Του Κώστα Μποτόπουλου
Ένας μήνας είναι ατέλειωτος στο πεδίο της μάχης αλλά αρκετός για να φανούν οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου και των κυρώσεων. Από το γενικότερο προς το ειδικότερο, τα πράγματα έχουν, κατά την κρίση μου, ως εξής στα κυριότερα μέτωπα (υπόσχομαι πως θα είναι ο πρώτος και ο τελευταίος πολεμικός παραλληλισμός).
Βαριά η σκιά του πολέμου στην παγκόσμια οικονομία
Ως προς την επίπτωση στην παγκόσμια οικονομία, και ειδικά στις οικονομίες των μη εμπόλεμων χωρών, η σκιά του πολέμου φαίνεται ότι θα είναι πιο βαριά επί του πληθωρισμού και των τιμών από ό,τι επί των αγορών κεφαλαίου και της παραγωγικότητας.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση σπάμε το ένα ρεκόρ πληθωρισμού μετά το άλλο (υψηλά τριακονταετίας για Γερμανία, Γαλλία, Ελλάδα, τεσσαρακονταετίας για την Ισπανία), έτσι ώστε η τελευταία προβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 5,1% στο σύνολο της Ευρωζώνης να μοιάζει ήδη ξεπερασμένη. Λογικά, αλλά αντίστροφα, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη αναπροσαρμόζονται άρδην προς τα κάτω: 1,8% από 4,6% ως πριν τον πόλεμο στη Γερμανία, 1 αντί για 3% στην Ιταλία, σχεδόν σε καμία χώρα πάνω από το 2% ως το τέλος μιας χρονιάς που ελπιζόταν ότι θα είναι, αλλά η ελπίδα κράτησε μόνο για ένα μήνα, χρονιά ανάκαμψης.
Οι τιμές στην ενέργεια, στα τρόφιμα, στη μεταποίηση πήραν κι αυτές μιαν ανηφόρα της οποίας δεν φαίνεται το τέλος. Αντίθετα, οι αγορές κεφαλαίων έχουν μικρά σκαμπανεβάσματα, ποντάρουν – κόντρα, πιθανότατα, στη λογική – σε ένα σχετικά γρήγορο σταμάτημα των εχθροπραξιών και σε ένα επίσης γρήγορο «ξαναζέσταμα» της παραγωγικής μηχανής και της «επιχείρησης ανασυγκρότηση». Μακάρι να έχουν δίκιο, αλλά φοβούμαι ότι απλώς ζουν στον κόσμο τους.
Γιατί η Ρωσία παραμένει μικρή οικονομική δύναμη
Το τραπεζικό σύστημα δεν δείχνει να ταρακουνιέται τόσο όσο θα μπορούσαν να αφήσουν να εννοηθεί πρωτοφανή μέτρα, όπως η αποκοπή ρωσικών τραπεζών από το SWIFT και της ρωσικής κεντρικής τράπεζας από την πρόσβαση σε «διεθνή» κεφάλαια της. Αν το πλήγμα για τη ρωσική οικονομία είναι μικρότερο από ότι δείχνουν (ή επιδιώκουν) οι κυρώσεις, για την παγκόσμια χρηματοοικονομική κατάσταση –αλλά όχι για τη ζωή των ανθρώπων- είναι ακόμα μικρότερο: το «καλό», από αυτή την άποψη, είναι ότι ο αυταρχισμός και η κλεπτοκρατία του Πούτιν απέτρεψαν τη Ρωσία από το να γίνει μεγάλη, σε παγκόσμιο επίπεδο, οικονομική δύναμη.
Η μεν αποκοπή από το SWIFT –ένα σύστημα ενδοτραπεζικής επικοινωνίας και όχι συναλλαγών- έχει πολλές «τρύπες» (μόνο 7 ρωσικές τράπεζες, και όχι οι μεγαλύτερες, «κόπηκαν», ενώ υπάρχουν και εναλλακτικοί μηχανισμοί επικοινωνίας), η δε ρωσική κεντρική τράπεζα «έχασε» μεν το 60% των διεθνών αποθεμάτων της αλλά της μένει ένα «μεγάλο 40%», καθώς και η δυνατότητα να παίρνει χωρίς εμπόδια δημοκρατίας ή λογοδοσίας μονομερή μέτρα (βλέπε την απαίτηση πληρωμής σε ρούβλια).
Γενικώς η ρωσική οικονομία διαθέτει, λόγω συνέχισης της πώλησης προϊόντων ενέργειας, αρκετά μεγάλο «μαξιλαράκι» (σε ρούβλια), η δε δομή της (κλειστή και κατευθυνόμενη οικονομία, εσωτερική επάρκεια αγαθών, κατανάλωση από μεγάλο αριθμό σε σχετικά μικρές ποσότητες, χαμηλό εγχώριο ΑΕΠ, εξαγωγές μόνο σε συγκεκριμένους τομείς) είναι τέτοια που την κάνει να αντέχει μεσοπρόθεσμα την αποκοπή από τον έξω κόσμο –ο βαρύς κλονισμός θα έρθει μόνο αν χάσει την εμπιστοσύνη της η κοινωνία.
Το μεγάλο στοίχημα είναι η αγορά ενέργειας
Το μεγάλο στοίχημα, και το μεγάλο πεδίο δραστηριοποίησης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, είναι βέβαια η αγορά της ενέργειας, λόγω του βαθμού εξάρτησης από τη Ρωσία και της κρίσιμης σημασίας της ενέργειας όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την ποιότητα ζωής. Τρεις κρίσιμες παράμετροι είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη.
Πρώτον, ο βαθμός εξάρτησης διαφέρει από χώρα σε χώρα: για να μείνουμε στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν χώρες με ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία που αγγίζει το απόλυτο (Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία, Βουλγαρία, Λετονία, Αυστρία), μερικές στις οποίες είναι κοντά στο 40 με 50% (Γερμανία, Φινλανδία, Πολωνία, Ρουμανία), χώρες του 1/3 (Ελλάδα, Ιταλία), του λιγότερου από 20% (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Βέλγιο, Σουηδία) και χώρες με σχεδόν μηδενική εξάρτηση (Δανία, Κροατία).
Δεύτερον, κανείς και τίποτα, και εντός Ευρώπης και εντός ευρώ, δεν εμποδίζει τη λήψη εθνικών μέτρων, εντός συμφωνημένου πλαισίου. Το είδαμε στην Ισπανία και την Πορτογαλία με την επιτυχή πρωτοβουλία των Πρωθυπουργών τους να λάβουν εξαίρεση για δικό τους μοντέλο τιμολόγησης, δηλαδή «πλαφόν» στις τιμές -εξαίρεση την οποία δεν πέτυχε η Ελλάδα λόγω σχετικά χαμηλού ποσοστού ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αρκετά υψηλής διασύνδεσης με τις προμήθειες άλλων χωρών. Το είδαμε στην Ιταλία με το «διάταγμα Ντράγκι»: μέτρα για μείωση του κόστους, βοήθεια στις επιχειρήσεις και στις μεταφορές, κουπόνια σε 5 εκατομμύρια οικογένειες.
Για να είμαστε δίκαιοι, το είδαμε και στην Ελλάδα, με τα απανωτά «πακέτα ανακούφισης», στη λογική «λίγα για αρκετούς», της κυβέρνησης. Κανένα, βέβαια, από αυτά τα «γιατροσόφια» δεν είναι σε θέση να λύσουν το πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας και τιμών, όσο διαρκεί ο πόλεμος και η εργαλειοποίηση από τη Ρωσία.
Γι’ αυτό, το μεγάλο ζητούμενο -τρίτη και κρισιμότερη παράμετρος, που γίνεται ακόμα πιο επείγουσα λόγω της πιθανότητας ενός «αντίστροφου εμπάργκο»: κόψιμο από τη Ρωσία του φυσικού αερίου και του πετρελαίου προς την Ευρώπη- είναι η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη «αλλαγή μοντέλου», με έμφαση, όπως λένε οι ειδικοί, σε ανανεώσιμες πηγές και υδρογόνο και, ενδεχομένως, και πάντως για χώρες που έχουν ήδη υποδομές, σε προηγμένης τεχνολογίας ατομική ενέργεια.
Αν η χώρα μας ήταν ήδη όχι σαν τις πρωτοπόρους των εναλλακτικών πηγών, χωρίς καν να έχουν ήλιο, Γερμανία και Δανία, αλλά σαν τις «αδελφές» Ισπανία και Πορτογαλία, και περισσότερα μέτρα θα μπορούσε να πάρει και το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία να ατενίσει. Κάλλιο αργά. Αλλά όχι όταν τελειώσει, με το καλό, ο πόλεμος – οι αλλαγές πρέπει να αρχίσουν από τώρα.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου