Φόβους ότι η ανεργία θα ξεπεράσει το 22% φέρνουν στο προσκήνιο μετά και το δεύτερο lockdown ΔΝΤ και ειδικοί αναλυτές. Ειδικότερα το ΔΝΤ βλέπει έκρηξη της ανεργίας στην Ελλάδα και υπολογίζει ότι θα αυξηθεί κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 22,3%. Με λίγα λόγια μέσα στους επόμενους μήνες θα χαθούν περίπου 235.000 θέσεις εργασίας.
Το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους και εφόσον η πανδημία έχει υποχωρήσει, θα κατέβει στο 19% το 2021, ωστόσο θα μας αφήσει βαριά κληρονομιά περίπου 95.000 νέων ανέργων. Άλλοι επιστήμονες τονίζουν ότι η επιστροφή στην κανονικότητα, σε συνθήκες δηλαδή του 2019, θα επιτευχθεί κοντά στο 2023.
Σε αυτή την ανάλυση θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι η ανεργία στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου, απέκτησε και άλλα δομικά χαρακτηριστικά, όπως αυτό του πολύ μεγάλου αριθμού των μακροχρόνια ανέργων, κάτι που σημαίνει ότι οι θέσεις εργασίας που χάνονται αναπληρώνονται με πολύ μεγάλη δυσκολία.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική άλλη χώρα που θα βιώσει ανάλογη αύξηση ανεργίας είναι η Ισπανία (από το 14,1% στο 20,8%), της οποίας η ανεργία επίσης έχει παρόμοια δομικά χαρακτηριστικά. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανέργων θα δυσκολευτεί πολύ να βρει εργασία τα επόμενα χρόνια.
Σε κίνδυνο 150 εκατ. άνθρωποι
Επιπλέον η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε ότι η πανδημία της Covid-19 εξαιτίας του νέου κορωνοϊού ενδέχεται να οδηγήσει σε ακραία φτώχεια έως και 150 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι τα τέλη του 2021, εξαλείφοντας τρία χρόνια προόδου στις προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας στον κόσμο.
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι απόψεις ειδικών αναλυτών, οι οποίοι υπολογίζουν ότι για κάθε μία μονάδα πτώσης του ΑΕΠ θα χάνονται περίπου 50.000 θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα πολλοί να μιλούν για αύξηση των ανέργων από τις αρχές Μαρτίου έως το τέλος του έτους κατά 350.000, ίσως και περισσότερους.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα το 38% των νέων είναι άνεργοι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για τον Σεπτέμβριο του 2020. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει αύξηση του ήδη υψηλού επιπέδου της γενικής ανεργίας.
Συγκεκριμένα, από 17,3% ή 758.000 άνεργους το 2019 φθάσαμε στο 18,3% και τους 836.000 ανέργους τον Ιούνιο του 2020 και εκτιμάται ότι θα αγγίξουμε το 21,3% με 22,1% και τους 1.020.000 με 1.070.000 ανέργους στο τέλος του έτους.
Διαφωτιστικές όμως είναι και οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που λένε πως η ανεργία θα κυμανθεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%, με το κόστος της απώλειας της εργασίας να διατηρείται σημαντικά υψηλά, καθώς ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απολέσει το 47% του εισοδήματός του.
Μισθολογική επιδείνωση
Σε αυτό το γκρίζο τοπίο της απασχόλησης εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, που παραμένουν ή εισέρχονται για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ μήνες σε αναστολή σύμβασης, ζουν επί μήνες με τα 534 ευρώ του επιδόματος την ώρα που δάνεια και υποχρεώσεις κυριολεκτικά τους πνίγουν.
Το τοπίο της δραματικής αύξησης όσων ζουν με μισθούς κάτω από τα όρια της φτώχειας αλλά και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων καταγράφουν και τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.
Σύμφωνα με την έκθεση περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι έχουν «εξέλθει» από το εργατικό δυναμικό και ζουν με 534 ευρώ τον μήνα για πάνω από τρεις μήνες, ενώ ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε κατά 10% το δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019.
● Τρεις στους 10 λαμβάνουν αποδοχές μικρότερες από τον κατώτατο μισθό, το ύψος του οποίου – παρά την αύξηση του 2019 – βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας.
● Επτά στους 10 έχουν μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ.
● Ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2020, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%.
● Το ίδιο διάστημα το ποσοστό των απασχολουμένων που λάμβανε από 0 έως 200 ευρώ δωδεκαπλασιάστηκε, καθώς αυξήθηκε από 1% σε περίπου 12%.
● Τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες.
● Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το δεύτερο τρίμηνο του 2019 μειώθηκαν σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
● Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%.
● Το ποσοστό αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα.
● Αξιοσημείωτο είναι ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ.
Στους χαμηλόμισθους το βάρος
Μπορεί να επηρεάστηκαν αρνητικά σχεδόν όλες οι μισθολογικές κλίμακες, όμως το κύριο βάρος της συμπίεσης των μισθών το επωμίστηκαν οι χαμηλά αμειβόμενοι.
Συνυπολογίζοντας και τα υπόλοιπα ευρήματα, διαφαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού είτε βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας (σε αναστολή που διαρκεί πάνω από τρεις μήνες) είτε καταγράφεται ως άνεργο είτε εργάζεται λαμβάνοντας μισθούς οι οποίοι βρίσκονται χαμηλότερα, έως πολύ χαμηλότερα, του ορίου της φτώχειας.
«Ο υψηλός κίνδυνος της μακροχρόνιας ανεργίας, σε συνδυασμό με το αναποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας, οδηγούν στην επισήμανση ότι αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα, η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί, ενώ το πλήγμα της πανδημικής κρίσης στην οικονομία θα έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και δυσμενέστερες συνέπειες» καταλήγουν οι ερευνητές.
Δραματικό και το «ήπιο» σενάριο
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ μάλιστα εκτιμά πως η ανεργία θα εκτοξευτεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%. «Υποθέτοντας ότι το βάθος της ύφεσης δεν θα ξεπεράσει το 9%, η εκτίμηση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι ότι το επίσημο ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 21,2%» λένε οι μελετητές. Ιδιαίτερα σημαντική για το πώς θα διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι η διόγκωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού.
Όπως αναφέρεται, το 2019 υπήρξε σταθερή μείωση του αριθμού των ανέργων και παράλληλη μείωση των οικονομικά μη ενεργών ατόμων, μικρότερου όμως μεγέθους. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε δύο ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσον όρο.
Από τον Δεκέμβριο του 2019 ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών άρχισε να αυξάνεται σταδιακά, με αποτέλεσμα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 να έχουν αποχωρήσει από το εργατικό δυναμικό περίπου 79.000 άτομα. Η κατάσταση αυτή συνέβαλε σε έναν βαθμό στη μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Όμως, με την έναρξη του lockdown το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020 η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τα 100.000 άτομα σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019.
Ειδικότερα, τον Μάρτιο και τον Μάιο η διαφορά ήταν ίση με 166.000 άτομα και 180.000 άτομα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει πως μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό 100.000 - 180.000 άτομα, τα οποία δηλώνουν πλέον πως δεν αναζητούν εργασία ούτε θεωρούν πιθανό να βρουν δουλειά τους επόμενους μήνες.
Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των ατόμων αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους.
Συγκρίνοντας τις μεταβολές με τις αντίστοιχες του προηγούμενου έτους, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η συντριπτική πλειονότητα των καταγεγραμμένων οικονομικά μη ενεργών ατόμων στην υπό εξέταση περίοδο πιθανότατα βρίσκεται σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας.
«Ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός» παρατηρούν οι μελετητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Κάτω από τον κατώτατο
Την ίδια στιγμή το κόστος της απώλειας της εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απολέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019 το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.
«Στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας», τονίζουν οι ερευνητές και προσθέτουν πως το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κάποιος ότι «το 31% των απασχολουμένων το δεύτερο τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού».
Προτείνουν δε ο κατώτατος μισθός να προσαρμοστεί «στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος, το οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους».
Όπως διαφαίνεται στην έκθεση, το μέγεθος του σοκ που προκάλεσε η πανδημία στην αγορά εργασίας αποτυπώνεται στον δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας, ο οποίος στη χώρα μας διαμορφώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το τέταρτο τρίμηνο του 2019.
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%.
Η πανδημική κρίση έχει μεταβάλει αυτή την εικόνα, αν και διαφαίνεται ότι αυτή, δεδομένων των εξελίξεων στην αγορά εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας, είναι μια προσωρινή εξαίρεση από τον κανόνα της υπερεργασίας. Το δεύτερο τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργάζονταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργάζονταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου