ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ: Τέσσερις στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις φοβούνται το ενδεχόμενο της πτώχευσης.
Αντιμέτωπο με το φόβο κήρυξης πτώχευσης βρίσκεται το 36,7% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτήν το ποσοστό των επιχειρήσεων που εκφράζει το φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας του το επόμενο διάστημα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό (36,7%). Υψηλά παραμένουν τα ποσοστά των επιχειρήσεων που έχουν μειωμένη ή/και καθόλου ρευστότητα. Συγκεκριμένα, 4 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (42,4%) έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα. Μάλιστα 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,4%) δεν έχει καθόλου ρευστότητα.
Στα παραπάνω προβληματικά στοιχεία προστίθεται και ένα καινούργιο. Η σημαντική άνοδος των τιμών που μειώνει τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ναρκοθετώντας τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Για τις τιμές αγαθών/υπηρεσιών είναι η πρώτη φορά σε εξαμηνιαία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που καταγράφεται τόσο υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσε πως αύξησε τις τιμές του (23,6%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει πως θα αυξήσει τις τιμές του το επόμενο διάστημα είναι επίσης το υψηλότερο που έχει καταγράφει σε εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (22,2%).
Στα παραπάνω προβληματικά στοιχεία προστίθεται και ένα καινούργιο. Η σημαντική άνοδος των τιμών που μειώνει τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ναρκοθετώντας τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Για τις τιμές αγαθών/υπηρεσιών είναι η πρώτη φορά σε εξαμηνιαία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που καταγράφεται τόσο υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσε πως αύξησε τις τιμές του (23,6%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει πως θα αυξήσει τις τιμές του το επόμενο διάστημα είναι επίσης το υψηλότερο που έχει καταγράφει σε εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (22,2%).
Πέραν αυτών, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα θα έρθουν αντιμέτωπες με προκλήσεις για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένες. Είναι κοινή παραδοχή ότι η πανδημική κρίση λειτουργεί ως «ψηφιακός επιταχυντής», ενώ η λεγόμενη πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων φαίνεται ότι θα επιταχυνθεί.
Εξάλλου, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα θα έρθουν αντιμέτωπες με προκλήσεις για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένες. Είναι κοινή παραδοχή ότι η πανδημική κρίση λειτουργεί ως «ψηφιακός επιταχυντής», ενώ η λεγόμενη πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων φαίνεται ότι θα επιταχυνθεί.
Εάν προσθέσουμε και την αβεβαιότητα που υπάρχει λόγω της στασιμότητας που παρατηρείται στο εμβολιαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με τις νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού, δημιουργούνται πολλαπλές προκλήσεις για τη βιωσιμότητα μεγάλου μέρους των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μεσοπρόθεσμα.
Βραχυπρόθεσμα:
Οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης (επιχειρήσεις που το προηγούμενο διάστημα είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή) φαίνεται ότι θα χρειαστούν επιπρόσθετη στήριξη για την ενίσχυση της ρευστότητας τους, αλλά και για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων τους, ιδιαίτερα εάν υπό το βάρος των επιδημιολογικών δεδομένων οδηγηθούμε σε περιορισμούς στη δραστηριότητα τους. Επιπλέον, η αύξηση των τιμών είναι μια πρόδρομη ένδειξη των πληθωριστικών πιέσεων που θα δεχθούν όλες οι οικονομίες. Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση της πανδημίας εγκυμονούν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, φαινόμενο που εκδηλώθηκε από το 1973 και ταλάνισε όλες τις οικονομίες για μία δεκαετία. Επομένως κρίσιμος θα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των ανατιμήσεων.
Μεσοπρόθεσμα:
Μεγάλο μέρος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ισχυρή τριπλή πρόκληση στη «μετά Covid-19 εποχή» που περιλαμβάνει:
- την ανάγκη προσαρμογής στις υφιστάμενες ψηφιακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιμάκωση του νέου τεχνολογικού κύματος και την έλευση της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης»,
- την αντιμετώπιση ενός διαρκώς επιταχυνόμενου ψηφιοποιούμενου οικονομικού περιβάλλοντος, ως συνέπεια και των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, που θα οξύνει το ψηφιακό χάσμα μεταξύ ψηφιακά προηγμένων και λιγότερο ψηφιακά ανεπτυγμένων επιχειρήσεων και
- iii)την επιβίωση, λειτουργία και ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Με βάση αυτά, οι σχετικές ψηφιακές πολιτικές οφείλουν να εμπεριέχουν στοιχεία άμεσης παρέμβασης αλλά και μακροπρόθεσμης προοπτικής ως προς τις αναγκαίες πολιτικές ψηφιακής ανάπτυξης, μετασχηματισμού και οικονομικής επιβίωσης των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην μετά Covid-19 ψηφιακή εποχή.
Κατ’ αντιστοιχία, σημαντική πρόκληση για τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί και η «πράσινη μετάβαση». Η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, πράσινων τεχνολογιών και αειφορικών επιχειρηματικών μοντέλων συνιστά σήμερα κρίσιμη προϋπόθεση για τη ανάπτυξη των επιχειρήσεων καθώς συνδέεται με την ποιότητα των προϊόντων και τον βιώσιμο χαρακτήρα των επιχειρησιακών διαδικασιών που ακολουθούνται. Ωστόσο, η μετάβαση σε πράσινες πρακτικές προϋποθέτει νέες επενδύσεις ως προς την υιοθέτηση νέου εξοπλισμού και συστημάτων, και συνεπώς, κατάλληλες και προσβάσιμες πηγές χρηματοδότησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέες προδιαγραφές που αναδύονται για το πέρασμα σε μια αειφόρο οικονομία προϋποθέτουν στοχευμένα και προσαρμοσμένα εργαλεία χρηματοδότησης και καθοδήγησης για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου