Και οι κρίνοντες, κρίνονται. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), με την οποία δικαστής προσέφυγε κατά ανωτέρων του δικαστικών λειτουργών και δικαιώθηκε για αρνητικές εκθέσεις αξιολόγησης που τον οδήγησαν σε πειθαρχική καταδίκη και εμπόδισαν την ανέλιξή του.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΔΑ «ο δικαστής έχει δικαίωμα άσκησης κριτικής των εκθέσεων αξιολόγησης του των ανώτερων δικαστών οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους. Η απαγόρευση κριτικής της έκθεσης επιθεώρησης του από δικαστή συνιστά παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης».
Στο ΕΔΔΑ προσέφυγε πολωνός δικαστής που… τόλμησε να χαρακτηρίσει μεροληπτική την αρνητική έκθεση επιθεώρησής του, η οποία του κόστισε την προαγωγή του. Ακολούθησε η πειθαρχική καταδίκη του για την οποία το Στρασβούργο κρίνει ότι παραβίασε την ελευθερία έκφρασής του καθώς ο ελεγχόμενος δικαστής έχει δικαίωμα άσκησης κριτικής των εκθέσεων των ανωτέρων δικαστικών.
«Το Δικαστήριο του Στρασβούργου με την παρουσιαζομένη απόφαση επεκτείνει το πλαίσιο της δυνατότητας άσκησης κριτικής των δικαστών, με βάση την ελευθερία της έκφρασης, και στις εκθέσεις αξιολόγησής τους από ανώτερους δικαστικούς, όταν η κριτική στηρίζεται σε πραγματική βάση» σχολιάζει στο dikastiko.gr ο Ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης.
Οι δικαστές του ΕΔΔΑ στην απόφαση του που δικαιώνουν τον Πολωνό συνάδερφό τους, επιδικάζοντας του ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη, επαναλαμβάνουν ότι τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης, εμπίπτουν στο δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, εν προκειμένω, αποφαίνονται ότι οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος στην έκθεση επιθεώρησης δεν αφορούσαν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αλλά αφορούσαν ένα εσωτερικό στάδιο της διαδικασίας προαγωγής του. Επιπλέον το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι συγκεκριμένες κρίσεις αξίας, εμπίπτουν στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος και έτσι τα εγχώρια Δικαστήρια δεν πέτυχαν δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης προστασίας της δικαστικής εξουσίας και της ανάγκης προστασίας του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ελευθερία έκφρασης.
Ο προσφεύγων στο ΕΔΔΑ δικαστής, δεν προήχθη μετά από την αρνητική έκθεση επιθεώρησης που συντάχθηκε από τον επιθεωρητή Δικαστή και τον χαρακτήρισε μη προσαρμοστικό. Ο δικαστής χαρακτήρισε την αναφορά επιφανειακή, άδικη και μεροληπτική. Τιμωρήθηκε με την πειθαρχική ποινή της σύστασης. Τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν ότι η κριτική του, υπονόμευσε όχι μόνο τη φήμη του επιθεωρητή δικαστή αλλά και την απονομή της δικαιοσύνης στο σύνολό της.
«Σημαντική είναι η αναφορά του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στο ότι ο προσφεύγων προέβη στην κριτική του προς τον ανώτερο δικαστή ασκώντας νόμιμο δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας της έκφρασης, με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων του στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής του, υποβάλλοντας την κριτική του σε αρμόδιους φορείς, όπως η Γενική Συνέλευση των δικαστών» σχολιάζει ο κ. Χειρδάρης.
Το ιστορικό
Ο 47χρονος Remigiusz Guz, κατήγγειλε ότι είχε κριθεί ένοχος κατά τη διάρκεια πειθαρχικών διαδικασιών για ανάρμοστη συμπεριφορά δικαστή , μετά την άσκηση κριτικής στην έκθεση επιθεώρησης σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του που συντάχθηκε από άλλο ανώτερο δικαστή.
Στις αρχές του 2009 ο προσφεύγων, δικαστής του περιφερειακού δικαστηρίου, υπέβαλε αίτηση για θέση δικαστή στο Περιφερειακό δικαστήριο Gliwice.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής, ο εντεταλμένος επιθεωρητής δικαστής συνέταξε έκθεση σχετικά με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του προσφεύγοντος, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι είχε τριβές με τους προϊσταμένους του, καθώς δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες τους.
Απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Περιφερειακού Δικαστηρίου Gliwice, απάντησε επί της έκθεσης σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούσε ως δικαστής, ισχυριζόμενος ότι ήταν «επιφανειακή, άδικη και μεροληπτική». Επανέλαβε αυτές τις παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Γενικής Συνέλευσης των περιφερειακών δικαστών, η οποία καταψήφισε την προαγωγή του προσφεύγοντος.
Επέκρινε την έκθεση και πάλι όταν άσκησε έφεση κατά της μεταγενέστερης απόφασης του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης να μην διαβιβαστεί η υποψηφιότητά του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του το Νοέμβριο του 2009.
Στη συνέχεια ασκήθηκε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος και τον Μάρτιο του 2011 κρίθηκε ένοχος για ανάρμοστη συμπεριφορά δικαστή και του δόθηκε σύσταση. Η έφεσή του εναντίον της εν λόγω απόφασης και η επακόλουθη συνταγματική καταγγελία ήταν ανεπιτυχείς. Τα δικαστήρια ουσιαστικά έκριναν ότι η κριτική του προσφεύγοντος παραβίασε τα πρότυπα της δικαστικής αξιοπρέπειας, υπονομεύοντας όχι μόνο τη φήμη του επιθεωρητή δικαστή αλλά και την απονομή της δικαιοσύνης στο σύνολό της.
Υπέρ της αυτοσυγκράτησης αλλά και της ελευθερίας της έκφρασης
Το ΕΔΔΑ στην απόφαση του μεταξύ άλλων αναγνώρισε ότι οι δικαστές θα πρέπει να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες είναι πιθανό να τεθούν υπό αμφισβήτηση η αρχή και η αμεροληψία του δικαστικού συστήματος. Ωστόσο, εν προκειμένω, οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος δεν αφορούσαν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αλλά αφορούσαν ένα εσωτερικό στάδιο της διαδικασίας προαγωγής κατά την οποία ένας ανώτερος δικαστής αξιολόγησε το έργο του.
Παρόλο που μπορεί να αποδειχθεί απαραίτητο για την προστασία του δικαστικού σώματος από σοβαρές επιζήμιες επιθέσεις που είναι ουσιαστικά αβάσιμες, αυτό δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να απαγορευθεί σε άλλους δικαστές να εκφέρουν τις απόψεις τους. Στην παρούσα υπόθεση, ο επιθεωρητής δικαστής συνέταξε την έκθεση επιθεώρησης ενώ ενεργούσε υπό επίσημη ιδιότητα και θα μπορούσε , ως εκ τούτου, να υποβληθεί σε κριτική εντός των επιτρεπόμενων ορίων, και όχι μόνο με θεωρητικό και γενικό τρόπο.
Σχόλιο Βασίλη Χειρδάρη
Πολύ σημαντική η απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για τους δικαστές και την ελευθερία της έκφρασης. Είναι γεγονός ότι οι επιθεωρήσεις για το έργο της αξιολόγησης των δικαστών είναι μια θεμιτή και θεσμική πρακτική σε παγκόσμιο επίπεδο που έχει σκοπό την ποιοτική βελτίωση του δικαστικού έργου.
Η επιθεώρηση είναι ένα είδος ελέγχου των δικαστών και ένα είδος επαγγελματικής κριτικής στον ελεγχόμενο. Ουσιαστικά υποδηλώνει ότι ουδείς είναι ανέλεγκτος και όλοι υποχρεούνται σε έλεγχο του έργου που παράγουν, πολύ δε περισσότερο όταν αυτό έχει ως περιεχόμενο την απονομή δικαιοσύνης.
Το ΕΔΔΑ επανειλημμένα έχει εκφράσει την πάγια νομολογιακή θέση του ότι οι δικαστές πρέπει να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση κατά την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες είναι πιθανό να τεθούν υπό αμφισβήτηση η εξουσία και η αμεροληψία του δικαστικού σώματος.
Στην απόφαση που παρουσιάζεται στο χώρο αυτό ο προσφεύγων δικαστής ελέγχθηκε από επιθεωρητή, ανώτερό του δικαστικό. Η έκθεση της επιθεώρησης δεν ήταν ευνοϊκή γι΄αυτόν και τον χαρακτήρισε ως μη προσαρμοστικό. Σε γενική συνέλευση δικαστών διαμαρτυρήθηκε για την έκθεση σε βάρος του και την χαρακτήρισε ως επιφανειακή, άδικη και μεροληπτική.
Τα δικαστικά όργανα που επελήφθησαν στη συνέχεια έκριναν ότι η έκθεση της επιθεώρησης περιείχε ανακρίβειες. Παρ΄ όλα αυτά ο ελεγχόμενος δικαστής τιμωρήθηκε πειθαρχικά και δεν προήχθη.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου με την παρουσιαζομένη απόφαση επεκτείνει το πλαίσιο της δυνατότητας άσκησης κριτικής των δικαστών, με βάση την ελευθερία της έκφρασης, και στις εκθέσεις αξιολόγησής τους από ανώτερους δικαστικούς, όταν η κριτική στηρίζεται σε πραγματική βάση. Το αξίωμα «και οι κρίνοντες κρίνονται» φέρνει πιά τη νομολογιακή σφραγίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο χώρο των δικαστών.
Το Στρασβούργο αναφέρει ότι δεν μπορεί να απαγορευθεί στους δικαστές να εκφράζουν τις απόψεις τους, μέσω κρίσεων και απόψεων, που στηρίζονται σε επαρκή (απλώς) πραγματική βάση, όταν αυτές αφορούν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος που σχετίζονται με τη λειτουργία του συστήματος της δικαιοσύνης, όπως εν προκειμένω η επιθεώρηση των δικαστών. Σημαντική είναι η ρήση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι δεν είναι δυνατόν να απαγορευθεί οποιαδήποτε κριτική των δικαστών. Η απαγόρευση βρίσκεται εκτός του θεσμικού πλαισίου της ΕΣΔΑ, του κράτους δικαίου και του σύγχρονου νομικού πολιτισμού.
Κατά την απόφαση ο επιθεωρητής ετοίμασε την έκθεση αξιολόγησης του ελεγχόμενου δικαστή ενεργώντας υπό επίσημη ιδιότητα και οφείλει να ανέχεται συγκεκριμένη κριτική εντός των επιτρεπόμενων ορίων, και όχι μόνο με θεωρητικό, αφηρημένο και γενικό τρόπο.
Σημαντική είναι η αναφορά του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στο ότι ο προσφεύγων προέβη στην κριτική του προς τον ανώτερο δικαστή ασκώντας νόμιμο δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας της έκφρασης, με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων του στο πλαίσιο της διαδικασίας προαγωγής του, υποβάλλοντας την κριτική του σε αρμόδιους φορείς, όπως η Γενική Συνέλευση των δικαστών.
Το ΕΔΔΑ επιστηρίζοντας περαιτέρω την απόφασή του τόνισε εμφαντικά ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στην άσκηση αυτής της ελευθερίας και ότι η πειθαρχική καταδίκη του δικαστή μπορεί να έχει αντίκτυπο στη σταδιοδρομία του.
Η απόφαση επιτυγχάνει τη θωράκιση της ελευθερίας της έκφρασης και σε δύσκολα προσβάσιμους χώρους, όπως αυτούς των δικαστών και της δικαιοσύνης.
Η κριτική και η έκφραση απόψεων είναι εκφάνσεις της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης που όχι μόνον δεν βλάπτουν τη δικαιοσύνη και τη δικαστική ιεραρχία αλλά αντίθετα ενισχύουν τους θεσμούς, την καθαρότητα, τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα και αμεροληψία όλων, πολύ δε περισσότερο όσους ελέγχουν τους άλλους. Η δημοκρατία δεν έχει ούτε στεγανά, ούτε σκοτεινές πλευρές που βρίσκονται στο απυρόβλητο. Όλοι πρέπει να ελέγχουν και όλοι να ελέγχονται.
Όσο ψηλά και να βρίσκονται…
* Ο Βασίλης Χειρδάρης είναι Ποινικολόγος
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου