Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
ΘΑΛΑΣΣΟΔΑΝΕΙΑ ΚΟΜΜΑΤΩΝ & ΜΜΕ
Μόνο αν τροποποιηθεί το άρθρο 390 ΠΚ διασώζωνται οι διοικήσεις και τα διοικητικά στελέχη των τραπεζών !!!
Η τροπολογία 390/37/2013 δεν έχει εφαρμογή, ενώ τόσο η ισχύουσα νομοθεσία (390 ΠΚ) όσο και η νομολογία του Αρείου Πάγου, δεν αφήνουν ούτε το ελάχιστο περιθώριο σε όσους επιχειρούν να ξαναδιασώσουν τους τραπεζίτες !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :
Δείτε το βίντεο με το "Πόρισμα Καλούδη" και το αποκλειστικό ρεπορτάζ του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ από τα άδυτα του Εφετείου Αθηνών :
Έχουν διαπράξει το αδίκημα της απιστίας (390 ΠΚ) οι διοικήσεις και τα διοικητικά στελέχη κάθε βαθμίδας των τραπεζών, που εμπλέκονται και συμμετέχουν στις εγκρίσεις, τις χορηγήσεις, τις εκταμιεύσεις, τις αναχρηματοδοτήσεις και αναδιαρθρώσεις των πάσης φύσης επισφαλών δανείων και πιστώσεων των κομμάτων και των ΜΜΕ, που έχουν συναφθεί και συνομολογηθεί εντελώς παράνομα, δια των αντιστοίχων, κατά περίπτωση υπογραφεισών, πιστωτικών συμβάσεων, επειδή αυτοί, με τις πράξεις και τις παραλήψεις τους, παραβίασαν εν γώσει τους, ευθέως, όλες τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις περί παροχής πιστώσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις κανονιστικές διατάξεις και τις πράξεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, τις λεγόμενες ΠΔΤΕ, που έχουν εκδοθεί κατ’ επιταγή της ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο της Ελλάδος των κυρωθεισών από την Ελληνική Δημοκρατία διεθνών συνθηκών ΒΑΣΙΛΕΙΑ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την εποπτεία των εμπορικών τραπεζών.
Και, ακόμη, έχουν διαπράξει το αδίκημα της παράβασης καθηκοντος (ΠΚ 259) οι αρμόδιοι υπάλληλοι και η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, επειδή παρέλειψαν εν γνώσει τους να ασκήσουν την προσήκουσα προληπτική εποπτεία στις ανωτέρω πιστώτριες τράπεζες των κομμάτων και των ΜΜΕ, καίτοι η ΤτΕ είχε νομική υποχρέωση προς τούτο.
Πράγματι, κατά τη σύναψη, τη συνομολόγηση, την εκταμίευση, την αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωση των πιστωτικών συμβάσεων των κομμάτων και των ΜΜΕ, οι αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι και οι διοικήσεις των τραπεζών, δεν τήρησαν, ως όφειλαν και, αντιθέτως, παραβίασαν εν γνώσει τους, ευθέως, όλες τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις και τις σχετικές με αυτές πράξεις του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔΤΕ), που αφορούν τους κανόνες χρηματοδότησης φυσικών και νομικών προσώπων, ήτοι αναλυτικότερα, παραβίασαν ευθέως τις εξής ΠΔΤΕ :
•
ΠΔΤΕ 1955/02.07.1991, με θέμα τους
κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων σε δραχμές από πιστωτικά ιδρύματα που
λειτουργούν στην Ελλάδα»
•
ΠΔΤΕ 2577/09.03.2006, με θέμα το
πλαίσιο αρχών λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης της οργάνωσης και των
Συστηµάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών και χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων και
σχετικές αρµοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων, η οποία, στο κεφάλαιο 15
περί διαχείρισης των κινδύνων, αναφέρει επί λέξει τα εξής : «....... 15. Κάθε
πιστωτικό ίδρυµα διαθέτει καταγεγραµµένες πολιτική και διαδικασίες που
αντιστοιχούν στην Επιχειρησιακή του Στρατηγική, σχετικά µε: 15.1. την ανάληψη,
την παρακολούθηση και τη διαχείριση των κινδύνων (αγοράς, πιστωτικός,
επιτοκίων, ρευστότητας, λειτουργικός κλπ) και τη διάκριση των συναλλαγών και
πελατών κατά επίπεδο κινδύνου (όπως χώρα, επάγγελµα, δραστηριότητα), 15.2. τον
καθορισµό των εκάστοτε αποδεκτών ανωτάτων ορίων ανάληψης κινδύνου συνολικά για
κάθε είδος κινδύνου και περαιτέρω κατανοµή καθενός εκ των ορίων αυτών κατά
πελάτη, κλάδο, νόµισµα, υπηρεσιακή µονάδα κλπ και 15.3. τη θέσπιση ορίων παύσης
ζηµιογόνων δραστηριοτήτων ή άλλων διορθωτικών ενεργειών, που κοινοποιούνται
έγκαιρα και εγγράφως, µε τη µορφή εξειδικευµένων στόχων ή κατευθύνσεων, όπου
απαιτείται, σε όλα τα εντεταλµένα όργανα που εµπλέκονται στις διαδικασίες
ανάληψης (risk owners), παρακολούθησης, αντιστάθµισης και µείωσης των κινδύνων.
16. Καθορίζεται η ετήσια επαναξιολόγηση των κινδύνων και προσδιορίζεται ότι οι
υψηλού κινδύνου περιοχές, ή οι πολύπλοκες συναλλαγές που καθορίζονται από κάθε
πιστωτικό ίδρυµα καθώς και οι προβληµατικές πιστοδοτήσεις θα ελέγχονται
συχνότερα. 17. Για το σχεδιασµό, την ανάπτυξη και την παρακολούθηση της
πολιτικής κινδύνων κάθε πιστωτικό ίδρυµα διαθέτει µια εξειδικευµένη και
ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης των κινδύνων, που καλύπτει όλο το φάσµα των
δραστηριοτήτων για όλες τις µορφές των κινδύνων, περιλαµβανοµένου του λειτουργικού.
18. Υφίστανται καταγεγραµµένες διαδικασίες ειδικότερα, ως προς: 18.1. Τον
περιοδικό εντοπισµό των σηµαντικών ή αιφνίδιων µεταβολών στις παραµέτρους που
διαµορφώνουν τους κινδύνους (οικονοµικά µεγέθη, εξελίξεις στην αγορά, νοµικό
περιβάλλον κλπ), την αξιολόγησή τους και την αναφορά τους στα αρµόδια 8 όργανα
για τυχόν διορθωτικές ενέργειες, ιδίως όταν οδηγούν σε υπέρβαση των αποδεκτών
ορίων. 18.2. Την αντιστάθµιση (κάλυψη, µεταφορά, ασφάλιση) και λογιστικοποίηση
της τυχόν ζηµιάς. 18.3. Την τιµολόγηση των προσφερόµενων προϊόντων και
περιοδική επαναξιολόγησή της, ώστε να διασφαλίζεται ότι λαµβάνονται υπόψη όλες
οι παράµετροι διαµόρφωσης του κόστους, ο ανταγωνισµός, οι κίνδυνοι σε σχέση µε
τις αναµενόµενες αποδόσεις κλπ. 19. Πριν από την επέκταση της δραστηριότητας
του πιστωτικού ιδρύµατος σε νέα χρηµατοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες: 19.1. Θα
υπάρχουν τεκµηριωµένες αποφάσεις ενσωµάτωσής τους στη στρατηγική ανάπτυξης του
πιστωτικού ιδρύµατος. 19.2. Θα έχουν αναγνωρισθεί µε ακρίβεια οι σχετικοί
κίνδυνοι, συµπεριλαµβανοµένου και του λειτουργικού κινδύνου. 19.3. Θα έχει
ολοκληρωθεί η ενσωµάτωση των αντίστοιχων ελέγχων και διαδικασιών ή η προσαρµογή
των υφιστάµενων στο σύστηµα διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου,
γενικότερα. 20.1. Κατά τη λήψη επιχειρηµατικών αποφάσεων για την ανάληψη
σηµαντικών κινδύνων (χορήγησης δανείων, αναδιάρθρωσης/ρύθµισης υφιστάµενων
δανείων, συµµετοχών, επενδύσεων κλπ), στην περίπτωση κινδύνων που δεν
υπόκεινται σε προκαθορισµένες παραµέτρους, καθώς και στον καθορισµό σχετικών ορίων
ανάληψης κινδύνων, διασφαλίζεται τουλάχιστον η συµµετοχή της καθ’ ύλην αρµόδιας
υπηρεσιακής µονάδας και της Μονάδας ∆ιαχείρισης Κινδύνων. 20.2. Στις
καταγεγραµµένες και εγκεκριµένες από το ∆.Σ. εσωτερικές διαδικασίες,
προσδιορίζεται µε πληρότητα ο βαθµός, κατά τον οποίο η λήψη της τελικής
απόφασης (ανωτέρω παρ. 20.1.) εξαρτάται από την εισήγηση της Μονάδας
∆ιαχείρισης Κινδύνων. Κατά την αξιολόγηση του συστήµατος διαχείρισης κινδύνων
κάθε πιστωτικού ιδρύµατος, η Τράπεζα της Ελλάδος λαµβάνει θετικά υπόψη την
πρόβλεψη κλιµάκωσης της βαρύτητας της εν λόγω εισήγησης ανάλογα µε το ύψος και
την πολυπλοκότητα των αναλαµβανόµενων κινδύνων (άσκηση βέτο, αυξηµένη βαρύτητα,
απλός υπολογισµός σε πλειοψηφικό σύστηµα κλπ). 20.3. Οι καταγεγραµµένες στα
πρακτικά πιο πάνω εισηγήσεις τίθενται, όταν ζητηθούν, υπόψη των αρµόδιων
ελεγκτικών οργάνων/υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τα προβλεπόµενα στη
νοµοθεσία (άρθρο 4 του ν.δ. 588/1948 και άρθρο 4 του α.ν. 1665/1951)...».
•
ΠΤΔΕ 2595/20.8.2007, με θέμα τον
καθορισμό των κριτηρίων που πρέπει να διέπουν τη Διαδικασία Αξιολόγησης
Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) των πιστωτικών ιδρυμάτων και της
Διαδικασίας Εποπτικής Αξιολόγησης (ΔΕΑ) από την Τράπεζα της Ελλάδος, με την
οποία εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια για τη διαχείριση και αντιμετώπιση
από τα πιστωτικά ιδρύματα των αναλαμβανόμενων επί μέρους κινδύνων.
•
ΠΔΤΕ
2630-2631-2632-2633-2634-2635/29.10.2010, που αφορούν αντίστοιχα (α) τον ορισμό
των Ιδίων Κεφαλαίων, (β) την εφαρμογή της Τυποποιημένης Προσέγγισης, της Προσέγγισης
Εσωτερικών Διαβαθμίσεων και τον λειτουργικό κίνδυνο, (γ) τη δημοσιοποίηση
στοιχείων (Πυλώνας ΙΙΙ), (δ) την τιτλοποίηση, (ε) τους κινδύνους αγοράς και
αντισυμβαλλομένου και (στ) τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.
•
ΠΔΤΕ 2560/01.04.2005, με θέμα τον καθορισμό
του πλαισίου ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) της επάρκειας
ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την οποία καθορίζονται οι υποχρεωτικοί
δείκτες ρευστότητας με τη μορφή ελαχίστων ορίων, τους οποίους οφείλουν να
τηρούν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα,
προκειμένου η Τράπεζα της Ελλάδος να καθορίζει τα ελάχιστα όρια του δείκτη
ρευστών διαθεσίμων κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα το σκοπό του ελέγχου
του τραπεζικού συστήματος και, ειδικότερα, για να περιορίζει τη δυνατότητα του
τραπεζικού συστήματος να δημιουργεί αυθαίρετα χρήμα δια της χορήγησης δανείων
σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και να αυξάνονει κατά τον τρόπο αυτό την προσφορά
του μη νομισματοποιημένου χρήματος. Ειδικότερα, καθορίζονται υποχρεωτικοί δείκτες
ρευστότητας µε τη µορφή ελάχιστων ορίων, ως εξής :
∆είκτης Ρευστών ∆ιαθεσίµων :
Ορίζεται το πηλίκο του κλάσµατος στο οποίο ως αριθµητής λαµβάνεται το
σωρευτικό υπόλοιπο των «ρευστών διαθεσίµων» της χρονικής ζώνης άµεσης λήξης
µέχρι και 30 ηµέρες όπως προσδιορίζονται στο Παράρτηµα Ι, Τµήµα Β, της ΠΔ/ΤΕ
2560/01.04.2005 και ως παρονοµαστής οι «βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις», ήτοι τα
δανειακά κεφάλαια, όπως προσδιορίζονται στο προαναφερθέν Παράρτηµα Ι της ΠΔ/ΤΕ
2560/01.04.2005.
Το Ελάχιστο Όριο του Δείκτη Ρευστών Διαθεσίμων ορίζεται σε:
i. 15% μέχρι την 30.9.2005 και
ii. 20% από την 1.10.2005 και εφεξής.
Το Ελάχιστο Όριο του Δείκτη Ρευστών Διαθεσίμων ορίζεται σε:
i. 15% μέχρι την 30.9.2005 και
ii. 20% από την 1.10.2005 και εφεξής.
∆είκτης Ασυµφωνίας Ληκτότητας Απαιτήσεων-Υποχρεώσεων :
Ορίζεται το πηλίκο του κλάσµατος στο οποίο ως αριθµητής λαµβάνεται το σωρευτικό υπόλοιπο της διαφοράς των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων της χρονικής ζώνης άµεσης λήξης µέχρι και 30 ηµέρες όπως προσδιορίζονται στο Παράρτηµα Ι, Τµήµα Β της ΠΔ/ΤΕ 2560/01.04.2005 και ως παρονοµαστής οι «βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις», όπως προσδιορίζονται στο προαναφερθέν Παράρτηµα Ι.
Ορίζεται το πηλίκο του κλάσµατος στο οποίο ως αριθµητής λαµβάνεται το σωρευτικό υπόλοιπο της διαφοράς των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων της χρονικής ζώνης άµεσης λήξης µέχρι και 30 ηµέρες όπως προσδιορίζονται στο Παράρτηµα Ι, Τµήµα Β της ΠΔ/ΤΕ 2560/01.04.2005 και ως παρονοµαστής οι «βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις», όπως προσδιορίζονται στο προαναφερθέν Παράρτηµα Ι.
Το ελάχιστο όριο του δείκτη αυτού, µε την επισήµανση του αρνητικού
προσήµου, ορίζεται σε -20%.
Τήρηση Ελάχιστων Ορίων
Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να τηρούν τα ελάχιστα όρια σε κάθε
χρονική στιγμή, καθώς και να γνωστοποιούν αμέσως στην Τράπεζα της Ελλάδος
(Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος), κάθε σημαντική επί έλαττον
απόκλιση, μεγαλύτερη των δύο εκατοστιαίων μονάδων (2%) των υποχρεωτικών δεικτών
από τα ανωτέρω ελάχιστα όρια.
• ΠΔΤΕ 2630/2010, 2588/2007, 2589/2007, 2590/2007,
2646/2011, 2655/19.03.2012, 2645/2011, 2594/2007, 2595/2007, 2635/2010 και ΠΔΤΕ
2620/28.08.2009, με τις οποίες ολοκληρώθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του
ν.3601/2007, η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των εξειδικευμένων διατάξεων των
Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων
των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Το εν λόγω
εποπτικό πλαίσιο, γνωστό κατά τα ανωτέρω και ως Βασιλεία II, καθιέρωσε τους
ακόλουθους τρεις θεμελιώδεις άξονες εποπτείας, του λεγόμενους «Πυλώνες».
Τον ΠΥΛΩΝΑ 1, που αφορά τις μεθόδους προσδιορισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι των κινδύνων που τα πιστωτικά ιδρύματα κατά κανόνα αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων τους και καθιερώνονται κεφαλαιακές απαιτήσεις και για το λειτουργικό κίνδυνο.
Τον ΠΥΛΩΝΑ 2, που αφορά τις αρχές, τα κριτήρια και τη διαδικασία με την οποία καταρχάς τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και κατ' ακολουθίαν η Tράπεζα της Ελλάδος, αξιολογούν την επάρκεια των κεφαλαίων και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων κάθε πιστωτικού ιδρύματος χωριστά, σε σχέση με τους πάσης φύσεως κίνδυνους στους οποίους αυτό εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, πέραν από εκείνους που αντιμετωπίζονται στον Πυλώνα 1. Τον ΠΥΛΩΝΑ 3, που αφορά τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης στοιχείων για την ενίσχυση της διαφάνειας και της πειθαρχίας της αγοράς με την παροχή στους ενδιαφερόμενους της δυνατότητας σύγκρισης τόσο της πολιτικής για τη διαχείριση κινδύνων, της κεφαλαιακής και οργανωτικής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, παρέχοντας έτσι κίνητρο για την βελτίωσή τους, όσο και των μεθόδων και πρακτικών που εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Τον ΠΥΛΩΝΑ 1, που αφορά τις μεθόδους προσδιορισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι των κινδύνων που τα πιστωτικά ιδρύματα κατά κανόνα αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο της άσκησης των δραστηριοτήτων τους και καθιερώνονται κεφαλαιακές απαιτήσεις και για το λειτουργικό κίνδυνο.
Τον ΠΥΛΩΝΑ 2, που αφορά τις αρχές, τα κριτήρια και τη διαδικασία με την οποία καταρχάς τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και κατ' ακολουθίαν η Tράπεζα της Ελλάδος, αξιολογούν την επάρκεια των κεφαλαίων και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων κάθε πιστωτικού ιδρύματος χωριστά, σε σχέση με τους πάσης φύσεως κίνδυνους στους οποίους αυτό εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, πέραν από εκείνους που αντιμετωπίζονται στον Πυλώνα 1. Τον ΠΥΛΩΝΑ 3, που αφορά τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης στοιχείων για την ενίσχυση της διαφάνειας και της πειθαρχίας της αγοράς με την παροχή στους ενδιαφερόμενους της δυνατότητας σύγκρισης τόσο της πολιτικής για τη διαχείριση κινδύνων, της κεφαλαιακής και οργανωτικής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, παρέχοντας έτσι κίνητρο για την βελτίωσή τους, όσο και των μεθόδων και πρακτικών που εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ειδικότερα και αναλυτικότερα :
Με την ΠΔΤΕ 2588/20.08.2007,
Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με
την Τυποποιημένη Προσέγγιση, καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των κεφαλαιακών
απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο με την Τυποποιημένη Προσέγγιση
(Standardised Approach), που είναι η απλούστερη από τις νέες εναλλακτικές
σχετικές προσεγγίσεις. Με την προσέγγιση αυτή βελτιώνεται το προϊσχύον πλαίσιο
με την καθιέρωση αναλογικότερης σύνδεσης των ιδίων κεφαλαίων προς τον
αναλαμβανόμενο κίνδυνο, καθώς :
- Διευρύνεται
η κλίμακα των προκαθορισμένων συντελεστών με τους οποίους σταθμίζεται κάθε
κατηγορία χρηματοδότησης ή άλλου ανοίγματος της τράπεζας,
- Λαμβάνονται
υπόψη παράμετροι όπως η πιστοληπτική διαβάθμιση του πιστούχου από
αναγνωρισμένους Εξωτερικούς Οργανισμούς Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (ΕΟΠΑ),
η διασπορά των κινδύνων που επιτρέπει τη μείωση από 100% σε 75% του
συντελεστή στάθμισης για τον κίνδυνο των μέχρι ποσού 1 εκατ. ευρώ
πιστώσεων προς φυσικά πρόσωπα ή μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η εξασφάλιση
από κατοικίες που επιτρέπει τη μείωση του συντελεστή στάθμισης των δανείων
από 50% σε 35%, ενώ, αντιθέτως, η εμφάνιση καθυστέρησης αποπληρωμής άνω
των 90 ημερών οδηγεί σε αύξηση του συντελεστή και
- Αναγνωρίζονται
και άλλα είδη εξασφαλίσεων, καθώς και πιο εξελιγμένες τεχνικές μείωσης του
πιστωτικού κινδύνου, όπως τα πιστωτικά παράγωγα.
Με την ΠΔΤΕ 2589/20.08.2007,
Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων έναντι του Πιστωτικού Κινδύνου σύμφωνα με
την Προσέγγιση Εσωτερικών Διαβαθμίσεων, θεσπίζεται η προσέγγιση εσωτερικών
διαβαθμίσεων (Internal Ratings Based Approach), η οποία εισάγει εξ ολοκλήρου
νέα μεθοδολογία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων με βάση παραμέτρους
κινδύνου, όπως η πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης του πιστούχου (Probability of
Default) και η ζημία του πιστωτικού ιδρύματος σε περίπτωση αθέτησης (Loss Given
Default), επιτρέποντας για πρώτη φορά στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν
τα εσωτερικά τους συστήματα διαχείρισης και υποδείγματα για την εκτίμηση των
παραμέτρων αυτών.
Η χρησιμοποίηση της πιο πάνω
προσέγγισης και της πιο εξελιγμένης εκδοχής της (Advanced IRB) από τις πέντε
(05) πρώτες εδώ εναγόμενες, προϋποθέτει την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος,
μετά από διαβούλευση στην οποία συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η έγκριση παρέχεται εφόσον διαπιστωθεί
ότι ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά την επάρκεια των
εσωτερικών συστημάτων που το πιστωτικό ίδρυμα έχει αναπτύξει για τη διαβάθμιση
των πιστούχων και των πιστοδοτήσεων, την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων
κινδύνου, την επικύρωση των σχετικών αποτελεσμάτων και την αξιοποίησή τους στη
λήψη των αποφάσεων για τη χορήγηση και την τιμολόγηση των δανείων.
Με την ΠΔΤΕ 2590/20.08.2007, Ελάχιστες
Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Πιστωτικών Ιδρυμάτων για το Λειτουργικό Κίνδυνο,
θεσπίζεται η καθιέρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το λειτουργικό κίνδυνο
και αποτελεί μια από τις σημαντικές καινοτομίες του νέου πλαισίου. Η έννοια του
εν λόγω κινδύνου αφορά στις ενδεχόμενες ζημίες που μπορεί να προκληθούν από
ανεπάρκεια ή λάθη διαδικασιών ή προσώπων, καλύπτοντας και τον νομικό κίνδυνο.
Με την εν λόγω Πράξη παρέχεται, επίσης, η δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να
επιλέγουν μεταξύ τυποποιημένων και εξελιγμένων προσεγγίσεων για τον υπολογισμό
των κεφαλαιακών απαιτήσεων και για τον κίνδυνο αυτό.
Με την ΠΔΤΕ 2646/09.09.2011,
Υπολογισμός Κεφαλαιακών Απαιτήσεων των Πιστωτικών Ιδρυμάτων για τον Κίνδυνο
Αγοράς, αντικαθίσταται η ΠΔΤΕ 2591/2007, όπως ισχύει, προκειμένου να
ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη τις διατάξεις της Οδηγίας 2010/76/ΕΚ. Οι
κύριες αλλαγές σχετίζονται με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το
χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Ειδικότερα, προβλέπεται :
- η
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν εγκεκριμένα εσωτερικά
μοντέλα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον γενικό
κίνδυνο, να υπολογίζουν επιπλέον κεφαλαιακές απαιτήσεις, σύμφωνα με την
εκτίμηση της δυνητικής ζημιάς κάτω από ακραίες συνθήκες (stressed VaR),
- η
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία έχουν εγκεκριμένα εσωτερικά
μοντέλα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον ειδικό
κίνδυνο, να υπολογίζουν επιπλέον κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο
αθέτησης και μεταβολής της πιστοληπτικής αξιοπιστίας (incremental default
and migration risk) του εκδότη χρεωστικών τίτλων και μετοχών,
- η
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να διενεργούν, κατ’ ελάχιστον,
υποθετικό εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο (hypothetical back testing)
για την αξιολόγηση των εσωτερικών υποδειγμάτων δυνητικής ζημιάς,
- η
αύξηση του συντελεστής στάθμισης από 4% σε 8% για τον ειδικό κίνδυνο, για
τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης από μετοχές με βάση την
τυποποιημένη μέθοδο και
- η
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να καθιερώσουν διαδικασίες με τις
οποίες θα προσαρμόζουν την τρέχουσα αξία των στοιχείων τους, τα οποία δεν
είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα.
Με την ΠΔΤΕ 2645/2011, Υπολογισμός
Σταθμισμένων Ανοιγμάτων για Θέσεις σε Τιτλοποίηση, αντικαθίσταται η ΠΔΤΕ
2633/29.10.2010, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις που αφορούν
στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών έναντι του πιστωτικού
κινδύνου ανοιγμάτων τους σε τιτλοποιήσεις (securitisation), προκειμένου να
διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη
του πιστωτικού κινδύνου που διατηρούν ή αναλαμβάνουν στο πλαίσιο της εν λόγω
τεχνικής και ενσωματώνονται οι διατάξεις της Οδηγίας 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορούν στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις
θέσεις σε επανατιτλοποίηση (CRD III) και, ειδικότερα, εισάγεται ο ορισμός της
«επανατιτλοποίησης» και της «θέσης σε επανατιτλοποίηση, προστίθενται
συντελεστές στάθμισης για θέσεις σε επανατιτλοποιήση και εξειδικεύεται η
εφαρμογή της μεθόδου του εποπτικού υποδείγματος στις θέσεις σε
επανατιτλοποίηση.
Με την ΠΔΤΕ 2594/20.8.2007, Κίνδυνος Αντισυμβαλλομένου, παρέχεται στα πιστωτικά ιδρύματα η δυνατότητα χρησιμοποίησης και νέων εξελιγμένων μεθόδων για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων, ειδικά από συναλλαγές τύπου πώλησης και επαναγοράς (REPOS) και από συμβάσεις παραγώγων, προκειμένου να υπολογιστούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις έναντι του κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Ο κίνδυνος αυτός αφορά τη ζημία που θα προκύψει για το πιστωτικό ίδρυμα εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, λαμβανομένων υπόψη και των πιθανών διακυμάνσεων των τιμών αγοράς των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η συναλλαγή.
Με την ΠΔΤΕ 2595/20.8.2007, Καθορισμός
των κριτηρίων που πρέπει να διέπουν τη Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας
Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) των πιστωτικών ιδρυμάτων και της Διαδικασίας
Εποπτικής Αξιολόγησης (ΔΕΑ) από την Τράπεζα της Ελλάδος, θεσπίζονται, πέρα των
προβλεπομένων στον Πυλώνα 1, τα εξής :
- Ποιοτικού
χαρακτήρα κριτήρια υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας κάθε πιστωτικού
ιδρύματος, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
- Η
έννοια των «εσωτερικών κεφαλαίων», η οποία είναι ευρύτερη εκείνης των
«εποπτικών κεφαλαίων» που υπολογίζονται με τις μεθόδους του Πυλώνα 1,
καθώς αφορά τα κεφάλαια που το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σε
επάρκεια από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής για την
αντιμετώπιση των πάσης φύσεως κινδύνων που έχει αναλάβει ή στους οποίους
ενδέχεται να εκτεθεί.
Ως τέτοιοι κίνδυνοι θεωρούνται, ενδεικτικά, αυτοί που δεν καλύπτονται ή δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς στο πλαίσιο του Πυλώνα 1, όπως ο κίνδυνος συγκέντρωσης, ο κίνδυνος στρατηγικής, ο κίνδυνος φήμης αλλά και εξωγενείς κίνδυνοι που απορρέουν από το θεσμικό, οικονομικό ή επιχειρηματικό περιβάλλον. - Η
διαδικασία αξιολόγησης από την Τράπεζα της Ελλάδος της εν γένει
συμμόρφωσης του πιστωτικού ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις, η
οποία θα αποτελεί αντικείμενο διαλόγου με το πιστωτικό ίδρυμα. Στόχος του
διαλόγου είναι η αμοιβαία κατανόηση των εφαρμοζόμενων μεθόδων και
διαδικασιών και η έγκαιρη αντιμετώπιση των αδυναμιών τους. Στο πλαίσιο
αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να λαμβάνει τα εποπτικά μέτρα που
προβλέπονται από τον ν. 3601/2007, μεταξύ των οποίων και η επιβολή
πρόσθετων προβλέψεων ή, εφόσον κρίνει ότι με τα σχετικά διορθωτικά μέτρα
δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς οι κίνδυνοι, να επιβάλλει πρόσθετες
κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Με την ΠΔΤΕ 2635/29.10.2010, Εποπτεία
και έλεγχοςτων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων,
προσαρμόζονται και κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο οι ισχύουσες διατάξεις
σχετικά με τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.
Οι κυριότερες προσαρμογές αφορούν :
- την
αναγνώριση εξασφαλίσεων που μειώνουν το ύψος των μεγάλων χρηματοδοτικών
ανοιγμάτων, κατ΄ αντιστοιχία με τα καθοριζόμενα στις προαναφερόμενες ΠΔΤΕ
τις σχετικές με τον Πιστωτικό Κίνδυνο και τον Κίνδυνο Αγοράς και
- τον
καθορισμό χωριστού ορίου για το σύνολο των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων της
τράπεζας έναντι των σημαντικών μετόχων της και των συνδεδεμένων με αυτούς
προσώπων και επιχειρήσεων.
Με την ΠΔΤΕ 2442/29.01.1999, όπως
ισχύει, καθορίζονται οι συντελεστές που εφαρμόζονται επί ορισμένων κατηγοριών
απαιτήσεων σε καθυστέρηση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον υπολογισμό του
ελάχιστου ποσού προβλέψεων.
Οι ελάχιστες αυτές προβλέψεις
καθορίζονται για εποπτικούς σκοπούς και συνδέονται με την αξιολόγηση της
κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην
Ελλάδα.
Ο κατάλογος των εγγράφων που αποτελούν
το θεσμικό πλαίσιο αυτής της αξιολόγισης αναφέρεται στις ΠΔΤΕ 2442/29.1.1999,
ΠΔΤΕ 2513/15.1.2003, ΠΔΤΕ 2557/2005, ΠΔΤΕ 2565/2005, ΕΤΠΘ
254/7/2007 και ΠΔΤΕ 2619/ 30.07.2009.
Κατά τα ανωτέρω, οι μηχανισμοί
εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης των κινδύνων τους οποίους, με βάση τις
θεσμοθετημένες αρχές από την Τράπεζα της Ελλάδος, υποχρεούνται να εφαρμόζουν τα
πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οφείλουν να ενσωματώσουν
τις απαραίτητες προσαρμογές των κριτηρίων έγκρισης ή απόρριψης δανείων κατά τη
διαδικασία προαξιολόγησης.
Τα κριτήρια αυτά πρέπει να αναγνωρίζουν τη δυναμική του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του έντονου ανταγωνισμού στην πολιτική ανάληψης κινδύνων και την ταχεία πιστωτική επέκταση.
Τα κριτήρια αυτά πρέπει να αναγνωρίζουν τη δυναμική του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του έντονου ανταγωνισμού στην πολιτική ανάληψης κινδύνων και την ταχεία πιστωτική επέκταση.
Έτσι, οι πιστώτριες τράπεζες των θαλασσοδανείων των κομμάτων και των ΜΜΕ, με την σύναψη των επίμαχων πιστωτικών συμβάσεων και την χορήγηση των αντίστοιχων δανεισμάτων, διαχειρίστηκαν τον κίνδυνο ρευστότητας, τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο :
·
Κατά παράβαση των αρχών και του πλαισίου του
Παραρτήματος II, ΠΔ/ΤΕ 2560/01.04.2005,
οι οποίες κατά το ίδιο ανωτέρω διάστημα (2002–2012), ενισχύθηκαν και αυστηροποιήθηκαν με την ΠΔ/ΤΕ 2614/07.04.2009, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση ΕΤΠΘ
285/8/09.07.2009 και την ΠΔ/ΤΕ
2626/29.7.2010.
·
Κατά παράβαση της
Αρχής του Υπεύθυνου Δανεισμού, όπως αυτή έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ
Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 και
την Κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην
Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22/05/2008» των Υπουργών Οικονομικών
– Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό
δίκαιο.
·
Κατά
παράβαση του εποπτικού πλαισίου του Συμφώνου της Βασιλείας του 1988 (Basle
Capital Accord) ως προς τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για την
κάλυψη έναντι της έκθεσής τους στον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο χώρας από
στοιχεία ενεργητικού και εκτός ισολογισμού, ιδία σε ότι αφορά τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά για την εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως το
καλό μάνατζμεντ, η ύπαρξη επαρκών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, η ανάπτυξη
διαδικασιών χορήγησης δανείων και η συνετή διαχείριση χαρτοφυλακίου.
·
Κατά παράβαση του εποπτικού
πλαισίου και των
υποχρεώσεων κεφαλαιακής επάρκειας του άρθρου 28, ν. 3601/2007, της ΠΔ/ΤΕ
2595/20.8.2007 και του άρθρου 27, ν.
3601/2007, καθώς και αντίθετα με τις ΠΔ/ΤΕ 2630/2010, 2588/2007, 2589/2007, 2590/2007, 2646/2011, 2655/19.03.2012, 2645/2011, 2594/2007, 2595/2007, 2635/2010 και ΠΔ/ΤΕ 2620/28.08.2009, με τις οποίες ολοκληρώθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3601/2007, η
ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο των εξειδικευμένων διατάξεων των Οδηγιών
2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, σχετικά με την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτριών τραπεζών των κομμάτων και των ΜΜΕ, γνωστό κατά τα ανωτέρω και ως ΒΑΣΙΛΕΙΑ II
(26/06/2004) Πυλώνες 1, 2, και 3, (α) καθότι δεν ενσωμάτωσαν, ως όφειλαν, τις απαραίτητες προσαρμογές των κριτηρίων
έγκρισης ή απόρριψης των επίδικων πιστώσεων των εδώ εναγόντων ως δανειολήπτες
κατά τη διαδικασία της προαξιολόγησης, ενώ με τα κριτήρια αυτά να πρέπει να
αναγνωρίζουν τη δυναμική του οικονομικού περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις του
έντονου ανταγωνισμού στην πολιτική ανάληψης κινδύνων και την ταχεία πιστωτική
επέκταση και (β) καθότι δεν
συμμορφώθηκαν προς την υποχρέωσή τους να ενισχύουν τη λειτουργία
διαχείρισης των αναλαμβανόμενων κινδύνων των κομμάτων και των ΜΜΕ, σε
όλο το εύρος των δραστηριοτήτων τους και να συσχετίζουν και να σταθμίζουν επαρκώς τους κινδύνους αυτούς με
τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους.
Επίσης, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος,
παρέλειψαν εν γνώσει τους να
ασκήσουν την προσήκουσα προληπτική εποπτεία στις ανωτέρω
πιστώτριες τράπεζες των κομμάτων και των ΜΜΕ, καίτοι η ΤτΕ είχε νομική
υποχρέωση προς τούτο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1, παρ. β,
του Νομοθετικού Διατάγματος της 10/11/1927 όπου οι διατάξεις του Καταστατικού
της ΤτΕ έχουν ισχύ διατάξεων νόμου και μάλιστα νόμου αυξημένης τυπικής ισχύος,
δοθέντος ότι το Καταστατικό της ΤτΕ αποτελεί μέρος διεθνούς σύμβασης
επικυρωμένης διά νόμου και κατά
το άρθρο 2 του Καταστατικού της και, στις κύριες αρµοδιότητες της Τράπεζας της
Ελλάδος εντάσσεται η εφαρμογή των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
καθώς και η άσκηση της προληπτικής εποπτείας
των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, προς διασφάλιση της
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ, η δε προληπτική εποπτεία πραγματοποιείται κατ’ αρχήν με την παρακολούθηση των δεικτών
ρευστότητας, φερεγγυότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, κατά τους κανόνες που
καθορίζονται από τις ανωτέρω αναφερθείσες Πράξεις του Διοικητή της ΤτΕ (Π∆/ΤΕ),
το δε θεσμικό πλαίσιο για την
άσκηση της εποπτείας έχει κατά κύριο λόγο διαμορφωθεί από την ενσωμάτωση της
σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας, η οποία με τη σειρά της είναι συμβατή με τις
αρχές της Βασιλείας και συγκεκριμένα, ο Νόμος
3601/2007, όπως τροποποιήθηκε από τους ν.
3693/2008, ν. 3746/2009, ν. 3862/2010, 4002/2011 και 4021/2011) και οι Πράξεις του Διοικητή 2630/2010, 2588/2007, 2589/2007, 2590/2007, 2646/2011, 2592/2007, 2645/2011, 2594/2007, 2595/2007 και 2635/2010, συνιστούν το
ισχύον πλαίσιο εποπτείας (Βασιλεία ΙΙ), επιπλέον, στο θεσμικό εποπτικό πλαίσιο
περιλαμβάνονται και οι Πράξεις του Διοικητή 2577/2006, 2595/2007 και 2597/2007 που αφορούν
τα Συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου, καθώς και οι αποφάσεις ΕΤΠΘ
281/17.03.2009, 285/6/9.7.2009 και 290/12/11.11.2009, που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του
χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση των εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και λοιπά θέματα και η αρμοδιότητα
της εποπτείας περιλαμβάνει την παρακολούθηση της εφαρμογής του σχετικού
θεσμικού πλαισίου και τη δυνατότητα λήψης διορθωτικών μέτρων, ακόμη και της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης,
εφόσον εντοπιστούν σημαντικές αδυναμίες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω
των υπόλοιπων μέτρων, καθώς και της επιβολής διοικητικών κυρώσεων,
περιλαμβανομένης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των εποπτευόμενων
πιστωτικών ιδρυμάτων και οι παραλείψεις της συνίσταται στο ότι κατά την
υλοποίηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, δεν συμμορφώθηκε, ως όφειλε, με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας, τις διαδικασίες
και τα πρότυπα που τίθενται από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική
Εποπτεία, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και με την Ευρωπαϊκή Αρχή
Τραπεζών (European Banking Authority-EBA), ως προς : (α)
τη συχνότητα και το εύρος της ενδεδειγμένης
για τις ανωτέρω
πιστώτριες τράπεζες των κομμάτων και των ΜΜΕ και για εκάστη εξ’ αυτών, Διαδικασίας Εποπτικής Αξιολόγησης
(ΔΕΑ), στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, σε σχέση με τη φύση, την
πολυπλοκότητα και το μέγεθος των δραστηριοτήτων τους, τη φύση και το επίπεδο
των κινδύνων τους και την επάρκεια και αποτελεσματικότητα των συστημάτων
εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων αυτών, (β) την επάρκεια των αναφορών και των επιτόπιων ελέγχων στις ανωτέρω πιστώτριες
τράπεζες των κομμάτων και των ΜΜΕ, σχετικά με τις ποιοτικές και ποσοτικές αξιολογήσεις, την
αξιολόγηση προφίλ κινδύνων σε σχέση με την επάρκεια και αποτελεσματικότητα των
συστημάτων εσωτερικού ελέγχου αυτών, τη συγκριτική ανάλυση δοκιμών προσομοίωσης
καταστάσεων κρίσης και την αξιολόγηση εκάστης εκ των ανωτέρω πιστωτριών
τραπεζών των κομμάτων και των ΜΜΕ, τόσο συνολικά όσο και κατά περιοχή κινδύνου, με βάση το
ειδικό για το σκοπό αυτό Σύστημα Εγκαίρου Προειδοποίησης και Αξιολόγησης
Κινδύνων (ΣΕΠΑΚ), (γ) τη Διαδικασία
Αξιολόγησης της Επάρκειας του Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) των ανωτέρω πιστωτριών
τραπεζών των κομμάτων και των ΜΜΕ, σχετικά με το ύψος,
τη διαχείριση και την κατανομή των κεφαλαίων τους ως προς τους αναλαμβανόμενους
ή δυνητικούς κινδύνους, τη λεπτομερή καταγραφή και τεκμηρίωση αυτών, σύμφωνα με
τον ειδικό για το σκοπό αυτό πίνακα που έχει διαμορφώσει η ίδια η Τράπεζα της
Ελλάδος και (δ) την ορθή εφαρμογή της
ΠΔ/ΤΕ 2577/09.03.2006, ως προς την περιοδική επαναξιολόγηση της ΔΑΕΕΚ εκάστης
εκ των πιστωτριών τραπεζών των κομμάτων και των ΜΜΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου