Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σχετικά στοιχεία που παρέθεσε προ λίγων ημερών το ypaithros.gr :
Από πλευράς ελληνικών εξαγωγών, τέσσερα στοιχεία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
✱ H θεαματική αύξηση των εξαγωγών βάμβακος, οι οποίες ανήλθαν σε 258,6 εκατ. ευρώ έναντι 97,11 εκατ. ευρώ το 2018 (άνοδος 166,3%), πιστοποιώντας ότι η γειτονική χώρα αποτελεί τον κύριο εξαγωγικό προορισμό του προϊόντος. Η επίδοση αυτή έφερε το βαμβάκι στη δεύτερη θέση των εξαγωγών προς την Τουρκία το 2019, με μερίδιο 13,1%, πίσω μόνο από τα πετρελαιοειδή και, αν εξαιρεθούν τα τελευταία, στην πρώτη με ποσοστό που αγγίζει το 30% (29,6%).
✱ Η αύξηση 66,4% σε ετήσια βάση στις εξαγωγές δημητριακών, κατά κύριο λόγο ρυζιού, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε 38,9 εκατ. ευρώ (μερίδιο 2% στο σύνολο των εξαγωγών και 4,5% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) από 23,4 εκατ. ευρώ το 2018 και 26,7 εκατ. ευρώ το 2017.
✱ Οι ανεβασμένες σε ποσοστό 28% εξαγωγές καπνού οι οποίες ανήλθαν σε 13,9 εκατ. ευρώ (μερίδιο 0,5% στις συνολικές εξαγωγές και 1,2% αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή) από 10,9 εκατ. ευρώ που ήταν το 2018 και 9,5 εκατ. ευρώ το 2017
✱ Στα νωπά φρούτα, καταγράφηκε μια διόλου ευκαταφρόνητη ετήσια αύξηση 16,8% σε σχέση με το 2018 ωστόσο το νούμερο των 5,4 εκατ. ευρώ παραμένει μικρό και, επιπλέον, υπολείπεται σημαντικά των 9,8 εκατ. ευρώ του 2017.
Κερκόπορτα για τα ψάρια
Στο μέτωπο των εισαγωγών τώρα, το πλέον εντυπωσιακό και, ταυτόχρονα, άκρως ανησυχητικό στοιχείο αφορά τη ραγδαία αύξηση των «αφίξεων» τουρκικών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας και ανοιχτής θάλασσας. Η αξία των εισαγωγών αυτών υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μια τριετία, φτάνοντας από 32,1 εκατ. ευρώ το 2017 στα 67,1 εκατ. ευρώ το 2019. Πρόκειται για ψάρια, τα οποία εκτελωνίζονται στην Ελλάδα και στη συνέχεια προωθούνται ως τουρκικά στις αγορές της ΕΕ (Ιταλία, Ισπανία κ.λπ.), αξιοποιώντας το ελληνικό δίκτυο. Σημειωτέον ότι στο ίδιο διάστημα οι ελληνικές εξαγωγές ψαριών στην Τουρκία περιορίστηκαν σε 414.000 ευρώ το 2017, 482.000 ευρώ το 2018 και 472.000 ευρώ το 2019 όταν π.χ. το 2016 άγγιζαν τα 900.000 ευρώ και το 2015 ξεπερνούσαν τα 1,7 εκατ. ευρώ.
Ισχυρός παίκτης στο ελαιόλαδο
Από τη λίστα των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία απουσιάζει το ελαιόλαδο και υπάρχουν τουλάχιστον δύο λόγοι γι’ αυτό: Ο πρώτος είναι η μεγάλη αύξηση της ντόπιας παραγωγής, η οποία σε ετήσια βάση κυμαίνεται μεταξύ 150.000-200.000 τόνων, κατατάσσοντας τη χώρα στην πέμπτη θέση παγκοσμίως (πίσω από την Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Τυνησία). Μάλιστα, πέρα από τον έλεγχο της εσωτερικής αγοράς, όπου το τουρκικό ελαιόλαδο πωλείται στη λιανική από 20 έως 50 λίρες/λίτρο (3,5 έως 8 ευρώ περίπου), εσχάτως οι γείτονες έχουν αναπτύξει και μια αξιόλογη εξαγωγική δραστηριότητα. Ενδεικτικά και σύμφωνα με στοιχεία του τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου, οι εξαγωγές ελαιολάδου το 2017 ανέρχονταν σε 177 εκατ. ευρώ και το 2018 σε 200 εκατ. ευρώ, την ώρα που οι ελληνικές εισαγωγές είναι μηδενικές.
Ο δεύτερος λόγος για την ουσιαστικά ανύπαρκτη παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου στην Τουρκία είναι ο υψηλός δασμολογικός συντελεστής, ο οποίος ανέρχεται σε 31,2%. Το νούμερο αυτό βέβαια φαντάζει μικρό αν συγκριθεί με τους υπέρογκους συντελεστές που καλούνται να αντιμετωπίσουν άλλα είδη διατροφής και οι οποίοι καθιστούν την εισαγωγή τους ασύμφορη. Όπως εξηγεί η έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ, ο κλάδος των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων της Τουρκίας εν γένει χαρακτηρίζεται από υψηλό προστατευτισμό ως προς τον εξωτερικό ανταγωνισμό – είτε μέσω πρακτικών που δυσχεραίνουν τις εισαγωγές είτε μέσω υψηλών δασμών.
Με συντελεστή… 138% η κεφαλογραβιέρα
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των τυροκομικών και δη της φέτας στην οποία επιβάλλεται δασμός 178%, ενώ το κεφαλοτύρι και η κεφαλογραβιέρα επιβαρύνονται με 138%. Αν και υπάρχει μια ποσόστωση 2.000 τόνων, οι οποίοι απαλλάσσονται από δασμούς, δεν εφαρμόζεται η λογική της ΕΕ («first come-first served»), αλλά έχει οριστεί μια οροφή 3 τόνων ανά δασμολογικό κωδικό και ανά αίτηση. Σημειωτέον ότι για τις κατηγορίες τυριών που δεν θεωρούνται ανταγωνιστικές προς την ντόπια παραγωγή η δασμολογική επιβάρυνση είναι αισθητά χαμηλότερη (π.χ. 43% για την παρμεζάνα και το ροκφόρ).
Αποτρεπτική κρίνεται η δασμολογική επιβάρυνση και για πολλά άλλα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, τα οποία θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να κερδίσουν μερίδια στην τουρκική αγορά. Ενδεικτικά, στο μέλι ο δασμός είναι 38,5%, ενώ στα νωπά φρούτα κυμαίνεται από 45,9% έως 145,8% με τα εσπεριδοειδή, για παράδειγμα, να φτάνουν, ανάλογα με το είδος, το 54%, τα μήλα το 60,3%, τα καρπούζια το 86,4%, τα σταφύλια το 54,9% και τα ροδάκινα το 55,8%.
Αντίστοιχα, στα λαχανικά οι δασμοί κινούνται μεταξύ 19,3% και 49,5% (π.χ. 48,6% στη ντομάτα), στους ξηρούς καρπούς από 30% έως 145,8%, στο ρύζι από 30% έως 45%, ενώ ακόμα πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στο κρέας, όπου η επιβάρυνση ξεκινά από το 100% και φτάνει, ανάλογα την περίπτωση, μέχρι το 225%.
Ελάχιστες οι ευκαιρίες για τα ελληνικά προϊόντα
Με δεδομένο το ισχυρό εμπόδιο των δασμών, αλλά και τις ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές των ντόπιων προϊόντων, στην παρούσα φάση δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλά περιθώρια για σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων και ποτών στην τουρκική αγορά. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα τα αλκοολούχα: Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του γραφείου ΟΕΥ, αν και η κατανάλωση αλκοόλ είναι ιδιαίτερα χαμηλή σε σχέση με την ΕΕ και πιέζεται ακόμα περισσότερο λόγω της υψηλής φορολογίας, υπάρχει στη χώρα μια μεσαία και ανώτερη τάξη που διευρύνεται ενώ και τα καταναλωτικά πρότυπα αλλάζουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο πλέον ζει δυτικότροπα, να αναζητά διαρκώς νέα και υψηλής ποιότητας προϊόντα. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση του μεριδίου των ελληνικών κρασιών, καθώς και ποτών, όπως το ούζο, με τα οποία, λόγω των αυξημένων τα τελευταία χρόνια τουριστικών ροών προς τη χώρα μας, οι Τούρκοι καταναλωτές είναι πλέον αρκετά εξοικειωμένοι. Άλλες κατηγορίες στις οποίες η ελληνική πρεσβεία διαβλέπει κάποιες προοπτικές είναι τα κατεψυγμένα, τα βιολογικά, έτοιμα για μαγείρεμα ή για κατανάλωση τρόφιμα, καθώς και τα προϊόντα gourmet και υγιεινής διατροφής. Υποβοηθητικά θα μπορούσε να λειτουργήσει το γεγονός ότι όλο και περισσότερες γυναίκες πλέον εργάζονται (34% του συνολικού εργατικού δυναμικού το 2019) και, ως εκ τούτου, ενισχύεται η ζήτηση για συσκευασμένα προϊόντα, κατεψυγμένα, έτοιμα γεύματα κ.λπ. Ευνοϊκά κρίνονται και τα γενικότερα δημογραφικά στοιχεία της χώρας (μ.ό. ηλικίας 32,4 έτη), η διεύρυνση των μεσαίων πληθυσμιακών στρωμάτων, αλλά και η αυξητική τάση εισόδου ποιοτικών προϊόντων (π.χ. βιολογικά, μεσογειακή διατροφή).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου