Του Γιώργου Καζολέα,
δικηγόρος
Η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και διαδόχων τους εταιρειών διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων να κινούν διαδικασία κατάσχεσης και πλειστηριασμού κατά δανειοληπτών θα πρέπει να τίθεται υπό τον έλεγχο της κατάχρησης δικαιώματος.
Η αντίθεση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η ως αποτέλεσμα αυτής, ακυρότητα της διαδικασίας, μπορεί να αποτελέσει λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.[1]
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Μια τέτοια περίπτωση δύναται να συνιστά η αιφνιδιαστική και πρόωρη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την πλευρά της πιστώτριας εν μέσω διεξαγωγής συζητήσεων και διαπραγματεύσεων για την ρύθμιση της οφειλής του δανειολήπτη[2].
Η επέλευση βλάβης στον οφειλέτη από την άσκηση του δικαιώματος της επισπεύδουσας τράπεζας ή εταιρείας διαχείρισης δεν αρκεί βέβαια για την διάγνωση ως καταχρηστικής της άσκησης του δικαιώματός της, η οποία προφανώς έχει έννομο συμφέρον να εισπράξει την απαίτησή της.
Η άσκηση του δικαιώματος ελέγχεται ανά περίπτωση όταν διαπιστώνεται υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος[3].
Η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και διαδόχων τους εταιρειών διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων να κινούν διαδικασία κατάσχεσης και πλειστηριασμού κατά δανειοληπτών θα πρέπει να τίθεται υπό τον έλεγχο της κατάχρησης δικαιώματος.
Η αντίθεση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η ως αποτέλεσμα αυτής, ακυρότητα της διαδικασίας, μπορεί να αποτελέσει λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.[1]
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Μια τέτοια περίπτωση δύναται να συνιστά η αιφνιδιαστική και πρόωρη επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την πλευρά της πιστώτριας εν μέσω διεξαγωγής συζητήσεων και διαπραγματεύσεων για την ρύθμιση της οφειλής του δανειολήπτη[2].
Η επέλευση βλάβης στον οφειλέτη από την άσκηση του δικαιώματος της επισπεύδουσας τράπεζας ή εταιρείας διαχείρισης δεν αρκεί βέβαια για την διάγνωση ως καταχρηστικής της άσκησης του δικαιώματός της, η οποία προφανώς έχει έννομο συμφέρον να εισπράξει την απαίτησή της.
Η άσκηση του δικαιώματος ελέγχεται ανά περίπτωση όταν διαπιστώνεται υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος[3].
Η εν εξελίξει διαπραγμάτευση μεταξύ πιστώτριας/διαχειρίστριας και δανειολήπτη για την βιώσιμη αντιμετώπιση του χρέους από τον τελευταίο μέσω διαδικασίας αναδιάρθρωσης δανείου και η επικοινωνία μεταξύ τους με το σκοπό αυτό, διαδικασία η οποία προφανώς απώτερο σκοπό έχει από την πλευρά του δανειολήπτη την προστασία της υποθηκευμένης περιουσίας του, ευλόγως δημιουργεί την πεποίθηση σε αυτόν ότι η τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Τυχόν πρόωρη άσκηση του δικαιώματος επίσπευσης εκτέλεσης είναι αδικαιολόγητη και καταχρηστική και δύναται να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ενυπόθηκο οφειλέτη.
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.[4]
Ολοένα και πιο συχνές είναι οι περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα ή/και εταιρείες διαχείρισης δανείων προσχηματικά και τυποποιημένα ακολουθούν τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για αναδιάρθρωση μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων προκειμένου να «εξασφαλισθεί» η αποτυχία της διαδικασίας και έτσι να δικαιολογηθεί η άσκηση του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης.
Εν προκειμένω είναι προφανής η δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, και η τράπεζα ασκεί το δικαίωμα της κακόβουλα, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση του να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας[5] .
Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο της καταχρηστικότητας της άσκησης του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης είναι επίσης η οικονομική δυσχέρεια του δανειολήπτη, το αν η περιουσία της οποίας επαπειλείται κατάσχεση και πλειστηριασμός είναι η κύρια κατοικία του οφειλέτη, ακόμα και η ειλικρινής πρόθεση του δανειολήπτη για διακανονισμό ή/και αναδιάρθρωση του χρέους με σκοπό την εξόφληση, όπως αυτή μπορεί για παράδειγμα να εκφράζεται από την συχνότητα της επικοινωνίας με την τράπεζα και την κατάθεση ρεαλιστικών και βιώσιμων προτάσεων αντιμετώπισης της οφειλής του.
Είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι η αιφνιδιαστική, εσπευσμένη και πρώιμη άσκηση του δικαιώματος της πιστώτριας ή/και διαχειρίστριας για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του δανειολήπτη, ιδίως εν μέσω διαπραγματευτικής διαδικασίας διακανονισμού ή αναδιάρθρωσης του χρέους θα συνιστά αναμφισβήτητα περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ.
[1] ΑΠ 12/2009 (ΟΛ).
[2] ΜΠρΙωαν 20/2022 (Νόμος)
[3] ΑΠ 1472/2004
[4] ΑΠ 1352/2011
[5] ΑΠ 12/2009 (ολ), ΑΠ 49/2005 (ολ), ΑΠ 261/2017
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου