Ανακοινώθηκε το μεγάλο deal: Η Mondelez εξαγόρασε την Chipita με ένα χρηματικό αντίτιμο περίπου στα 2 δισ. δολάρια.
Τα προϊόντα της Chipita, που παράγονται σε 13 εργοστάσια και πωλούνται σε περισσότερες από 50 χώρες, προσεγγίζουν δύο δισεκατομμύρια καταναλωτών. Η εξαγορά θα δώσει τη δυνατότητα στη Mondelēz International να προσφέρει στους καταναλωτές ένα πλήρες χαρτοφυλάκιο προϊόντων αρτοποιίας, όπως μπισκότα, κέικ και, τώρα για πρώτη φορά, προϊόντα ζύμης και να καλύψει την αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση για αυτό το κομμάτι της αγοράς.
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν, είναι το ξεκίνημα του Σπύρου Θεοδωρόπουλου με την Chipita. Όπως σημειώνει το Mononews.gr, όλα ξεκίνησαν το 1986, όταν ο τότε 28χρόνος επιχειρηματίας αποφάσισε να αγοράσει την Chipita, η οποία είχε σαν βασικό αντικείμενο την παραγωγή αλμυρών σνακ και συγκεκριμένα τα γαριδάκια. Ένα προϊόν που σύμφωνα με τον ίδιο, «κανένας δεν το είχε σε υπόληψη – οπότε κάθε τόσο έβγαιναν διατάξεις, απαγορεύανε τη κυκλοφορία του έξω απ’ τα σχολεία, γιατί δεν είναι καλά για τα παιδιά κλπ.». Η μικρή βιοτεχνία τότε απασχολούσε όλους και όλους 45 εργαζόμενους, οι οποίοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στον 2ο όροφο διαμερίσματος στο Μοσχάτο. Προτεραιότητα να βγει ο μήνας και να πληρωθούν οι υποχρεώσεις.
«Ουσιαστικά ήταν μια δουλειά για να βιοπορευτούμε όπως λέγαμε εκείνα τα χρόνια».
Τότε αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή να κάνει κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα τον έπαιρναν στα σοβαρά. Αυτό δεν ήταν άλλο από την παραγωγή συσκευασμένου κρουασάν με γέμιση σοκολάτα! Η αρχική ιδέα, όπως έχει παραδεχθεί δημοσίως δεν ήταν δική του: «Εγώ είχα μια μικρή βιοτεχνία που έβγαζα πραλίνα φουντουκιού και υπήρχε μια κρουασαντερί στην Πατησίων, δίπλα στην Ανωτάτη Εμπορική όπου ήμουν και φοιτητής τότε, και πήγα μια μέρα να δω τι κάνει αυτός που αγοράζει τόση πραλίνα. Αυτός λοιπόν έπαιρνε κρουασάν, έβαζε μέσα την πραλίνα, και τα πούλαγε. Πήρα ένα, το έφαγα, μου άρεσε, και λέω: «αυτό αν μπορέσουμε κάποια στιγμή να το βιομηχανοποιήσουμε, μπορεί να μας δουν και σε κάτι διαφορετικό απ’ τα γαριδάκια και να μας πάρουν λιγάκι πιο σοβαρά».
Ωστόσο, δεν υπήρχε το ανάλογο budget για να μετουσιωθεί η ιδέα σε πράξη. Έπρεπε λοιπόν κάποιος τρίτος να βάλει χρήματα. Με όσα γνώριζε και καταλάβαινε, φτιάχνει ένα υποτυπώδες business plan και αρχίζει να χτυπάει τις πόρτες σε διάφορους καλούς επιχειρηματίες της εποχής, μήπως κάποιος χρηματοδοτήσει το project του. Έκανε 21 παρουσιάσεις, με παταγώδη αποτυχία.
Όλοι του έλεγαν: «παιδί μου, τι είναι αυτό το πράγμα… μακράς διάρκειας κρουασάν… πού σου ήρθε αυτή η βλακεία;». Κανένας δεν έβαζε χρήματα βέβαια. Στο τέλος βρέθηκε ένα fund, το οποίο είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από κάποιους Ιταλούς επιχειρηματίες οι οποίοι καταλάβαιναν λίγο περισσότερο από μακράς διάρκειας bakery προϊόντα. Έβαλαν τα λεφτά και αγόρασαν το 50% της εταιρείας με αύξηση κεφαλαίου. Κι έτσι ξεκίνησε η πορεία του κρουασάν.
Σχετικά σύντομα αρχίζει να εξάγει ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά. Για να ενισχύσει το δίκτυο διανομής αναπτύσσει συνεργασία με την Pepsico η οποία ήταν δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και στην Αφρική. Το 1990, ενισχύεται με τα κεφάλαια του Eurohellenic Fund (Olayan, De Benedetti, Alpha Finance και ΤΙΤΑΝ) ενώ το 1994 μπαίνει στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, μια κίνηση που τόνωσε την αναπτυξιακή δυναμική της εταιρείας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, δημιουργεί πολλά νέα προϊόντα και διεθνοποιείται περαιτέρω. Φτιάχνει μονάδες παραγωγής σε Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, ΗΠΑ και Νιγηρία και επεκτείνεται με συνεργασίες σε Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και Μεξικό. Μέσα από συνεργασίες, τις οποίες «τίμησε δεόντως» σε όλη του την σταδιοδρομία, αντίθετα προς την συμβουλή που του έδωσε ο πατέρας του… «μοναχός σου χόρευε, κι όσο θέλεις πήδα».
«Είναι από τις ελάχιστες συμβουλές του που δεν άκουσα ποτέ γιατί δεν έκανα ούτε μια δουλειά μόνος μου. Από την πιο μεγάλη ως την πιο μικρή δουλειά που έκανα στη ζωή μου, πάντα είχα συνεταίρους. Και είναι κάτι το οποίο θεωρώ ότι πρέπει να το προσπαθούν οι άνθρωποι. Κερδίζουν γνώσεις, κερδίζουν χρόνο, έχουν κι άλλους ανθρώπους οι οποίοι έχουν το ίδιο ενδιαφέρον μ’ αυτούς, έχουν τους ίδιους στόχους, θα φέρουν διαφορετικές εμπειρίες και κουλτούρες. Πιθανόν θα φέρουν και διαφορετικούς πόρους – ένας έχει εμπειρία δουλειάς, άλλος έχει χρήματα», έχει πει ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου