Ακραία και απρόβλεπτα γεγονότα ως λόγοι ανωτέρας βίας και ανατροπή δικαιοπρακτικού θεμελίου
Η γραμματική ερμηνεία του όρου ανωτέρα βία που αντιστοιχεί στη «χρησιμοποίηση ανωτέρας δυνάμεως για την επιβολή θελήσεως»1, υποδηλώνει τη σύνδεση της έννοιας ανωτέρα βία, αν όχι με υπερφυσικές, τουλάχιστον με δυνάμεις ανώτερες από αυτές του ανθρώπου.
Ο Αστικός Κώδικας δεν ορίζει ρητά την έννοια της ανωτέρας βίας (vis major) (βλ. «ακαταμάχητος δύναμις» σε παλαιότερους νόμους)2 η οποία εν τέλει διαμορφώθηκε και προσδιορίστηκε εννοιολογικά από τη θεωρία και τη νομολογία.
Οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου προβλέπουν την αρχή της υπαιτιότητας σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του οφειλέτη περιορίζεται μόνο στην περίπτωση που οι πράξεις του μπορούν να αποδοθούν σε πταίσμα του (δόλο ή αμέλεια)3. Πέραν όμως της ελαφράς αμέλειας που αποτελεί τον τελευταίο βαθμό πταίσματος για τον οποίο υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη, υπάρχουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η ζημία του δανειστή δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαίτια συμπεριφορά του οφειλέτη. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν τα τυχαία γεγονότα. Δηλαδή εκεί που τελειώνει η αμέλεια αρχίζουν τα τυχερά.
Έτσι, τυχαίο γεγονός ή τυχηρό (κατά την παλαιότερη έκφραση) είναι εκείνο που δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη και το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί από το μέσο συνετό άνθρωπο, όπως είναι ένα φυσικό γεγονός (σεισμός, πλημμύρες, ανεμοθύελλες) ή ενέργειες τρίτου (π.χ. τρίτος καταστρέφει την οφειλόμενη παροχή).
Με κριτήριο την αναγνώριση ή μη, από το νόμο ή τη σύμβαση, ευθύνης του οφειλέτη για τα τυχηρά, γίνεται από τη θεωρία η διάκριση μεταξύ τυχηρών με στενή έννοια (αυτά για τα οποία αναγνωρίζεται ευθύνη) και τυχηρών με ευρεία έννοια (αυτά για τα οποία ισχύει το ανεύθυνο).
Στην κατηγορία των τυχηρών (υπό την ευρεία έννοια) εντάσσεται και ο όρος ανωτέρα βία η οποία περιλαμβάνει τις ακραίες περιπτώσεις των περιστατικών εκείνων που είναι αδύνατο να αποτραπούν με ανθρώπινες δυνάμεις ή έστω δυσκολότερα από τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή έννοια, τα οποία βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια4. Επομένως, οι έννοιες του τυχηρού και της ανωτέρας βίας δεν είναι διαφορετικές αλλά υπάλληλες. Όπως αναφέρει ο Γ. Μπαλής «η ανωτέρα βία είναι ίδιον είδος τυχηρού, η δε έννοιά της χρησιμεύει ως περιορισμός της ευθύνης του οφειλέτη για τα τυχηρά». Εκεί λοιπόν που σταματά η ευθύνη για τα τυχηρά, αρχίζει η ανωτέρα βία.
Η οριοθέτηση των περιπτώσεων ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου και ο ορισμός της, είναι δυσχερής, έχουν δε διατυπωθεί δύο θεωρίες, η αντικειμενική και η υποκειμενική.
Σύμφωνα με την αντικειμενική (ή απόλυτη) θεωρία, γεγονότα ανωτέρας βίας θεωρούνται αυτά που από τη φύση τους είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα, υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται εκτός επαγγελματικής σφαίρας και οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη (πόλεμος, σεισμός πλημμύρα, επανάσταση κλπ). Αντίθετα, γεγονότα που προέρχονται από την επιχείρηση του οφειλέτη (π.χ. απεργία των υπαλλήλων του) ή δεν είναι από τη φύση τους αναπότρεπτα (π.χ. κατάρρευση στέγης) δεν συνιστούν κατά τη άποψη αυτή γεγονός ανωτέρας βίας5. Η εν λόγω άποψη είναι αυστηρότερη για τον οφειλέτη εφόσον υπάγει στην έννοια της ανωτέρας βίας στενότερο κύκλο περιστατικών.
Αντίθετα, σύμφωνα με την υποκειμενική (ή σχετική) θεωρία, η οποία κυρίως ακολουθείται από τη νομολογία6 και είναι επιεικέστερη για τον οφειλέτη, αρκεί για την υπαγωγή ενός περιστατικού στην έννοια της ανωτέρας βίας, να είναι απρόβλεπτο και αναπόφευκτο ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, χωρίς να απαιτείται το γεγονός να βρίσκεται εκτός της επαγγελματικής σφαίρας του οφειλέτη(π.χ. έχει κριθεί ότι η απεργία των υπαλλήλων του οφειλέτη συνιστά ανωτέρα βία).
Έτσι, τα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι συνιστούν περιστατικά ανωτέρας βίας μεταξύ άλλων, η απεργία δικαστικών υπαλλήλων και η αποχή των δικηγόρων , η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου που τον εμποδίζει να παρασταθεί στο δικαστήριο αλλά και να ειδοποιήσει τον πελάτη του ώστε να αντικατασταθεί7, η πράξη της Αρχής (νομοθετικής, διοικητικής, δικαστικής) εφόσον είναι αναπότρεπτη8η αιφνίδια επιδείνωση των καιρικών συνθηκών, οι ραγδαίες, ασυνήθιστες και μακροχρόνιες βροχοπτώσεις9, ο παγετός, οι πλημμύρες, η πυρκαγιά10, η τρικυμία, η ξηρασία, οι πολεμικές πράξεις, ο κίνδυνος απόλυσης λόγω δικτατορικού καθεστώτος11, η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, η διεθνής ναυτιλιακή κρίση του 1977.
Αντίθετα, κρίθηκε ότι δεν συνιστούν περιστατικά ανωτέρας βίας, η οικονομική δυσχέρεια ή η πτώχευση του οφειλέτη, η διάλυση επιχείρησης, η απουσία στο εξωτερικό, η απλή ασθένεια του διαδίκου ή του δικηγόρου του ή η ασθένεια του δικηγόρου του που όμως δεν τον εμποδίζει να μεριμνήσει ώστε να εκπροσωπηθεί ο διάδικος από άλλο δικηγόρο12, η απεργία δικηγόρων που όμως δεν εμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος από τον ίδιο τον οφειλέτη13, η άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων, η έντονη θαλασσοταραχή αν μπορούσε να προβλεφθεί βάσει των ενδείξεων και των κανόνων της ναυτικής τέχνης ή αν είχαν προαναγγελθεί από τα δελτία καιρού14, η επικίνδυνη για τα αυτοκίνητα ολισθηρότητα δρόμου λόγω χιονοπτώσεως και κρυσταλλώσεως, η αμφιβολία σχετικά με την εφαρμοστέα διάταξη, η πυρκαγιά σε φορτηγό αυτοκίνητο που θα μπορούσε να αποτραπεί με επιμελή συντήρηση, η κλοπή εμπορευμάτων που θα μπορούσε να αποτραπεί με την προσήκουσα επιμέλεια15.
Στην έννομη τάξη αναγνωρίζονται δύο λειτουργίες της ανωτέρας βίας, η ουσιαστική και η δικονομική. Ηδικονομική λειτουργία έχει την έννοια της αναστολής μιας προθεσμίας εντός της οποίας θα έπρεπε να ασκηθεί ένα δικαίωμα, για τόσο χρόνο, όσο κωλύεται ο φορέας του από λόγους ανωτέρας βίας να το ασκήσει. Η ουσιαστική λειτουργία της έχει ως συνέπεια τη διαφοροποίηση των συμβατικών υποχρεώσεων. Επομένως η ανωτέρα βία αποτελεί μια εννοιολογική μορφή της απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών που ασκεί επίδραση στην εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων.
Με αυτά τα δεδομένα, η εξάπλωση παγκοσμίως ενός επικίνδυνου μεταδοτικού ιού (κορωνοϊός), είναι εξαιρετικά πιθανό να θεωρηθεί ως γεγονός ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων ή την αναστολή τους για όσο διάστημα αυτή διαρκεί, ερμηνευόμενη πάντως inconcreto ανάλογα με τα συγκεκριμένα σε κάθε περίπτωση πραγματικά περιστατικά και τις ειδικές περιστάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η εκ των προτέρων ρητή πρόβλεψη στις συμβάσεις, με ακρίβεια και σαφήνεια, των περιπτώσεων που τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι αποτελούν γεγονότα ανωτέρας βίας και η πρόβλεψη των συνεπειών στην εφαρμογή της σύμβασης σε περίπτωση επέλευσής τους, μεταξύ των οποίων η περίπτωση μιας πανδημίας που μέχρι σήμερα φάνταζε απίθανη, διασφαλίζει την ομαλή εκτέλεση των συμβάσεων και την ασφάλεια των συναλλαγών, χωρίς τα μέρη να επαφίενται στα δικαστήρια για την ερμηνεία περί της συνδρομής ή όχι περίπτωσης ανωτέρας βίας.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1.Τεγόπουλος-Φυτράκης, Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας
2.ΕμπΝ 96,97,102,103
3.Άρθρα ΑΚ 330 παρ. 1 περ. β’, 334, 922
4.Σταθόπουλος Μ. –Γενικό Ενοχικό δίκαιο, σελ. 308
5.Βλ. Γεωργιάδη, παρ. 23 αρ. 32, Σταθόπουλο, ό.π. παρ. 6 αρ. 101
6.Βλ. αντίθετα ΑΠ 677/74 ΝοΒ 23, 286 που έκρινε ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν συνιστούν ανωτέρα βία, αφού ανάγονται στον κύκλο της επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, ο οποίος έστω κι αν δεν μπορεί να τις αποτρέψει, μπορεί να τις συνυπολογίσει στους κινδύνους που διατρέχει.
7.ΑΠ 42/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 346/2005 Δικογ.2006,288
8.ΕφΑθ 86/71 ΕΕΝ 38, ΑΠ 284/1953 ΝοΒ 1953
9.ΕφΠατρ 398/86 ΑχΝομ 87,264
10.ΕφΑθ 8305/2006 ΔΕΕ 2007,1089
11.ΑΠ 930/1975 ΝοΒ 1976,257
12.ΕφΔωδ111/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/1976 ΝοΒ 1976,939
13.ΕφΑθ 1801/85 ΕλΔ 27,422
14.ΕφΠειρ 682/2004 ΕΕμπΔ 2006,120
15.ΕφΑθ 7111/2006 ΕπισκΕΔ 2007,473
1.Τεγόπουλος-Φυτράκης, Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας
2.ΕμπΝ 96,97,102,103
3.Άρθρα ΑΚ 330 παρ. 1 περ. β’, 334, 922
4.Σταθόπουλος Μ. –Γενικό Ενοχικό δίκαιο, σελ. 308
5.Βλ. Γεωργιάδη, παρ. 23 αρ. 32, Σταθόπουλο, ό.π. παρ. 6 αρ. 101
6.Βλ. αντίθετα ΑΠ 677/74 ΝοΒ 23, 286 που έκρινε ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν συνιστούν ανωτέρα βία, αφού ανάγονται στον κύκλο της επαγγελματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, ο οποίος έστω κι αν δεν μπορεί να τις αποτρέψει, μπορεί να τις συνυπολογίσει στους κινδύνους που διατρέχει.
7.ΑΠ 42/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 346/2005 Δικογ.2006,288
8.ΕφΑθ 86/71 ΕΕΝ 38, ΑΠ 284/1953 ΝοΒ 1953
9.ΕφΠατρ 398/86 ΑχΝομ 87,264
10.ΕφΑθ 8305/2006 ΔΕΕ 2007,1089
11.ΑΠ 930/1975 ΝοΒ 1976,257
12.ΕφΔωδ111/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/1976 ΝοΒ 1976,939
13.ΕφΑθ 1801/85 ΕλΔ 27,422
14.ΕφΠειρ 682/2004 ΕΕμπΔ 2006,120
15.ΕφΑθ 7111/2006 ΕπισκΕΔ 2007,473
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου