Μια νέα διάσταση στην ερμηνεία του εργατικού δικαίου και την προστασία των εργαζομένων, θέτει απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αποδίδει ευθύνη στον εργοδότη για πρόκληση υπέρμετρου εργασιακού stress στον εργαζόμενο.
Η ρηξικέλευθη αυτή απόφαση κρίνει ότι στο πλαίσιο εκπλήρωσης της υποχρέωσης πρόνοιας που βαρύνει τον εργοδότη, οφείλει να καθορίζει και να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα για την προστασία των μισθωτών από το εργασιακό stress.
Όπως εξηγεί ο δικηγόρος- εργατολόγος Γιάννης Καρούζος:
«…η σχολιαζόμενη απόφαση (ΜΠρΑθ με αριθμό 1358/2018) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναφορικά με τη θεμελίωση της ευθύνης του εργοδότη όταν αυτός θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης παραλείποντας όμως τη λήψη προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση του στρες που προκαλούν στους εργαζομένους οι επικείμενες αλλαγές. Συνήθως, τέτοιου είδους σχέδια έχουν ως σκοπό την περιστολή των λειτουργικών δαπανών της επιχείρησης, που είναι αναγκαία για την ίδια τη βιωσιμότητά της.
Απολύσεις
Τις περισσότερες ωστόσο φορές συνεπάγονται ταυτόχρονα την αναδιοργάνωση των μεθόδων παραγωγής, με την κατάργηση επιμέρους θέσεων εργασίας ή ακόμα και ολόκληρων μονάδων παραγωγής, περιάγοντας τους εργαζομένους σε μια κατάσταση ανασφάλειας για το μέλλον τους.
Οι κίνδυνοι για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στην εργασία έχουν αλλάξει κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, καθώς ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι εκτίθενται στους λεγόμενους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους, δηλαδή στους ψυχικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ευεξία και την ψυχολογική τους υγεία. Ειδικότερα, ως ψυχοκοινωνικός κίνδυνος ορίζεται η πιθανότητα που έχουν οι ψυχικοί και κοινωνικοί παράγοντες να επιδράσουν με επικίνδυνο τρόπο στην υγεία των εργαζομένων.
Ψυχική κατάρρευση
Η παρατεταμένη έκθεση σε τέτοιους κινδύνους μπορεί να επιφέρει στρες, ψυχική κατάρρευση και κατάθλιψη, που με τη σειρά τους οδηγούν στην εκδήλωση ποικίλων νοσημάτων και μπορούν να βλάψουν την υγεία των ατόμων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Πράγματι το εργασιακό στρες έχει πλέον αναγνωριστεί ως μείζων βλαπτικός παράγοντας για την υγεία των εργαζομένων και, παρότι δεν συνιστά ασθένεια, αναφέρεται ως μια κατάσταση η οποία δύναται αποδεδειγμένα να προκαλέσει προβλήματα υγείας.
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με την απόφαση : «Στην έννοια του εργατικού ατυχήματος εμπίπτει και η νόσος η οποία προκλήθηκε από έντονο ψυχικό κλονισμό ή συγκίνηση, που προκλήθηκαν από εξωτερικό αίτιο το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτήν (βλ. Α.Π. 845/1983 ΕΝΔ 12, 443, Α.Π. 1529/1981 ΕΝΔ 10, 318) και στο οποίο περιλαμβάνεται ο φόβος ή η απειλή ή η ψυχική ταραχή ή άλλο παρόμοιο εξαιρετικό γεγονός». Περαιτέρω η εν λόγω απόφαση ορίζει ότι «εργατικό ατύχημα θεωρείται και η ασθένεια η οποία είχε ως συνέπεια την ανικανότητα προς εργασία (ή το θάνατο) του εργαζόμενου, που επήλθε σ’ αυτόν όχι από βαθμιαία και προοδευτική εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του, ως εκ της φύσεως και του είδους της εργασίας ή άλλα, ξένα προς αυτήν οργανικά αίτια, αλλά από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός ξένο προς τον οργανισμό του παθόντος. Τέτοιο υπό την προεκτεθείσα έννοια γεγονός αποτελεί και η αιφνίδια εκδήλωση της ασθένειας κατά τη διάρκεια της εργασίας, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή διέδραμε κάτω από όλως εξαιρετικές και ασυνήθεις συνθήκες, ένεκα των οποίων ο οργανισμός του παθόντος επλήγη κατά τρόπο ασυνήθη σωματικώς ή ψυχικώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ασθένειας, η οποία διαφορετικά, με την έλλειψη των ασυνήθων αυτών συνθηκών, δεν θα επήρχετο» (βλ. σχετ. Α.Π. 142/1981, 1222/1982).
Η καλή πίστη, λοιπόν, όπως εξειδικεύεται από την υποχρέωση πρόνοιας, επιτάσσει την προστασία του εργαζομένου από τους κινδύνους αυτούς και κατ’ επέκταση η προστασία της υγείας και της ζωής του συνιστά υποχρέωση του εργοδότη, ο οποίος οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα για τον σκοπό αυτό μέτρα στο πλαίσιο της οργάνωσης της εργασίας στην επιχείρησή του.
Ακόμα και εν αγνοία του
Με άλλα λόγια, ο εργοδότης, ο οποίος ανεξάρτητα από τη γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού stress στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος και παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής η επίδραση του άγχους στην υγεία του, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων και εν προκειμένω μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης, ενόψει των επικείμενων αλλαγών στην επιχείρηση της αντιδίκου, παραβιάζει μια από τις κύριες υποχρεώσεις του, αυτής της πρόνοιας.
Επιπλέον, πέρα από τη γενικότερη υποχρέωση πρόνοιας, η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 662 Α.Κ., η υποχρέωση για προστασία της υγείας και της ασφάλειας του εργαζομένου θεμελιώνεται σε ένα εκτενές σώμα νομικών διατάξεων, με κυριότερη την Οδηγία 89/391/Ε.Ο.Κ. σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, διατάξεις της οποίας έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 3850/2010 για την κύρωση του Κώδικα Νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Η παραπάνω Οδηγία στοχεύει στην προστασία όχι μόνο της σωματικής υγείας του εργαζομένου αλλά και της ψυχικής, δηλαδή της κατάστασης συναισθηματικής ευεξίας κατά την οποία δύναται να αντιμετωπίσει τα άγχη της καθημερινότητας, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και δημιουργικά.
Αποζημίωση
Συνεπεία τούτων, ο εργοδότης ευθύνεται για την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής και μη ζημίας που συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη τήρησης της υποχρέωσης του για πρόνοια».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου