Αντιμέτωποι με αυξήσεις επιτοκίων βρίσκονται ξαφνικά και πάλι μετά από χρόνια οι Ελληνες καταναλωτές. Την εξέλιξη αυτή στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη ολόκληρη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο β’ εξάμηνο της χρονιάς προεξοφλούν πλέον και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Αν και επισκιάζεται από το κύμα ακρίβειας που σαρώνει τα πάντα στην Ευρώπη, η άνοδος των επιτοκίων διεθνώς έχει ήδη ξεκινήσει. Και ενώ το Ελληνικό Δημόσιο μπόρεσε να δανειστεί αμέσως μετά το Πάσχα, προτού τα επιτόκια ανέβουν κι άλλο, το τσουνάμι των επιβαρύνσεων είναι ακόμα μπροστά. Τον χορό σέρνουν ήδη η αμερικανική Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας. Mε τον τρόπο αυτό προσπαθούν όλες οι κεντρικές τράπεζες να ικανοποιήσουν πολλαπλούς στόχους στην ιδιαίτερα κρίσιμη οικονομική συγκυρία, κατά την οποία είναι ενδεχομένως αδύνατον όμως να επιτευχθούν όλοι ταυτόχρονα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα έρθουν σύντομα ξανά αντιμέτωπα με (άλλη μία) καινούρια πρόκληση: μια νέα οικονομική πραγματικότητα, στην οποία:
■ Υφιστάμενα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο μπορεί πολύ σύντομα να επιβαρυνθούν κατά 10% ή και 20%! Σε συνδυασμό και με την ακρίβεια ανατρέπεται πλήρως σε κάποιες περιπτώσεις ο προγραμματισμός και σχεδιασμός κάθε οικονομικής μονάδας (νοικοκυριό ή επιχείρηση).
Ενα μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου σήμερα κινείται στο 2,45%. Αν η ΕΚΤ ανακοινώσει, π.χ., τον Ιούλιο μια μικρή αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης, το μέσο επιτόκιο θα φτάσει στα 2,70%. Για ένα δάνειο, για παράδειγμα, 100.000 ευρώ, η ετήσια δόση θα αυξηθεί 10%, από τα 2.450 ευρώ στα 2.700. Ενα νοικοκυριό που πλήρωνε 204 ευρώ τον μήνα θα δίνει πλέον 225 ευρώ και συνολικά 250 ευρώ ή 1 (και πλέον) δόση παραπάνω τον χρόνο.
Αν όμως η ΕΚΤ επιχειρήσει «άλμα» 50 μονάδων, όπως η αμερικανική Fed ήδη έκανε, όλα τα παραπάνω διπλασιάζονται: το τρέχον κυμαινόμενο θα φτάσει σχεδόν 3% και η δόση από 204 ευρώ σήμερα στα 246. Δηλαδή 2.950 αντί 2.450 ευρώ τον χρόνο ή επιβάρυνση ίση με 2,5 μηνιαίες δόσεις ετησίως!
■ Τα νέα δάνεια (κινήσεων, καταναλωτικά κ.λπ.) θα ακριβαίνουν για όσους τα χρειάζονται. Σε μια περίοδο, όμως, όπου ζητούμενο είναι η ανάκαμψη και απαιτείται αύξηση -και όχι μείωση- των χορηγήσεων δανείων. Ιδανικά η όποια αύξηση έπρεπε να είναι μικρής έκτασης και διάρκειας, αλλά αυτό εξαρτάται από πολλά.
■ Οι καταθέτες έχουν διαφορετικό πρόβλημα να αντιμετωπίσουν: ενώ οι καταθέσεις αυξάνονταν, τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια «έτρωγαν» τις αποταμιεύσεις τους. Πλέον όμως ο υψηλός πληθωρισμός ψαλιδίζει την αξία των κεφαλαίων τους έως και 10% κάθε μήνα (τον Απρίλιο) ή 5,6% σε ετήσια βάση (ετήσια πρόβλεψη-στόχος 2022).
Τυχόν αύξηση καταθέσεων κατά 0,25% ή 0,5% ή 1 ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα στο β’ εξάμηνο του 2022 δεν μπορεί να καλύψει τις απώλειες αυτές. Και άρα πολλοί μπορεί να αναζητήσουν άλλες διεξόδους.
Από την άλλη, η αύξηση των επιτοκίων -έστω και πρόσκαιρη- σκοπό έχει να «κάψει» χρήμα που λιμνάζει ήδη σε τραπεζικούς λογαριασμούς (πάνω από 30 δισ. καταθέσεις) και να ρίξει τον πληθωρισμό. Θεωρητικά μπορεί έτσι κάποια στιγμή να συναντηθούν τα επιτόκια καταθέσεων που θα ανεβαίνουν με τον πληθωρισμό που θα κατεβαίνει. Και ίσως βρεθεί μια νέα ισορροπία μετά από δεκαετίες στις σχέσεις καταθετών με τις τράπεζες.
Για τους Ελληνες φορολογούμενους συνολικά, πάντως, το νόμισμα έχει δύο όψεις: η χώρα βαρύνεται με το υψηλότερο δημόσιο χρέος, η διάρθρωσή του όμως λόγω των μνημονίων δίνει αυξημένη σταθερότητα στις διακυμάνσεις. Επιβάρυνση χρέους προκύπτει μόνο από ανάγκη αναχρηματοδότησης λήξεων παλαιών κρατικών ομολόγων, εφόσον εκδοθούν νέα που θα τα αντικαταστήσουν. Με ταμειακά διαθέσιμα που ξεπερνούν τα 40 δισ. ευρώ ως τώρα, όμως, ούτε η ανάγκη αυτή φαίνεται άμεση και πιεστική για τη χώρα και τους πολίτες.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου