«...Μια πλατεία πολύ κεντρική στην Αθήνα μας είν' η Ομόνοια, που είν' η φήμη της ιστορική», όπως λέει το γνωστό τραγούδι «Ομόνοια πλαζ». Η πολύπαθη, λόγω αλλεπάλληλων αλλαγών, πλατεία Ομονοίας, ήταν «...μια πλατεία παλιά όλο χάρη», η οποία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη νεότερη ιστορία της Αθήνας και αποτελεί σημείο αναφοράς της πρωτεύουσας. Πάνω σ' αυτήν έγιναν αιματηρές μάχες και συμπλοκές, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, και εκφωνήθηκαν πολιτικοί λόγοι, εν όψει βουλευτικών και δημοτικών εκλογών. Από εκεί ξεκινούν, ακτινωτά, οι πιο σημαντικές αρτηρίες του κέντρου της πόλης (Πανεπιστημίου, Σταδίου, Αθηνάς, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου και Γ’ Σεπτεμβρίου).
Όταν το 1833 οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ εκπόνησαν το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, σχεδίασαν ως κέντρο της πόλης μία περιοχή στις παρυφές του ιστού της, γεμάτη αμπέλια και συκιές, γνωστή στους αυτόχθονες με το τούρκικο όνομα «Τζιρίτι». Την ονόμασαν πρόχειρα, λόγω θέσης, «Βορεία Άκρα» και εκεί, πάνω σε μία μεγάλη τετράγωνη πλατεία (την πλατεία των Ανακτόρων) θα χτίζονταν τα ανάκτορα και γύρω απ' αυτή οι «Κήποι του Λαού» και σημαντικά δημόσια κτίρια. Το σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά η πλατεία τους άρχισε να διαμορφώνεται το 1846, έγινε μικρότερη και κυκλική και μετονομάστηκε σε «Πλατεία Όθωνος». Έλαβε το τελικό της όνομα, «Πλατεία Ομονοίας», ως πράξη συμφιλίωσης μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων που δημιουργήθηκαν μετά την έξωση του Όθωνα το 1862.
Από τότε δεν υπήρξε δήμαρχος, αρχιτέκτων, πολεοδόμος ή πολιτικός που δεν είχε το δικό του όραμα ή που δεν υπέβαλε τις δικές του προτάσεις για τον εξωραϊσμό και εκσυγχρονισμό της πλατείας. Μερικές προσπάθειες ήταν επιτυχείς, άλλες όμως καθόλου και πολλές μάλιστα υπήρξαν αντικείμενο χλευασμού και τροφή για γελοιογράφους.
Με την προοπτική δε και μόνο της ανέγερσης των ανακτόρων, εύποροι Αθηναίοι και ομογενείς, και κυρίως Φαναριώτες, έσπευσαν να εγκατασταθούν στην περιοχή. Ένας από τους πρώτους οικοπεδούχους αλλά και οικιστές της πλατείας ήταν ο αρχιτέκτων Λύσσανδρος Καυταντζόλου, ο οποίος έχτισε την κατοικία του στη συμβολή της πλατείας με την Αγ. Κωνσταντίνου 2. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 στο οίκημα αυτό στεγάστηκε το ξενοδοχείο «Ελλάς», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε «Πάνθεον», καθώς επίσης και το καφενείο «Γορτυνία», αγαπημένο στέκι ηθοποιών μιας και ήταν δίπλα στο θέατρο Κοτοπούλη. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1959 και στη θέση του υπάρχει σήμερα ένα πολυώροφο οικοδόμημα, σαν αυτά που, όπως έγραφε ο Μίνως Αργυράκης το 1984 για την Αθήνα, «ξεπετάγονται διαρκώς μπροστά σου σαν Νεοέλληνας νταής, που δείχνει το ανάστημά του...» Δίπλα στο Πάνθεον ήταν το ιστορικό θέατρο Κοτοπούλη, για το οποίο θα γίνει αναφορά παρακάτω.
Αποψη της Γ Σεπτεμβρίου από την πλ. Ομονοίας. Μέγαρο Ανδριτσάκη & στο ισόγειο το ζαχαροπλαστείο Ζαχαράτου. Σήμερα, στο σημείο αυτό βρίσκεται ο ΗONDOS.
Αποψη της Αγ. Κωνσταντίνου, από την πλ. Ομονοίας. Δεξιά η παλαιά οικία Καυταντζόγλου, απέναντι, η οικία Ανδρικίδη. Η φωτογραφία βρίσκεται στα εκδοτήρια εισιτηρίων του σταθμού ΟΜΟΝΟΙΑ
Στην απέναντι πλευρά της πλατείας (πλ. Ομονοίας 17 & Σταδίου) βρισκόταν το σπίτι του ευεργέτη Αξιωματικού του Πυροβολικού Πέτρου Σαρόγλου (1865-1920) ο οποίος, σύμφωνα με τη διαθήκη του, είχε ορίσει να εγκατασταθεί στην οικία του η «Λέσχη Αξιωματικών Ξηράς και Θαλάσσης», βασικός κληρονόμος της περιουσίας του. Αυτό όμως, λόγω χώρου, δεν κατέστη δυνατόν, και έτσι η Λέσχη Αξιωματικών στεγάστηκε σε κτίριο επί της Βασιλίσσης Σοφίας & Ρηγίλλης.
Την περιοχή της πλατείας Ομονοίας είχε επιλέξει για να κτίσει την κατοικία της και η αρχοντική οικογένεια Σκουζέ. Στην θέση της σήμερα, υπάρχει ένα πολυώροφο, λευκό κτίριο (Δώρου 6).
Άποψη της βόρειας πλευράς της πλατείας, 1900. Η οδός Γ' Σεπτεμβρίου ανάμεσα στην οικία Ανδριτσάκη (αρ.) και την οικία Βογιατζίδη (δεξιά). Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο ΑΘΗΝΑ, η πόλη, οι άνθρωποι, τα γεγονότα
Η νότια και δυτική πλευρά της πλατείας Ομονοίας το 1910. (Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από την οδό Γ' Σεπτεμβρίου)
Πλ. Ομονοίας, 1910. Στο κέντρο, η οδός Πανεπιστημίου. Δεξιά της, το ξενοδοχείο Plaza στο Μέγαρο Πούλου & δίπλα το Μέγαρο Ευθυμίου, στη συμβολή της οδού Σταδίου & απέναντι η οικία Σαρόγλου
Το 1877 η πλατεία φωτίστηκε με λάμπες φωταερίου και από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να εξελίσσεται σε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο. Το 1880 γίνεται αφετηρία του ιππήλατου τροχιόδρομου καθώς επίσης και χώρος στάθμευσης για τα μεταφορικά μέσα της εποχής, δηλαδή τα μόνιππα και τα βιζαβί. Το 1895 η γραμμή του τρένου Αθηνών - Πειραιά επεκτείνεται μέχρι την Ομόνοια και στη γωνία Αθηνάς και Λυκούργου αρχίζει να λειτουργεί ο πρώτος σταθμός. Και σχεδόν την ίδια εποχή εμφανίζεται το «Θηρίο», ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος της Αττικής, που κάλυπτε την γραμμή Αθήνα - Λαύριο, με διακλάδωση προς Μαρούσι και Κηφισιά και ξεκινούσε τα δρομολόγιά του από τη γειτονική πλατεία Λαυρίου.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η φωταγωγημένη πλέον, δενδροφυτεμένη και γεμάτη λουλούδια, φοίνικες και ανθοπωλεία πλατεία Ομονοίας είχε μετεξελιχθεί σε ένα ζωντανό σημείο και κέντρο ψυχαγωγίας της πόλης, με πολλά καφενεία, σινεμά, θέατρα και ξενοδοχεία γύρω από αυτήν και θεωρείτο σημείο συνάντησης της τότε κοσμικής Αθήνας. Στο κέντρο της, πάνω σε μία εξέδρα με ξύλινο κιόσκι, οι στρατιωτικές μπάντες διασκέδαζαν τους Αθηναίους με άριες από διάφορες όπερες με το «Ναμπούκο» του Βέρντι να είναι μία από τις πιο δημοφιλείς.
Οδός Αθηνάς (Αποψη από την πλατεία Ομονοίας). Αρχες του 20ου αιώνα. Η φωτογραφία βρίσκεται εκδοτήρια εισιτηρίων, στον σταθμό ΟΜΟΝΟΙΑ
Αποψη της νοτιονατολικής πλευράς της πλατείας (1934-1937). Είχαν τοποθετηθεί οι Μούσες στις βάσεις των αεραγωγών του σταθμού.
Φωτογραφία τραβηγμένη από την πλευρά της Σταδίου που απεικονίζει το Μέγαρο Ανδρικίδη (φαρμακείο Μπακάκου) και την πρώην οικία Καυτατζογλου (περ. 1960-70)
Το Θέατρο Ομόνοιας, που μετονομάστηκε σε Θέατρο Κοτοπούλη
Οι Αθηναίοι που σύχναζαν στην πλατεία Ομονοίας δεν ήταν μόνο μουσικόφιλοι αλλά και θεατρόφιλοι, οι οποίοι γέμιζαν ασφυκτικά τις θεατρικές σκηνές που υπήρξαν στην περιοχή. Ενα από τα πιο γνωστά, το Θέατρο Ομόνοιας (στην οδό Ιωνος, σήμερα Μαρίκας Κοτοπούλη), που λειτούργησε το 1887 και αποτελεί πρόδρομο της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και του θεάτρου Κοτοπούλη, έζησε μεγάλες στιγμές δόξας με πετυχημένες παραστάσεις που άφησαν εποχή, όπως η τραγωδία «Φαύστα» ή το κωμειδύλλιο «Η Τύχη της Μαρούλας».
Το 1912 ξεκινά μία καινούργια περίοδος για το θέατρο Ομόνοιας, το οποίο περνάει στα χέρια της ταλαντούχου ηθοποιού και θιασάρχη Μαρίκας Κοτοπούλη και παίρνει το όνομά της. Μέχρι το 1936, που έκλεισε ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής του, η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια της Αθήνας και οι παραστάσεις που ανέβηκαν με πρωταγωνιστές αρκετούς από τους πιο σημαντικούς έλληνες ηθοποιούς της εποχής γνώρισαν πρωτοφανή επιτυχία για τα θεατρικά χρονικά.
Το θέατρο όμως αυτό δεν ταυτίστηκε μόνο με την τέχνη ούτε γνώρισε μόνο θεατρικές επιτυχίες. Επηρεάστηκε άμεσα από τα έντονα πολιτικά γεγονότα της εποχής και τα φιλοβασιλικά φρονήματα της Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν αφορμή για να γνωρίσει τη βία και την καταστροφή από το μένος εξαγριωμένων βενιζελικών.
Το 1936 το θέατρο ανακαινίστηκε και μετατράπηκε σε κινηματογράφο, αρχικά με το όνομα «Κρόνος» και αργότερα έως το 1969, με το όνομα «Κοτοπούλη». Ο κινηματογράφος κατεδαφίστηκε το 1974 και μετά από μερικά χρόνια στο σημείο αυτό κτίστηκε ξενοδοχείο «La Mirage» το οποίο, αφού παρέμεινε κλειστό για ένα μεγάλο διάστημα, σήμερα ανακαινίζεται από τους καινούργιους του μισθωτές και ετοιμάζεται να γράψει ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία του.
Απόψη της ανατολικής πλευράς της πλατείας, 1950. Οι Μούσες είχαν αφαιρεθεί
Απόψη της πλατείας στης αρχές της δεκαετίας του 60. Στο κέντρο η οδός Πανεπιστημίου, δεξιά το νέο Μέγαρο Πούλου & αριστερά το ξενοδοχείο Excelsior
Η BA πλευρά της πλατείας,1960. Δεξιά, μέρος του ξενοδοχείου Excelsior, δίπλα στην Δώρου, διώροφη οικία & δίπλα η οικία Σκουζέ που κατεδαφίζεται. Απέναντι το ξενοδοχείο Carlton με το καφενείο ΝΕΟΝ
Η βόρεια πλευρά της πλατείας το 1976
Η πλατεία Ομονοίας το 1988, με το γυάλινο γλυπτό του Βαρώτσου, τον Δρομέα, στο κέντρο
Τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας
Δύο καφενεία, το «Γορτυνία» δίπλα ακριβώς στο θέατρο Κοτοπούλη και το «Στέμμα» ακριβώς απέναντι, ήταν αγαπημένα στέκια ηθοποιών. Τα καφενεία είχαν κυρίαρχη παρουσία πάνω και γύρω από την πλατεία Ομονοίας. Υπήρξαν χώροι πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, αντιπαραθέσεων, φιλολογικών συζητήσεων, κοινωνικών συναντήσεων και συναναστροφών. Πολλά απ' αυτά έμειναν γνωστά για το στιλ και την πολυτελή επίπλωσή τους που θύμιζαν καφέ της Βιέννης ή του Παρισιού.
Συνήθως έμεναν ανοιχτά μέχρι τα ξημερώματα. Και όταν κάποια στιγμή το 1910 απαγορεύτηκε η λειτουργία τους μετά τη μία το βράδυ, οι ιδιοκτήτες αυτών έκαναν αμέσως απεργία με αποτέλεσμα η απόφαση να μην ισχύσει ποτέ.
Το πιο παλαιό καφενείο της πλατείας Ομονοίας, πριν ακόμη αρχίσει η διαμόρφωσή της, θεωρείται το «Σολώνειο» (1849), αλλά υπάρχει διαφορά απόψεων ως προς την ακριβή διεύθυνσή του. Οι συνταξιούχοι υπάλληλοι και απόστρατοι στρατιωτικοί είχαν στέκι τους το καφενείο «των Γερόντων» (ή των «Ευ Φρονούντων», νύχτα μέρα συζητούντων, όπως έγραφε ο Σουρής για τους θαμώνες του), στο ισόγειο της έπαυλης Καυταντζόγλου (Πατησίων 68 & Πατησίων). Στο καφενείο αυτό γεννήθηκε, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κώστα Χατζιώτη για την Ομόνοια, «το πιο συνηθισμένο χλευαστικό προσωνύμιο, που απονέμουμε στη χώρα μας όταν θέλουμε να την κατηγορήσουμε, το πασίγνωστο "ψαροκώσταινα"». Και αυτό οφείλεται σε μία πάμφτωχη αλλά περήφανη ξερακιανή κουρελού γριά - χήρα, την Κώσταινα που γύριζε στα μεγάλα κέντρα της Αθήνας και έκανε θελήματα για να ζει.
Στο σημείο αυτό λειτούργησε αργότερα το ξενοδοχείο «Βικτώρια», με το διάσημο γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο του «Μπερνίτσα», στο ισόγειο. Εκεί λέγεται ότι πρωτο-έμαθαν οι Αθηναίοι την κρέμα σαντιγί. Και όταν το ξενοδοχείο μετονομάστηκε σε «Eξέλσιορ», στο ισόγειό του στεγάστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το αρχοντικό ζαχαροπλαστείο του «Πράπα».
Το Καφενείον ΝΕΟΝ (βράδυ), του Γ. Τσαρούχη. Η φωτογραφία είναι από την σελίδα της Εθνικής Πινακοθήκης
Στα τέλη του 19ου αιώνα, δύο πολυτελή αντικριστά καφενεία - ζυθοπωλεία, το καφενείο «Χαραμή», αργότερα «Καπερώνη -Ζαχαράτου» (στο ισόγειο του Μέγαρου Βερσή-Λεβίδη-Βογιατζίδη, 3ης Σεπτεμβρίου & πλ. Ομονοίας) και το «Χρυσόν Ποτήριον» του Βασ. Ζούνη, στην απέναντι γωνία (στο ισόγειο της οικίας Ανδριτσάκη, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο HONDOS και πριν απ'αυτόν το ξενοδοχείο ΟΜΟΝΟΙΑ), το οποίο αργότερα διαδέχθηκε το καφενείο «Ζαχαράτου», αποτέλεσαν τα πρώτα αθηναϊκά Δαρδανέλλια, απ' όπου κανένας περαστικός δεν γλίτωνε από τα εξονυχιστικά βλέμματα ή τα κουτσομπολιά των κοσμικών θαμώνων.
Ακόμη ένα καφενείο που άφησε εποχή στην πλατεία Ομονοίας ήταν το πολυτελές καφενείο-ζυθοπωλείο «ΗΒΗ», «το τέλειον εκ των τελείων» όπως το χαρακτηρίζει ο Σουρής, στο ισόγειο του Μεγάρου Μιχαήλ Πούλου (πλατεία Ομονοίας 12 & Πανεπιστημίου 73), έργο του Ziller (1885). Eκεί στεγάστηκε το ξενοδοχείο «Μυκήναι» και αργότερα το ξενοδοχείο «Plaza». Δυστυχώς το μέγαρο δεν γλίτωσε από τις δαγκάνες της μπουλντόζας, κατεδαφίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στη θέση του ανεγέρθηκε ένα πολυώροφο κτίριο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα και καθηγητή του ΕΜΠ Θουκιδίδη Βαλεντή.
Καφενείο ΠΑΡΘΕΝΩΝ, έργο του Γιάννη Τσαρούχη
Τα φαρμακεία της πλατείας Ομονοίας
Ένα άρθρο για την Ομόνοια δεν θα ήταν πλήρες αν δεν γινόταν αναφορά στα πάνω από σαράντα φαρμακεία που λειτούργησαν, κατά καιρούς, γύρω απ'αυτήν, τα οποία εκτός από φάρμακα και ιατρικές βοήθειες, έδιναν την ευκαιρία σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής να συναντιούνται με ομοϊδεάτες τους και να συζητάνε για πολιτική ή διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Δύο από τα πιο γνωστά φαρμακεία ήταν του Μαρινόπουλου (στη γωνία Πατησίων & Πανεπιστημίου) και του Μπακάκου (πλ. Ομονοίας και Αγ. Κωνσταντίνου 1). Το χαμηλοτάβανο πατάρι στο μετζοπάτωμα του φαρμακείου του Μπακάκου, επισκέπτονταν συχνά πολιτικοί της βενιζελικής παράταξης (μιας και ο ιδιοκτήτης ήταν βενιζελικός), αλλά και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων όπως ο Ζ. Παπαντωνίου, Αλ. Διομήδης, Μ. Μαλακάσης κ.ά., φίλοι του ιδιαίτερα αγαπητού στην αθηναϊκή κοινωνία, Π. Μπακάκου.
Το φαρμακείο του Μπακάκου
Το φαρμακείο αυτό θεωρείται η αρχαιότερη επιχείρηση που λειτουργεί ακόμη στην πλατεία Ομονοίας. Ιδρύθηκε το 1917 από τον χημικό Ανδρέα Σακαλή και τον φαρμακοποιό Πέτρο Μπακάκο, ως ομόρρυθμη και αργότερα ως Ανώνυμη Εταιρεία. Αρχικά στεγάστηκε στην οδό Δώρου και αργότερα μεταφέρθηκε στο ισόγειο της οικίας Ανδρικίδη, στον αριθμό 1 της Αγ. Κωνσταντίνου. Εκεί, το 1939 χτίστηκε το πρώτο μοντέρνο κτίριο της Ομόνοιας, σε σχέδια του Ρένου Κουτσούρη και το φαρμακείο επέστρεψε από παρακείμενο κτίριο που είχε στεγαστεί προσωρινά και εγκαταστάθηκε και πάλι στο ισόγειο. Η επιχείρηση είχε μία ιδιαίτερα γρήγορη και επιτυχημένη πορεία, τόσο που όταν ο εκπρόσωπος του Τμήματος Υγείας του ΟΗΕ επισκέφθηκε την Αθήνα, είχε δηλώσει εντυπωσιασμένος: «παράδειγμα προς μίμησιν δια την Αμερικήν όσον και δια την Ευρώπην, αποτελεί το Φαρμακείον Μπακάκου». Σήμερα το φαρμακείο λειτουργεί στην οδό Αγ. Κωνσταντίνου 3.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της πλατείας Ομονοίας ήταν οι λούστροι, νεαροί με καταγωγή κυρίως από τη Μεγαλόπολη, με τα κασελάκια τους στη γραμμή, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους βιαστικούς διαβάτες όχι μόνο γυαλίζοντας τα σκονισμένα τους παπούτσια αλλά και μεταφέροντας κρυφά, γράμματα ή ραβασάκια ερωτευμένων στην αγαπημένη τους. Από εκεί βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση «το πάει το γράμμα».
Η πλατεία Ομονοίας είχε χαρακτηριστεί ως «Ομφαλός» της Αθήνας και της Ελλάδος καθώς αποτελούσε το σταυροδρόμι όλων σχεδόν των κοινωνικών στρωμάτων, από όλα τα μέρη της χώρας. Το 1908 τα ηλεκτροκίνητα τραμ «νίκησαν» τα άλογα των ιπποτροχιόδρομων, με την αφετηρία τους να τοποθετείται στην Ομόνοια.
Ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος αντικαταστάθηκε από τον υπόγειο ηλεκτρικό, ο οποίος εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1930 από τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πλατεία Ομονοίας αναπλάθεται, γίνεται κυκλική, με μαρμάρινα κιγκλιδώματα στις εισόδους του σταθμού και τις τρύπες των αεραγωγών να καλύπτονται με ψηλές κολώνες, στις βάσεις των οποίων τοποθετήθηκαν τα αγάλματα των Μουσών της ελληνικής μυθολογίας. Λόγω συμμετρίας, έλειπε μία από τις εννέα Μούσες, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο και έτσι το 1937 οι Μούσες αποκαθηλώθηκαν.
Ακουαρέλα με την οδό Αθηνάς, φιλοτεχνημένη από την Αρτ. Χατζηγιαννάκη
Και εδώ αξίζει να σημειωθεί κάτι σχετικό με τις Μούσες και μία παροιμιώδη έκφραση που χρησιμοποιείται στον στρατό για τις αγγαρεία στις τουαλέτες, την Καλλιόπη. Αυτή οφείλεται στο άγαλμα της μούσας Καλλιόπης που, λόγω συμμετρίας, δεν τοποθετήθηκε στις βάσεις των αεραγωγών, αλλά δίπλα στα δημόσια ουρητήρια. Και όποτε κάποιος περαστικός ρωτούσε που είναι οι δημόσιες τουαλέτες η απάντηση ήταν, «κάτω, στην Καλλιόπη».
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αθήνα αρχίζει και αποκτά όψη μεγαλούπολης. Η πλατεία Ομονοίας χάνει την κοσμοπολίτικη φυσιογνωμία της και μετατρέπεται σε εμπορικό και συγκοινωνιακό κόμβο καθώς επίσης και χώρο πολιτικών και προεκλογικών συναθροίσεων. Πολλά νεοκλασικά κτίρια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν πολυώροφα κτίρια για γραφεία και, αργότερα, πολυκαταστήματα. Η αποψίλωση από δένδρα και χώρους πρασίνου, οι εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν κατά εκατοντάδες στην Αθήνα, οι εργάτες που μαζεύονταν εκεί από νωρίς το πρωί προς αναζήτηση μεροκάματου, αλλά και το έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα αλλοίωσαν όχι μόνο τον ψυχαγωγικό αλλά και τον μεσοαστικό της χαρακτήρα, με τα αυτοκίνητα και τις αφετηρίες των μέσων μεταφοράς να «κλέβουν» χώρο από τους κοσμικούς πεζούς, οι οποίοι αναγκάζονται ν' αλλάξουν στέκια και ανηφορίζουν προς την πλατεία Συντάγματος.
Πρώην ξενοδοχείο ΕΞΕΛΣΙΟΡ (Πανεπιστημίου 68 & Πατησίων). Εδώ βρισκόταν το Μέγαρο Λ. Καυταντζόγλου. Στο ισόγειο στεγαζόταν το ζαχαροπλαστείο του Μπερνίτσα
Το Μέγαρο Καυταντζόγλου και τα ξενοδοχεία στην πλατεία Ομονοίας
Ευτυχώς, όμως, γύρω από την πλατεία υπάρχουν ακόμη μερικά πολύ αξιόλογα νεοκλασικά κτίρια. Ένα απ’ αυτά, στην συμβολή των οδών Πανεπιστημίου 68 και Πατησίων, είναι το Μέγαρο Καυταντζόγλου. Oικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, και στους ορόφους του λειτούργησε το ξενοδοχείο «Βικτώρια», το οποίο το 1929 μετονομάστηκε σε «Εξέλσιορ». Σήμερα το ακίνητο ανήκει στην Εθνική Τράπεζα και στο ισόγειό του στεγάζεται κατάστημα αλυσίδας καλλυντικών.
Τα ξενοδοχεία «Μέγας Αλέξανδρος» (Αθηνάς 69 & πλ. Ομονοίας) και «Μπάγκειον» (Αθηνάς 64 & πλ. Ομονοίας) χτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και θεωρούνται αντιπροσωπευτικά έργα του Ερνέστου Τσίλλερ. Αποτελούν δε μέρος της δωρεάς του Μπάγκα προς το ελληνικό κράτος. Λειτούργησαν ως ξενοδοχεία Α’ κατηγορίας, με πελατεία ως επί το πλείστον εύπορους Έλληνες από την επαρχία. Στο ισόγειο του Mπάγκειον στεγάστηκε τη δεκαετία του 1920 το ομώνυμο καφενείο, το οποίο υπήρξε ένα από τα πιο γνωστά στέκια λογοτεχνών και λόγιων της εποχής και δικαίως ο κερκυραίος ποιητής Στέφανος Μπολέτσης είχε δώσει τον τίτλο «Το Χάνι των Ποιητών» σ' ένα ποίημά του στο οποίο περιέγραφε την ατμόσφαιρα του καφενείου.
Και τα δύο ξενοδοχεία είχαν επιταχθεί από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής και υπέστησαν πολύ μεγάλες ζημιές. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κ. Δημητριάδη «Η Αθήνα που ζήσαμε», στα υπόγεια των ξενοδοχείων «προς την οδό Αθηνάς, ξεπρόβαλαν τότε, για πρώτη φορά, οι "Υπόγειοι Παράδεισοι" - τα Καφέ Σαντάν - με τις "διεθνείς" αηδόνες, από.... το Γκαζοχώρι τις πιο πολλές φορές, που χαλούσαν κυριολεκτικά τον κόσμο». Και τα δύο κτίρια κηρύχθηκαν διατηρητέα το 1976.
Ξενοδοχείο Μπάγειον (συμβολή της οδού Αθηνάς 64 και πλ. Ομονοίας 18)
Ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος (Αθηνάς 69 & πλ. Ομονοίας 19)
Απέναντι από αυτά τα δύο ξενοδοχεία (πλ. Ομονοίας και οδού Δώρου), υπάρχει ένα νεοκλασικό, διατηρητέο, κτίριο της δεκαετίας του 1860, το οποίο στέγασε το ξενοδοχείο «Κάρλτον» και στο ισόγειό του το ιστορικό, πολυτελές καφενείο «Νέον», με τα 100 μαρμάρινα τραπέζια, τον εντυπωσιακό ζωγραφικό διάκοσμο και την ιδιαίτερη επίπλωση που, όπως έλεγαν, θύμιζε αντίκα εποχής. Ιδρύθηκε το 1920 από τον Περικλή Γκόσιο και τον Γιάννη Δούκα. Οι θαμώνες του αποτελούσαν μία μικρογραφία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της Αθήνας. Υπήρξε χώρος πολιτικών ζυμώσεων, ανάδειξης πνευματικών ρευμάτων aλλά και διοργάνωσης σκακιστικών αγώνων.
Το Νέον άκμασε κατά την περίοδο 1925-1940 και μαζί με το καφενείο «Παρθενών» που βρισκόταν απέναντι, ήταν μεταξύ άλλων γνωστά και ως «καφενεία της μαστοριάς» αφού απ’ έξω μαζεύονταν εργάτες (οικοδόμοι, μαρμαράδες, σοβατζήδες κά.) που περίμεναν τους εργολάβους να βγουν για να τους πάνε στη δουλειά.
Το Nέον, εκτός από στέκι κορυφαίων σκακιστών της εποχής, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης συγγραφέων, ποιητών αλλά και καλλιτεχνών με τον Γιάννη Τσαρούχη να το απαθανατίζει μέσα από τους δύο γνωστούς πίνακές του: «Το καφενείο Νέον - ημέρα» και «Το καφενείο Νέον - βράδυ». Ο Τσαρούχης φιλοτέχνησε επίσης το ιστορικό καφενείο Παρθενών όταν αυτό μεταφέρθηκε (αρχικά βρισκόταν εκεί όπου είναι σήμερα τα Ελληνικά Ταχυδρομεία), στο ισόγειο ενός νεοκλασικού κτιρίου (Πανεπιστημίου 71 & Αιόλου 105), έργο του Τσίλλερ, το οποίο δυστυχώς έπεσε θύμα της... ανοικοδόμησης και σώζεται μόνο μέσα από το έργο του Τσαρούχη. Στο ίδιο κτίριο, στη γωνία της Πανεπιστημίου με την οδό Αιόλου 105, ήταν το καφεζαχαροπλαστείο «Αστόρια». Πριν μερικά χρόνια το Νέον ανακαινίστηκε και σήμερα εκεί στεγάζεται ο φούρνος της γνωστής αλυσίδας «Βενέτη 1948». Δίπλα στο Νέον βρίσκεται το τριώροφο Μέγαρο Βογιατζίδη (3ης Σεπτεμβρίου 2 & πλ. Ομονοίας), της δεκαετίας του 1870. Οπως ήδη αναφέρθηκε, στο ισόγειό του λειτούργησαν δύο πολυτελή καφενεία, αγαπημένα στέκια της κοσμικής Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αν και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η Ομόνοια χάνει την λάμψη των προηγουμένων ετών και παύει να είναι στέκι των μεγαλοαστών, εξακολουθεί να παραμένει ένα πολύ ζωντανό κύτταρο της πρωτεύουσας. «Τι ρυθμός και ζωή και κοσμοσυρροή/μέρα νύχτα και ως το πρωί» τραγουδά η Ρένα Βλαχοπούλου, δίνοντας μία εικόνα της πλατείας την δεκαετία του 50.
Νότια πλευρά της πλατείας με τα ξενοδοχεία Μπάγκειον (αριστερά) και Μέγας Αλέξανδρος (δεξιά)
Ο Γιώργος Ζογγολόπουλος και ο Κώστας Μπίτσιος αναδιαμορφώνουν την πλατεία Ομονοίας
Το 1958 διεξάγεται διαγωνισμός για την ανάπλασή της, τον οποίο κερδίζουν ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος και ο αρχιτέκτονας Κώστας Μπίτσιος. Η πλατεία αναδιαμορφώνεται και αποκτά τα «σιντριβάνια της Ομόνοιας», τα οποία γίνονται τοπόσημο της πόλης. Όταν όμως το τμήμα μεταξύ σιντριβανιού και οδοστρώματος βοτσαλοστρώθηκε με λευκά και πράσινα βότσαλα, προκλήθηκαν καυστικά σχόλια εκ μέρους των Αθηναίων, οι οποίοι χαρακτήριζαν σκωπτικά την πλατεία ως «δίσκο μνημόσυνου».
Εκείνα δε τα χρόνια, η πλατεία αποτελεί τον κατ’ εξοχήν τόπο συνάντησης επαρχιωτών που φτάνοντας στην πρωτεύουσα έδιναν ραντεβού στη γωνία του φαρμακείου του Μπακάκου, (Αγ.Κωνσταντίνου 1 & πλ.Ομονοίας). Από εκεί «πέρασε όλη η Ελλάδα», όπως ακούμε στο τραγούδι «Δέκα Χρόνια στου Μπακάκου» του Θ. Γκόνη.
Ακουαρέλα με «Το Σιντριβάνι της Ομόνοιας», φιλοτεχνημένη από την Α. Χατζηγιαννάκη
Ακουαρέλα με τον γυάλινο «Δρομέα» του Βαρώτσου, φιλοτεχνημένη από την Α. Χατζηγιαννάκη
Η πλατεία Ομονοίας από το 1988 ως σήμερα
Το 1988 η πλατεία μεταμορφώνεται για ακόμη μία φορά και στο κέντρο της, στη θέση του σιντριβανιού, με φορά προς την Γ' Σεπτεμβρίου, τοποθετείται το γλυπτό «Δρομέας» του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, το οποίο λίγο αργότερα, και λόγω των έργων του μετρό, μεταφέρθηκε στην πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον.
Το 1992 η πλατεία χάνει οριστικά το πράσινο αλλά και το κυκλικό της σχήμα. Γίνεται παραλληλόγραμμη, οι κυκλοφοριακές συνθήκες αλλάζουν και αποκαθίστανται οι όψεις των κτιρίων που την περιβάλλουν. Στη νέα πλατεία τοποθετείται το γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου, ο «Πεντάκυκλος».
Ο «Πεντάκυκλος» του Γ. Ζογγολόπουλου
Μετά από την τελευταία αναμόρφωση, η πλατεία Ομονοίας εγκαινιάστηκε εκ νέου τον Μάιο του 2020 με το σιντριβάνι στο κέντρο να θυμίζει αισθητικά την παλιά όψη.
Τα 170 χρόνια ιστορίας της πλατείας Ομονοίας είναι γεμάτα από έντονα γεγονότα και τα πολλά της πρόσωπα, με το ένα να διαδέχεται το άλλο με μεγάλη ταχύτητα. Η πλατεία, και ιδιαίτερα οι δρόμοι γύρω απ' αυτήν, από στέκι των κοσμικών Αθηναίων των τελών του 19ου αιώνα και του μεσοπολέμου, κατέληξε στα τέλη του 20ού αιώνα σε στέκι ναρκομανών, άστεγων, μεταναστών, περιθωριακών και του αγοραίου έρωτα, με αποτέλεσμα να μην θεωρείται και ο πλέον ασφαλής τόπος της πρωτεύουσας. Η νέα εικόνα της πλατείας περιγράφεται και μέσα από τους στίχους του Π. Φαλάρα, που τραγούδησε η Άντζελα Δημητρίου, σε μουσική Χρ. Νικολόπουλου:
Ομόνοια μεσάνυχτα και κάτι, η Ρόζα ψάχνει πάλι για πελάτη/
Εφημερίδες στη γωνία και κουλούρια/
τα ίδια πρόσωπα μα και καινούρια./
Κουρασμένοι μετανάστες και ξενύχτες/
στα παγκάκια να μετράν σιωπές και νύχτες.
Και το «Χαράματα Ομόνοια» του Βασ. Παπακωνσταντίνου, σε μουσική Μάνου Λοϊζου, λέει τραγουδιστά την κατάσταση της πλατείας στη δεκαετία του '80.
Ελλάς Οτέλ στην Αθηνάς/
για πόσο πάει κι όχι πως θες να πας/
κι όμως ρωτάς, ξαναρωτάς.
Για πόσο πάει κι όχι πως θες να πας/
έτσι με κάποιον να μιλάς.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται σοβαρές προσπάθειες για τον εξωραϊσμό, την αναβάθμιση και την εξυγίανσή της και όλοι ευχόμαστε αυτές να είναι επιτυχείς και η ταλαιπωρημένη αλλά και πολυτραγουδισμένη πλατεία να ξαναβρεί τη θέση που της αρμόζει στην καρδιά της Αθήνας και στην καρδιά των πολιτών της.
Της Έλενας Ντάκουλα - athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου