Τον κίνδυνο σοβαρής αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της πανδημίας επισήμανε μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, τονίζοντας τη χρησιμότητα της δημιουργίας ενός δικτύου κακών τραπεζών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να διευκολυνθεί η μείωση των προβληματικών δανείων, αλλά και ότι οι συγχωνεύσεις τραπεζών μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης στα διαρθρωτικά προβλήματα του τομέα.
Ο επικεφαλής του SSM εμφανίστηκε καθησυχαστικός για τις ως τώρα εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο, σημειώνοντας ότι η ανάλυση που έκανε η EKT τον Ιούλιο έδειξε πως με το βασικό σενάριο για την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη (ύφεση 8,7% φέτος και ισχυρή ανάκαμψη το 2021) οι τράπεζες θα μπορούσαν να αντέξουν τις επιπτώσεις στην ποιότητα χαρτοφυλακίων τους και στα κεφάλαια τους.
Έσπευσε όμως να τονίσει ότι σε ένα λιγότερο πιθανό σενάριο, που όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί, η ενδεχόμενη βαρύτερη ύφεση φέτος και πιο ασθενής ανάκαμψη το 2021 θα μπορούσε να προκαλέσει πολύ σοβαρότερη επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού και εξασθένηση της κεφαλαιακής επάρκειας.
Όπως είπε ο κ. Ενρία, επτά μήνες από τα πρώτα εθνικά lockdown στην Ευρώπη έχει αρχίσει άλλη μία δύσκολη φάση της κρίσης με αυξανόμενα κρούσματα και πρόσθετα περιοριστικά μέτρα. Σε αυτό το σημείο, τόνισε, η βασική προτεραιότητα των εποπτικών αρχών είναι να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες είναι καλά προετοιμασμένες για να διαχειριστούν τις συνέπειες της κρίσης και ότι ειδικότερα θα κινηθούν έγκαιρα για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού.
Ως τώρα η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν ήταν μεγάλη αλλά όπως είπε ο επικεφαλής της εποπτείας αναμένεται πως μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης, όπως είναι οι αναστολές πληρωμών, θα σημειωθεί αύξηση των προβληματικών δανείων. Για τις περισσότερες τράπεζες το κόστος ρίσκου θα αυξηθεί σε σχέση με το 2019, υπογράμμισε.
Η πρόταση για bad bank
Πέρα από την ανάγκη να είναι καλά προετοιμασμένες ίδιες τις τράπεζες για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης ο κ. Ενρία σημείωσε ότι από την πλευρά των αρχών μπορούν να αναληφθούν πρωτοβουλίες για να υποστηριχθεί η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Από αυτή την άποψη, τόνισε ο κ. Ενρία, η κεντρική τράπεζα υποστηρίζει πλήρως την πρωτοβουλία της Κομισιόν να επεξεργαστεί ένα νέο σχέδιο δράσης για τη μείωση των NPL, κυρίως με τη λήψη μέτρων που θα ενισχύσουν τη δευτερογενή αγορά δανείων, δηλαδή για να διευκολυνθούν οι τράπεζες να πουλήσουν ή να τιτλοποιήσουν προβληματικά δάνεια.
Εκτός από την πρωτοβουλία αυτή όμως ο κ. Ενρία επανέφερε την πρόταση που έκανε πρόσφατα μέσω άρθρου στους Financial Times, για την ίδρυση ευρωπαϊκών εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, δηλαδή κακών τραπεζών, οι οποίες θα λειτουργήσουν σε εθνικό επίπεδο αλλά θα δικτυωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, αλλά και να εφαρμόσουν κοινούς κανόνες, όπως για παράδειγμα στην τιμολόγηση των δανείων που θα μεταφερθούν από τις τράπεζες στις bad banks.
«Είναι κρίσιμο να γίνουμε πιο γρήγοροι και να εφαρμόσουμε ενιαίες λύσεις που θα είναι αποτελεσματικές στην προώθηση της απαραίτητης αναδιάρθρωσης του τραπεζικού κλάδου», υπογράμμισε ο κ. Ενρία, τονίζοντας ότι έχουν ακόμη παραμείνει στον κλάδο σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες που δεν έχουν αντιμετωπιστεί παρά τη μεγάλη οικονομική στήριξη από τις κυβερνήσεις.
Όπως είπε, οι χαμηλές αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών εξηγούνται από τη χαμηλή κερδοφορία, τη φτωχή αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορά το κόστος, την υπερβάλλουσα δυναμικότητα και τις αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων. Για την ισχυροποίηση του κλάδου, τόνισε ο κ. Ενρία, η περαιτέρω συγκέντρωση, δηλαδή οι εξαγορές και συγχωνεύσεις για δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, θα μπορούσε να είναι μέρος της λύσης, αν και, όπως αναγνώρισε, είναι δύσκολες οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις στην Ευρώπη.
Σχετικά με την τραπεζική ενοποίηση στην Ευρώπη, ο κ. Ενρία υπενθύμισε ότι, με τις τελευταίες αλλαγές των κανόνων που έχουν γίνει, οι τράπεζες που θα κρίνεται από τον SSM ότι είναι πιθανό να καταρρεύσουν θα περνούν σε εκκαθάριση από τις εθνικές αρχές. Τόνισε, πάντως, ότι οι δυσκολίες που έχουν παρουσιαστεί σε ό,τι αφορά την καθιέρωση ευρωπαϊκής εγγύησης καταθέσεων αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο στην προώθηση της τραπεζικής ενοποίησης.
Καθημερινά τετ α τετ με τους συμβούλους της κυβέρνησης – τη γαλλική Lazard και την Axia Ventures – έχουν στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τα οποία έχουν αναλάβει την παρουσίαση του σχεδίου για τη δημιουργία bad bank.
Πηγές με γνώση των επίμαχων διαβουλεύσεων επισημαίνουν στο ΝΜ πως τα δύο μέρη έχουν πλέον εισέλθει στον «πυρήνα» της πρότασης, αναλύοντας τις λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν τόσο με τη χρηματοδότηση του όλου εγχειρήματος όσο και με την τιμολόγηση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία θα μεταβιβαστούν στην Bad Bank και αναμένεται να «αγγίξουν» τα 40 με 45 δισ. ευρώ.
«Στην Ευρώπη έχει ανοίξει μία συζήτηση για τη δημιουργία ενός δικτύου εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC), με τη μεν, χρηματοδότηση να διασφαλίζεται από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό και τη δε, τιμολόγηση να είναι εναρμονισμένη για όλα τα κράτη – μέλη», σχολιάζουν οι παραπάνω πηγές, υπογραμμίζοντας πως το ελληνικό σχέδιο θα μπορούσε κάλλιστα να τεθεί υπό αυτή την «ομπρέλα».
Το θέμα ανέπτυξε σε άρθρο του στους Financial Times ο επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Aντρέα Ενρία. «Ένα ευρωπαϊκό δίκτυο εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, εάν έχει σχεδιαστεί κατάλληλα, θα μπορούσε να υποστηρίξει μία συμμετρική ανάκαμψη των οικονομιών μας. Εάν η χρηματοδότηση παρέχεται ή διασφαλίζεται από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό, κάθε εθνική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ανεξάρτητα από την τοποθεσία της, θα επωφεληθεί από την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ και θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε αγορές με καλύτερους όρους», τόνιζε χαρακτηριστικά και συνέχιζε:
«Ωστόσο, οι κοινοί οικονομικοί πόροι, με όλα τα συνοδευτικά οφέλη τους, απαιτούν, επίσης, κατάλληλα τυποποιημένες και επαληθευμένες μεθοδολογίες και δεδομένα αποτίμησης για τον καθορισμό της τιμής μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων».
Σε αντίθεση, πάντως, με το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα που επανεκτίμησε σε χαμηλότερα επίπεδα το ύψος των κορωνοδανείων, ο Enria θεωρεί πως σε ένα ισχυρό, αλλά εύλογο σενάριο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) στις τράπεζες της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να φθάσουν το 1,4 τρισ. ευρώ, δηλαδή, πολύ πάνω από τα επίπεδα της κρίσης του 2009.
Το σχέδιο της ΤτΕ, πάντως, πέρα από τον… βραχνά των «κόκκινων» δανείων ευελπιστεί να αντιμετωπίσει και το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου. Αυτός τον περασμένο Μάρτιο αντιπροσώπευε το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων, ενώ μέχρι τοπ τέλος του τρέχοντος έτους, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Οι τράπεζες, δηλαδή, θα «σβήνουν» φορολογική απαίτηση αντίστοιχη της ετήσιας προμήθειας για την κρατική εγγύηση.
Όσον αφορά στην εγγραφή της ζημιάς από τη μεταβίβαση των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες θα έχουν την δυνατότητα να την «μοιράσουν» σε δύο, τρεις, πέντε ή και παραπάνω χρήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, θα αξιοποιούνται στο έπακρο οι δομές των servicers.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, εάν μεταβιβαστούν στην Asset Management Company (AMC), τα «κόκκινα» δάνεια, για παράδειγμα, της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έχει κλείσει συμφωνία με την Intrum, τότε η τελευταία θα είναι εκείνη, που θα αναλάβει τη διαχείριση και στην περίπτωση της Bad Bank.
πηγες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου