Την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, δηλαδή στα προ μνημονιακών μειώσεων επίπεδα, μέσα στο 2021 προτείνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στο πλαίσιο της διαβούλευσης για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Παρουσιάζοντας την πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ κατά τη διάρκεια διαδικτυακής εκδήλωσης, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος και ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης, δήλωσαν ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει το 2021 να ανέλθει στα 751 ευρώ και στο πρώτο τρίμηνο του 2022 να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στο 60% του διάμεσου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γ. Αργείτης.
Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αύξησαν τον κατώτατο μισθό παρά την πανδημία
Κατά το σκεπτικό της πρότασης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, «ο σημερινός κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, παρά την αύξησή του κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού δεν μπορεί να θεωρηθεί μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, για το λόγο αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαία η άμεση αύξησή του».
Όπως πρόσθεσε μάλιστα ο Γιώργος Αργείτης, «παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ αύξησαν τον κατώτατο μισθό από την 1η Ιανουαρίου 2021, τρία κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι παγωμένος στο ύψος του 2019. Επίσης, από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατήρησαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020 – η Εσθονία και η Ισπανία – είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%».
Η τεκμηρίωση της πρότασης
Για την διαμόρφωση της πρότασης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ελήφθησαν υπόψη και μελετήθηκαν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και οι προοπτικές της, οι εξελίξεις της αγοράς εργασίας, και η διαμόρφωση των εισοδημάτων στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αναφέρει η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και συνεχίζει;
«Η ΓΣΕΕ για ακόμα μια φορά δηλώνει την αντίθεσή της στη διαδικασία/μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού που όρισε ο Ν. 4173/13, με τον οποίο επιβλήθηκαν διαδικασίες κατ’ επίφαση κοινωνικού διαλόγου και κοινωνικής διαβούλευσης και τονίζει ότι η κρίση στην αγορά εργασίας που επιδεινώθηκε από την πανδημία έχει υποβαθμίσει το βιοτικό επιπέδου των εργαζομένων και ειδικά των πιο ευάλωτων ομάδων, θέτοντας πολλές οικογένειες σε κίνδυνο υλικής αποστέρησης και συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου τους».
«Αν στο αποτέλεσμα αυτό συνεκτιμηθεί η μεγάλη μείωση του κατώτατου μισθού, των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος η οποία συντελέστηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξουν παρεμβάσεις και να ληφθούν μέτρα πολιτικής που να αποσκοπούν στην προστασία του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους, καθώς επίσης και στην αποτροπή κάθε κινδύνου περαιτέρω αύξησης των επιπέδων φτώχειας και οικονομικής ανισότητας», καταλήγει η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου