Όποιος ξέρει πέντε δράμια γράμματα στα τραπεζικά, αντιλαμβάνεται δια γυμνού οφθαλμού την νέα επικοινωνιακή απάτη που έστησε η κυβέρνηση με τους πανηγυρισμούς για την αποτυχία των 3 στις 4 ελληνικές τράπεζες να περάσουν τα stress tests, παρότι από το 2008 μέχρι και σήμερα έχουν συνολικά ενισχυθεί από τους Έλληνες και Ευρωπαίους Φορολογούμενους με ποσό των 215 Δις !!!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ STRESS TESTS :
Του Γιάννη Τσαμουργκέλη
Οι πανηγυρισμοί για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών δεν συνάδουν με την κορυφαία κατάταξη τριών από τις τέσσερις, στη λίστα με τις προβληματικές ευρωπαϊκές τράπεζες. Κυρίως όμως δεν συνάδει με την επτάχρονη ταλαιπωρία της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των πολιτών.
Οι ελληνικές τράπεζες συμπτύχτηκανβιαίως σε τέσσερις, ανακεφαλαιώθηκαν, αφέθηκαν ελεύθερες να προσδιορίσουν τον τρόπο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής στη χώρα, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μετοχών τους ανήκει στο δημόσιο. Ενισχύθηκαν με ιδιωτικά κεφάλαια με σκανδαλώδες κόστος για το δημόσιο που αποποιήθηκε κάθε δυνατότητας αποζημίωσης επί των απωλειών του.Ενισχύθηκαν περαιτέρω μέσω του προνομιακού αναβαλλόμενου φόρου. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο εγκλωβισμός της οικονομίας σε συνθήκες καταρρέουσας ρευστότητας με ακριβό και μη προσβάσιμοχρήμα, που επιτείνει τα αδιέξοδα της λιτότητας βαθαίνοντας και επιμηκύνοντας την ύφεση. Το ότι βρέθηκαν τρεις εκ των τεσσάρων στη λίστα με τις προβληματικές είναι μια ακόμα απόδειξη της αποτυχίας της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής που απλώς συμπληρώνει την εικόνα των λαθών.
Σε μια περίοδο κρίσης με τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ σε πτωτική πορεία, η διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου χορηγήσεων και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων (επιτοκιακό περιθώριο), παρουσιάζει αύξηση από το Δεκέμβριο του 2013 μέχρι τον Αύγουστο του 2014 κατά 0,66ποσοστιαίες μονάδες για τα νέα δάνεια και κατά 0,27 μονάδες για τα υφιστάμενα.Με άλλα λόγια τα κέρδη των τραπεζών αυξάνονται απορροφώντας ρευστότητα και εισοδήματα από την πραγματική οικονομία. Από την αρχή του χρόνου έχει «μεταφερθεί» από την πραγματική οικονομία στις τράπεζες ένα δις επιπλέον των κερδών που ήδη αποκόμιζαν. Τα επιτόκια χορηγήσεων συντηρούνται σε υψηλά επίπεδα τόσο σε σχέση με την πορεία των επιτοκίων καταθέσεων, όσο και με δεδομένο τον αρνητικό και επιδεινούμενο πληθωρισμό, διατηρώντας τις παραδόσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που καταγράφει σταθερά υψηλότερα περιθώρια σε όλη την ευρωζώνη από δημιουργίας της.
Ουσιαστικά οι τράπεζες με τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων όχι μόνο απορροφούν ρευστότητα και διαθέσιμο εισόδημα αλλά συντηρούν τους όρους απαξίας των περιουσιακών στοιχείων (σπίτια, οικόπεδα, εργοστάσια κλπ), ενώ δυσχεραίνουν τις επενδύσεις. Ενδεικτική είναι η συνεχιζόμενη μείωση των δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με μια μικρή θετική ανάκαμψη (0,9%), αποκλειστικά στο τομέα των δανείων προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και τις προσωπικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, δυσχεραίνουν τους όρους πληρωμής των προβληματικών δανείων ενώ συντείνουν στη δημιουργία νέων καθώς εξωθούν ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις σε πτωχεύσεις και ρυθμίσεις. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που στην Συγκεντρωτική Έκθεση για τη Συνολική Αξιολόγηση των συστημικών τραπεζών της ΕΚΤ, επισημαίνεται το δυναμικό στοιχείο των «κόκκινων» δανείων που υποχρεώνει σε συνεχείς αναθεωρήσεις της αξίας του ενεργητικού των τραπεζών όσο και των εκάστοτε κεφαλαιακών αναγκών τους, λόγω νέων προβλέψεων για ζημίες που θα πρέπει να σχηματίζουν. Η πολιτική των υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων στρεβλώνει την ίδια την αγορά καθώς ενισχύει την επιχειρηματικότητα που είναι αποφασισμένη ναν αναλάβει υψηλό κίνδυνο, ικανό να ανταπεξέλθει στα υψηλά επιτόκια και τα σχετικά κόστη προσελκύοντας αντίστοιχα «υψηλού κινδύνου» επιχειρηματίες. Τέλος, τα υψηλά επιτόκια τροφοδοτούν την κοινωνική ανισότητα καθώς στερούν τη χρηματοδότηση από τις ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που υποκαθίστανται στην αγορά από μεγάλες με πρόσβαση σε διεθνή και φθηνή χρηματοδότηση, με κατάληξη τη συγκεντροποίηση και ολιγοπωλιακή διάρθρωση των αγορών.
Η πολιτική προτεραιότητα της «σωτηρίας» των τραπεζών ώστε να σύρουν το άρμα της ανάκαμψης, τις έχει μετατρέψεις σε συρόμενα από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που ως φορολογούμενοι τις ενισχύουν κεφαλαιακά και ως δανειοδοτούμενοι τις αιμοδοτούν μέσω των υψηλών επιτοκίων.
Ο έλεγχος των τραπεζών με την πρόσφατη αξιολόγηση της ΕΚΤ παρουσιάζονται θετικές καθώς απαιτούνταιπλέον, μικρές κεφαλαιακές συμπληρώσεις. Η κυβέρνηση εκτιμά τα αποτελέσματα αυτά ως εφαλτήριο μιας νέας περιόδου όπου οι τράπεζες θα προσέλθουν παρέχοντας ρευστότητα και στηρίζοντα τις επενδύσεις. Είθε! Πάντως, μέχρι στιγμής απολύτως καμία τράπεζα δεν έχει αυξήσει τις χορηγήσεις της παρά το γεγονός ότι οι σχετικές αυξήσεις κεφαλαίου που απάλυναν το κεφαλαιακό πρόβλημα έχουν γίνει από καιρό.
Αλλά ακόμα και όταν έλθει η πολυπόθητη στιγμή της ανάκαμψης των χορηγήσεων, το επιχειρηματικό σκηνικόστο οποίο θα αποταθούν συναπαρτίζεται πλέον από ελάχιστες επιβιώσασες επιχειρήσεις, συγκεντροποίηση των αγορών σε ολιγοπωλιακέςεπιχειρηματικές διατάξεις, όξυνση της άνισης κατανομής του πλούτου… Το κακό έχει γίνει ενώ το παρελθόν επανέρχεται ως πρότυπο κατεύθυνσης με οδηγό την ανάκαμψη της χρηματοδότησης από τις 4 συστημικές τράπεζες και υπό το πολιτικό πλαίσιο του ίδιου πελατειακού συστήματος. Οι πανηγυρισμοί της κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η υπέρβαση της κρίσης αφήνει αλώβητο το πελατειακό πολιτικό σύστημα και τα ιεραρχημένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Κυρίαρχο και ολιγαρχικά ενισχυμένο. Όπως επίσης είναι απόλυτα δικαιολογημένη και η προθυμία της κυβέρνησης να μεταβιβάσει τάχιστα τις μετοχές που κατέχει το δημόσιο σε ιδιώτες έτσι ώστε να «κλειδώσει» την αναπαραγωγή του συστήματος, καταργώντας μέσω της ιδιωτικοποίησης κάθε δυνατότητα ελέγχου της νομισματικής πολιτικής σε ένα συγκροτημένο και συντονισμένο πλαίσιο υπέρβασης της κρίσης.
Η αλλαγή αυτών των κατευθύνσεων απαιτούν αλλαγή πολιτικής άμεσα. Χρειάζεται πολιτική παρέμβαση της κυβέρνησης στις διοικήσεις των τραπεζών με προτεραιότητα τη δραστική μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων και τονπεριορισμότου επιτοκιακού περιθωρίου. Η πολιτική αυτή συνειδητά θα περιορίσει τα κέρδη των τραπεζών από τη διαφορά επιτοκίων. Ωστόσο θα αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα της οικονομίας και θα ενισχύσει τη ζήτηση αλλά και τις αξίες των περιουσιών και περαιτέρω τον κύκλο εργασιών και την αξία των ενεργητικού των ίδιων των τραπεζών. Παράλληλα θα ανακόψει το ρυθμό πτωχεύσεων και ρυθμίσεων δανείων και άρα την ανάγκη σχηματισμού προβλέψεων υποστηρίζοντας την αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών μέσω της αύξησης των εργασιών τους αλλά και τη διαρθρωτική εξυγίανση του χαρτοφυλακίου. Μόνο που πλέον όλα αυτά θα εδράζονται σε μια ισχυρή και όχι απισχνασμένηπραγματική οικονομία.Μια οικονομία ζωντανή και δραστήρια ικανή να απορροφήσει και να υποστηρίξει μεταρρυθμίσεις αλλά και να ανεχθεί τα βάρη μιας αναγκαίας, τίμιας και κοινωνικά δίκαιης δημοσιονομικής προσαρμογής.
Κυρίως όμως η μείωση τωνεπιτοκίων χορηγήσεων θα αποτελέσει μοχλό υγιούς επιχειρηματικότητας, δημιουργίας νέων επιχειρήσεων και εξυγίανσης πολλών εκ των υφιστάμενων που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο λειτουργίας του ανταγωνισμού και πλαίσιο ίσων ευκαιριών για όλους. Επιτέλους, οι τράπεζες πρέπει να γίνουν ο μοχλός για την αλλαγή και όχι για τη συντήρηση και ενίσχυση του οικονομικού συστήματος ιεραρχημένων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Τέλος, καταλύτης μιας νέας πορείας είναι η αλλαγή του τραπεζικού σκηνικού με την άρση των εμποδίων εισόδου και εξόδου από την τραπεζική αγορά. Χρειάζονται πολλές τράπεζες, μικρές, μεγάλες, τοπικές και περιφερειακές, ιδιωτικές και συνεταιριστικές. Μόνον έτσι το χρήμα θα προσφέρεται με ανταγωνιστικού όρους και θα γίνει εξίσου προσβάσιμο σε όλους και το τραπεζικό σύστημα θα αναδειχθεί πυλώνας μιας πραγματικά νέας συστημικήςαναδιάταξης στο τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
* Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει διεθνή οικονομικά στο παν/μιο του Αιγαίου
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου