Απόφαση του ΣτΕ απαλλάσσει το Δημόσιο και τους Δήμους από αστικές αποζημιώσεις και στέλνει το λογαριασμό για τραυματισμό τρίτων από καταρρεύσεις τμημάτων διατηρητέων κτιρίων αποκλειστικά στους ιδιοκτήτες.
«Ο μόνος που ευθύνεται έναντι των τρίτων για την παράλειψη διενέργειας εργασιών συντήρησης, επισκευής ή ανακατασκευής του κτιρίου ή λήψης μέτρων προς άρση οιουδήποτε κινδύνου κατάρρευσής του είναι ο ιδιοκτήτης του» αναφέρει η απόφαση του ΣτΕ.
Πολεοδομίες
Η ίδια απόφαση αναφέρει ότι «ιδιαίτερη νόμιμη υποχρέωση των πολεοδομικών οργάνων προς αυτεπάγγελτη διενέργεια ελέγχων κτιρίων για τη διαπίστωση τυχόν στατικής ή δομικής ανεπάρκειάς τους δημιουργείται μόνον εφόσον έχουν τεθεί υπόψη των οργάνων αυτών με οποιονδήποτε τρόπο σοβαρές ενδείξεις σε σχέση με την επικινδυνότητα συγκεκριμένου κτιρίου». Και απαλλάσσει τις Πολεοδομικές Υπηρεσίες από σχετικές ευθύνες σημειώνοντας ότι:
-«Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων υπηρεσιών περί του ενδεχόμενου κινδύνου λόγω στατικής ή δομικής ανεπάρκειας κτιρίου, δεν ιδρύεται υποχρέωση διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου προς διαπίστωση της επικινδυνότητας του κτιρίου, ελλείψει δε διαπίστωσης της επικινδυνότητας δεν ιδρύεται νόμιμη υποχρέωση των ίδιων οργάνων να διατάξουν τα κατάλληλα μέτρα άρσης του κινδύνου».
Μεταφορά συντελεστή
Σημειώνεται ότι το θέμα αφορά περισσότερους από 20.000 ιδιοκτήτες διατηρητέων κτηρίων (δηλ. των χαρακτηρισμένων από το ΥΠΕΝ, το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης και το Υπουργείο Αιγαίου) και μνημείων (δηλ. των χαρακτηρισμένων από το ΥΠΠΟΑ), οι οποίοι έχουν κατ΄ επανάληψη δηλώσει οικονομική αδυναμία να συντηρήσουν τα ακίνητα τους, ζητώντας επιχορήγηση εργασιών στερέωσης, αποκατάστασης και επανάχρησης ή αλλαγής χρήσης διατηρητέων Κτηρίων και Μνημείων.
Από την πλευρά της πολιτείας έχουν γίνει επίσης κατ΄ επανάληψη ανακοινώσεις τα τελευταία χρόνια για ενεργοποίηση προγραμμάτων επιδότησης της συντήρησης και αποκατάστασης των διατηρητέων κτιρίων, χωρίς μέχρι τώρα να έχουν προχωρήσει σχετικές δραστηριότητες.
Τα νεότερα είναι ότι στο πλαίσιο του πολεοδομικού νομοσχεδίου, που προωθεί το επόμενο δίμηνο το ΥΠΕΝ εξετάζεται αποζημίωση των ιδιοκτητών διατηρητέων κτιρίων με τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης, μέσω της ενεργοποίησης της ψηφιακής τράπεζας γης.
«Οι υποχρεώσεις των Κρατικών Φορέων απέναντι στα κτήρια αυτά δεν εξαντλούνται με τον χαρακτηρισμό τους ως Διατηρητέων. Η λανθασμένη αυτή Κρατική αντίληψη αποτελεί την κυριότερη αιτία της σημερινής εικόνας των «εγκαταλειμμένων» ή κενών ή ετοιμόρροπων ή επικίνδυνα ετοιμόρροπων Διατηρητέων Κτηρίων και Μνημείων, που αυξάνονται καθημερινά στα ιστορικά κέντρα της Αθήνας και των άλλων πόλεων και οικισμών και της υπαίθρου της χώρας μας», είχε τονίσει ο αείμνηστος Νίκος Χαρκιολάκης Πρόεδρος του Συλλόγου Αρχιτέκτονας, Επίτιμος Διευθυντής Αναστήλωσης Νεωτέρων και συγχρόνων Μνημείων του ΥΠΠΟ, στην ετήσια συνέλευση του συλλόγου, με τη συμμετοχή της ΠΟΜΙΔΑ και του ΤΕΕ.
Η απόφαση του ΣτΕ
Στην απόφαση του ΣτΕ (157/2020 Α’ Τμήμα Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος, Εισηγητής: Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος) σχετικά με την αστική ευθύνη Δημοσίου και ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση τρίτου συνεπεία τραυματισμού του από πτώση τμήματος που αποκολλήθηκε από διατηρητέο κτίριο, σημειώνονται τα ακόλουθα:
«Αστική ευθύνη του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση (άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ). Ζημία τρίτου εξαιτίας πτώσης τμήματος που αποκολλήθηκε από διατηρητέο κτίριο. Υποχρέωση των πολεοδομικών οργάνων προς αυτεπάγγελτη διενέργεια ελέγχων κτιρίων για τη διαπίστωση τυχόν στατικής ή δομικής ανεπάρκειάς τους δημιουργείται μόνον εάν έχουν τεθεί υπόψη τους με οποιονδήποτε τρόπο σοβαρές ενδείξεις σε σχέση με την επικινδυνότητα συγκεκριμένου κτιρίου. Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων υπηρεσιών δεν στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση κατ’ άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ από την παράλειψη άσκησης των προβλεπόμενων στα άρθρα 424 και 425 του ΚΒΠΝ αρμοδιοτήτων. Οι διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών το μεν ως διατηρητέων το δε ως επικινδύνως ετοιμόρροπων είναι αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους. Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων οργάνων για την επικινδυνότητα διατηρητέου κτιρίου, η μη άσκηση ελέγχου και αυτοψιών και η μη υπόδειξη στον ιδιοκτήτη διατηρητέου κτιρίου να εκπληρώσει την πρόσθετη υποχρέωσή του διενέργειας συγκεκριμένων ενεργειών αποκατάστασης των αρχιτεκτονικών στοιχείων που έχουν φθαρεί δεν συνιστά παράνομη παράλειψη κατ’ άρθρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ.
Κατ’ άρθρ., 268, 327, 331, 333, 348, 421 παρ. 1, 422, 423 παρ. 1 και 2, 424 και 425 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ, π.δ. 14/1999, Δ΄580) για τις επικίνδυνες οικοδομές, δεν ιδρύεται, κατ’ αρχήν, υποχρέωση των πολεοδομικών αρχών προς διενέργεια τακτικών προληπτικών ελέγχων και αυτοψιών στο σύνολο των υφισταμένων κτιρίων προς διαπίστωση τυχόν κινδύνων, οφειλομένων στη στατική ή δομική ανεπάρκειά τους. Και ναι μεν προβλέπεται με τις διατάξεις αυτές ότι οι υπηρεσίες διενεργούν ελέγχους και αυτεπαγγέλτως προς διαπίστωση των σχετικών κινδύνων, η ρύθμιση, όμως, αυτή έχει την έννοια ότι επιτρέπεται η ανωτέρω επέμβαση των πολεοδομικών οργάνων στην ατομική ιδιοκτησία σε κάθε περίπτωση, χωρίς να απαιτείται προς τούτο συναίνεση του ιδιοκτήτη ή σχετική αίτηση ή καταγγελία τρίτου προσώπου. Ιδιαίτερη νόμιμη υποχρέωση των πολεοδομικών οργάνων προς αυτεπάγγελτη διενέργεια ελέγχων κτιρίων για τη διαπίστωση τυχόν στατικής ή δομικής ανεπάρκειάς τους δημιουργείται μόνον εφόσον έχουν τεθεί υπόψη των οργάνων αυτών με οποιονδήποτε τρόπο σοβαρές ενδείξεις σε σχέση με την επικινδυνότητα συγκεκριμένου κτιρίου. Ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων υπηρεσιών περί του ενδεχόμενου κινδύνου λόγω στατικής ή δομικής ανεπάρκειας κτιρίου, δεν ιδρύεται υποχρέωση διενέργειας αυτεπάγγελτου ελέγχου προς διαπίστωση της επικινδυνότητας του κτιρίου, ελλείψει δε διαπίστωσης της επικινδυνότητας δεν ιδρύεται νόμιμη υποχρέωση των ίδιων οργάνων να διατάξουν τα κατάλληλα μέτρα άρσης του κινδύνου. Επομένως, η παράλειψη άσκησης από τη Διοίκηση των προβλεπόμενων στα άρθρα 424 και 425 του ΚΒΠΝ αρμοδιοτήτων δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ευθύνη προς αποζημίωση κατ’ άρθρ. 105 – 106 ΕισΝΑΚ.
Κατ’ άρθρ. 110, 269 και 270 του ΚΒΠΝ, σε συνδυασμό με τις πιο πάνω διατάξεις του ΚΒΠΝ για τις επικίνδυνες οικοδομές, οι διαδικασίες χαρακτηρισμού οικοδομών, το μεν ως διατηρητέων κατά τον ΓΟΚ και κατ’ επιταγή των άρθρων 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, το δε ως επικινδύνως ετοιμόρροπων, είναι αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους. Και ναι μεν οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως επικινδύνως ετοιμόρροπου υποχρεούνται να αξιολογήσουν το επικίνδυνο κτίριο και από μορφολογική, αρχιτεκτονική, αισθητική και ιστορική άποψη, αν αυτό είναι διατηρητέο (βλ. ΣτΕ 3530/2017) και να επιβάλλουν τα ηπιότερα μέσα προς αντιμετώπιση του προβλήματος της στατικής επάρκειας προς διάσωση του διατηρητέου κτιρίου (βλ. ΣτΕ 2516/2009), οι αρμόδιες, όμως, για τον χαρακτηρισμό κτιρίου ως διατηρητέου υπηρεσίες δεν υποχρεούνται κατά την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων τους, να ελέγξουν προηγουμένως τη στατική ή δομική επάρκεια του υπό χαρακτηρισμό κτιρίου, διότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν εξαρτάται από τη στατική επάρκεια του κτιρίου (ΣτΕ 5416/2012, 3476/2008). Εξάλλου, τυχόν χαρακτηρισμός οικοδομής ως επικινδύνως ετοιμόρροπης δεν καθιστά υποχρεωτική την ανάκληση πράξης χαρακτηρισμού της ως διατηρητέας (ΣτΕ 7/2106). Περαιτέρω, κατά τις ανωτέρω διατάξεις ο χαρακτηρισμός κτιρίου ως διατηρητέου έχει ως συνέπεια την επιβολή υποχρεώσεων στον ιδιοκτήτη του εκτός από αυτές που επιβάλλονται στον ιδιοκτήτη κτιρίου μη διατηρητέου. Οι πρόσθετες δε αυτές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη διατηρητέου κτιρίου, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υποχρέωση αποκατάστασης των διατηρητέων αρχιτεκτονικών στοιχείων του κτιρίου αν αυτά έχουν φθαρεί, απορρέουν ευθέως από τον νόμο, χωρίς να απαιτείται για την ίδρυσή τους ενέργεια ή πράξη της Διοίκησης που να επιβάλλει στον εν λόγω ιδιοκτήτη την υποχρέωση αποκατάστασης των ανωτέρω στοιχείων ή την ολική ανακατασκευή του κτιρίου, κατά περίπτωση. Εξ άλλου, με τις ανωτέρω διατάξεις παρέχεται η εξουσία στα αρμόδια κατά περίπτωση διοικητικά όργανα να επεμβαίνουν εξατομικευμένα, είτε κατόπιν αίτησης ή καταγγελίας είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διατάξουν τη διενέργεια των αναγκαίων δομικών εργασιών ή τη λήψη μέτρων ασφαλείας εκ μέρους των ιδιοκτητών των διατηρητέων, τάσσοντας στους τελευταίους και προθεσμία προς εκπλήρωση των σχετικών εργασιών (βλ. σχετικώς ΣτΕ 3178/2009), καθώς και να εκτελούν τις αναγκαίες εργασίες επί του διατηρητέου κτιρίου αν ο ιδιοκτήτης δεν συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις τους. Ωστόσο από τις ίδιες διατάξεις δεν ιδρύεται υποχρέωση των ανωτέρω υπηρεσιών προς διενέργεια αυτεπάγγελτων διαρκών τακτικών προληπτικών ελέγχων και αυτοψιών σε όλα τα υφιστάμενα διατηρητέα κτίρια της χωρικής τους αρμοδιότητας για τη διαπίστωση, μεταξύ άλλων, τυχόν κινδύνων σε σχέση με τη στατική και δομική τους ανεπάρκεια, ή υποχρέωση άσκησης διαρκούς επίβλεψης των κτιρίων για τη διαπίστωση του αν διενεργούνται επ’ αυτών εργασίες αποκατάστασης, άλλως υποχρέωση πραγματοποίησης των σχετικών εργασιών από τις υπηρεσίες αυτές. Επομένως, ελλείψει πληροφόρησης των αρμοδίων κατά περίπτωση οργάνων όσον αφορά την επικινδυνότητα διατηρητέου κτιρίου, η μη άσκηση ελέγχου και αυτοψιών επ’ αυτού και η μη υπόδειξη διενέργειας συγκεκριμένων εργασιών αποκατάστασης των αρχιτεκτονικών στοιχείων του δεν συνιστά παράνομη παράλειψη κατά άρθρ. 105 – 106 ΕισΝΑΚ· ο μόνος που ευθύνεται έναντι των τρίτων για την παράλειψη διενέργειας εργασιών συντήρησης, επισκευής ή ανακατασκευής του κτιρίου ή λήψης μέτρων προς άρση οιουδήποτε κινδύνου κατάρρευσής του είναι ο ιδιοκτήτης του».
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου