.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

ΕΥΡΩΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΝΑΣ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗΣ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ !!!

ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΙΚΑΣΤΩΝ....ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΨΑΧΝΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ....ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΕΤΑ ΕΣΧΕΣ...
Άραγε τι "μαργαριτάρια" θα έβγαζε μια τέτοια επιτροπή αυστηρού ελέγχου της περιουσίας των δικαστών στην Ελλάδα ;;; Από την άλλη, επείδη στην Ελλάδα ζούμε και τα έχουμε δει σχεδόν όλα, μπορεί και τίποτα...

 

 

 
ΑΠΟΦΑΣΗ

Xhoxhaj κατά Αλβανίας της 09.02.2021 (αριθ. προσφ. 15227/19)


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απόλυση δικαστίνας. Ανάγκη διασφάλισης ακεραιότητας δικαστικού σώματος, διαδικασίες ελέγχου των δικαστών, αρχή της αναλογικότητας, δίκαιη δίκη και σεβασμός της ιδιωτικής ζωής.

Λόγω εκτεταμένης διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα της Αλβανίας συστάθηκε νόμιμα Επιτροπή Ελέγχου των δικαστών. Η προσφεύγουσα απολύθηκε αμετάκλητα από το δικαστικό σώμα λόγω απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων και για μη δυνατότητα δικαιολόγησης της απόκτησής τους, γιατί δημιουργήθηκε υπόνοια ότι προέρχονταν από δωροδοκίες. Άσκησε έφεση μέσα κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου οργάνου η οποία εξετάστηκε από το αρμόδιο Τμήμα Προσφυγών σε δημόσια ακρόαση, που επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση.

Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή.

Παραπονέθηκε για ότι εκδικάστηκε η υπόθεσή της από μη ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε έλλειψη ανεξαρτησίας στα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου καθόσον απαρτίζονταν από δικαστές που απολάμβαναν μονιμότητα και προσωπική ανεξαρτησία. Επίσης δεν διαπίστωσε αμεροληψία καθώς τα συμπεράσματα της Επιτροπής βασίστηκαν σε αποδεικτικά στοιχεία, η ακρόαση ήταν δημόσια και η προσφεύγουσα είχε κάθε ευκαιρία να υπερασπίσει τις θέσεις της. Κατά συνέπεια έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 όσον αφορά την αμεροληψία και ανεξαρτησία.

Όσον αφορά τη δίκαιη διαδικασία το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία διεξήχθη δημόσια, η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και η απόφαση είχε απαντήσει με επαρκή αιτιολογία στα επιχείρημα που είχε προβάλει. Τα δε πορίσματα της επιτροπής δεν ήταν αυθαίρετα αφού η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει επαρκείς αποδείξεις. Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη.

Όσον αφορά το παράπονο της προσφεύγουσας για παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απομάκρυνση της λόγω σοβαρών ηθικών παραβιάσεων ήταν σύμφωνη με την διασφάλιση της ακεραιότητας του δικαστικού σώματος και της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικαστικό σύστημα και δεν ήταν αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητας.

Το Στρασβούργο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.


ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

Άρθρο 8


ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ


Η προσφεύγουσα Altina Xhoxha, είναι Αλβανίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1970 και ζει στη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες).

Ιστορικό

Πολύχρονες έρευνες στην Αλβανία έδειξαν εκτεταμένη ανησυχία του κοινού για το επίπεδο της διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα. Μεταξύ άλλων, σκόπιμες καθυστερήσεις σε προσδιορισμούς δικασίμων, δωροδοκίες σε εισαγγελείς για απόρριψη υποθέσεων και δωροδοκίες δικαστών για να δίνονται αναβολές και μεροληψίες υπέρ διαδίκων πιστεύεται ότι είναι ευρέως διαδεδομένες.

Το 2016, το αλβανικό Κοινοβούλιο τροποποίησε το Σύνταγμα και ψήφισε μεταβατική περίοδο εφαρμογής του νόμου για τους δικαστές και τους εισαγγελείς (άλλως αναφέρεται ως «νόμος ελέγχου») για να καταστεί δυνατή η μεταρρύθμιση. Όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς θα υπόκεινται σε έλεγχο από τη νεοσύστατη Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσόντων (IQC) σε πρώτο βαθμό και από το Τμήμα Προσφυγών κατόπιν προσφυγής. Ο έλεγχος θα συνίστατο σε επανεκτίμηση τριών κριτηρίων: αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο άτομο που πρόκειται να ελεγχθεί και στα άμεσα μέλη της οικογένειάς του, έλεγχος ιστορικού ακεραιότητας σχετικά με τους πιθανούς δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα και αξιολόγηση της επαγγελματικής συμπεριφοράς.

Η ανωτέρω Επιτροπή εξέδωσε γνώμες τόσο για τις συνταγματικές τροποποιήσεις όσο και για τον νόμο περί ελέγχου σύμφωνα με τον οποίο ο έλεγχος των δικαστών και των εισαγγελέων ήταν δικαιολογημένος και απαραίτητος για την Αλβανία «για να προστατευθεί από τη μάστιγα της διαφθοράς, η οποία, εάν δεν αντιμετωπιστεί, θα μπορούσε να καταστρέψει εντελώς το δικαστικό Σύστημα». Το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου για τον έλεγχο.

Η υπόθεση της κας Xhoxhaj

Το 1995 η προσφεύγουσα διορίστηκε δικαστίνα στο Επαρχιακό Δικαστήριο των Τιράνων και αργότερα διετέλεσε μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαιοσύνης. Το 2010 εξελέγη δικαστίνα στο Συνταγματικό Δικαστήριο για περίοδο εννέα ετών. Από το 2003, αυτή και ο σύντροφός της, που ήταν επίσης δημόσιος υπάλληλος, δήλωναν τα περιουσιακά τους στοιχεία ετησίως. Το 2016 υπέβαλε τρεις ξεχωριστές δηλώσεις, συγκεκριμένα μια δήλωση περιουσιακών στοιχείων, μια δήλωση ακεραιότητας και ιστορικού και ένα έντυπο επαγγελματικής αξιολόγησης, σύμφωνα με τον νόμο περί ελέγχου. Όσον αφορά τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων, η προσφεύγουσα αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν συνιδιοκτήτρια ενός διαμερίσματος εκτάσεως 101 τ.μ. και ήταν δικαιούχος ορισμένων τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό. Τον Νοέμβριο του 2017 συγκροτήθηκε επιτροπή IQC, η οποία ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τις δηλώσεις της προσφεύγουσας λόγω του ιδιότητάς της ως δικαστίνας του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τον Μάρτιο του 2018, η IQC ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τα πορίσματα της έρευνας, επισημαίνοντας ασυνέπειες που εντοπίστηκαν σε σχέση με ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία της και την απόκτηση αδικαιολόγητης κινητής περιουσίας σε ορισμένα έτη. Επίσης, ένας πολίτης παραπονέθηκε για σύγκρουση συμφερόντων στην οποία συμμετείχε η ίδια και ο πατέρας της, ως αποτέλεσμα της οποίας δεν παραιτήθηκε από την εξέταση συνταγματικής προσφυγής που υπέβαλε ο παραπονούμενος. Σύμφωνα με το νόμο, το βάρος της απόδειξης στράφηκε σε αυτήν για να δικαιολογήσει τη νομιμότητα των περιουσιακών στοιχείων της και έπρεπε να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με αυτές τις αποκλίσεις.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε Υπόμνημα με τα επιχειρήματα της σε δημόσια ακρόαση και τα ανέπτυξε και προφορικά. Στις 4 Ιουνίου 2018 η IQC εξέδωσε την απόφασή της, διαπιστώνοντας ότι, όσον αφορά το διαμέρισμα 101 τ.μ., δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα και ο σύντροφός της είχαν επαρκή νόμιμα έσοδα για να το αποκτήσουν. Επίσης, είχε αποτύχει να αποκαλύψει την πραγματική πηγή εισοδήματος που χρησιμοποιήθηκε για να το αποκτήσει και δεν είχε αποκαλύψει αυτό το περιουσιακό στοιχείο για αρκετά χρόνια στις δηλώσεις των περιουσιακών της στοιχείων. Επιπλέον, υπήρξε έλλειψη νομίμων παραστατικών που να δικαιολογούν τη νομιμότητα της πηγής των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν. Η IQC διαπίστωσε επίσης, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποκαλύψει τη σύγκρουση συμφερόντων της και δεν παραιτήθηκε από τις συνταγματικές διαδικασίες τις οποίες είχε καταγγείλει ένας πολίτης. Η απόλυση της από το δικαστικό σώμα διατάχθηκε λόγω αυτών των παραβιάσεων.

Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στο Τμήμα Προσφυγών, προβάλλοντας διάφορα επιχειρήματα, ιδίως ότι η απόλυση της ήταν δυσανάλογη και ότι η διαδικασία ελέγχου ήταν, μεταξύ άλλων, άδικη, αμερόληπτη και συνιστούσε παραβίαση του νόμου. Η προσφυγή εξετάστηκε ερήμην της. Το Τμήμα Προσφυγών προέβη σε εκτενή αιτιολογία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον των φορέων ελέγχου και τα κριτήρια επανεκτίμησης. Όσον αφορά την αξιολόγηση περιουσιακών στοιχείων, ανέτρεψε ορισμένα από τα ευρήματα της IQC, αλλά για κάποια από αυτά, επιβεβαίωσε τη διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα και ο σύντροφός της δεν είχαν επαρκή έσοδα για να αγοράσουν το διαμέρισμα των 101 τ.μ. και, και ότι είχε κάνει ψευδή δήλωση και απέκρυψε αυτό το περιουσιακό στοιχείο για αρκετά χρόνια. Όσον αφορά την κινητή περιουσία, το Τμήμα Προσφυγών δήλωσε ότι «η προσφεύγουσα δεν είχε εξηγήσει πειστικά [νόμιμα] την πηγή αυτών των χρηματικών ποσών, [είχε] προσπαθήσει να αποκρύψει και να παρουσιάσει τις τραπεζικές καταθέσεις ανακριβώς. και, αυτή και [ο σύντροφός της] δεν δικαιολογούν τη νομιμότητα των πηγών του εισοδήματος τους για αυτά τα χρηματικά ποσά». Το Τμήμα Προσφυγών διαπίστωσε επίσης ότι ο σύντροφός της δεν είχε δηλώσει μετρητά παρελθόντων ετών, ενεργώντας κατά παράβαση του νόμου και ότι δεν είχε αποκαλύψει τους τραπεζικούς λογαριασμούς σε τράπεζες του εξωτερικού στις ετήσιες δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων. Τέλος, όσον αφορά την αξιολόγηση της επαγγελματικής επάρκειας, η αποτυχία της προσφεύγουσας να αποσυρθεί από τη συνταγματική διαδικασία διαπιστώθηκε ότι υπονόμευσε την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα. Η απόφαση απόλυσης της προσφεύγουσας έγινε δεκτή και αμετάκλητη.

Στηριζόμενη στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι τα όργανα ελέγχου δεν είχαν ανεξαρτησία και αμεροληψία Παραπονέθηκε επίσης σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης για την αδικία της διαδικασίας στην περίπτωσή της για διάφορους λόγους.

Στηριζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι η απόλυση της ήταν αυθαίρετη.


ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1
 

1.Ανεξαρτησία και αμεροληψία δικαστηρίου που έχει συσταθεί βάσει νόμου».

Το Δικαστήριο, αφού πρώτα θεώρησε υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 6 αποκλειστικά από το αστικό του σκέλος, θεώρησε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την επαρκώς σαφή νομική βάση (ότι δηλαδή το Σύνταγμα και ο Νόμος Ελέγχου) που προέβλεπε τη σύσταση της IQC και του Τμήματος Προσφυγών, την αποκλειστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητά τους για τη διενέργεια της μεταβατικής επανεκτίμησης δικαστών, εισαγγελέων, νομικών συμβούλων και βοηθών, έκρινε ότι οι ελεγκτικοί φορείς είχαν συσταθεί και συγκροτηθεί με νόμιμο τρόπο και συνεπώς το «δικαστήριο» ιδρύθηκε από το νόμο.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε έλλειψη ανεξαρτησίας εκ μέρους της IQC ή του Τμήματος Προσφυγών. Δεν αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο διορίστηκαν τα μέλη των οργάνων ελέγχου, καθώς ο διορισμός τους ήταν σύμφωνος με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος. Το υλικό στο φάκελο της υπόθεσης έδειξε ότι, όταν διορίστηκαν, δεν είχαν υποστεί καμία πίεση από ανώτερα στελέχη κατά την εξέταση της υπόθεσης της προσφεύγουσας. Το γεγονός ότι τα μέλη των οργάνων ελέγχου δεν είχαν προέλθει από το σώμα των εν ενεργεία δικαστών ήταν σύμφωνο με το πνεύμα και τον στόχο της διαδικασίας ελέγχου, ειδικά σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν τυχόν μεμονωμένες συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη του κοινού στη διαδικασία. Η συγκεκριμένη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους ήταν κατανοητή δεδομένης της εξαιρετικής φύσης της διαδικασίας ελέγχου. Το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο από το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία παρείχε εγγυήσεις για την μονιμότητα τους και για την ορθή λειτουργία τους.

Όσον αφορά την αμεροληψία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρξε σύγχυση ρόλων για την IQC: υπήρχε νομική υποχρέωση για την έναρξη της έρευνας, η οποία δεν εξαρτιόνταν από την IQC που συνεπάγεται κατηγορίες για κακή συμπεριφορά εναντίον της προσφεύγουσας. Τα προκαταρκτικά συμπεράσματα βασίστηκαν στις διαθέσιμες πληροφορίες χωρίς ανάγκη ακρόασης της προσφεύγουσας και είχε λάβει την τελική του απόφαση σχετικά με την πειθαρχική ευθύνη της προσφεύγουσας βάσει όλων των διαθέσιμων παρατηρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν και των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα σε δημόσια ακρόαση. Κατά το Δικαστήριο, το απλό γεγονός ότι η IQC είχε προβεί σε προκαταρκτικά συμπεράσματα στην υπόθεση της προσφεύγουσας δεν αρκούσε για να προκαλέσει αντικειμενικά δικαιολογημένους φόβους ως προς την αμεροληψία της. Όσον αφορά το Τμήμα Προσφυγών, το Δικαστήριο δήλωσε ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα ικανά να εξεταστούν επί της ουσίας. Το Τμήμα είχε πλήρη δικαιοδοσία για την εξέταση των λόγων της έφεσης και είχε εκδώσει μια αιτιολογημένη απόφαση στην υπόθεσή της.

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά την εικαζόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των φορέων ελέγχου.

2. Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις δικαιοσύνης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν ήταν καθήκον του να αντικαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια. Ήταν πρωτίστως έργο των εθνικών αρχών, ιδίως των εγχωρίων δικαστηρίων, να ερμηνεύσουν την εσωτερική νομοθεσία και να αξιολογήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Το Δικαστήριο σημείωσε, πρώτον, ότι η έναρξη της έρευνας από την IQC ήταν σύμφωνη με το νόμο. Στο συμπέρασμά της, δόθηκαν προκαταρκτικά πορίσματα στην προσφεύγουσα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα αποτελέσματα της έρευνας έπρεπε να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα να κατανοήσει τη σοβαρότητα των προκαταρκτικών πορισμάτων και να οργανώσει την υπεράσπισή της. Η προσφεύγουσα, η οποία εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο της επιλογής της, είχε υποβάλει εκτενή επιχειρήματα και παρατηρήσεις. Δεν υπήρχε ένδειξη ότι είχε έλλειψη χρόνου και στοιχείων για να προετοιμάσει επαρκή άμυνα.

Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η IQC απέκρυψε αποδεικτικά στοιχεία ήταν, για το Δικαστήριο, απαράδεκτος λόγω της ύπαρξης αποδεικτικών στοιχείων στον φάκελο της υπόθεσης και «απλή εικασία». Η IQC είχε πλήρη δικαιοδοσία για όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα, και είχε αποφανθεί με επαρκή αιτιολογία ως απάντηση στα κύρια επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Τμήμα Προσφυγών είχε πλήρη δικαιοδοσία στη διαδικασία ενώπιον του, σύμφωνα με το νόμο, και εξέτασε όλους τους λόγους της έφεσης της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης αποδοχής νέων αποδεικτικών στοιχείων, αιτιολογώντας επαρκώς την απόφασή του. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά την εικαζόμενη αδικία της διαδικασίας


3. Συμμόρφωση με την απαίτηση δημόσιας ακρόασης ενώπιον του Τμήματος Προσφυγών.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είχε κρίνει ότι το δικαίωμα δημόσιας ακρόασης συνεπάγεται δικαίωμα προφορικής ακρόασης τουλάχιστον σε μία συνεδρίαση. Κατά το ΕΔΔΑ μόνο οι πειθαρχικές διαδικασίες των δικαστών μπορεί να διεξάγονται κατ’ εξαίρεση χωρίς προφορική ακρόαση. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρξε δημόσια ακρόαση ενώπιον της IQC, το οποίο ήταν ανεξάρτητη και αμερόληπτη, και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ζητήσει προφορική ακρόαση ενώπιον του Τμήματος Προσφυγών, το οποίο, παρόλα αυτά, είχε παράσχει επαρκείς λόγους για τη μη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης. Λόγω της φύσης της δευτεροβάθμιας διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε την ευρεία ευκαιρία να παρουσιάσει εγγράφως τα επιχειρήματά της και δεν υπήρχε ανάγκη ακρόασης μαρτύρων ή άλλων προφορικών αποδείξεων, δεν απαιτείται αυστηρά η διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης.

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 όσον αφορά την υποτιθέμενη έλλειψη δημόσιας ακρόασης ενώπιον του τμήματος προσφυγών.


4. Συμμόρφωση με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι προθεσμίες παραγραφής είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, το Δικαστήριο δήλωσε ότι ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων, ως μέτρο κατά της διαφθοράς, παρουσίαζε ειδικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι τα περιουσιακά στοιχεία συσσωρεύτηκαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους και οι εθνικές αρχές υποχρεώθηκαν να αξιολογήσουν τη νομιμότητα του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από αυτούς.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρνητικές διαπιστώσεις εναντίον της προσφεύγουσας είχαν γίνει σχετικά με τις γνωστοποιήσεις που έγιναν στη δήλωση ελέγχου περιουσιακών στοιχείων και τις προηγούμενες δηλώσεις που έγιναν για πολλά χρόνια. Ενώ η προσφεύγουσα είχε τοποθετηθεί σε μια κάπως δύσκολη θέση για να δικαιολογήσει τη νόμιμη φύση των επίμαχων χρηματοοικονομικών πηγών που χρησίμευσε ως βάση για την αγορά του διαμερίσματος 101 τ.μ., αυτό οφειλόταν εν μέρει στην προσπάθεια απόκρυψης αυτού του περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο απόκτησής του. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει παραστατικά που να δικαιολογούν την ύπαρξη αντικειμενικής αδυναμίας να αποδείξει τη νόμιμη φύση των χρηματοοικονομικών της πηγών. Επιπλέον, δεν ήταν αυθαίρετο ότι το βάρος της απόδειξης μεταφέρθηκε στην προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία εξέτασης μετά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 όσον αφορά την εικαζόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απόλυση από το αξίωμα συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής, η οποία ήταν σύμφωνη με την εθνική νομοθεσία και είχε επιδιώξει νόμιμους σκοπούς σύμφωνα με τη Σύμβαση. Η απόλυση από το δικαστικό σώμα ήταν ίσως η πιο σοβαρή πειθαρχική κύρωση που θα μπορούσε να επιβληθεί σε ένα άτομο, προϋποθέτοντας γι΄ αυτό πολύ ισχυρές αποδείξεις για ηθικές ή επαγγελματικές παραβιάσεις. Αξιολογώντας την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης, το Δικαστήριο σημείωσε την «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» στην Αλβανία για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος λόγω των ανησυχητικών επιπέδων διαφθοράς στη δικαιοσύνη.

Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου του κατά πόσον οι λόγοι που προέβαλαν οι ελεγκτικοί φορείς ήταν «σχετικοί και επαρκείς», το Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους που οδήγησαν στην απόλυση της προσφεύγουσας από το αξίωμά της και συγκεκριμένα στην αξιολόγηση των περιουσιακών της στοιχείων και της επαγγελματικής επάρκειας.

Όσον αφορά την αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να αιτιολογήσει την νομιμότητα του εισοδήματος για την απόκτηση των περιουσιακών της στοιχείων. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε τίποτα αυθαίρετο ή προδήλως παράλογο στις σχετικές εγχώριες αποφάσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν συγκύρια ενός διαμερίσματος εκτάσεως 101 τ.μ. του οποίου την αγορά είχε αποκρύψει για αρκετά χρόνια. Αναφέρθηκε σε διεθνείς αρχές που απαιτούσαν από τους δικαστές να τηρούν ιδιαίτερα υψηλά πρότυπα ακεραιότητας κατά τη διεξαγωγή των ιδιωτικών τους υποθέσεων εκτός δικαστηρίου – πάνω από την εκτίμηση κατά την άποψη ενός λογικού παρατηρητή – προκειμένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του κοινού και να επιβεβαιωθεί η πίστη στην ακεραιότητα του δικαστικού σώματος. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τα εγχώρια συμπεράσματα που αναφέρουν ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επαρκές εισόδημα για να δικαιολογήσει κινητά περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε προγενέστερα, ότι δεν είχε γνωστοποιήσει την προέλευση των χρημάτων στους τραπεζικούς λογαριασμούς σε τράπεζες εξωτερικού και ότι ο σύντροφός της δεν είχε γνωστοποιήσει ένα μεγάλο ποσό μετρητών, κατά παράβαση του σχετικού νόμου.

Όσον αφορά την αξιολόγηση της επαγγελματικής επάρκειας, το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, οι φορείς ελέγχου δεν είχαν αιτιολογήσει επαρκώς τους λόγους για να δικαιολογήσουν τη διαπίστωση της υπονόμευσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο σύστημα λόγω της φερόμενης αποτυχίας της στις συνταγματικές διαδικασίες. Επιπλέον, το Δικαστήριο, επανέλαβε ότι δεν ζητήθηκε η εξαίρεσή της ως δικαστίνας ενώ είχε δεσμούς αίματος με άλλο δικαστή που ήταν μέλος σύνθεσης σε άλλη σειρά διαδικασιών σχετικά με έναν ή όλους τους διαδίκους, ιδίως για μια χώρα του μεγέθους της Αλβανίας.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με την αξιολόγηση των περιουσιακών στοιχείων, ήταν αρκετά σοβαρές δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας για να δικαιολογήσουν την απόλυση της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο έκρινε, με αναφορά στα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων, ότι η απόλυση της προσφεύγουσας από τη θέση της ήταν ανάλογη. Η ύπαρξη περιορισμένης κλίμακας κυρώσεων στον νόμο για τον έλεγχο ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της διαδικασίας ελέγχου, η οποία, σε μια στοχευμένη διαδικασία, είχε ως σκοπό να απαλλάξει το δικαστικό σώμα από διεφθαρμένους δικαστές και να διατηρήσει το υγιές σώμα.

Επιπλέον, θεώρησε ότι η ανάκληση της μονιμότητας που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και σε άλλα άτομα που απομακρύνθηκαν από το δικαστικό σώμα λόγω σοβαρών ηθικών παραβιάσεων ήταν σύμφωνη με τη διασφάλιση της ακεραιότητας του δικαστικού σώματος και της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικαστικό σύστημα . Αυτή η απαγόρευση ήταν πολύ πιο δικαιολογημένη λόγω του εθνικού πλαισίου της συνεχιζόμενης προστασίας του κράτους δικαίου.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8

Δύο δικαστές εξέφρασαν αντίθετη άποψη

 

πηγη 

https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/apolisi-dikastina-eksaitias-mi-dikaiologisis-kai-apokripsis-tis-perioysias-tis-mi-dikaiwsi-tis-apo-to-strasvoyrgo/

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

SSL Certificates