Ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, αλλά διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους.
Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη, ιταλ. («ράτσα»)
razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός.
Ο σύγχρονος ρατσισμός όμως δεν περιορίζεται μόνο στις φυλετικές διακρίσεις.
Έτσι εκτός από το φυλετικό ρατσισμό υπάρχει:
• Ο κοινωνικός ρατσισμός
• Ο εθνικός ρατσισμός
• Ο θρησκευτικός ρατσισμός
• Ο σεξουαλικός ρατσισμός
• Ο ρατσισμός κατά του γυναικείου φύλου
• Ο ρατσισμός των αναπτυγμένων κρατών σε βάρος υπανάπτυκτων
Πίσω από όλες αυτές τις κατηγορίες ρατσισμού όμως, κρύβεται η πραγματική διάσταση του ρατσισμού, που είναι η οικονομική αρπαγή και η εξουσιαστική υποταγή των στρωμάτων της κοινωνίας, που βρίσκονται σε αδυναμία να διαχειριστούν τον πλούτο που τους ανήκει.
Ο οικονομικός και εξουσιαστικός έλεγχος αποτελούν τα κίνητρα της ρατσιστικής συμπεριφοράς και προτρέπουν ακόμη και στην υιοθέτηση αυτής της επιθετικής τακτικής, έναντι των εξιλαστήριων θυμάτων.
Ο ρατσισμός δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Υπήρχε σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις στην συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ τους τελευταίους αιώνες απέκτησε και ιδεολογικό υπόβαθρο, ως προκάλυμμα των αντιδεοντολογικών του κινήτρων, γιατί ακόμη και η δεοντολογία του χρήματος και της εξουσίας έχει καταστεί περισσότερο υπολογίσιμη από την δεοντολογία που διέπει την ανθρωπιστική σύμβαση συμβίωσης.
Το πολυθρύλητο έργο του Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur De Gobineau): «Essai sur l” inégalité des races humaines» –«Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών», που δημοσιεύτηκε το1853, αποτέλεσε ουσιαστικά τη θεωρητική κάλυψη και ευλογία των αποικιοκρατών.
Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων (αφρικάανς apatheid= φυλετικός διαχωρισμός) και του συστημικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο γηγενή, κυρίως, και όχι λευκό, πληθυσμό, δεν εφαρμόστηκε μόνο στη Νότια Αφρική, όπου από το 1911 ο μαύρος πληθυσμός είχε δια νόμου χαμηλότερους μισθούς από τους λευκούς και απαγορευόταν να έχει ιδιοκτησία, αλλά και σε άλλες ηπείρους, με θύματα πάντα τους αυτόχθονες.
Ο ρατσισμός, ουσιαστικά, δουλεύει καθιερώνοντας λιγότερους διεκδικητές στην διαδικασία απόκτησης πλούτου, έχοντας αφαιρέσει, δια της «εις άτοπον απαγωγής» λόγω φυλετικών ή άλλων διακρίσεων, το δικαίωμα της διεκδίκησης σε άλλες μερίδες πληθυσμού.
Έτσι ο πλούτος και η εξουσία μπορούν να μοιραστούν σε λιγότερα χέρια, και τα μονοπώλια να έχουν πια ιδεολογικό άλλοθι.
Στη συνέχεια, η όμοια αντίδραση στην δράση του ρατσισμού, που λέγεται «reverse racism», τοποθετεί τα θεμέλια για εμφυλιοπολεμικές συρράξεις στις μάζες και έτσι αποκλείονται κι άλλες ομάδες πληθυσμού από την διεκδίκηση.
Ο ρατσισμός δουλεύει επίσης, ως αποπροσανατολιστική σκέψη, στην συμμετοχή για την ανάδειξη πολιτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να ευνοούνται τα πολιτικά σχήματα, που φαίνονται, αλλά δεν έχουν, ως πραγματικό στόχο την βελτίωση της ζωής του ανθρώπου.
Για αυτό και οι μέχρι σήμερα προσπάθειες καταστολής του δεν είναι ουσιαστικές, αλλά επιφανειακές , με στόχο την χειραγώγηση των μαζών και με αποτέλεσμα να καταλήγουν αρτηριακά επικίνδυνες. Βλέπε ΗΠΑ, με την εκλογή μαύρου στο αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, σε αντιδιαστολή με τα ρατσιστικά επεισόδια σε περιοχές με υπερισχύοντα μαύρο πληθυσμό, νομοκρατούμενες από λευκούς ρατσιστές.
Για αυτό και ενώ οι σχέσεις ανάμεσα στα έθνη γίνονται πιο στενές και η συγκρότηση υπερεθνικών κοινοτήτων,της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλώνουν τη συμφιλίωση των λαών ή τουλάχιστον, τη συνεργασία τους παρουσιάζεται να εντείνεται το φαινόμενο του ρατσισμού ακόμη και στην Ευρώπη.
Ο ρατσισμός αποτελεί ένα άψογο εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου, προκειμένου να διατηρεί την μαζικότητα στην κατανάλωση χρήματος και ταυτόχρονα να ασκεί το διαίρει και βασίλευε, ενεργοποιώντας τα κατώτερα ένστικτα των λαών.