"ΑΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥΣ ΘΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΘΕ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ Ή ΑΛΛΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ..."
Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική αφού πέφτει άγριος κόφτης και ζητούνται ζητούνται ενοχικές ή/και εμπράγματες εξασφαλίσεις έως το 120% του δανείου, πρόσφατο εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ, εκκαθαριστικό σημείωμα εγγυητών, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα.
«Αν οι τράπεζες δεν κάνουν τη δουλειά τους, δεν θα υπάρχει κανένα εργαλείο -είτε νομοθετικό είτε οποιοδήποτε άλλο- που δεν θα αξιοποιήσουμε για να κάνουν τη δουλειά τους. Πιστεύω στις καλόπιστες συνεννοήσεις δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Πιστεύω θα καταλάβουν μόνες τους οι τράπεζες τι πρέπει να κάνουν. Αλλά είμαστε μια κυβέρνηση εν καιρώ κρίσης, εν καιρώ πολεμικών συνθηκών. Δεν μπορεί οι τράπεζες να πάνε αργά ή να κοιτάξουν αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει. Δεν είναι το πρώτο μας κριτήριο αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει».
Αυτά υπογράμμισε ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ‘Αδωνις Γεωργίαδης σε συνέντευξή του στο Mega σήμερα το πρωί και απαντώντας σε τοποθετήσεις του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργου Καββαθά και της ΕΣΕΕ Γιώργου Καρανίκα, ότι οι τράπεζες ζητούν εγγυήσεις για το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, ο υπουργός επεσήμανε ότι δεν πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
«Ήρθαν και στο Yπουργείο καταγγελίες ότι οι τράπεζες ζητούν εμπράγματες εγγυήσεις για το ΤΕΠΙΧ ΙΙ.
Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να συμβαίνει. Αρκεί μόνο η υπογραφή του εκπροσώπου της εταιρείας. Αυτός θα δεσμεύεται για το δάνειο κι αυτό πρέπει να είναι αρκετό για να δοθεί το δάνειο. Έχουμε φτιάξει ένα χρηματοδοτικό προϊόν που δεν χρειάζεται καθόλου εμπράγματες εγγυήσεις. Δεν λέω ότι απαγορεύεται λέω ότι δεν είναι σωστό», είπε ο κ.Γεωργιάδης και γνωστοποίησε ότι θα υπάρξει και νέα συνάντηση με τις τράπεζες μέσα στην εβδομάδα.
Ο ίδιος συνέχισε ότι για το ΤΕΠΙΧ ΙΙ έχουν γίνει αιτήσεις που ξεπερνούν τα δύο δισ. ευρώ «και πρέπει εντός της εβδομάδας οι τράπεζες να εξετάσουν τις αιτήσεις και εντός της εβδομάδας να αρχίσουν να εκταμιεύουν ποσά. Σκοπός είναι να πιέσουμε τις τράπεζες να κάνουν τη δουλειά τους, πέρα από τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια».
Αν και γίνονται συναντήσεις με τους εκπροσώπους των τραπεζών κάθε δύο τρεις μέρες, συνέχισε ο υπουργός, το μεγάλο στοίχημα είναι να κάνουν τη δουλειά τους οι τράπεζες και να βγουν χρήματα στην αγορά. Όπως είπε «οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν γίνεται να προχωρήσουμε με τα συνήθη κριτήρια και ρυθμούς, διότι το εγχείρημα θα αποτύχει» για να προσθέσει ότι παρακολουθεί το όλο θέμα από πολύ κοντά. «Θα παίρνω κάθε μέρα την ανάλυση των εκταμιεύσεων και όχι των αιτήσεων.
Εάν δεν κάνουν τη δουλειά τους οι τράπεζες, δεν θα υπάρχει κανένα εργαλείο -είτε νομοθετικό είτε οποιοδήποτε άλλο- που δεν θα αξιοποιήσουμε για να κάνουν τη δουλειά τους. Πιστεύω στις καλόπιστες συνεννοήσεις δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Πιστεύω θα καταλάβουν μόνες τους οι τράπεζες τι πρέπει να κάνουν. Αλλά είμαστε μια κυβέρνηση εν καιρώ κρίσης, εν καιρώ πολεμικών συνθηκών. Δεν μπορεί οι τράπεζες να πάνε αργά ή να κοιτάξουν αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει. Δεν είναι το πρώτο μας κριτήριο αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει.
Τώρα το κριτήριο είναι να βγουν τα λεφτά στην αγορά» τόνισε.
Και συνέχισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Έχει δοκιμαστεί το μοντέλο των κρατικών τραπεζών και οδήγησε σε κατασπατάληση χρήματος και μεγάλη διαφθορά. Θα ήταν τελευταία μου επιλογή. Το ζητούμενο είναι ο καθένας μας να κάνει τη δουλειά του».
Ο υπουργός υπογράμμισε στη συνέχεια ότι εάν καταλάβουν όλοι τι πρέπει να γίνει, όλα θα πάνε καλά.
«Εγώ θέλω να δώσω την ευκαιρία στους τραπεζίτες μας, στα τραπεζικά στελέχη, να αποδείξουν ότι αντιλαμβάνονται σε ποια κατάσταση βρίσκεται η χώρα. Εάν δεν το καταλάβουν, δυστυχώς τότε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Εγώ δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση, αλλά δεν σημαίνει ότι θα αφήσω την Ελλάδα να καταστραφεί. Σε καιρό πολεμικών συνθηκών για την κυβέρνηση δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να γίνει για να σώσουμε το λαό…για τη σωτηρία του λαού δεν είναι τα τραπεζικά κριτήρια ο υπέρτατος νόμος» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός επισήμανε τη σημασία του τραπεζικού συστήματος για να γίνει η απαραίτητη μόχλευση, λέγοντας: «Είμαστε σε ιδιαίτερες συνθήκες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει λάβει μέριμνα, έχει μειώσει τα τραπεζικά κριτήρια έχει μειώσει τις ανάγκες τους για κεφαλαιακή επάρκεια, μπορούν να δανείζονται φθηνότερα και η ίδια η κυρία Λαγκάρντ έχει πει ότι τώρα οι τράπεζες δεν πρέπει να μείνουν προσκολυμμένες στα συνήθη κριτήρια αλλά να βγουν και να μοιραστούν δάνεια.’Αρα όλοι καταλαβαίνουμε που βρισκόμαστε».
Κοροϊδία τα δήθεν επιδοτούμενα δάνεια του ΤΕΠΙΧ
Κοροϊδεύει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, καθώς η περιβόητη ενίσχυση μέσω του ΤΕΠΙΧ αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο κανονικό δάνειο, το οποίο μάλιστα θα θεωρηθεί ενίσχυση. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τα δικαιολογητικά που ζητούνται από τις επιχειρήσεις, δικαιολογητικά που προσκομίζει κάποιος για να πάρει ένα κανονικό δάνειο. Μεταξύ αυτών, μάλιστα, ζητούν και αντίγραφα αποφάσεων υπαγωγής της επιχείρησης σε όλα τα Προγράμματα Κρατικής Ενίσχυσης που έχουν δηλωθεί στη δήλωση De Minimis.
Σύμφωνα με την προκήρυξη, η ενίσχυση ήσσονος σημασίας που πρόκειται να λάβει η επιχείρηση από το πρόγραμμα, αθροιζόμενη με άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που έχει λάβει (καθώς και οι τυχόν συνδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις) κατά τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη και το τρέχον οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ ή το ποσό των 100.000 ευρώ (για επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων).
Κοινώς, αθροίζουν την ενίσχυση μέσω ΤΕΠΙΧ με τις υπόλοιπες ενισχύσεις που έχει λάβει μια μικρομεσαία επιχείρηση την τελευταία διετία, βάζοντας ουσιαστικά «κόφτη» σε χιλιάδες επιχειρήσεις. Αν ήθελαν να βοηθήσουν πραγματικά τις πληττόμενες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, δεν θα έπρεπε να συνυπολογίζουν στο όριο των 200.000 ευρώ τις υπόλοιπες ενισχύσεις που έχουν λάβει.
Όριο στα 200.000 ευρώ
Πέρα απ’ αυτό, παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανεβάσει το όριο ενισχύσεων De Minimis στα 500.000 ευρώ, το υπουργείο το αγνοεί σκοπίμως, διατηρώντας το όριο στα 200.000 ευρώ.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης ανακοίνωσε ότι μέσα από το πρόγραμμα γίνεται παροχή κεφαλαίου κινήσεως έως μισού εκατομμυρίου ευρώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (έως 250 εργαζόμενους), με επιδότηση του επιτοκίου τα πρώτα δύο χρόνια. Επιδότηση όμως που δεν έχει ουσιαστικά νόημα, καθώς με όλες αυτές τις προϋποθέσεις που θέτει το υπουργείο τα περισσότερα δάνεια δεν θα εγκριθούν. Όσον αφορά τα δικαιολογητικά για να λάβει κανείς την ενίσχυση, ζητούνται ενοχικές ή/και εμπράγματες εξασφαλίσεις έως το 120% του δανείου, πρόσφατο εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ, εκκαθαριστικό σημείωμα εγγυητών, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα.
Κατά τα άλλα, ο υπουργός Ανάπτυξης σημείωσε πως το αργότερο έως τα μέσα Μαΐου θα αρχίσει η παροχή κεφαλαίου κινήσεως εγγυημένου στο 80% του δανείου για το 25% του ετήσιου τζίρου ή το διπλάσιο της ετήσιας μισθοδοσίας σε κάθε επιχείρηση ανεξαρτήτως μεγέθους. Για το πρόγραμμα αυτό η χώρα έλαβε την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυξήσει τον προϋπολογισμό του κατά 250.000.000 εκατομμύρια ευρώ.
Η πραγματικότητα όμως είναι λίγο διαφορετική αφού πέφτει άγριος κόφτης και ζητούνται ζητούνται ενοχικές ή/και εμπράγματες εξασφαλίσεις έως το 120% του δανείου, πρόσφατο εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ, εκκαθαριστικό σημείωμα εγγυητών, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα.
«Αν οι τράπεζες δεν κάνουν τη δουλειά τους, δεν θα υπάρχει κανένα εργαλείο -είτε νομοθετικό είτε οποιοδήποτε άλλο- που δεν θα αξιοποιήσουμε για να κάνουν τη δουλειά τους. Πιστεύω στις καλόπιστες συνεννοήσεις δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Πιστεύω θα καταλάβουν μόνες τους οι τράπεζες τι πρέπει να κάνουν. Αλλά είμαστε μια κυβέρνηση εν καιρώ κρίσης, εν καιρώ πολεμικών συνθηκών. Δεν μπορεί οι τράπεζες να πάνε αργά ή να κοιτάξουν αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει. Δεν είναι το πρώτο μας κριτήριο αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει».
Αυτά υπογράμμισε ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ‘Αδωνις Γεωργίαδης σε συνέντευξή του στο Mega σήμερα το πρωί και απαντώντας σε τοποθετήσεις του προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργου Καββαθά και της ΕΣΕΕ Γιώργου Καρανίκα, ότι οι τράπεζες ζητούν εγγυήσεις για το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, ο υπουργός επεσήμανε ότι δεν πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
«Ήρθαν και στο Yπουργείο καταγγελίες ότι οι τράπεζες ζητούν εμπράγματες εγγυήσεις για το ΤΕΠΙΧ ΙΙ.
Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να συμβαίνει. Αρκεί μόνο η υπογραφή του εκπροσώπου της εταιρείας. Αυτός θα δεσμεύεται για το δάνειο κι αυτό πρέπει να είναι αρκετό για να δοθεί το δάνειο. Έχουμε φτιάξει ένα χρηματοδοτικό προϊόν που δεν χρειάζεται καθόλου εμπράγματες εγγυήσεις. Δεν λέω ότι απαγορεύεται λέω ότι δεν είναι σωστό», είπε ο κ.Γεωργιάδης και γνωστοποίησε ότι θα υπάρξει και νέα συνάντηση με τις τράπεζες μέσα στην εβδομάδα.
Ο ίδιος συνέχισε ότι για το ΤΕΠΙΧ ΙΙ έχουν γίνει αιτήσεις που ξεπερνούν τα δύο δισ. ευρώ «και πρέπει εντός της εβδομάδας οι τράπεζες να εξετάσουν τις αιτήσεις και εντός της εβδομάδας να αρχίσουν να εκταμιεύουν ποσά. Σκοπός είναι να πιέσουμε τις τράπεζες να κάνουν τη δουλειά τους, πέρα από τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια».
Αν και γίνονται συναντήσεις με τους εκπροσώπους των τραπεζών κάθε δύο τρεις μέρες, συνέχισε ο υπουργός, το μεγάλο στοίχημα είναι να κάνουν τη δουλειά τους οι τράπεζες και να βγουν χρήματα στην αγορά. Όπως είπε «οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν γίνεται να προχωρήσουμε με τα συνήθη κριτήρια και ρυθμούς, διότι το εγχείρημα θα αποτύχει» για να προσθέσει ότι παρακολουθεί το όλο θέμα από πολύ κοντά. «Θα παίρνω κάθε μέρα την ανάλυση των εκταμιεύσεων και όχι των αιτήσεων.
Εάν δεν κάνουν τη δουλειά τους οι τράπεζες, δεν θα υπάρχει κανένα εργαλείο -είτε νομοθετικό είτε οποιοδήποτε άλλο- που δεν θα αξιοποιήσουμε για να κάνουν τη δουλειά τους. Πιστεύω στις καλόπιστες συνεννοήσεις δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Πιστεύω θα καταλάβουν μόνες τους οι τράπεζες τι πρέπει να κάνουν. Αλλά είμαστε μια κυβέρνηση εν καιρώ κρίσης, εν καιρώ πολεμικών συνθηκών. Δεν μπορεί οι τράπεζες να πάνε αργά ή να κοιτάξουν αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει. Δεν είναι το πρώτο μας κριτήριο αν θα πάρει δάνειο κάποιος που δεν πρέπει.
Τώρα το κριτήριο είναι να βγουν τα λεφτά στην αγορά» τόνισε.
Και συνέχισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Έχει δοκιμαστεί το μοντέλο των κρατικών τραπεζών και οδήγησε σε κατασπατάληση χρήματος και μεγάλη διαφθορά. Θα ήταν τελευταία μου επιλογή. Το ζητούμενο είναι ο καθένας μας να κάνει τη δουλειά του».
Ο υπουργός υπογράμμισε στη συνέχεια ότι εάν καταλάβουν όλοι τι πρέπει να γίνει, όλα θα πάνε καλά.
«Εγώ θέλω να δώσω την ευκαιρία στους τραπεζίτες μας, στα τραπεζικά στελέχη, να αποδείξουν ότι αντιλαμβάνονται σε ποια κατάσταση βρίσκεται η χώρα. Εάν δεν το καταλάβουν, δυστυχώς τότε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας. Εγώ δεν πιστεύω στην κρατική παρέμβαση, αλλά δεν σημαίνει ότι θα αφήσω την Ελλάδα να καταστραφεί. Σε καιρό πολεμικών συνθηκών για την κυβέρνηση δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να γίνει για να σώσουμε το λαό…για τη σωτηρία του λαού δεν είναι τα τραπεζικά κριτήρια ο υπέρτατος νόμος» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο υπουργός επισήμανε τη σημασία του τραπεζικού συστήματος για να γίνει η απαραίτητη μόχλευση, λέγοντας: «Είμαστε σε ιδιαίτερες συνθήκες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει λάβει μέριμνα, έχει μειώσει τα τραπεζικά κριτήρια έχει μειώσει τις ανάγκες τους για κεφαλαιακή επάρκεια, μπορούν να δανείζονται φθηνότερα και η ίδια η κυρία Λαγκάρντ έχει πει ότι τώρα οι τράπεζες δεν πρέπει να μείνουν προσκολυμμένες στα συνήθη κριτήρια αλλά να βγουν και να μοιραστούν δάνεια.’Αρα όλοι καταλαβαίνουμε που βρισκόμαστε».
Κοροϊδία τα δήθεν επιδοτούμενα δάνεια του ΤΕΠΙΧ
Κοροϊδεύει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, καθώς η περιβόητη ενίσχυση μέσω του ΤΕΠΙΧ αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο κανονικό δάνειο, το οποίο μάλιστα θα θεωρηθεί ενίσχυση. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τα δικαιολογητικά που ζητούνται από τις επιχειρήσεις, δικαιολογητικά που προσκομίζει κάποιος για να πάρει ένα κανονικό δάνειο. Μεταξύ αυτών, μάλιστα, ζητούν και αντίγραφα αποφάσεων υπαγωγής της επιχείρησης σε όλα τα Προγράμματα Κρατικής Ενίσχυσης που έχουν δηλωθεί στη δήλωση De Minimis.
Σύμφωνα με την προκήρυξη, η ενίσχυση ήσσονος σημασίας που πρόκειται να λάβει η επιχείρηση από το πρόγραμμα, αθροιζόμενη με άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που έχει λάβει (καθώς και οι τυχόν συνδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις) κατά τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη και το τρέχον οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ ή το ποσό των 100.000 ευρώ (για επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων).
Κοινώς, αθροίζουν την ενίσχυση μέσω ΤΕΠΙΧ με τις υπόλοιπες ενισχύσεις που έχει λάβει μια μικρομεσαία επιχείρηση την τελευταία διετία, βάζοντας ουσιαστικά «κόφτη» σε χιλιάδες επιχειρήσεις. Αν ήθελαν να βοηθήσουν πραγματικά τις πληττόμενες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, δεν θα έπρεπε να συνυπολογίζουν στο όριο των 200.000 ευρώ τις υπόλοιπες ενισχύσεις που έχουν λάβει.
Όριο στα 200.000 ευρώ
Πέρα απ’ αυτό, παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανεβάσει το όριο ενισχύσεων De Minimis στα 500.000 ευρώ, το υπουργείο το αγνοεί σκοπίμως, διατηρώντας το όριο στα 200.000 ευρώ.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης ανακοίνωσε ότι μέσα από το πρόγραμμα γίνεται παροχή κεφαλαίου κινήσεως έως μισού εκατομμυρίου ευρώ στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (έως 250 εργαζόμενους), με επιδότηση του επιτοκίου τα πρώτα δύο χρόνια. Επιδότηση όμως που δεν έχει ουσιαστικά νόημα, καθώς με όλες αυτές τις προϋποθέσεις που θέτει το υπουργείο τα περισσότερα δάνεια δεν θα εγκριθούν. Όσον αφορά τα δικαιολογητικά για να λάβει κανείς την ενίσχυση, ζητούνται ενοχικές ή/και εμπράγματες εξασφαλίσεις έως το 120% του δανείου, πρόσφατο εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ, εκκαθαριστικό σημείωμα εγγυητών, δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ασφαλιστική και φορολογική ενημερότητα.
Κατά τα άλλα, ο υπουργός Ανάπτυξης σημείωσε πως το αργότερο έως τα μέσα Μαΐου θα αρχίσει η παροχή κεφαλαίου κινήσεως εγγυημένου στο 80% του δανείου για το 25% του ετήσιου τζίρου ή το διπλάσιο της ετήσιας μισθοδοσίας σε κάθε επιχείρηση ανεξαρτήτως μεγέθους. Για το πρόγραμμα αυτό η χώρα έλαβε την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυξήσει τον προϋπολογισμό του κατά 250.000.000 εκατομμύρια ευρώ.
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου