Τι απέγινε ο ελληνικός χρυσός που φυγαδεύτηκε στην Κατοχή. Το περιπετειώδες ταξίδι Αθήνα – Κρήτη – Αίγυπτος – Ν.Αφρική για τη διάσωση του αποθέματος χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος. Τι διηγούνται οι πρωταγωνιστές
Για την τύχη του ελληνικού χρυσού στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ακουστεί διάφορα σενάρια, άλλοτε βάσιμα, άλλοτε ευφάνταστα, άλλοτε συνωμοσιολογικά. Προφανώς ελάχιστοι γνωρίζουν ότι υπάρχει καταγεγραμμένη επίσημη εκδοχή και μάλιστα άκρως περιγραφική για τις «περιπέτειες» του χρυσού που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την εισβολή των Γερμανών.
Στο σπάνιο στις μέρες μας «Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδας», έκδοσης 1955, το οποίο επιμελήθηκε ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης, με πρόλογο του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μετέπειτα πρωθυπουργού Ξενοφώντα Ζολώτα, υπάρχουν όλα τα επίσημα ιστορικά ντοκουμέντα για τον ελληνικό χρυσό επί Κατοχής.
Το απόσπασμα επιμελήθηκε το «Π» με μια ελάχιστη προσαρμογή στη σύγχρονη γλώσσα – για την ευκολία κατανόησης εκ μέρους των αναγνωστών – της γλαφυρής περιγραφής του Ηλία Βενέζη:
Ήταν πλέον φανερό ότι ολόκληρη η χώρα θα καταλαμβανόταν από τον εχθρό. Αποφασίσθηκε τότε όπως ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχωρήσουν από την Αθήνα για να συνεχίσουν τον αγώνα και να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της χώρας. Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση, μετά και την αίτηση του πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας, κάλεσαν τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος να ακολουθήσει την κυβέρνηση και να μεταφέρει την έδρα της τραπέζης εκτός των τμημάτων της χώρας που θα καταλάμβανε ο εχθρός.
Τόσο ο διοικητής της τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος όσο και ο υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος, υπακούοντας στην πρόσκληση, ακολούθησαν τον βασιλιά και την κυβέρνηση, με την απόφαση να μεταφέρουν την έδρα της τραπέζης εκεί όπου θα ήταν και η έδρα της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 23 Απριλίου, η κυβέρνηση Εμμ. Τσουδερού, με τη βασιλική οικογένεια μετακινήθηκε στην Κρήτη και από εκεί, ένα μήνα αργότερα, κατέφυγε στο Κάιρο της Αιγύπτου, στην έδρα της εκεί βρετανικής συμμαχίας.
Την αναχωρούσα διοίκηση της τραπέζης συνόδευσαν και ελάχιστοι ανώτεροι υπάλληλοι, συγκεκριμένα οι Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης. Προτού φύγει από την Αθήνα η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος είχε φροντίσει να μεταφέρει μακριά από την Αθήνα, στην Κρήτη, τα αποθέματα χρυσού της τραπέζης, που ήταν περιουσία του ελληνικού λαού.
Χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο διοικητής της τραπέζης Γεώργιος Μαντζαβίνος αφηγήθηκε στον γράφοντα το χρονικό εκείνης της μετακίνησης της διοίκησης της τραπέζης και την περιπέτεια της διάσωσης του χρυσού της.
«Θυμάμαι» έλεγε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος «ότι, αμέσως μόλις έγινε κατάδηλη η πρόθεση της Γερμανίας να βοηθήσει την Ιταλία στον αγώνα της ενάντια στην Ελλάδα – αγώνα τον οποίο είχε σχεδόν χάσει –, λάβαμε μέτρα για να μεταφερθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας σε ασφαλές μέρος έξω από την Αθήνα. Προκρίθηκε η Κρήτη, το υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχαμε αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια.
Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια.
Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο εμείς οι τρεις ή τέσσερις γνωρίζαμε στην Τράπεζα, ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεσή μας δυο αντιτορπιλικά, τον “Βασιλέα Γεώργιο” και τη “Βασίλισσα Όλγα”, τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο. Η μεταφορά έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα.
Η αναχώρηση της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος από την Αθήνα, κατ’ ακολούθηση της αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης, έγινε στις 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας Λαζαρίδης, Λεβής και Κοσμίδης, οι οποίοι θα μας συνόδευαν, πήραν εντολή να μεταβούν στον Μαραθώνα κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που είχε επιταχθεί. Το ατμόπλοιο στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν βυθίστηκε από τα γερμανικά Στούκας. Οι υπάλληλοί μας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να φύγουν το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά με άλλο οπλιταγωγό (σ.σ.: πολεμικό πλοίο, μεταγωγικό οπλιτών).
Το ίδιο επίσης βράδυ φεύγαμε κι εμείς με την κυβέρνηση με το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Όλγα”. Η επιβίβασή μας έγινε υπό τραγικές συνθήκες σε μια παραλία των Μεγάρων. Πλάι μας καιγόταν ένα ατμόπλοιο που είχε προ ολίγου βομβαρδιστεί από τα Στούκας. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Φεύγαμε για ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου και κανείς μας δεν γνώριζε αν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί.
Φθάσαμε το πρωί της 23ης Απριλίου 1941 στη Σούδα. Ο βασιλιάς είχε μόλις φθάσει με αεροπλάνο, συνοδευόμενος μόνο από τον πρωθυπουργό, τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό.
Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια.
Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο εμείς οι τρεις ή τέσσερις γνωρίζαμε στην Τράπεζα, ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεσή μας δυο αντιτορπιλικά, τον “Βασιλέα Γεώργιο” και τη “Βασίλισσα Όλγα”, τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο. Η μεταφορά έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα.
Το “Βασίλισσα Όλγα” μετέφερε μαζί με τον “Βασιλέα Γεώργιο” τον χρυσό από την Αθήνα στην Κρήτη. Ήταν το πρώτο δρομολόγιο στο μεγάλο ταξίδι.
Το λιμάνι του Πειραιά κατά την Γερμανική κατοχή. Τα Στούκας “εκκαθάρισαν” την περιοχή βυθίζοντας πολλά ελληνικά πλοία. Μέτα άρχισαν αεροπορικές επιδρομές στην Κρήτη, όπου είχε μεταφερθεί ο χρυσός.
Φθάσαμε το πρωί της 23ης Απριλίου 1941 στη Σούδα. Ο βασιλιάς είχε μόλις φθάσει με αεροπλάνο, συνοδευόμενος μόνο από τον πρωθυπουργό, τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό.
Δεν είχαμε προλάβει να αποβιβαστούμε στη Σούδα, όταν μια επιδρομή Στούκας μας ανάγκασε να καλυφθούμε μέσα σε έναν ελαιώνα.
Από τη Σούδα πήγαμε στα Χανιά και εγκατασταθήκαμε στο υποκατάστημα της Τράπεζάς μας. Οι μέρες εκείνες στα Χανιά ήταν πολύ δύσκολες, γιατί, αμέσως μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και απέκτησαν αεροπορική βάση, άρχισαν τις επιδρομές, δυο και τρεις φορές την ημέρα, εναντίον των Χανίων».
Απόφαση για μεταφορά του χρυσού στην Πραιτόρια στην Ν.Αφρική
«Όταν άρχισε να διαγράφεται ως επικείμενη η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς» ο Διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος διηγείται ότι «αρχίσαμε να προνοούμε και για τη μετακίνησή μας έξω από την Ελλάδα”.
“Θέμα κύριο ήταν για μας πάλι να περισώσουμε τον χρυσό του αποθέματος και να τον μεταφέρουμε σε ασφαλή χώρα. Τέτοια χώρα ήταν η Νότια Αφρική. Ο χρυσός θα έπρεπε να μεταφερθεί από το Ηράκλειο στην Πραιτόρια, έδρα της Κεντρικής Τράπεζας της Ν. Αφρικής. Αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο χρυσός πρώτα στη Σούδα, και από εκεί να φορτωθεί σε άλλο πλοίο για το μακρινό του ταξίδι.
Η μεταφορά του χρυσού από το Ηράκλειο στη Σούδα έγινε με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό, που λεγόταν “Σάλβυα” και κυβερνιόταν από έναν έφεδρο αξιωματικό του αγγλικού εμπορικού στόλου.
Υπό διαρκείς επιθέσεις Στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το υποκατάστημα Ηρακλείου στο λιμάνι του Ηρακλείου και από εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό, στο μικρό πλήρωμα του οποίου προστέθηκαν, ως συνοδοί του χρυσού, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αριστείδης Λαζαρίδης και Μίνως Λεβής. Όταν ξεκίνησε το “Σάλβυα”, τα Στούκας, που το παρακολουθούσαν, του επιτέθηκαν. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατόρθωσε τότε με τα μικρά του αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψει δυο από τα γερμανικά αεροπλάνα. Υπό συνεχή συναγερμό, και με όλο τον χρυσό στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, το “Σάλβυα” έφθασε τελικά στη Σούδα.
Κρήτη 1941. Συμμαχικά πλοία φλέγονται στον κόλπο της Σούδας χτυπημένα από Γερμανικά βομβαρδιστικά.
Ο Άγγλος ναύαρχος της Μεσογείου, παρόλο ότι μαινόταν η ναυμαχία το προηγούμενο βράδυ και εκείνη την ημέρα στο Κρητικό πέλαγος, είχε δεχθεί να αποσπάσει από τη μοίρα του μια αξιόμαχη μονάδα, το καταδρομικό “Διδώ”, και να το θέσει στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη μεταφορά του χρυσού. Πάλι υπό συνεχή συναγερμό και βομβαρδισμό των Στούκας ο χρυσός μεταφορτώθηκε στο καταδρομικό, με τη βοήθεια και των Άγγλων ναυτών. Δίπλα στο “Διδώ”, που τα πυροβόλα του διαρκώς έβαλλαν, άρχισε – έχοντας χτυπηθεί – να καίγεται ένα πλοίο από τη Δανία.
Όλη αυτή η δουλειά γινόταν με απίστευτα νευρικό ρυθμό, επειδή ο Άγγλος κυβερνήτης, φοβούμενος για το πλοίο του, βιαζόταν να το θέσει σε κίνηση και υπήρχε κίνδυνος ένα μέρος του πολύτιμου φορτίου, καθώς μεταφορτωνόταν, να πέσει στη θάλασσα. Ευτυχώς η μεταφορά έγινε στο κάτω μέρος του πλοίου χωρίς καμιά ζημιά. Μόνο ένα κιβώτιο, ενώ μεταφερόταν, έσπασε και το μέρος γέμισε από χρυσές λίρες. Όλες οι χρυσές λίρες του κιβωτίου που είχαν σκορπίσει βρέθηκαν. Εκτός από μία».
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’
«Έπειτα από λίγες μέρες η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος χωρίστηκε στα δύο», αφηγήθηκε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος . «Ο πρωθυπουργός, μαζί με τον διοικητή της Τράπεζας Κυριάκο Βαρβαρέσο, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν σε ένα χωριό που απείχε από το υποκατάστημα Χανίων μία περίπου ώρα. Εκεί αποκλείστηκαν, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να πέφτουν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Εγώ έμεινα στα Χανιά για να προνοήσω για τη μεταφορά όλων στην Αίγυπτο, όπου αποφασίστηκε να καταφύγουμε.
Η περιπέτεια του βασιλιά, του Προέδρου της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερού και του διοικητή της Τράπεζας Κυριάκου Βαρβαρέσου, όταν έφευγαν από την Κρήτη, είναι γνωστή. Αναγκάστηκαν να φτάσουν με τα πόδια στην άλλη άκρη του νησιού, δηλαδή από την πλευρά της Μεσογείου προς την πλευρά του Λιβυκού πελάγους, όπου θα επιβιβάζονταν σε αντιτορπιλικό για να φθάσουν στην Αλεξάνδρεια.
Εμείς επιβιβαστήκαμε σε οπλιταγωγό – στις 22 ή 23 Μαΐου – και αναχωρήσαμε από τα Χανιά με κατεύθυνση προς την Αλεξάνδρεια. Όταν φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια, είχαν ήδη μεταφερθεί εκεί τα κιβώτια του χρυσού, τον οποίο αποθηκεύσαμε προσωρινά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου.
Η κυβέρνηση και η διοίκηση της Τράπεζας εγκαταστάθηκαν τότε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε σπουδαία ζητήματα, τα οποία εκκρεμούσαν μεταξύ της Ελλάδας και των συμμάχων της, ιδίως ζητήματα φορτίων τροφίμων που βρίσκονταν καθ’ οδόν για την Ελλάδα πριν από την κατάληψή της. Είχαμε επίσης να φροντίσουμε για την περαιτέρω τύχη του χρυσού.
Κατόπιν παραμονής ενός μήνα στην Αλεξάνδρεια, το κεντρικό υποκατάστημα της Τράπεζάς μας μεταφέρθηκε στο Κάιρο, τρίτη κατά σειρά έδρα της διοίκησης της Τράπεζας. Σε συμφωνία με τις Συμμαχικές Αρχές ρυθμίσαμε τα της μεταφοράς του χρυσού της Τράπεζας, μέσω του Σουέζ, στην Πραιτόρια.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, όταν η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου να της παραδώσει τον χρυσό που είχε εναποθηκευτεί στο υποκατάστημα της Αλεξάνδρειας, βρέθηκε προ της έντονης αντίρρησης της αιγυπτιακής Τράπεζας.
“Εμείς ξέρουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι στην Αθήνα” έλεγαν οι Αιγύπτιοι, προφανώς υποκινούμενοι από άλλους. Χρειάστηκαν πολλά και έντονα διαβήματα για να παραδοθεί, τελικά, ο χρυσός. Τον τοποθετήσαμε σε φορτηγά αυτοκίνητα και με τη συνοδεία τανκς τον μεταφέραμε μέσω της ερήμου στο Σουέζ. Εκεί φορτώθηκε σε εμπορικό πλοίο που είχε επιταχθεί, στο οποίο επιβιβάστηκε και ο διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζί με έναν ακόμη υπάλληλο.
Έτσι ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου στο μεταξύ φτάσαμε κι εμείς. Εκεί φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία, την οποία είχε την καλοσύνη να θέσει στη διάθεσή μας ο στρατάρχης Σματς. Και με τη συνοδεία πάντοτε του διευθυντού Αριστείδη Λαζαρίδη ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής, όπου ελέγχθηκε.
Το σπάνιο «Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδας», έκδοσης 1955, το οποίο επιμελήθηκε ο συγγραφέας Ηλίας Βενέζης με πρόλογο του Ξενοφώντα Ζολώτα περιγράφει την περιπέτεια του ελληνικού χρυσού.
Να σημειωθεί εδώ ότι, επειδή ο χρυσός αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, μέχρι και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξη χρυσών αντικειμένων στην Ελλάδα, ήταν ανάγκη να μετατραπεί σε ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον καθορισμένο βαθμό καθαρότητας.
Από τη νέα τήξη του χρυσού, η οποία εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της South African Reserve Bank, εκδοτικής τράπεζας της Ν. Αφρικής, στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής, προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητας βάρους 608.350 ουγγιών.
Ο χρυσός αυτός σε ράβδους μεταφέρθηκε στην Πραιτόρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανατήξεως του χρυσού ήταν ελάχιστα, γιατί, λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί, αποφύγαμε να πληρώσουμε ασφάλιστρα, τα οποία θα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 500.000 λίρες».
Τέλος καλό…
Αυτό είναι το χρονικό της διάσωσης του αποθέματος χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος. Σημειώνεται εδώ ότι η Ελλάδα υπήρξε η μόνη από τις καταληφθείσες χώρες της οποίας ο χρυσός μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό και διέφυγε από τη γερμανική αρπαγή.
Τα της μετακίνησης της διοίκησης της Τράπεζας εκτός της Ελλάδος αφηγήθηκε στη συνέχεια ο διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος:
«Έπειτα από σύντομη διαμονή στην Πραιτόρια και το Γιοχάνεσμπουργκ και έχοντας διακανονίσει το θέμα του χρυσού, μεταβήκαμε στο Κέιπ Τάουν, από όπου, μαζί με τον βασιλιά και την κυβέρνηση, αναχωρήσαμε για τη μόνιμη πλέον εκτός Ελλάδος προσωρινή έδρα μας, το Λονδίνο, που είχε ορισθεί ως έδρα και των λοιπών εν εξορία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Φθάσαμε μέσω… Τρινιντάντ, μετά από περιπετειώδες κι επικίνδυνο για τη ζωή μας ταξίδι 28 ημερών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Εκεί εγκαταστήσαμε το κεντρικό κατάστημα του Ιδρύματος, δηλαδή την έκτη κατά σειρά προσωρινή έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος εκτός των Αθηνών».
ΥΓ.
Το ντοκουμέντο του Ηλία Βενέζη σταματά την εξιστόρηση με την κατάληξη του χρυσού στην Ν. Αφρική. Δεν αναφέρεται στον επαναπατρισμό στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Κατά καιρούς έχουν γραφτεί πολλά για το θέμα, τα οποία όμως δεν επιβεβαιώθηκαν. Ένα από αυτά τα σενάρια αναφέρει ότι όταν η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την επιστροφή του ελληνικού αποθεματικού σε χρυσό από τη Βρετανία, δέχτηκε με έκπληξη την απάντηση ότι «αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των εξόδων του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, και ότι το Στέμμα δεν όφειλε τίποτε στην Ελλάδα».
27 Απρίλη 1941: Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα
Στις 27 Απρίλη 1941 ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Αθήνα. Ολος ο κόσμος μένει κατάκλειστος στα σπίτια του.
Τους υποδέχτηκε επιτροπή που του παρέδωσε την πόλη, την επιτροπή αποτελούσαν ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικής, υποστράτηγος Χρήστος Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτείας Κωνσταντίνος Πεζόπουλος αντιναύαρχος σε αποστρατία, οι δήμαρχοι Αθήνας Αμβρόσιος Πλυτάς και Πειραιά Μιχάλης Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κανελλόπουλος ως διερνηνέας.
Τα όσα προηγήθηκαν απέδειξαν τον πραγματικό χαρακτήρα της άρχουσας τάξης, του Παλατιού και των αστικών πολιτικών κομμάτων.
Στις 20 Απρίλη, στο Βοτονόσι Μετσόβου υπογράφεται πρωτόλολλο ανακωχής του ελληνικού στρατού με το γερμανικό από τους Γεώργιο Τσολάκογλου και Γιόζεφ Ντίντριχ, διοικητή της 1ης γερμανικής Μεραρχίας των SS.
Στις 21 Απρίλη υπογράφτηκε το "Πρωτόκολλον Παραδόσεως της Βασιλικής Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου - Μακεδονίας". Το πρωτόκολλο υπογράφουν από την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση ο αντιστράτηγος Γκρίφεμπεργκ και από την ελληνική πλευρά ο στρατηγός Γ. Τσολάκογλου. Ακολουθεί η κατάρρευση και η διάλυση του στρατού.
Η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης και δεν ξέρει καν πού βρίσκονται οι Γερμανοί. Το μόνο που ενδιαφέρει τους αξιωματούχους του καθεστώτος είναι να φύγουν το γρηγορότερο από τη χώρα.
Από τις 17 Απρίλη, ενώ δίνονταν ακόμη μάχες στον Ολυμπο και τη Δυτ. Μακεδονία, έφυγαν οι πρίγκιπες, οι πριγκίπισσες και πολλοί αυλικοί(3). Τη νύχτα της 22 Απρίλη έφυγαν με το αντιτορπιλικό "Βασίλισσα Ολγα" υπουργοί και άλλοι επίσημοι.
«Οι πλείστοι με τα οικογενείας των - γυναίκαι, τέκνα, πεθερές, κουβερνάντες - και με τας αποσκευάς των - μπαούλα, βαλίτσες με τουαλέτες, τζάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά τους», γράφει ο ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελαρίου και συνεχίζει: «Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικόν πλοίον φορτίου και δη εν καιρώ πολέμου εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί της Βασιλίσσης Ολγας».
Μαζί με τα μέλη της κυβέρνησης έφυγαν οι Βαρβαρέσος και Μαντζαβίνος, διοικητής και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αντίστοιχα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε φυγαδεύσει στο Ηράκλειο από τον Φλεβάρη τα αποθέματα του χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδας(4). Τα αποθέματα σε χρυσό μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, στη συνέχεια στην Αίγυπτο, στη Νότια Αφρική και τελικά στο Λονδίνο.
Με βάση τη Συνθήκη του 1942, οι Βρετανοί αποκτούσαν το δικαίωμα να λάβουν αποζημιώσεις από το απόθεμα του χρυσού για τη φιλοξενία του "στέμματος και της κυβέρνησης" και για τη χρηματοδότηση των ελληνικών στρατευμάτων, υπηρεσιών και αντιστασιακών οργανώσεων.
Το επόμενο χρονικό διάστημα, με εχέγγυο το απόθεμα, πραγματοποιήθηκαν και τα προγράμματα επισιτισμού, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός πίεσης εναντίον του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ενώ από εκεί προερχόταν και η κάλυψη των εξόδων των βρετανικών στρατευμάτων που έλαβαν μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944.
Το 1945 το απόθεμα ανερχόταν σε 43 εκατομμύρια χρυσές λίρες. Το 1946, έπειτα από συμφωνία που καθόρισε την αποζημίωση, το εναπομείναν απόθεμα ήταν 25 εκατομμύρια χρυσές λίρες. Την ίδια χρονιά, το απόθεμα σε χρυσό εγγράφεται στον προϋπολογισμό της Τράπεζας της Ελλάδας ως συνέπεια της ένταξης της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη συνεπαγόμενη υποχρέωση να καταγράψει τα αποθέματά της σε χρυσό. Το ποσό που καταγράφεται ανέρχεται σε 16 εκατομμύρια χρυσές λίρες και 3 εκατομμύρια χρυσά δολάρια. Τα αποθέματα χρυσού επέστρεψαν σταδιακά την περίοδο 1946-1956, σύμφωνα με ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδας(?) [Τα Νέα (Ηλεκτρονική Έκδοση), 1.3.2013].
Φως στο μυστήριο του εβραϊκού χρυσού
Μέρος του εβραϊκού χρυσού κατέληξε στην Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, αλλά όχι μόνο, λέει στα «ΝΕΑ» ο πανεπιστημιακός Κώστας Μαγκλιβέρας, συγγραφέας βιβλίου που ανατέμνει την υπόθεση
«Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα το 1941, φαίνεται πως δεν βρήκαν κρατικό χρυσό», λέει ο Κώστας Μαγκλιβέρας.
Τα πράγματα ήταν διαφορετικά με τον ιδιωτικό χρυσό, κυρίως τον νομισματικό χρυσό των Εβραίων. «Εννοούμε τον χρυσό σε ράβδους και νομίσματα ο οποίος συνυπολογίζεται στα συναλλαγματικά αποθέματα. Το μεγαλύτερο μέρος του που διατηρούσαν εβραϊκές οικογένειες βρισκόταν σε τραπεζικές θυρίδες, και ένα μικρότερο στα σπίτια. Το 1936, μάλιστα, με μεταξικό νόμο, είχαν όλοι υποχρεωθεί να δηλώσουν το περιεχόμενο των θυρίδων.
Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για την αξία του χρυσού που λεηλατήθηκε στα χρόνια της Κατοχής. Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, βασιζόμενο σε αιτήματα επιζώντων του Ολοκαυτώματος, υπολόγισε ότι έφτανε στο αμύθητο ποσό 1,7 εκατ. χρυσών λιρών. Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι η ισραηλιτική κοινότητα συγκέντρωσε και κατέβαλε ως λύτρα στον Μαξιμίλιαν Μέρτεν, επικεφαλής του Διοικητικού και Οικονομικού Τμήματος της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης- Αιγαίου, το ποσό των 25.000 χρυσών λιρών, προκειμένου να απαλλάξει τους 7.000 πολίτες εβραϊκού θρησκεύματος που δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα υπό απάνθρωπες συνθήκες».
Ας διαβάσουμε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Μαγκλιβέρα "ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΕΠΑΝΟΡΘΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ" :
Όσο για την Ελλάδα, συμμετείχε μόνο στην τελική διανομή του χρυσού, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 22 Απριλίου 1998 έως τις 13 Ιουλίου 1998. Σύμφωνα με την Τελική Έκθεση της Επιτροπής, η επιστροφή του νομισματικού χρυσού στην Ελλάδα έγινε την τελευταία ημέρα της διανομής χωρίς όμως να αναφέρεται και η ποσότητα που παραδόθηκε.
Μια πληροφορία δίνεται μόνο στην δήλωση της ελληνικής αντιπροσωπείας στο προαναφερθέν Συνέδριο της Ουάσινγκτον του 1998 για το Ολοκαύτωμα, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, προσέφερε τμήμα της ποσότητος χρυσού που της αναλογούσε στο Διεθνές Ταμείο Αποκαταστάσεως Θυμάτων του Ναζισμού (International Fund for Needy Victims of Nazi Persecution) ελπίζοντας ότι η συμβολική αυτή κίνηση θα εκτιμηθεί από τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και τις οικογένειες των ατόμων που έχασαν την ζωή τους(...).
«Τα μετρητά που είχαν οι Εβραίοι αφαιρέθηκαν και κατατέθηκαν σε έναν κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος.136 Μετά την εκτόπιση των Εβραίων από την Θεσσαλονίκη, η διαχείριση του λογαριασμού γινόταν από την Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση. Περίπου 280 εκατομμύρια δραχμές υπήρχαν στον λογαριασμό»(...).
(...) Κατά τη διάρκεια της Δίκης της Νυρεμβέργης, ο L. R. Shenin, ένας εκ των κατηγόρων της Σοβιετικής Ενώσεως, παρουσίασε στο Δικαστήριο στοιχεία που αποδείκνυαν την τερατώδη λεηλασία που βίωσαν οι Έλληνες.143 Τα αποδεικτικά στοιχεία βασίζονταν σε επίσημη έκθεση που είχε υποβάλει η ελληνική κυβέρνηση στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης.Ο Shenin σημειώνει ότι, εκτός από την αρπαγή πολύ μεγάλων ποσοτήτων αγαθών για την κάλυψη των αναγκών των Αρχών Κατοχής, ο γερμανικός στρατός απέσπασε τεράστια χρηματικά ποσά για να καλύψει τις επονομαζόμενες «δαπάνες κατοχής» (costs of occupation).
Πιο συγκεκριμένα:
“Μεταξύ Αυγούστου 1941 και Δεκεμβρίου 1941, καταβλήθηκε στους Γερμανούς ποσόν 26.206.085.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε σε ποσόν κατά 60% υψηλότερο από το εκτιμώμενο εθνικό προϊόν εκείνης της περιόδου. Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δύο ειδικών του Άξονα, του Γερμανού Dr. Barbarine και του Ιταλού Dr. Bertoni, το εθνικό προϊόν εκείνου του έτους αντιστοιχούσε σε 23.000.000.000 δραχμές. Το επόμενο έτος, καθώς το εθνικό προϊόν μειώθηκε, τα χρήματα προήλθαν από τους εθνικούς πόρους”(...).
ΠΗΓΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου