι, δεν αναφέρονται πουθενά τα ουσιώδη στοιχεία και οι όροι των συμβάσεων, από τα οποία θα έπρεπε να προκύπτει η ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟ-ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ των απαιτήσεων αυτών από τα ενεργητικά των πιστωτριών τραπεζών μας, προκειμένου, έτσι, τα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, να έχουν μεταβιβαστεί οριστικά από αυτές και να έχουν, έτσι, περιέλθει, επίσης οριστικά, στα ενεργητικά και τις περιουσίες των funds, ώστε, κατά τις ρητές διατάξεις του Ν 4649/2019, να μπορεί να προκύπτει και να τεκμαίρεται, ότι, οι απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις έφυγαν οριστικά από τους ισολογισμούς των πιστωτριών τραπεζών μας ή/και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν.
Έτσι, δεν αναφέρονται πουθενά τα ουσιώδη στοιχεία και οι όροι των σχετικών συμβάσεων ως προς τον τύπο των ομολογιών που εκδόθηκαν, τιτλοποίηση προς τιτλοποίηση, για τις αντίστοιχες απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προκύψει η ποιότητα, η πιστοληπτική διαβάθμιση και η εξοφλητική προτεραιότητα τους, δηλαδή να μην προκύπτει αν, κατά τις διατάξεις του Ν 4649/2019, εκδόθηκαν ομολογίες υψηλής (SENIOR), μεσαίας (MEZZANINE) ή χαμηλής (JUNIOR) εξοφλητικής προτεραιότητας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σήμερα, να μην μπορεί να προκύψει, τιτλοποίηση προς τιτλοποίηση και απαίτηση προς απαίτηση, αν οι αντίστοιχες ομολογίες που εκδόθηκαν ήταν τύπου SENIOR, αν έλαβαν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου του Σχεδίου «ΗΡΑΚΛΗΣ», αν ήταν χαμηλής ή μεσαίας πιστοληπτικής αξιολόγησης και εξοφλητικής προτεραιότητας, δηλαδή ΜΕΖΖΑΝΙΝΕ ή JUNIOR, αν διακρατήθηκαν αρχικά ή αν συνεχίζουν να διακρατώνται από τις πιστώτριές μας τράπεζες ή/και τους ομίλους στους οποίους αυτές ανήκουν, αν διακρατώνται από τα funds ή αν έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές ή, περαιτέρω, στην περίπτωση που μέρος αυτών έχει πωληθεί σε τρίτους επενδυτές, δεν προκύπτει από πουθενά αν πωλήθηκε σε αυτούς, σε θετική αξία, το 50+1% των JUNIOR ομολογιών και επαρκές ποσοστό των MEZZANINE ομολογιών και χωρίς ούτε ακόμη να προκύπτει, τιτλοποίηση προς τιτλοποίηση, πως προσδιορίζεται, κάθε φορά, ποιο ακριβώς είναι το ανωτέρω αυτό επαρκές ποσοστό, ενώ, κατά τις ως άνω ρητές διατάξεις του Ν 4649/2019, με την προκλητική αυτή απόκρυψη όλων ανεξαιρέτως των ανωτέρω ουσιωδών στοιχείων και των όρων των αντιστοίχων συμβάσεων, καθίσταται παντελώς αδύνατη, με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, η εκάστοτε διαπίστωση της ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟ-ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ των απαιτήσεων εκ των πιστωτικών μας συμβάσεων, από τα ενεργητικά και, έτσι, από την περιουσίες των πιστωτριών τραπεζών μας.
Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται εδώ, αφού τα χειρότερα κρύβονται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των πιστωτριών τραπεζών μας και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, από τις οποίες, αντιθέτως, προκύπτει, ότι, σήμερα διακρατούν, αντί των funds ή των υποτιθέμενων, δήθεν επενδυτών τους, όλα τα ομόλογα SENIOR, με τις εγγυήσεις ΕΔ του Σχεδίου «Ηρακλής» και, μάλιστα, εμφανίζονται ως δήθεν τρίτοι, ομολογιούχοι επενδυτές, στις συνελεύσεις των funds, στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, καθώς και ότι διατηρούν, σε επίπεδο ομίλων, τα συμβατικά δικαιώματα των ταμειακών ροών από τα ομόλογα MEZZANINE και JUNIOR, που εκδόθηκαν αντιστοίχως από τα funds.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που εν τέλει τεκμαίρεται, είναι, ότι, αντί ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟ-ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ, αυτό που σήμερα υφίσταται στην πραγματικότητα είναι η πλήρης ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις στα ενεργητικά και, έτσι, στις περιουσίες των πιστωτριών τραπεζών μας και των ομίλων στους οποίους αυτές ανήκουν, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται, πλέον, συνεπακόλουθα, ότι, οι ίδιες αυτές απαιτήσεις ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΙ και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να αναγνωρίζονται στα ενεργητικά και, έτσι, στις περιουσίες των funds, καθόσον είναι προφανές και αυτονόητο, ότι, το ίδιο περιουσιακό στοιχείο, δεν μπορεί να αναγνωρίζεται ταυτόχρονα στα ενεργητικά και τις περιουσίες διαφορετικών φυσικών ή νομικών προσώπων και, έτσι, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, δεν μπορεί να ανήκουν ταυτόχρονα, και στα funds, και στις πιστώτριές μας τράπεζες ή/και στους ομίλους στους οποίους αυτές ανήκουν.
Περαιτέρω, δεν δημοσιεύονται, δεν αναφέρονται πουθενά και, έτσι, δεν μπορούν να προκύψουν, ούτε τα ουσιώδη στοιχεία και οι όροι που προσδιορίζουν τον ΤΡΟΠΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ, σε ουδεμία εκ των φερόμενων πωλήσεων των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, αφού δεν προκύπτουν, ούτε ακόμη κατά ελάχιστη προσέγγιση, όχι μόνο τα τιμήματα των φερόμενων αγορών τους από τα funds, αλλά ούτε ακόμη η ελάχιστη απαίτηση της απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, καθόσον δεν παρέχεται ουδεμία απολύτως ενημέρωση ως προς τα προβλεπόμενα από το Ν 4649/2019 ουσιώδη στοιχεία για τον προσδιορισμό του εκάστοτε τρόπου υπολογισμού του τιμήματος. Έτσι, δεν αναφέρονται και δεν δημοσιεύονται, πουθενά και για καμία τιτλοποίηση, τα συμφωνηθέντα συνολικά τιμήματα επί της μικτής λογιστικής αξίας, ούτε ως προς την καθαρή λογιστική αξία, ούτε ως προς το μέρος των κεφαλαίων που αναλώθηκαν για την κάλυψη και αντιμετώπιση των λειτουργικών και διαχειριστικών εξόδων των διαδικασιών τιτλοποίησης, όπως, ενδεικτικά, των εκπροσώπων των ομολογιούχων και των διαχειριστών πληρωμών, ούτε οι αμοιβές και τα έξοδα των τρίτων για τις υπηρεσίες που παρείχαν και τις δαπάνες στις οποίες προέβησαν κατά την διαδικασία των τιτλοποιήσεων, ούτε, ακόμη, ως προς τα κόστη της αντιστάθμισης των αντιστοίχων πιστωτικών κινδύνων, ούτε, περαιτέρω, ως προς τα επιτόκια των ομολογιών που εκδόθηκαν, ιδιαίτερα δε αν αυτά είναι, περίπτωση προς περίπτωση, κυμαινόμενα ή σταθερά και αν ο οι αντίστοιχοι εκτοκισμοί θα διενεργούνται τριμηνιαία, εξαμηνιαία ή ετήσια, ούτε, ακόμη, ως προς την εξόφληση των υποχρεώσεων που αφορούν φόρους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν προσαυξήσεων ή/και προστίμων, απαιτήσεων από αμοιβές διαχειριστών, εφόσον οι εξοφλήσεις τους δεν έχουν αναβληθεί, οι τυχόν απαιτήσεις για την καταβολή τόκων από τις τυχόν συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για την καταβολή προμηθειών για τις παρασχεθείσες εγγυήσεις επί των ομολογιών SENIOR, οι απαιτήσεις των αντισυμβαλλομένων από τις τυχόν συμβάσεις αντιστάθμισης επιτοκιακών κινδύνων, οι απαιτήσεις των ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την καταβολή τόκων, οι απαιτήσεις των τυχόν ομολογιούχων μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας για την καταβολή τόκων, εφόσον η εξόφληση τους δεν έχει επίσης αναβληθεί, οι απαιτήσεις ομολογιούχων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου, οι απαιτήσεις των ομολογιούχων μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου, κατόπιν της ολοσχερούς εξόφλησης του κεφαλαίου ομολογιών υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και τις απαιτήσεις των ομολογιούχων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας για την εξόφληση κεφαλαίου και τυχόν τόκων, κατόπιν της εκάστοτε ολοσχερούς εξόφλησης του κεφαλαίου των ομολογιών μεσαίας εξοφλητικής προτεραιότητας, ούτε, τέλος, ως προς τους συμβατικούς όρους περί αναπροσαρμογής ή/και πίστωσης του τιμήματος, περί υπαναχώρησης στο πλαίσιο της ευθύνης των μεταβιβαζουσών πιστωτριών τραπεζών μας και περί της δυνατότητας μεταγενέστερης συμφωνίας επαναμεταβίβασης του πλεονάσματος των απαιτήσεων, προκειμένου, έτσι, να μπορεί να προσδιοριστεί, έστω κατά προσέγγιση, το καθαρό, τελικό συμφωνηθέν τίμημα ή έστω ο τρόπος υπολογισμού του, που σε κάθε περίπτωση υπολείπεται του ονομαστικώς συμφωνηθέντος επί της μικτής λογιστικής αξίας των φερομένων ως μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, το οποίο τελικώς αποκόμισαν ή θα αποκομίσουν στο μέλλον, ως πραγματικό τίμημα, οι πιστώτριές μας τράπεζες, ΑΝ ΤΕΛΙΚΩΣ ΤΟ ΑΠΟΚΟΜΙΣΑΝ και ΑΝ ΤΕΛΙΚΩΣ ΘΑ ΤΟ ΑΠΟΚΟΜΙΣΟΥΝ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, αφού, ακόμη και αυτή η στοιχειώδης ενημέρωση, ουδόλως προκύπτει από τις μέχρι σήμερα δημοσιευθείσες οικονομικές τους καταστάσεις, αφού από αυτές δεν προκύπτει αν έλαβαν ευθέως, εν συνόλω ή, έστω, εν μέρει, τα κεφάλαια εκ των φερόμενων ομολογιούχων επενδυτών των funds, ούτε εμφανίζουν αντίστοιχες απαιτήσεις έναντι αυτών ή έναντί των funds στους σχετικούς λογαριασμούς των ενεργητικών τους, με αποτέλεσμα, έτσι, να παραμένουν μέχρι και σήμερα παντελώς άγνωστες όλες οι επιστημονικά αποδεκτές παράμετροι ως προς τον, έστω κατά προσέγγιση, προσδιορισμό των εκ των Ν 4649/2019, Ν 3156/2003 και 4354/2015 τιμημάτων των φερόμενων πωλήσεων των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις ή, έστω, του τρόπου υπολογισμού τους.
Έτσι, λοιπόν, η συνεχιζόμενη αυτή, προκλητική εμμονή τραπεζών, servicers και funds, να μην συμμορφώνονται προς τις ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις και να κρατούν ως επτασφράγιστο μυστικό ακόμη και την ελάχιστη εκ του νόμου, υποχρεωτική ενημέρωση επί των ουσιωδών στοιχείων και των όρων των συμβάσεων των φερόμενων πωλήσεων των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις και των τιμημάτων αυτών ή, έστω, του τρόπου υπολογισμού τους, είναι προφανές ότι κάτι υποκρύπτει. Και αυτό που υποκρύπτει δε είναι άλλο από την υποκείμενη μεταξύ τους συμφωνία, να κρατήσουν τα funds τις απαιτήσεις αυτές, όχι οριστικά, στα ενεργητικά και, έτσι, στις περιουσίες τους, αλλά για συγκεκριμένο μόνο χρονικό διάστημα, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν, από κοινού με τις πιστώτριές μας τράπεζες, προς επιδίωξη του πραγματικού, υποκρυπτόμενου σκοπού της εκχώρησής τους, ήτοι μόνον προς είσπραξη, ώστε, έτσι, με τις κατά τα ανωτέρω ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ, εσωτερικά, στις μεταξύ τους σχέσεις, τα funds να υπέχουν την υποχρέωση να ασκήσουν μόνο το μέρος εκείνο των εξουσιών που έχει συμφωνηθεί με τις πιστώτριές μας τράπεζες, στα πλαίσια του ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ των εκχωρήσεων, που πραγματοποιήθηκαν δια ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ και, έτσι, ΑΚΥΡΩΝ συμβάσεων πώλησης, με αποτέλεσμα, έτσι, τα funds μην έχουν μέχρι σήμερα ουδόλως ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ τα ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, καθόσον αυτό δεν προκύπτει από τις δημοσιεύσεις των καταχωριζομένων εγγράφων της παρ. 1, της υπ΄αριθ. 20783/9-11-2020 (ΦΕΚ Β΄4944) Υπουργικής Απόφασης, ούτε ακόμη από τις ελαστικότερες του άρθ. 2, της Υπουργικής Απόφασης υπ’ αριθ. 19169 ΕΞ 2024 (ΦΕΚ Β’ 946/09-02-2024), ενώ, περαιτέρω, τράπεζες, servicers και funds, ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΝ, ότι, οι απαιτήσεις αυτές ΠΩΛΗΘΗΚΑΝ και ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΤΗΚΑΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ, στα πλαίσια πραγματικών και αληθών STS Τιτλοποιήσεων, που πραγματοποιήθηκαν κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14, Ν 3156/2003 και του άρθ. 3, Ν 4554/2015, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 2, παρ 1, Ν 4649/2019, ήτοι κατά τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. AK και 455 επ. ΑΚ.
Όμως, το πηγάδι του πρωτοφανούς αυτού οικονομικού εγκλήματος δεν έχει πάτο. Έτσι, οι πιστώτριές μας τράπεζες, εκμεταλλευόμενες τις επίμαχες αυτές ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙΣ, καταστρατηγούν και παραβιάζουν ευθέως τις διατάξεις του Ν 5072/2023 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 και τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4649/2019, 3156/2003 και 4354/2015 και, σήμερα, ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΥΝ ότι, εν τοις πράγμασι, υφίσταται, τόσο στο πρόσωπό τους, όσο και στο πρόσωπο των servicers, που σήμερα διαχειρίζονται τις απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, μια σαφής ενδοομιλική ταύτιση ως ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΕΣ και ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΤΕΣ στις εκτελέσεις των εξασφαλίσεων και των λοιπών περιουσιακών μας στοιχείων, αφού, ενώ αυτές τυγχάνουν αμφότερες συνδεδεμένες, κατά ΔΠΧΑ και ΔΛΠ, με τις θυγατρικές εταιρείες REO (Real Estate Owned) των ομίλων των πιστωτριών τραπεζών μας, οι ίδιες αυτές εταιρείες REO εμφανίζονται, αντίθετα προς τις διατάξεις του αρθ. 5, παρ. 5, Ν 5072/2023, ως υπερθεματίστριες στους επισπευδόμενους από τους servciers πλειστηριασμούς. Και, περαιτέρω, ΔΙΑΚΡΑΤΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΙΔΙΕΣ Ή/ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΙΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΥΤΕΣ ΑΝΗΚΟΥΝ, αντί των τρίτων δήθεν επενδυτών των funds, τα «SENIOR» ΟΜΟΛΟΓΑ των τιτλοποιήσεων, που έλαβαν τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου του Σχεδίου «Ηρακλής», με αποτέλεσμα, έτσι, να έχουν παράλληλα πετύχει και την έμμεση κεφαλαιακή τους ενίσχυση, ανακεφαλαιοποίηση και, κατ’ αποτέλεσμα, την βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ χρηματοδοτικούς πόρους, ήτοι με τις κατά τα ανωτέρω ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ παρασχεθείσες ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ των εγγυήσεων ΕΔ του Σχεδίου «Ηρακλής», όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα της EUROSTAT προς την Ελληνική κυβέρνηση, για αντίστοιχες δημοσιονομικές προσαρμογές τουλάχιστον 17,5 δις ευρώ.
Το κωμικοτραγικότερο, όμως, όλων, είναι, ότι, η ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ των μεταβιβάσεων των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις στα funds, ομολογείται, με τον πανηγυρικότερο μάλιστα τρόπο, δια στόματος των επικεφαλής οικονομικών διευθυντών (CFO) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, κ.κ. Λάζαρου Παπαγαρυφάλλου της Alpha Bank, Χάρη Κοκολογιάννη της Eurobank, Χρήστου Χριστοδούλου της Εθνικής Τράπεζας και Θεόδωρου Γναρδέλλη της Τράπεζας Πειραιώς, στο πλαίσιο της συζήτησης στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε πρόσφατα το «Capital Link», με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, όπως ρητά αναφέρουν τα σχετικά δημοσιεύματα, το ζήτημα της ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ στις τράπεζες των «θεραπευμένων» δανείων που έχουν υπό την «ομπρέλα» τους οι servicers, για το οποίο, μάλιστα, ρητά αναφέρουν, ότι, επικρατεί ένας μεγάλος προβληματισμός για τα κριτήρια που θα αφορούν το θεσμικό πλαίσιο και τους κανόνες που θα θέσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (Εuropean Βanking Αuthority - EBA), επειδή, η βασική αρχή, που ακόμη δεν έχει αλλάξει, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ στον ίδιο τραπεζικό όμιλο να αποκτήσει εκ νέου πρώην δικά του δάνεια που πούλησε ως μη εξυπηρετούμενα και, στην συνέχεια, αυτά μετεξελίχθηκαν σε ενήμερα και, ότι, μάλιστα, αυτό συνιστά τον ορισμό του ΗΘΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Έτσι, λοιπόν, ομολογείται από τις ίδιες τις πιστώτριές μας τράπεζες, η ευθεία παραβίαση των διατάξεων περί τιτλοποίησης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 και αυτών των Ν 4649/2019, Ν 3156/2003 και Ν 4354/2015, ως προς την θεμελιώδη αρχή του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού, αποχωρισμού και αποξένωσης των απαιτήσεων, κατά την οποία, η τιτλοποίηση των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις έπρεπε να εδράζεται στον πλήρη νομικό και οικονομικό αποχωρισμό και αποξένωσή τους από τις πιστώτριές μας τράπεζες, ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η απόλυτη χειραφέτηση τους, ήτοι η απουσία οποιουδήποτε είδους, άμεση ή έμμεση εξουσίασή τους από αυτές, καθόσον, καθίσταται σαφές, ότι, έτσι, ομολογείται με τον πανηγυρικότερο τρόπο, η εξ’ αρχής ύπαρξη μιας γενικότερης ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΝ, μεταξύ του συνόλου του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος και των αλλοδαπών εταιρειών-οχημάτων ειδικού σκοπού-funds, που φέρονται ότι αγόρασαν δήθεν οριστικά τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των Ελληνικών τραπεζών, καθώς και με τις εν Ελλάδι εδρεύουσες διαχειρίστριες εταιρείες-servicers αυτών.
Περαιτέρω, όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την πρόσφατη, από 27/06/2024 και 02/07/2024, έρευνα των δημοσιογράφων Δέσποινας Παπαγεωργίου, Σωτήρη Σιδέρη και Δάφνης Καράβολα, του δικτύου «REPORTERS UNITED», η οποία δημοσιεύεται αυτούσια στην ιστοσελίδα «https://www.reportersunited.gr/» και, ιδιαίτερα, από τις μαρτυρίες των έγκριτων και επιφανών πανεπιστημιακών, κ.κ. ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΑΥΓΟΥΛΕΑ, τακτικού καθηγητή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Σκωτίας και κατόχου της Διεπιστημονικής Έδρας Τραπεζικού Δικαίου και Διεθνών Χρηματοοικονομικών αγορών και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ, καθηγητή του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.
Εν κατακλείδι, από το καρουζέλ των τιτλοποιήσεων ΜΕΔ του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, καθίσταται προφανές, ότι, οι πιστώτριές μας τράπεζες προέβησαν στην ενσυνείδητα αυθαίρετη και διασταλτική ερμηνεία, τον επιλεκτικό συνδυασμό και την «a la carte» εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/557 και των νόμων 4649/2019, 3156/2003, 4354/2015 και 5072/2023, δημιουργώντας, έτσι, εν τοις πράγμασι, το πρωτοφανές στα παγκόσμια νομικά χρονικά εφεύρημα της «πατέντας» ενός προδήλως αυθαίρετου καθεστώτος «ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΥ», που στην πραγματικότητα ΟΥΔΟΛΩΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ και, ότι, έτσι, επιχειρούν να συνδυάσουν κατά το δοκούν, αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, αυθαίρετα και επιλεκτικά, προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, συγκεκριμένες μόνο, «βολικές» διατάξεις εκάστου εκ των ανωτέρω εθνικών και ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, ενώ γνωρίζουν καλώς, ότι, οι διατάξεις αυτές, όχι μόνο δεν δύναται να ερμηνευτούν διασταλτικά, να συνδυαστούν μεταξύ τους κατά το δοκούν, αποσπασματικά και, έτσι, να εφαρμοστούν επιλεκτικά, «a la carte», καθόσον, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αυτές τυγχάνουν προδήλως συγκρουόμενες, αντιφατικές και, έτσι, αλληλοαναιρούμενες η μια με την άλλη, αλλά και, ότι, η ανωτέρω παράλληλη, ταυτόχρονη, αποσπασματική και επιλεκτική εφαρμογή τους απαγορεύεται ρητά από τα ίδια ως άνω εθνικά και ευρωπαϊκά νομοθετήματα. Έτσι, δια του ανωτέρω τεχνάσματος, τράπεζες, servicers και funds, επιδιώκουν την δημιουργία ενός προδήλως αυθαίρετου καθεστώτος οριζόντιας εποπτικής και δικαστικής παραδοχής και υιοθέτησης μιας διασταλτικής και, έτσι, «βολικής» για τα συμφέροντά τους ερμηνείας, με την οποία, δια της παρασιώπησης και απόκρυψης των αληθών πραγματικών περιστατικών της τιτλοποίησης των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, επιχειρούν να πετύχουν την έκδοση δυσμενών για τους εκάστοτε αντιδίκους τους δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκδοθούν αν τηρούσαν το καθήκον αληθείας, ως έχουν άλλωστε υποχρέωση.
Πράγματι, με το πρωτοφανές αυτό τέχνασμα, επιχειρούν σήμερα να εμφανίσουν στον εξωτερικό κόσμο, ότι, οι απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, μεταβιβάστηκαν στα funds δήθεν οριστικά, κατά τις διατάξεις των Ν 3156/2003, Ν 4354/2015 και Ν 4649/2019, με την μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου να έχει δήθεν πραγματοποιηθεί με την πώληση και την οριστική μεταβίβαση τους, κατά τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του AK και 455 επ. ΑΚ και ότι, έτσι, τα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα περιήλθαν δήθεν ΟΡΙΣΤΙΚΑ στα ενεργητικά και, έτσι, στις περιουσίες των funds, ενώ, αντιθέτως, Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ, καθόσον, οι απαιτήσεις από τις πιστωτικές μας συμβάσεις μεταβιβάστηκαν στα funds ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ και, έτσι, αντίθετα προς τις διατάξεις των Ν 5072/2023, Ν 4649/2019, Ν 3156/2003 και Ν 4354/2015, με εικονικές και, έτσι, άκυρες συμβάσεις πώλησης και με την υποκρυπτόμενη και πραγματική υποκείμενη συμφωνία, τα funds, να κρατήσουν τις απαιτήσεις αυτές, όχι οριστικά, αλλά για συγκεκριμένο μόνο χρονικό διάστημα, προκειμένου, έτσι, να τις χρησιμοποιήσουν κατά τον συμφωνηθέντα μεταξύ τους τρόπο, προς επιδίωξη του σκοπού της καταπιστευτικής τους εκχώρησης, ήτοι προς «θεραπεία», είσπραξη και, εν τέλει, προς «αναμεταβίβαση» στις πιστώτριές μας τράπεζες.
Και, μάλιστα, με το επιβαρυντικό στοιχείο, ότι, με τις υποκείμενες, πραγματικές συμφωνίες τους, τράπεζες και funds, είχαν εξ’ αρχής την πρόθεση να πετύχουν στην πράξη τα αποτελέσματα των συνθετικών τιτλοποιήσεων (Synthetic Securitizations), χωρίς, έτσι, την πραγματική και οριστική μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των απαιτήσεων αυτών λόγω πώλησης, με αποτέλεσμα, οι πιστώτριές μας τράπεζες, αντί της άμεσης βελτίωσης της ρευστότητας τους, να έχουν στην πραγματικότητα επιδιώξει μόνο την έμμεση, λογιστική βελτίωση της θέσης τους, μέσω της βελτίωσης της πιστοληπτικής τους ικανότητας, που απορρέει από την πιστοληπτική αναβάθμιση των απαιτήσεών τους και την, κατ’ επέκταση, μείωση των αντίστοιχων κεφαλαιακών χρεώσεων στα ίδια κεφάλαια τους, καθόσον, οι τιτλοποιήσεις των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις, προκύπτει, ότι, εν τέλει, δεν διενεργήθηκαν για λόγους χρηματοδότησης των πιστωτριών τραπεζών μας, αφού αυτές δεν έλαβαν μέχρι σήμερα, ούτε προκύπτει ότι θα λάβουν στο μέλλον κεφάλαια από τις φερόμενες μεταβιβάσεις, αλλά, αντιθέτως, προκύπτει ότι αυτές διενεργήθηκαν για λόγους ωραιοποίησης κυρίως των οικονομικών καταστάσεων και των ισολογισμών τους, για λόγους δημιουργικής κεφαλαιακής επάρκειας, μόχλευσης, και για λόγους κερδοσκοπίας.
Και, ακόμη, και για να μπορούν σήμερα οι πιστώτριές μας τράπεζες, να αποκρύπτουν ότι, εν τοις πράγμασι, υφίσταται, τόσο στα πρόσωπά τους, όσο και στα πρόσωπα των servicers που σήμερα διαχειρίζονται αυτές τις απαιτήσεις, μια σαφής ενδοομιλική ταύτιση ως ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΤΕΣ και ΕΚΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΤΕΣ, ότι, περαιτέρω, ΔΙΑΚΡΑΤΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΙ ΙΔΙΕΣ, αντί των τρίτων, δήθεν επενδυτών των funds, όλα τα «SENIOR» ΟΜΟΛΟΓΑ, τα οποία έλαβαν αντιστοίχως την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου δια του Σχεδίου «Ηρακλής» και, ότι, ταυτόχρονα, ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ, σε επίπεδο ομίλων, τα συμβατικά δικαιώματα των ταμειακών ροών από το σύνολο των λοιπών ομολόγων «ΜΕΖΖΑΝΙΝΕ» και «JUNIOR», που εκδόθηκαν από τα funds κατά τις αντίστοιχες τιτλοποιήσεις, με αποτέλεσμα, έτσι, κατά το άρθρο 2, παρ. 10, Καν. 2017/2402, τα τιτλοποιημένα ανοίγματα εκ των πιστωτικών μας συμβάσεων να εξακολουθούν σήμερα να παραμένουν ανοίγματα των πιστωτριών τραπεζών μας, οι οποίες, έτσι, με όλες τις ανωτέρω μεθοδεύσεις, συνεχίζουν στην πραγματικότητα να διατηρούν οι ίδιες, αντί των funds, τα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, με αποτέλεσμα, οι κατά τα ανωτέρω διενεργηθείσες τιτλοποιήσεις, να μην εδράζονται στον πλήρη νομικό και οικονομικό αποχωρισμό και την αποξένωσή τους από τις πιστώτριές μας τράπεζες και, έτσι, συνεπακόλουθα, να μην καθίσταται εφικτή η πραγματική χειραφέτηση τους από τα funds, η οποία, σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει την απουσία οποιουδήποτε είδους άμεσης ή έμμεσης εξουσίασής τους από τις πιστώτριές μας τράπεζες.
Με το κερασάκι στην τούρτα να μην είναι άλλο από την κορυφαία απάτη των «SENIOR» ομολόγων των τιτλοποιήσεων, που έλαβαν τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου του Σχεδίου «Ηρακλής», με τα οποία, επειδή συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να διακρατούνται από τις πιστώτριές μας τράπεζες, αυτές έχουν πετύχει παράνομα, καταστρατηγώντας την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία που απαγορεύει πλέον ρητά την παροχή κρατικών ενισχύσεων στα εθνικά τραπεζικά συστήματα των κρατών-μελών, την έμμεση κεφαλαιακή τους ενίσχυση, ανακεφαλαιοποίηση και, κατ’ αποτέλεσμα, την βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, με τους ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ χρηματοδοτικούς πόρους, ήτοι με τις κατά τα ανωτέρω ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ παρασχεθείσες ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ των εγγυήσεων ΕΔ του Σχεδίου «Ηρακλής», τις οποίες, χωρίς το καρουζέλ των τιτλοποιήσεων, με τις καταπιστευτικές μεταβιβάσεις και τις εικονικές πωλήσεις των απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις στα funds, δεν θα είχαν καταφέρει ποτέ να βάλουν στο χέρι.
Όλα, λοιπόν, αυτά, κατατείνουν εν τέλει στην έκδοση μη νόμιμων διαταγών πληρωμής και, έτσι, στην επίσπευση παράνομων πράξεων εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αναγκαστική προσφυγή δανειοληπτών και εγγυητών στην Δικαιοσύνη, προκειμένου να διαγνωστεί, με δικαστικές πλέον αποφάσεις, η παντελής έλλειψη των ελαχίστων νομιίμων προϋποθέσεων ως προς το υποστατό και την εγκυρότητα των πράξεων πώλησης και μεταβίβασης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τις πιστωτικές μας συμβάσεις και, έτσι, η συνεπακόλουθη μη νόμιμη ανάθεση της διαχείρισης τους στους servicers, οι οποίοι, έτσι, στερούνται κάθε ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ για την άσκηση της εκ του Ν 4354/2015 δραστηριότητάς τους. Και, μάλιστα, με το αίτημα της ακύρωσης, επειδή δεν προκύπτει, δεν τεκμαίρεται και δεν μπορεί ουδόλως να αποδειχθεί, ότι, ότι έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες διατυπώσεις που υπαγορεύονται από το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο ως προς τα ουσιώδη στοιχεία και τους όρων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης και, ιδιαίτερα, αυτά που αφορούν την οριστική μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από τις πιστωτικές του συμβάσεις στα funds, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού των τιμημάτων των αντίστοιχων πωλήσεων. Και, ακόμη, επειδή, με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του Ν 3156/2003, ο νομοθέτης, στο άρθρο 10, παρ. 11, εδ. α’, θεσπίζει ρητά το υποχρεωτικό της οριστικής μεταβίβασης των απαιτήσεων, ορίζοντας ότι καταπιστευτική μεταβίβαση τους δεν επιτρέπεται και ότι, έτσι, οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει, ενώ ίδιες είναι και οι σχετικές διατάξεις των νόμων 4354/2015 και 5072/2023. Και, τέλος, επειδή, σε κάθε περίπτωση, γίνεται δεκτό, ότι, εφόσον η μεταβίβαση της απαίτησης είναι καταπιστευτική, η αντίστοιχη πώληση, ως εικονική, είναι άκυρη, κατ΄ αρθρο 138, παρ. 1, ΑΚ.
Περαιτέρω, μετά την ΟλΑΠ 01/2023, η εξουσιοδότηση προς τον SEVICER, πάσχει νομικά και για τους κατωτέρω λόγους :
Επειδή, κατά την πλειοψηφία της ΟλΑΠ 01/2023, διαλαμβάνεται, ότι, ο νομοθέτης, ρητά ρύθμισε το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης (SERVICERS) του άρθρου 2 του ν.4354/2015, απονέμοντας σ' αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και, ως εκ τούτου, η εταιρείες διαχείρισης του άρθρου 2 του ν.4354/2015, τελούν σε σχέση ειδικότερου προς γενικότερο με την ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν.3156/2003, στις οποίες και υπάγονται και, συνεπώς, κατά την πλειοψηφία της ΟλΑΠ 01/2023, νομίμως μπορούν να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι σε όλες τις περιπτώσεις ανάθεσης της διαχείρισης, ο νόμος ρητά ορίζει ότι «Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παρ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή (άρ.10 παρ. 3156/2003).», η δε ανάθεση διαχείρισης στις εταιρείες του άρθρου 2, ν.4354/2015 «γίνεται με σύμβαση που περιλαμβάνει κατ΄ελάχιστο περιεχόμενο: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (αρ.2, παρ.2, ν.4354/2015).». Έτσι, κατά την πλειοψηφία της ΟλΑΠ 01/2023, οι εταιρείες διαχείρισης, προς απόδειξη της ενεργητικής τους νομιμοποίησης ως διαχειρίστριες των δικαιούχων εταιρειών ειδικού σκοπού, έχουν την εκ του νόμου υποχρέωση να προσκομίσουν περίληψη της σύμβασης ανάθεσης μακροχρόνιας διαχείρισης μεταξύ αυτών και των δικαιούχων εταιρειών ειδικού σκοπού, νόμιμα καταχωρημένης, με αριθμό πρωτοκόλλου, στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, από την επισκόπηση της οποίας πρέπει σε κάθε περίπτωση να προκύπτει το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης ανάθεσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2, παρ. 2, ν. 4354/2015 και, συγκεκριμένα, να προκύπτουν συγκεκριμένα οι προς διαχείριση απαιτήσεις εκ των πιστωτικών συμβάσεων, προκειμένου, έτσι, να αποδεικνύεται ο ισχυρισμός ότι αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ των απαιτήσεων των οποίων φέρονται ότι ανέλαβαν την διαχείριση από τις δικαιούχους εταιρείες ειδικού σκοπού. Όμως, παρά όλα τα ανωτέρω, από τις περιλήψεις των συμβάσεων ανάθεσης διαχείρισης, προκύπτει, ότι, μεταξύ των δικαιούχων εταιρειών ειδικού σκοπού και των εταιρειών διαχείρισης, καταρτίστηκαν συμβάσεις διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ' άρθρο 10§14 και 16, ν. 3156/2003 και, ότι, έτσι, αυτές ανέλαβαν όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων πιστωτικών συμβάσεων, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στις απαιτήσεις καθεμίας εκ των μεταβιβασθεισών πιστωτικών συμβάσεων, κατ' ευθεία παράβαση του άρ.2, παρ.2, ν.4354/2015.
Έτσι, τόσο κατά το σκεπτικό της πλειοψηφίας, όσο και κατά το σκεπτικό της μειοψηφίας της ΟλΑΠ 01/2023, οι εταιρείες διαχείρισης (SERVICERS) στερούνται την κατά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης του άρθρου 2, ν.4354/2015, ενεργητική νομιμοποίηση του κατ’ εξαίρεση, μη δικαιούχου διαδίκου.
Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139, 180, 211 και 214 του ΑΚ, προκύπτει ότι η δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά αλλά μόνον φαινομενικά, είναι εικονική και άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη. Εικονική δε είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βούλησης, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στη δημιουργία εντύπωσης στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφισταμένη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί σύμβασης, στην τελευταία όμως περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της σύμβασης απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο. Η εικονικότητα δεν εμποδίζεται και όταν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, καθόσον ο τελευταίος είναι εντεταλμένος να πιστοποιεί την δήλωση των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικώς και όχι να συμπράττει με τη βούλησή του στην δικαιοπραξία. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10, παρ. 1, ν.3156/2003, «Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ.», για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως ιδιωτική τοποθέτηση θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα (150). Μεταβιβάζων, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτών μόνο νομικό πρόσωπο - ανώνυμη εταιρία - με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, ήτοι «ομολογίες» ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία. Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση, ήτοι την μεταβίβαση λόγω πωλήσεως, απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Έτσι, η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του AK, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του AK, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6) και ότι η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000 (παρ. 8), ενώ, από την διάταξη του άρθρου 513 AK, προκύπτει ότι ουσιαστικά στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το αντικείμενο της πώλησης και το τίμημα αυτής. Άλλωστε, κατά την παράγραφο 1 της υπ΄αριθ. 20783/9-11-2020 (Β΄4944) Υπουργικής Απόφασης «Καθορισμός εντύπου σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν.3156/2003)», με την οποία αντικαταστάθηκε η αντίστοιχη υπ΄αρ. 161337/30-10-2003 (Β΄1688), «Οι προβλεπόμενες από την παρ.8 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συμβάσεις καταχωρίζονται με υποβολή εντύπου, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και το ποσό ή ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι….».
Παρά όμως όλα τα ανωτέρω, οι εταιρείες διαχείρισης (SERVICERS) επιδιώκουν να ενεργήσουν με την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση, μη δικαιούχου διάδικου και διαχειριστή των αλλοδαπών εταιρειών ειδικού σκοπού, δυνάμει των σχετικών συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, περιλήψεις των οποίων καταχωρήθηκαν μεν στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, χωρίς όμως από την επισκόπησή τους να προκύπτουν τα εκάστοτε ποσά των τιμημάτων αγοράς ή ο τρόπος υπολογισμού των τιμημάτων αγοράς, όπως ορίζει η υπ' αριθ. 20783/9-11-2020 (B' 4944) Υπουργική Απόφαση. Έτσι, οι δηλώσεις βούλησης που αποτυπώνονται στις περιλήψεις των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης, που καταχωρήθηκαν στο Ενεχυροφυλακείο Aθηvώv, δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά μόνον φαινομενικά, καθώς δεν περιέχουν τα ουσιώδη, εκ του νόμου προβλεπόμενα στoιχεία μίας σύμβασης πώλησης και, ως εκ τούτου, οι ανωτέρω συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης είναι εικονικές και, έτσι, άκυρες, θεωρούμενες ως μη γενομένες και, συνεπώς, οι φερόμενες ως ειδικές διάδοχοι, εταιρείες ειδικού σκοπού (SERVICERS), δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στις προσβαλλόμενες από τους δανειολπητες πράξεις.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, επειδή η ακυρότητα μιας εικονικής σύμβασης είναι απόλυτη, καθόσον μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 και 68, 70 ΚΠολΔ, κατά λογική ακολουθία, σε όλες τις περιπτώσεις των απαιτήσεων εκ των μεταβιβασθεισών πιστωτικών συμβάσεων, συντρέχει η περίπτωση της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των αλλοδαπών εταιρειών ειδικού σκοπού, ως εκπροσωπούνται, κατ' αεξαίρεση, δια των διαχειριστριών εταιρειών (SERVICERS).
Το καθεστώς πριν την ΟλΑΠ 01/2023
Ο Ν 3156/2003 δεν απονέμει στην εταιρία διαχείρισης την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου, μη δικαιούχου διαδίκου, με αποτέλεσμα, έτσι, οι αιτούσες την έκδοση διαταγών πληρωμής, την πτώχευση ή οι επισπεύδουσες πλειστηριασμούς δανειοληπτών, εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (SERVICERS), να στερούνται της ενεργητικής νομιμοποίησης για την κατά των δανειοληπτών κίνηση διαδικασιών εκτέλεσης και πτώχευσης, δεδομένου ότι στις συναφθείσες, βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 συμβάσεις, μεταξύ αυτών και των εταιρειών ειδικού σκοπού (FUNDS), οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων επέχουν θέση αντιπροσώπου των εταιρειών ειδικού σκοπού που δεν τους παρέχει το δικαίωμα να προβαίνουν σε διαδικασίες εκτέλεσης, αφού, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεν λαμβάνει χώρα η εκχώρηση των απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών.
Κατά συνέπεια, εφόσον οι συμβάσεις διαχείρισης των πάσης φύσης δανείων και των πιστωτικών καρτών μας διέπονται από τον Ν.3156/2003, οι διαχειρίστριες εταιρείες φέρουν την ιδιότητα της αντιπροσώπου των δικαιούχων εταιρειών και δεν έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου, μη δικαιούχου διαδίκου, αφού ο εν νόμος 3156/2003 δεν απονέμει σε αυτές τέτοια ιδιότητα, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστριών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση, ενώ η εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που χορηγείται από τους δικαιούχους των απαίτησεων, δεν δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή τους προς διενέργεια αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, πτώχευσης και επίσπευσης πλειστηριασμού, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να κινήσει επ’ ονόματί του διαδικασία πτώχευσης, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης, δεν συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστότητας και της πτωχευτικής διαδικασίας, ιδιαίτερα δε, επειδή, η πτωχευτική διαδικασία αποτελεί την έσχατη και πλέον δραστική μορφή παροχής έννομης προστασίας, με το πτωχευτικό είναι ουσιαστικά δίκαιο συλλογικής εκτέλεσης. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς κίνηση κάθε διαδικασίας εκτέλεσης, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από το νόμο περιπτώσεων και, περαιτέρω, κατ’ αναλογία του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στο οποίο καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας και οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ SERVICER και FUND, για την διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο, ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΗ, αφού η παρ. 1 του άρθρου 79 Ν. 4738/2020 ρυθμίζει ρητά και περιοριστικά τα υποκειμενικά αυτά όρια μόνο ως προς τους πιστωτές έχοντες έννομο συμφέρον.2. Μείωση των πιθανοτήτων έκδοσης Διαταγής Πληρωμής, επίσπευσης Πλειστηριασμού και κατάθεσης Αίτησης Πτώχευσης.
3. Μεγάλη μείωση του κόστους προστασίας και δικαίωσης του Δανειολήπτη, με την εξοικονόμηση του κόστους προσφυγής στην Δικαιοσύνη.
4. Μεγάλη αύξηση των πιθανοτήτων ΑΚΥΡΩΣΗΣ της Διαταγής Πληρωμής, της Κατάσχεσης, του Πλειστηριασμού και της Αίτησης Πτώχευσης, με την προσθήκη ενός ακόμη, νέου και υπεραποτελεσματικού όπλου, στο οπλοστάσιο της δικαστικής άμυνας του Δανειολήπτη.
5. Μοναδικό όπλο άμυνας για τους Δανειολήπτες που έχασαν ρυθμίσεις του Νόμου Κατσέλη ή που οι αιτήσεις υπαγωγής τους απορρίφθηκαν, με ή χωρίς δόλο.
6. Δυνατότητα επαναπόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή διεκδίκησης αποζημίωσης, σε περιπτώσεις Κατασχέσεων, Πλειστηριασμών και Ρευστοποιήσεων Πτωχευτικού Νόμου, που επισπεύσθηκαν από τους SERVICERS, με τον αυθαίρετο συνδυασμό των δύο διαφορετικών θεσμικών πλαισίων των Ν 3156/2003 και Ν 4354/2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου