ΑΠΟΦΑΣΗ
Apostolovi κατά Βουλγαρίας της 07.11.2019 (αριθ. προσφ. 32644/09)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η αρχής της αναλογικότητας στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
Οι προσφεύγοντες υπέστησαν δέσμευση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων λόγω εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας κατά του πρώτου προσφεύγοντος για τραπεζικό αδίκημα. Στο πρωτόδικο Δικαστήριο ζήτησαν την αποδέσμευση κάποιων λογαριασμών για την ανάληψη των εξόδων λόγω προβλημάτων υγείας του γιού τους. Ο α’ προσφεύγων παρέλειψε να προτείνει τον ισχυρισμό στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, πλην όμως αναφέρθηκε στα στοιχεία της πρωτόδικης αίτησης. Τα δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα του.
Το Στρασβούργο, διαπίστωσε ότι η εγχώρια νομοθεσία της Βουλγαρίας επιτρέπει την επιβολή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων ως παρεπόμενη ποινή, κρίνει όμως ότι το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων ήταν να βεβαιωθούν ότι η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου προσφεύγοντα δεν θα του προκαλέσει περισσότερη ζημία από εκείνη που αναπόφευκτα απορρέει από τα μέτρα αυτά. Κατά το ΕΔΔΑ τα εγχώρια Δικαστήρια παρέλειψαν να διαπιστώσουν αν η πραγματική ζημία που υπέστησαν οι θιγόμενοι ήταν εκτενέστερη από εκείνη που είναι αναπόφευκτη. Διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Stoyan Apostolov και Milena Apostolova, σύζυγοι, είναι Βούλγαροι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1956 και το 1958 αντίστοιχα και ζουν στο Χάσκοβο (Βουλγαρία).
Η υπόθεση αφορούσε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του ζεύγους εν αναμονή της ποινικής διαδικασίας κατά του συζύγου για τραπεζικό αδίκημα και την καταγγελία τους ότι αυτό τους είχε προκαλέσει δυσκολίες να πληρώσουν τα ιατρικά έξοδα του γιού τους ο οποίος έπασχε από σοβαρή αναπηρία.
Το 2016 ο κ. Apostolov κρίθηκε ένοχος για τη διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών χωρίς άδεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Λίγο μετά την καταδίκη του το Νοέμβριο του 2008, τα δικαστήρια αποφάσισαν να δεσμεύσουν 35 τραπεζικούς λογαριασμούς που ήταν στο όνομά του και τρεις από ακίνητά του προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οποιοδήποτε επιβληθέν πρόστιμο ή άλλη υποχρέωση θα καταβάλλονταν.
Ο ίδιος άσκησε έφεση κατά της απόφασης δέσμευσης τον Φεβρουάριο του 2009, αλλά τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η έφεσή του είχε κατατεθεί εκπρόθεσμα. Παράλληλα, το ζεύγος των προσφευγόντων ζήτησε την άρση της απόφασης δέσμευσης. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι έπρεπε να αναλάβει τουλάχιστον κάποια από τα χρήματα των τραπεζικών λογαριασμών του για να πληρώσει τα ιατρικά έξοδα του γιου του. Τα δικαστήρια απέρριψαν την αίτησή του καθώς η ποινική διαδικασία ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Τον Ιούλιο του 2009, το Εφετείο διαπίστωσε το βάσιμο του σχετικού προβαλλόμενου ισχυρισμού – αιτήματος, αλλά ελευθέρωσε το μισό των περιουσιακών στοιχείων της δεύτερης προσφεύγουσας, δεδομένου ότι οι κατηγορίες στρέφονταν μόνο κατά του συζύγου της.
Ο κ. Apostolov υπέβαλε δεύτερο αίτημα το 2013 προκειμένου να αρθεί η απόφαση δέσμευσης από όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, εκτός από ένα ακίνητο. Τελικά το αίτημα έγινε δεκτό τον Ιανουάριο του 2014.
Εν τω μεταξύ, η κα Apostolova άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά των αρχών. Η αγωγή της κατά του περιφερειακού δικαστηρίου απορρίφθηκε, ενώ μία από τις δύο αγωγές κατά των εισαγγελικών αρχών έγινε δεκτή. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι ο εισαγγελέας θα έπρεπε να είχε ελέγξει την κυριότητα των περιουσιακών στοιχείων πριν προχωρήσει σε δέσμευση και όφειλε να αποζημιώσει την δεύτερη προσφεύγουσα για την ηθική βλάβη που προκάλεσε η κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων και η αδυναμία πληρωμής της ιατρικής περίθαλψης του γιου της.
Βασιζόμενοι ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Ορωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το προσφεύγων ζευγάρι κατήγγειλε ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους, τόσο αρχικά όσο και στα επόμενα χρόνια, ήταν παράνομη και αδικαιολόγητη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με σκοπό τη διαθεσιμότητά τους για την κάλυψη ενδεχόμενης χρηματικής ποινής πρέπει να αναλυθεί βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, η οποία, μεταξύ άλλων, επιτρέπει στα κράτη να ελέγχουν τη χρήση της περιουσίας για να εξασφαλίσουν την καταβολή των κυρώσεων.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η απόφαση δέσμευσης ήταν παράνομη από πλευράς βουλγαρικού δικαίου. Βασίστηκε στο άρθρο 72 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο να λάβει μέτρα για να διασφαλίσει ότι θα εξοφληθεί πρόστιμο, δήμευση ή κατάπτωση που μπορεί να επιβληθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.
Ούτε υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι ισχύοντες κανόνες δεν ήταν επαρκώς προσβάσιμοι ή προβλέψιμοι. Το ερώτημα κατά πόσον παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις έναντι αυθαίρετων ή δυσανάλογων παρεμβάσεων θα εξετασθεί κατωτέρω, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Το κύριο ζήτημα είναι αν υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Στη Βουλγαρία, όπως συμβαίνει συχνά σε άλλα συμβαλλόμενα κράτη, οι αποφάσεις δέσμευσης λαμβάνονται χωρίς ειδοποίηση προς τον κατηγορούμενο ή τα άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται από αυτά. Αυτό δεν θέτει από μόνο του ζήτημα όσον αφορά τις διασφαλίσεις.
Σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, μια εντολή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, αφού εκδοθεί και κοινοποιηθεί, μπορεί να αμφισβητηθεί μέσω προσφυγής ή αίτησης για άρση της. Ενόψει της διαπίστωσης ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών κατά τον τρόπο που εφαρμόστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια στην υπό κρίση υπόθεση, η ανάλυση αυτή μπορεί να περιοριστεί στην δεύτερη, την οποία η πρώτη προσφεύγουσα άσκησε πρωτοδίκως και κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως.
Σε πρώτο βαθμό, η διαδικασία αυτή διεξάγεται αποκλειστικά δια εγγράφων, αλλά σε περίπτωση προσφυγής υπάρχει δυνατότητα προφορικής ακρόασης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο πρώτος προσφεύγων ζήτησε ακρόαση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα σχετικό αίτημα θα είχε αναπόφευκτα απορριφθεί. Ούτε υπήρξε, εν πάση περιπτώσει, κανένα πρόβλημα όσον αφορά τον αμφισβητούμενο χαρακτήρα της διαδικασίας, καθώς η εισαγγελική αρχή δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σε απάντηση του αιτήματος και της έφεσης του πρώτου προσφεύγοντος. Εν πάση περιπτώσει, οι διαδικαστικές απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν είναι απαραίτητα οι ίδιες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι η έλλειψη ακρόασης εμπόδισε τον πρώτο προσφεύγοντα να θέσει επαρκώς την υπόθεσή του στα αρμόδια δικαστήρια.
Δεν τίθεται ζήτημα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της επιβολής μέτρων δέσμευσης. Η αξία των κατασχεθέντων περιουσιακών του στοιχείων δεν υπερέβαινε την χρηματική ποινή που διακινδύνευε.
Εντούτοις, υπάρχει ένας λόγος στον οποίο η επανεξέταση της αρχικής δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου προσφεύγοντος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Στην αρχική διαδικασία που ζητούσε την άρση της απόφασης δέσμευσης, ο πρώτος προσφεύγων επισήμανε ότι χρειάστηκε απρόσκοπτη πρόσβαση σε τουλάχιστον κάποια κεφάλαια για να αντλήσει τα ιατρικά έξοδα του αναπήρου γιου του. Ούτε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε το Εφετείο που ασχολήθηκε με το αίτημά του, ασχολήθηκαν με το επιχείρημα αυτό, το οποίο ενδεχομένως επηρέασε αποφασιστικά την αναλογικότητα της δέσμευσης του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου αιτούντος. Αν και το επιχείρημα δεν ήταν πολύ συγκεκριμένο – ο πρώτος προσφεύγων δεν δήλωσε στα δικαστήρια πόσα χρήματα χρειάζονταν για τα έξοδα αυτά ή παρέσχε οποιαδήποτε στοιχεία ή λεπτομέρειες για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ότι δεν διέθετε άλλες πηγές εισοδήματος – το γεγονός παραμένει όμως ότι είχε τεθεί ρητά και ότι ήταν πολύ σημαντικό. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο πρώτος προσφεύγων δεν επανέλαβε το επιχείρημα σχετικά με την προσφυγή. Αλλά στην έφεση του είπε ότι αναφερόταν πλήρως στα επιχειρήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως. Η σύντομη δήλωση του Εφετείου του Βουλγαρίας ότι το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή δεν προκαλεί έκπληξη, λόγω της έλλειψης νομοθετικών διατάξεων που να καλύπτουν τέτοιες καταστάσεις. Η απουσία αυτή είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν αντιπαρατίθεται με τις ρητές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που προστατεύουν τα χρήματα που χρειάζονται ένας καταδικασθείς και η οικογένειά του για έξοδα διαβίωσης για ένα έτος από τη δήμευση ή την επιβολή προστίμου.
Αυτό είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με την ανάγκη να δοθούν σε εκείνους που επηρεάζονται από τέτοιου είδους μέτρα δέσμευσης μέτρα που καθιστούν δυνατή την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων τους και του δημοσίου συμφέροντος. Πράγματι, ο νομοθέτης της Βουλγαρίας αναγνώρισε την ανάγκη να λάβει υπόψη τα θέματα αυτά, όταν πρόσφατα θέσπισε νομοθεσία σε στενά συνδεδεμένο τομέα: το καταστατικό του 2005 που προέβλεπε την κατάπτωση των προϊόντων του εγκλήματος μέσω της διαδικασίας ενώπιον των αστικών δικαστηρίων προέβλεπε ρητά τη δυνατότητα να επιτραπούν πληρωμές από τα κατεχόμενα περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την κατάσχεσή τους, εάν αυτό ήταν απαραίτητο για ιατρική περίθαλψη ή άλλες ανθρωπιστικές ανάγκες.
Η παράλειψη των δικαστηρίων να εξετάσουν το επιχείρημα του πρώτου προσφεύγοντος δεν φαίνεται να τον επηρέασε ουσιωδώς, δεδομένου ότι το Εφετείο του Plovdiv αποφάσισε συγχρόνως, για άλλους λόγους, να ελευθερώσει το ήμισυ των αρχικά παγωμένων κατασχεμένων στοιχείων που ανήκαν στην σύζυγό του. Το συνολικό χρηματικό ποσό των κατασχεμένων τραπεζικών λογαριασμών κατά τη στιγμή της απόφασης δέσμευσης δεν ήταν αμελητέο και οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το συγκεκριμένο ποσό των χρημάτων που χρειάζονταν για να φροντίσουν τον ανάπηρο γιο τους. Αυτό όμως δεν μπορεί να επηρεάσει αυτό καθαυτό, δεδομένου ότι το καθήκον των εθνικών δικαστηρίων ήταν να βεβαιωθούν ότι η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου προσφεύγοντα δεν θα του προκαλέσει περισσότερη ζημία από εκείνη που αναπόφευκτα απορρέει από τα μέτρα αυτά. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δηλώσει ότι, μολονότι κάθε κατάσχεση συνεπάγεται ζημία, η πραγματική ζημία που υπέστησαν οι θιγόμενοι δεν πρέπει να είναι εκτενέστερη από εκείνη που είναι αναπόφευκτη, για να είναι συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου – όσον αφορά τον κ. Apostolov.
Δίκαιη ικανοποίηση: 1.250 ευρώ για ηθική βλάβη και 700 ευρώ για έξοδα και δαπάνες στον κ. Apostolov
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου