22 Μάη 1967 – 22 Μάη 2022: Συμπληρώνονται 55 χρόνια από την ημέρα που το πτώμα του αγωνιστή προοδευτικού δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά βρέθηκε ξεβρασμένο από τη θάλασσα στη θέση Άγιος Γεώργιος του Γενναδίου στη Νότια Ρόδο. Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια, η ελληνική Δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να καταλήξει σε ένα οριστικό συμπέρασμα, αν και, κατά καιρούς, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες.
«Αναφέρω ότι σήμερον ώραν 06.00 παρά την θαλασσίαν περιοχήν Αγ. Γεωργίου Γενναδίου ανευρέθη πτώμα ευσώμου ανδρός ηλικίας 35-40 ετών. Φέρει συμπτώματα πνιγμού και μώλωπας προερχομένους εκ προσκρούσεώς του επί βράχων. Χαρακτηριστικά: καστανόμαυρη ίσια κόμη, φέρη μαύρη περισκελίδα και υποκάμισον ελαφρώς σιέλ, άνευ υποδημάτων. Μάλλον πρόκειται περί καταζητουμένου δικηγόρου Μανδηλαρά Νικηφόρου».
Αυτά έγραφε το «σήμα» που στάλθηκε στις 22 Μαΐου 1967 από τη Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρόδου προς το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το Γενικό Αρχηγείο Χωροφυλακής και τη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας. Έναν μήνα μετά το χουντικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς εντοπιζόταν νεκρός από τους ψαράδες Γιάννη Καλλίγα και Τσαμπίκο Νικολέττο βρήκαν στην παραλία Γεννάδι, στην Ν.Δ. πλευρά της Ρόδου, 12 μέτρα μακριά από την ακτή.
Ποιος ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς; Ή, καλύτερα, ποιος είναι ο Νικηφόρος Μανδηλαράς;
Στις 19.2.1928 γεννήθηκε στην Κόρωνο Νάξου. Γιος σμυριδεργάτη, έζησε τα προβλήματα του τόπου του, τα οποία δημοσιοποίησε και προσπάθησε να επιλύσει μέσα από την αρθρογραφία του στην εφημερίδα του “Ναξιακά Χρόνια”, καθώς και στον υπόλοιπο δημοκρατικό Τύπο της εποχής.
Φοίτησε στα δημοτικά σχολεία Κορώνου και Σκαδού και στα Γυμνάσια Νάξου και Σύρου από το 1933 μέχρι το 1947.
Το 1946 πεθαίνει η μητέρα του. Την ίδια χρονιά, σε ηλικία 18 ετών έχει ήδη …φάκελο πολιτικών φρονημάτων στην Ασφάλεια Σύρου όπου αναφέρεται ότι «εμφορείται υπό κομμουνιστικών φρονημάτων και δη με πλήρη κομμουνιστικήν κατάρτισιν…».
Την επόμενη χρονιά, το 1947, καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης σε πειθαρχική δίκη του φιλόλογου καθηγητή του Κανάκη, που κατηγορείται ότι έκανε διάλεξη με αθεϊστικό περιεχόμενο. Ο καθηγητής αθωώνεται. Ανάμεσα στους διώκτες του καθηγητή είναι και ο στρατιωτικός ιερέας Μακρονήσου αρχιμανδρίτης Στυλιανός Κορνάρος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Πρεβέζης.
Κατά την εθνική εορτή της 25.3.1947, ο Μανδηλαράς, τελειόφοιτος στο γυμνάσιο Σύρου και πρώτος μαθητής έπρεπε να είναι ο σημαιοφόρος στην παρέλαση. Με εντολή όμως της Ασφάλειας ο σημαιοφόρος αλλάζει, επειδή ο μαθητής Μανδηλαράς εμφορείται από… κομμουνιστικές ιδέες. Ο Σύλλογος των καθηγητών όμως του αναθέτει να καταθέσει το στεφάνι του σχολείου στο Μνημείο των Πεσόντων. Στην τελετή κατάθεσης ο Μανδηλαράς εκφωνεί πύρινο λόγο και καταχειροκροτείται.
Χωρίς φροντιστήριο εισήλθε από τους πρώτους στη Νομική σχολή Αθηνών, όπου σπουδάζει από το 1948 μέχρι το 1954
Το 1956 παίρνει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου.
Ας αφήσουμε να «μιλήσει» η Άσπα Μανδηλαρά:
«Γνωριστήκαμε με το Νικηφόρο το 1956. Είχε τελειώσει τη Νομική Σχολή και επρόκειτο να δώσει εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου στον Άρειο Πάγο. Ήταν ήδη ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, ήδη δραστηριοποιημένος, πάντα στην πλευρά των προοδευτικών παρατάξεων. Ήταν, πιστεύω, ένας γεννημένος αγωνιστής».
Αν και πολύ μικρή η Άσπα όταν τον γνώρισε, ήταν η ίδια ενταγμένη στην ΕΔΑ. Από οικογένεια αγωνιστών με βαθιές ρίζες στο λαϊκό κίνημα η οικογένεια Καλοδίκη. Θείος της, ο Β΄ γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας, του ΚΚΕ «είναι ο πρώτος που κάλεσε τον ελληνικό λαό να πάρει τα όπλα στον αντιφασιστικό αγώνα, πριν ακόμα ιδρυθεί το ΕΑΜ».
Παντρεύτηκαν στις 26.12.1959 και απέκτησαν μία κόρη τη Μαρία-Αριέττα.
«Από κει και πέρα με το Νικηφόρο ζούσαμε αγωνιστικά και λιγότερο οικογενειακά. Ήταν ένας άνθρωπος δοσμένος στους αγώνες. Εάν δεν είχα κι εγώ ακολουθήσει αυτό το δρόμο ίσως δεν θα μπορούσαμε να έχουμε οικογένεια».
Τον Ιούλη του 1959 υπερασπίζεται στο στρατοδικείο την Βασιλική Δημητροκάλλη-Δολιανίτη, αδελφή του Μ. Γλέζου και τον σύζυγό της, στη δίκη των Γλέζου-Τρικαληνού κ.λπ. που κατηγορούνται για κατασκοπεία.
Τον Απρίλη του 1960 παρίσταται ως δικηγόρος υπεράσπισης στη δίκη 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ (ανάμεσά τους ο Χαρίλαος Φλωράκης) που δικάζονταν με τον Α.Ν. 375 (περί κατασκοπείας). Θα καταδικαστούν σε βαριές ποινές.
Ο Μανδηλαράς 9, 10 Ιούνη του 1961 δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Σάμου ύστερα από μήνυση του Νομάρχη Κυκλάδων Λεβίδη για συκοφαντική δυσφήμηση και εξύβριση διά του τύπου και αθωώνεται. Η δίκη και η απόφαση παίρνουν ευρεία δημοσιότητα στις Αθηναϊκές εφημερίδες και η κυβέρνηση της ΕΡΕ αναγκάζεται να μεταθέσει το Νομάρχη στη Ζάκυνθο.
Ο Μανδηλαράς κατά την προεκλογική του περιοδεία στη Σύρο 12-15 Οκτωβρίου 1961 απειλείται και υβρίζεται από χωροφύλακες που τον παρακολουθούν κατά πόδας.
Στην προεκλογική του συγκέντρωση στη Σύρο στις 25.10.1961, η Ασφάλεια κλείνει τα καταστήματα και απομακρύνει τα ταξί από την πλατεία της Ερμούπολης προς εκφοβισμό των πολιτών.
Στις εκλογές της 29.10.1961, ο Μανδηλαράς είναι για πρώτη και μοναδική φορά υποψήφιος βουλευτής στις Κυκλάδες, ως ανεξάρτητος – συνεργαζόμενος με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο).
Στις 21.7.1965, σκοτώνεται σε επεισόδια με την αστυνομία στην οδό Σταδίου ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Μανδηλαράς μαζί με άλλους δικηγόρους και τους γονείς του φοιτητή έκαναν έφοδο στο νεκροτομείο και πήραν τη σορό του.
Από 14.11.1966 έως 16.3.1967, επί 100 ημέρες, διεξήχθη στο στρατοδικείο η δίκη για τη σκευωρία του «ΑΣΠΙΔΑ». Ο Μανδηλαράς παρίσταται ως συνήγορος υπεράσπισης του λοχαγού Μπουλούκου, από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης. Στη δίκη αυτή καταθέτει στο στρατοδικείο ιατρικό ντοκουμέντο το οποίο πιστοποιεί ότι ο Συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας) είναι σχιζοφρενής. Ο ψυχίατρος που είχε εκδώσει το πιστοποιητικό βρέθηκε απαγχονισμένος στην κλινική του το πρωί της 21ης Απριλίου 1967. Στη δίκη αυτή, σε ένα διάλειμμα, ο Μανδηλαράς λέει στον φίλο του δημοσιογράφο Κ. Χαρδαβέλα:
«Έχω περάσει το όριο της αντοχής τους. Βρίσκομαι ήδη στην απέναντι όχθη. Να ξέρεις πάντα ότι ο Μανδηλαράς ούτε θα αυτοκτονήσει ποτέ, ούτε είναι άνθρωπος που θα πάθει ατύχημα. Αν γίνει κάποτε κάτι, ψάχτε όλοι για τον δολοφόνο…». Αυτά τα λόγια του αποδείχτηκαν προφητικά.
Στις 14 Απριλίου 1967 διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές για τις 29 Μαΐου 1967. Οι εκλογές εκείνες δεν έγιναν, αφού τις πρόλαβε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Στις 21.4.1967, ξημερώματα, όταν το πραξικόπημα είχε πλέον ξεσπάσει και τα τανκς «κατέβαιναν» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο Νικηφόρος προλαβαίνει και φεύγει απ’ το σπίτι του και δεν συλλαμβάνεται. Τρεις φορές άλλαξε κρησφύγετο στο διάστημα των 24 ημερών που έμεινε ελεύθερος πολιορκημένος.
Στον “Κυριακάτικο Ριζοσπάστη” (Σάββατο – Κυριακή 17- 18 Απριλίου 1993), τα όσα εκμυστηρεύτηκε η Άσπα Μανδηλαρά, στεγάστηκαν κάτω από τον τίτλο ” Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση”:
«Ξημερώματα, 21 Απρίλη 1967. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, που άλλοτε τρανταζόταν από τα βήματα χιλιάδων διαδηλωτών, ακούγεται ο φοβερός ήχος των τανκς. Μια οικογένεια φεύγει μέσα στο σκοτάδι εσπευσμένα από το σπίτι της. Μόλις που προλαβαίνουν. Ύστερα από λίγο τα όργανα της χούντας σπάνε την πόρτα του σπιτιού…
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς μαχόμενος δικηγόρος και αγωνιστής της Αριστεράς γνωρίζει ότι είναι προγραμμένος.
Κρύβεται μαζί με τη γυναίκα και το παιδί του για λίγες μέρες, αλλά ο τόπος δεν το χωράει. Ξέρει ότι δεν μπορεί να δουλέψει στην παρανομία, γιατί το πρόσωπό του είναι πασίγνωστο. Όλοι, μόλις βγει, θα τον αναγνωρίσουν».
Το απόγευμα στις 16.5.1967, ο Μανδηλαράς έφυγε από το τελευταίο κρησφύγετό του στη Νέα Σμύρνη για το μοιραίο ραντεβού με τον πλοίαρχο του RITA V Πέτρο Πόταγα, προκειμένου να φύγει στο εξωτερικό. Κάπου στη λεωφόρο Συγγρού στο ύψος του Δέλτα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του πλοιάρχου με κατεύθυνση το Κερατσίνι όπου βρισκόταν το μοιραίο πλοίο. Εκεί θα κλειστεί στην καμπίνα του πλοιάρχου και από την ώρα εκείνη βαθύ σκοτάδι καλύπτει τα γεγονότα. Το πιθανότερο είναι ότι από εκείνη τη στιγμή ο Νικηφόρος βρίσκεται δέσμιος στα χέρια της χούντας.
Στις 17.5.1967, το μεσημέρι το πλοίο αναχώρησε με κατεύθυνση την Αμμόχωστο Κύπρου.
Την ίδια μέρα στη Γενική Ασφάλεια φθάνει η πληροφορία, ότι ο γνωστός αγωνιστής δικηγόρος εκ Νάξου καταγόμενος, Νικηφόρος Μανδηλαράς, βρισκόταν στη Ρόδο. Προφανής σκοπός του ήταν να διαφύγει στην Κύπρο και από εκεί προς κάποια χώρα της δυτικής Ευρώπης, πιθανόν την Ιταλία ή τη Γαλλία.
Η πληροφορία αναστάτωσε τα υψηλόβαθμα χουντικά κλιμάκια, καθώς η φυγή του Μανδηλαρά στο εξωτερικό θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς, κυρίως στον τομέα της πληροφόρησης της διεθνούς κοινής γνώμης. Επιπλέον, μια σύλληψη του Μανδηλαρά θα λειτουργούσε εκφοβιστικά και αποτρεπτικά σε όσους είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν την αντίσταση στο χουντικό καθεστώς. Κατόπιν αυτών, η κινητοποίηση των μηχανισμών της χούντας ήταν άμεση και ο στόχος σαφής: να συλληφθεί ο Μανδηλαράς. Είναι μάλιστα εξαιρετικά πιθανόν ο στόχος να μην ήταν ακριβώς η σύλληψη, αλλά η εξόντωση, σκηνοθετημένη βεβαίως κατάλληλα, διότι η φυλάκιση του Μανδηλαρά θα προκαλούσε νέα σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς.
Ο Μανδηλαράς γνώριζε καλά πως κινδύνευε. Αυτό συνάγεται τόσο από τις πληροφορίες που δίνουν οι συνεργάτες του όσο και η σύζυγός του Άσπα Μανδηλαρά. Συνάγεται όμως ασφαλώς και από τις ίδιες τις κινήσεις του. Γι αυτό αποφασίζει να φύγει στην Κύπρο με πλοίο, φοβούμενος προφανώς για την ίδια τη ζωή του.
Όπως έγινε φανερό εκ των υστέρων, η πληροφορία πως ο Μανδηλαράς φεύγει με το συγκεκριμένο πλοίο για το εξωτερικό έφτασε στην ΚΥΠ, άγνωστο από πού. Πιθανόν και από τον ίδιο τον καπετάνιο, ο οποίος ίσως έπαιζε διπλό παιχνίδι, χωρίς φυσικά αυτό να είναι βέβαιο.
Το νεκρό σώμα του Μανδηλαρά στο Γεννάδι της Ρόδου
Το σίγουρο είναι πως στις 22 Μαΐου οι λιμενικές αρχές της Ρόδου, οι οποίες έχουν ειδοποιηθεί πως κάποιος δραπέτης αναζητείται στις ακτές της Ρόδου, ανακαλύπτουν στην παραλία Γενναδίου το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά. Τι μεσολάβησε λοιπόν από την αναχώρηση του Μανδηλαρά από του Σκαραμαγκά, στις 17 Μαΐου, μέχρι το θάνατό του και την ανεύρεση του πτώματος τη Δευτέρα, 22 Μαΐου;
Η επίσημη εκδοχή των χουντικών αρχών είναι πως ο Μανδηλαράς προσπάθησε να εγκαταλείψει το πλοίο και, κολυμπώντας, να αποφύγει τη σύλληψη. Για το σκοπό αυτό ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας τον έριξε στη θάλασσα με σωσίβιο, πλην όμως ο Μανδηλαράς τραυματίστηκε στο κεφάλι την ώρα που πηδούσε από το πλοίο, πνίγηκε και ακολούθως η θάλασσα έβγαλε το πτώμα του στις ακτές της Ρόδου. Ο ιατροδικαστής ειδικών αποστολών Καψάσκης έκανε και τη σχετική έκθεση που επιβεβαίωνε τον πνιγμό, ο καπετάνιος Πέτρος Πόταγας δικάστηκε μερικούς μήνες μετά και καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας και έτσι η υπόθεση Μανδηλαρά έκλεισε.
Ωστόσο το σενάριο των αρχών είχε πολλά κενά. Κατ’ αρχήν το πτώμα του Μανδηλαρά βρέθηκε στην ακτή σε απόσταση περίπου 12 μέτρων από το κύμα, πράγμα αδύνατον, αφού εκείνες τις ημέρες υπήρχε πλήρης άπνοια. Το δεύτερο ζήτημα προκύπτει από τις φωτογραφίες του νεκρού Μανδηλαρά, όπου φαίνεται καθαρά πως έχει χτυπήματα στο κεφάλι και μια τρύπα στο στέρνο. Τρίτο, αναφέρεται πως κατά την ανεύρεση του πτώματος έτρεχε αίμα από το αυτί, πράγμα αδύνατον εάν έχει μεσολαβήσει πνιγμός. Τέταρτο, η έκθεση των γιατρών που εξέτασαν το νεκρό δεν υπεβλήθη αμέσως, αλλά αρκετές μέρες μετά, αφού στο μεταξύ είχε καταφθάσει ο Καψάσκης, ειδικά προσκληθείς από το εξωτερικό. Και πέμπτο, είναι εξαιρετικά απίθανο, ένας νέος άντρας σαν τον Μανδηλαρά, με τέτοια σωματική διάπλαση, να μην καταφέρει με ευκολία να πηδήξει από ένα σχετικά μικρό πλοίο στην ήρεμη θάλασσα και να κολυμπήσει με ασφάλεια ως την ακτή, αλλά αντίθετα να τραυματιστεί και να πνιγεί.
Αυτά είναι τα αρχικά ερωτήματα που δείχνουν πως το σενάριο της Ασφάλειας δεν ήταν καθόλου πειστικό και πως ο Μανδηλαράς στην πραγματικότητα δολοφονήθηκε, αφού εν τω μεταξύ είχε βγει σώος στις ακτές της Ρόδου. Πέραν τούτων, υπάρχουν σοβαρές προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που ενεπλάκησαν στην υπόθεση και τεκμηριώνουν τη δολοφονία.
Η σοβαρότερη από αυτές τις μαρτυρίες είναι του δικηγόρου Γιώργου Χιωτάκη, από τη Ρόδο, φίλου του Μανδηλαρά, δημάρχου Ρόδου το 1964 και πολιτευτή επίσης της Ένωσης Κέντρου, βουλευτή αργότερα Δωδεκανήσου του ΠΑΣΟΚ (1981-1989). Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία του, κάποιος χωρικός τον πλησίασε στις 18 Μαΐου μέσα στο Δικαστικό Μέγαρο της Ρόδου και του είπε πως του μεταφέρει μήνυμα του Μανδηλαρά ότι θέλει να τον δει και ότι κρύβεται στην παραλία της Λάρδου. Την επομένη ο Χιωτάκης, αποφάσισε να ψάξει μόνος του, να τον αναζητήσει. Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο τον παρακολουθούσαν άντρες της Ασφάλειας και έμαθε επίσης ότι οι αρχές αναζητούν κάποιο δραπέτη. Αφού ο Χιωτάκης επέστρεψε σπίτι του χωρίς να βρει τίποτα, έπειτα από 2 μέρες, στις 21 Μαΐου οι εφημερίδες έγραφαν πως «πτώμα αγνώστου ανδρός εξεβράσθη στην παραλία Γενναδίου».
Ο Χιωτάκης ήρθε αμέσως σε επαφή με την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας και τον πρόεδρό της, τον Βαγγέλη Γιαννόπουλο, ο οποίος τον ενημέρωσε πως έρχονται στη Ρόδο ο Γρηγόρης Κασιμάτης και ο Αχιλλέας Αποστόλου. Οι τρεις δικηγόροι κατάφεραν να δουν στο νεκροθάλαμο του Κρατικού Νοσοκομείου Ρόδου το πτώμα του Μανδηλαρά και διαπίστωσαν εμβρόντητοι πως ήταν κατακρεουργημένο:
«Μπροστά μας ανάσκελα, γυμνός από τη μέση και επάνω, με το μισό κρανίο και το μισό πρόσωπο μελανό και μια τρύπα στο ύψος του αριστερού μαστού, έκειτο νεκρός ο Νικηφόρος Μανδηλαράς».
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Το χουντικό καθεστώς κουκούλωσε την υπόθεση της δολοφονίας του Νικηφόρου Μανδηλαρά, έκανε βιαστικά την κηδεία, έκανε μια στημένη ιατροδικαστική έκθεση και μια στημένη δίκη και καταδίκασε τον καπετάνιο Πέτρο Πόταγα για ανθρωποκτονία εξ αμελείας σε δώδεκα μήνες. Η τύχη του ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς έφυγε για τη Νότια Αφρική οικογενειακώς και εκεί σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα!
Ίσως καλύτερα από κάθε τι να αποδίδει την ουσία της υπόθεσης η σύζυγος του Μανδηλαρά Άσπα, σε συνέντευξή της στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» στις 18.4.2003:
«Δεν μπορείς να ξέρεις ποιος όπλισε μέσα στο σκοτάδι το χέρι του δολοφόνου. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ξέρετε εσείς ποιος απ’ όλους που χτυπούσαν τον Τσαρουχά έδωσε το μοιραίο χτύπημα; Ξέρετε ποιος ήταν ο φυσικός αυτουργός στη δολοφονία της Αγγλίδας δημοσιογράφου Αν Τσάπμαν; Κάποιοι αποφασίζουν και κάποιοι αναλαμβάνουν την εκτέλεση. Είναι λίγοι, ώστε το μυστικό να ‘ναι καλά ασφαλισμένο. Το σύνολο της ευθύνης το έχουν οπωσδήποτε οι δικτάτορες. Αν υπήρχαν κάποιοι άλλοι πίσω από αυτούς; Υπήρχαν τα νήματα από την εποχή του ΙΔΕΑ. Άλλωστε η Ελλάδα έχει καταγράψει πολλές δικτατορίες στην ιστορία της. Πραγματικά δεν εμφανίστηκαν στο στερέωμα σαν κομήτες οι δικτάτορες…».
Από το 1975 έως76, ξεκινά η δικαστική έρευνα για την υπόθεση Μανδηλαρά. Έχουν ήδη προκύψει ενδιαφέροντα στοιχεία όπως το σήμα της 95 Σ.Δ. προς το 289 Τάγμα της Χωροφυλακής Ρόδου την ημέρα που οι περίπολοι έψαχναν στη Ρόδο για τον Μανδηλαρά (18- 19.5.1967). Το σήμα ανέφερε: «αναγνωρισθείς εβλήθη υπό περιπόλου».
Στις 15.6.1983 γίνεται η μετακομιδή των οστών του Μανδηλαρά από τη Ρόδο στην Αθήνα και εναποτίθενται σε τάφο δίπλα από εκείνο του Γρ. Λαμπράκη στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
Αυτός ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς. Γιος σμυριδεργάτη από τη Νάξο, γνώρισε από κοντά την αδικία και τη φτώχεια. Δούλεψε ο ίδιος οικοδόμος, για να μπορέσει να σπουδάσει. Αριστούχος, με χίλιες στερήσεις. Πατέρας ενός παιδιού έξι χρόνων, που υπεραγαπούσε, σύζυγος μιας 29χρονης κοπέλας. Εκφραστής του αδούλωτου φρονήματος του ελληνικού λαού. Χαρισματικός και απλός, ετών 39, νέος για πάντα. Νικηφόρος για πάντα!
Γιατί κατάφερε στα 39 χρόνια της ζωής του να διδάξει πώς πρέπει να αντιστέκεται ο άνθρωπος στο κατεστημένο και να υπερασπίζεται το δίκιο του αδύναμου, του κατατρεγμένου, του καταφρονημένου.
Κι αν «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες….» όπως γράφει ο Ρίτσος, την ίδια μέρα που χτυπήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης, κατάφερε να στηλιτεύσει το κράτος του φόβου, της εύνοιας, της ανισότητας, της καταπίεσης, του διχασμού, της εξάρτησης από τις ΗΠΑ.
Αγωνίστηκε για πολλά. Έδωσε μάχες για όλους. Λάτρεψε την πατρίδα του, τη Νάξο.
Το Νικηφόρο Μανδηλαρά πρέπει να τον θυμόμαστε. Να τον θυμόμαστε και να διδασκόμαστε…
Να αφηγούμαστε τον αγώνα του και να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο.
Γιατί όπως πολύ όμορφα γράφει ο ποιητής Διονύσης Καρατζάς:
«Θα ΄χω το νου μου στο όνειρο
μην πάρει φως και γίνει χρόνος».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου