Μετά από απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, συνεδριάζει εκτάκτως την Παρασκευή 11.9.2020 και ώρα 14.00 η Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος για να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις κατατεθείσες στη διαβούλευση νομοθετικές διατάξεις για την ιδιωτική πτώχευση, τους υπερχρεωμένους δανειολήπτες (νόμος «Κατσέλη») και την πρώτη κατοικία.
Δημοσιεύονται οι εισηγήσεις των συναδέλφων Ιωάννας Καλαντζάκου, Δημητρίου Λυρίτση και Σεραφείμ Σωτηριάδη, που θα αποτελέσουν βάση διαλόγου για να ληφθούν αποφάσεις από την Ολομέλεια.
Εισήγηση Ιωάννας Καλαντζάκου:
Σημαντικές παρατηρήσεις σε σημεία του σχεδίου του Κώδικα διευθέτησης οφειλών, που έχει τεθεί σε διαβούλευση.
Με το σχέδιο του Κώδικα διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας επιχειρείται τομή στο ελληνικό πτωχευτικό δίκαιο, προκειμένου οι αποτυγχάνοντες οικονομικά να έχουν, υπό προϋποθέσεις, τη δυνατότητα νέας οικονομικής δραστηριοποίησης. Σχετικώς, παρακαλούμε να σημειωθούν τα παρακάτω σημεία, όπου το σχέδιο χρειάζεται βελτίωση, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό:
· Στο ενημερωτικό σημείωμα του Υπουργείου Οικονομικών εξαίρεται ως ιδιαίτερα σημαντικό σημείο του σχεδίου το ότι απαλλάσσονται τα μέλη διοίκησης των νομικών προσώπων που πτωχεύουν και επιλύεται έτσι «ένα διαχρονικό πρόβλημα με την ευθύνη των διοικούντων. Ωστόσο, το α.104 του σχεδίου προβλέπει ότι η απαλλαγή του εκπροσώπου αφορά μόνο τις οφειλές που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου και έξι μήνες προ αυτής. Οι επιχειρήσεις, όμως, που οδηγούνται σε πτώχευση έχουν πάντοτε οφειλές που ανατρέχουν σε πολύ μακρότερες χρονικές περιόδους, καθώς καμία επιχείρηση δεν παύει τις πληρωμές της «αμαχητί»: της πτώχευσης προηγείται πάντοτε μια παρατεταμένη προσπάθεια διάσωσης και εξυγίανσης. Όταν αυτή αποτυγχάνει, πολλές από τις υφιστάμενες οφειλές έχουν γεννηθεί ακόμη και πριν από αρκετά χρόνια, αλλά μέχρι την επέλευση της παύσης πληρωμών είχαν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διακανονισμό. Για να έχει πρακτική σημασία η διάταξη, η απαλλαγή των εκπροσώπων πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις πτωχευτικές υποχρεώσεις.
· Ως προς την απαλλαγή των φυσικών προσώπων, στο α.103 του σχεδίου αναφέρεται ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέστηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια.
Καθώς σε περιπτώσεις υπερχρέωσης επιχειρήσεων η ελληνική νομοθεσία προβλέπει πολλά «τυπικά» ποινικά αδικήματα για καθυστέρηση οφειλών (όπως για τη μη πληρωμή αποδοχών και αποζημιώσεων απόλυσης, τη μη πληρωμή επιταγών και την καθυστέρηση εξόφλησης οφειλών προς το Δημόσιο και ασφαλιστικούς οργανισμούς), πρέπει να διευκρινισθεί ή τροποποιηθεί η φράση «οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα», ώστε να αποσαφηνιστεί ότι η απαλλαγή του πτωχού, εφόσον κριθεί έντιμος και συνεργάσιμος, εκτείνεται σε όλες τις επιχειρηματικές/εμπορικές υποχρεώσεις του.
· Πρέπει, επίσης, να περιληφθεί στο σχέδιο ειδική μεταβατική διάταξη, που θα προβλέπει την απαλλαγή και ήδη πτωχευμένων ή εκπροσώπων ήδη πτωχευμένων επιχειρήσεων, εφόσον έχει παρέλθει τριετία από την πτώχευση και συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της καλής πίστης του πτωχού κλπ.
· Γενικότερα, η μεταβατική διάταξη του α.170 δεν είναι απόλυτα σαφής ως προς το ποιες διατάξεις του νέου Κώδικα θα εφαρμόζονται και στις ήδη εκκρεμείς διαδικασίες, ώστε η διάταξη χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση.
· Σε ειδικότερο θέμα, τα α. 18 παρ.10 και α.26 του σχεδίου προβλέπουν ότι εκχωρήσεις απαιτήσεων και κατασχέσεις απαιτήσεων εις χείρας τρίτων εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την πτώχευση, ακόμη και αν οι σχετικές απαιτήσεις γεννώνται μετά την κήρυξή της. Αυτό σημαίνει ότι οι εκδοχείς και οι κατασχόντες έρχονται σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των λοιπών πτωχευτικών πιστωτών, ακόμη και αν δεν έχουν προνόμιο. Οι σχετικές διατάξεις πρέπει ενδεχομένως να επανεξεταστούν.
· Στο α.94 προβλέπεται ότι, αν γίνει σειρά άγονων πλειστηριασμών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η κυριότητα του πλειστηριαζόμενου «περιέρχεται στο Δημόσιο». Πρόκειται για αντισυνταγματική διάταξη, αφού επί της ουσίας συνιστά δήμευση και μάλιστα επί ζημία των πτωχευτικών πιστωτών. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προβλεφθεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τα πλειστηριαζόμενα θα περιέρχονται στο Δημόσιο έναντι χαμηλού τιμήματος, το οποίο θα καταβάλλεται υπέρ των πιστωτών.
Εισήγηση Σεραφείμ Σωτηριάδη:
ΑΡΘΡΟ 166
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΑΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΖΗΤΗΜΑ 1ο – ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Διαπιστώνουμε ότι, παρά την τιτλοφόρηση του Άρθρου 166 «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΥΑΛΩΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΕΣ» , η κατοικία των οφειλετών φυσικών προσώπων, στην ουσία, δεν φαίνεται να προστατεύεται αποτελεσματικά, και αυτό γιατί απευθύνεται σε σημαντικά περιορισμένη κατηγορία οφειλετών.
Ειδικότερα:
Στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής διάταξης, εμπίπτουν οι οφειλέτες- φυσικά πρόσωπα, που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και χαρακτηρίζονται «ευάλωτοι» σύμφωνα με το άρθρο 73 Ν. 4472/2014. Πρέπει δηλαδή ο οφειλέτης να πληροί πολύ συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, τα οποία είναι τα εξής:
Α) Εισοδηματικά :Το συνολικό εισόδημα να μην υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Στη μονογονεϊκή οικογένεια για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο. Το συνολικό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 21.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.
Β) Περιουσιακά : Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού να μην υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως των 180.000 ευρώ. Το συνολικό ύψος των καταθέσεων του νοικοκυριού ή/και η τρέχουσα αξία μετοχών, ομολόγων κ.λπ. να μην υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενα κατά 3.500 ευρώ για κάθε επιπλέον μέλος του νοικοκυριού. Στη μονογονεϊκή οικογένεια για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με απροστάτευτα τέκνα, ορίζεται προσαύξηση 7.000 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο. Επισημαίνεται δε ότι ο οφειλέτης και τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού πρέπει να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην ελληνική επικράτεια κατά τα τελευταία 5 έτη, όπως προκύπτει από την υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος για τα έτη αυτά.
Γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι οι τόσο αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπονται για να μπορέσει κάποιος να χαρακτηρισθεί ως «ευάλωτος οφειλέτης» αφήνει εκτός πλαισίου εφαρμογής του νόμου τεράστια κατηγορία οφειλετών, οι οποίοι καίτοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία των «ευάλωτων» ανταπεξέρχονται πολύ δύσκολα στις καθημερινές τρέχουσες ανάγκες των ιδίων ή/ και των μελών της οικογένειάς τους. Οι οφειλέτες αυτοί, δε θα έχουν κανένα απολύτως τρόπο να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους, ακόμη και αν δεχθούμε ότι το άρθρο 166 παρέχει μια κάποια προστασία, αφού δε θα δύνανται ούτε καν να το μεταβιβάσουν στον προβλεπόμενο στην παρ 11 του άρθρου 166 Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης και να τον μισθώσουν από αυτόν. Έτσι δε θα έχουν την ευκαιρία, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άνω άρθρο, να επανακτήσουν το δικαίωμα της κυριότητάς τους επί της πρώτης κατοικίας τους.
Όλοι εκείνοι οι οφειλέτες οι οποίοι δε θα μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία των «ευάλωτων οφειλετών», θα αποστερηθούν εσαεί το δικαίωμα της κυριότητας, της νομής και της κατοχής της κατοικίας τους. Πρέπει δε να τονισθεί τούτο:
Είναι αληθές ότι έχουν σε πολλές περιπτώσεις παρατηρηθεί φαινόμενα καταστρατήγησης των ευνοϊκών διατάξεων του Νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και την προστασία της πρώτης κατοικίας, χωρίς βέβαια γι αυτό να ευθύνονται οι οφειλέτες καθ’ εαυτοί, αλλά οι ίδιες οι διατάξεις και κυρίως η δικαστηριακή πρακτική.
Στον αντίποδα ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το δικαίωμα στην κατοικία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα, και το οποίο φαίνεται, μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 166, να καταπατάται. Μάλιστα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι βιώνουμε μια πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική ύφεση, οι απόρροιες της οποίας φαίνεται πως θα συνεχίσουν να μας επηρεάζουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η λύση σίγουρα δεν είναι από το ένα άκρο να φθάνουμε στο άλλο, αλλά να βρίσκουμε την χρυσή τομή.
ΠΡΟΤΑΣΗ 1η - ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Δοθέντων όλων των ανωτέρω, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ να τεθούν στις διατάξεις του άρθρου 166, συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ευρύτερα από εκείνα που συνάγονται από το άρθρο 3 ν. 4472/2017. Τούτο, θα μπορούσε να επιτευχθεί με αύξηση του ορίου του συνολικού εισοδήματος ανά κατηγορία. Άλλως με την εισαγωγή ενός νέου ορισμού του «ευάλωτου οφειλέτη», λαμβανομένων υπόψη και των τρεχουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών .
Με τον τρόπο αυτό, θα παρασχεθεί η δυνατότητα σε σημαντικά περισσότερους οφειλέτες να μπορούν τελικώς έστω να μισθώσουν την κατοικία τους, την οποία θα έχουν ήδη μεταβιβάσει στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, και στη συνέχεια να μπορούν να την επαναγοράσουν από αυτόν.
ΖΗΤΗΜΑ 2ο: ΦΟΡΕΑΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΜΙΣΘΩΣΗΣ
Η προστασία της κατοικίας η οποία παρέχεται στην περιορισμένη κατηγορία των «ευάλωτων οφειλετών», βέβαια, ουδόλως σημαίνει ότι η κατοικία τους δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης ή μέρος της πτωχευτικής περιουσίας. Όλως αντιθέτως, δοθείσης της ρητής υπαγωγής της πρώτης κατοικίας στην πτωχευτική περιουσία και της πτωχευτικής ικανότητας όλων των φυσικών προσώπων, οι οφειλέτες δεν δύνανται, εάν πτωχεύσουν ή επισπευθεί σε βάρος της κατοικίας τους αναγκαστική εκτέλεση, να διατηρήσουν το δικαίωμα της κυριότητάς τους. Η δυνατότητα η οποία τους παρέχεται με τις διατάξεις του άρθρου 166 είναι να μεταβιβάσουν την κύρια κατοικία τους στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, να την μισθώσουν από αυτόν για 12 έτη και στη συνέχεια, μετά την καταβολή του συνόλου των μισθωμάτων, θα δικαιούνται την μεταβίβαση της κυριότητας της κύριας κατοικίας τους σε αυτούς ή τους νόμιμους διαδόχους τους, έναντι τιμήματος Επαναγοράς.
Ωστόσο, σήμερα, δεν υφίστανται Φορείς Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με την παράγραφο 21 προβλέπεται ότι:
«21. Οι διαδικασίες που περιγράφονται στο παρόν άρθρο εκκινούν μόνον μετά την έναρξη λειτουργίας του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα σε αυτό. Η έναρξη λειτουργίας του Φορέα πιστοποιείται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.»
Την ίδια όμως στιγμή, στην Αιτιολογική Έκθεση ρητώς αναφέρεται το εξής «Η οποιαδήποτε καθυστέρηση ή πρόβλημα στη λειτουργία του φορέα δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την ατομική ή συλλογική εκτέλεση.»
Πρακτικά τι σημαίνει αυτό;; Σημαίνει ότι μέχρι να εκκινήσει η λειτουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, πολλές λεπτομέρειες για την λειτουργία του οποίου ορίζεται ότι θα προβλεφθούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, οι ευάλωτοι οφειλέτες, δε θα μπορούν να υπαχθούν στην προβλεπόμενη στο άρθρο 166 διαδικασία. Παράλληλα όμως, θα μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της κύριας κατοικίας τους!!!
Η παραχώρηση μίας τόσο καίριας αρμοδιότητας από το Δημόσιο στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης – ο οποίος μάλιστα θα είναι νομικό πρόσωπο ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ- και του οποίου παραμένει άγνωστο πότε θα εκκινήσει τη λειτουργία του, χωρίς παραλλήλως να επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο η ατομική και συλλογική εκτέλεση, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα και θα οδηγήσει στην απώλεια της κύριας κατοικίας πολλών οφειλετών, που πληρούν έστω και τα έως τη σήμερον τεθειμένα κριτήρια του ευάλωτου οφειλέτη.
ΠΡΟΤΑΣΗ 2η – ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΑΜΕΣΗΣ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΜΙΣΘΩΣΗΣ
Εξ αυτού του λόγου, και με σκοπό την αποφυγή απώλειας της κυριότητας της κύριας κατοικίας των οφειλετών, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ, η πρόβλεψη συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας κατά την οποία ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης θα εκκινήσει πλήρως τη λειτουργία του και θα δύναται να ανταπεξέλθει στις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις που θα παραχωρηθούν σε αυτόν από το Δημόσιο. Περαιτέρω, προτείνεται να προβλεφθεί ρητώς στο άρθρο 166, σε αντιδιαστολή με ό,τι αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση, ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση ή πρόβλημα στη λειτουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης και συνεπώς η μη δυνατότητα σχετικής αίτησης του ευάλωτου οφειλέτη προς τον Φορέα να υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 166, ΘΑ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη.
ΖΗΤΗΜΑ 3ο : ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΑΝΑΓΟΡΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Στο α’ εδάφιο της παρ 2 του άρθρου 166 ορίζεται ότι «2. Σε περίπτωση που ευάλωτος κηρυχθεί σε πτώχευση σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο του Κώδικα Φερεγγυότητας και Δεύτερης Ευκαιρίας, ή σε περίπτωση που επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας του αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, δύναται να υποβάλει αίτημα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και την μίσθωσή της από αυτόν.»
Περαιτέρω στην παρ 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «9. Εφόσον ο οφειλέτης καταβάλει το σύνολο των μισθωμάτων για την διάρκεια της μίσθωσης, τότε θα δικαιούται στην μεταβίβαση της κυριότητας της κύριας κατοικίας στον ίδιο ή τους νόμιμους διαδόχους του έναντι τιμήματος επαναγοράς που θα καθορισθεί σύμφωνα με την Απόφαση της παρ. 14. Σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό ασκηθεί πριν την συμβατική λήξη της μίσθωσης τότε επιπλέον του ανωτέρω τιμήματος επαναγοράς ο οφειλέτης θα οφείλει να καταβάλει στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μισθωτικής περιόδου.»
Από τις άνω διατάξεις γίνεται αντιληπτό ότι ο ευάλωτος οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να μισθώσει από τον Φορέα την κύρια κατοικία του, την οποία του έχει μεταβιβάσει, για χρονικό διάστημα 12 ετών. Προκειμένου όμως να επανακτήσει την κυριότητα της κατοικίας του, θα πρέπει να έχει καταβάλλει στον Φορέα το σύνολο των μισθωμάτων για την διάρκεια της μίσθωσης, και να καταβάλλει, πλέον αυτού, και τίμημα Επαναγοράς, όπως αυτό θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Στο β εδ της παρ 14 του άρθρου 166 ορίζεται ότι «το τίμημα θα ανταποκρίνεται στην εμπορική αξία του ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς και θα διασφαλίζει προς όφελος του Φορέα εύλογη συμμετοχή σε τυχόν υπεραξία του ακινήτου ή, σε περίπτωση όπου η αξία του ακινήτου έχει μειωθεί σε σχέση προς το τίμημα που κατέβαλε για την απόκτησή του ο Φορέας, την εύλογη προσαρμογή του προς όφελος του οφειλέτη.»
Το γεγονός ότι ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει τόσο τα μισθώματα όσο και τίμημα επαναγοράς, για να ανακτήσει την κυριότητα της κατοικίας του, η αξία του οποίου είναι εντελώς αβέβαιη αφού θα ανταποκρίνεται στην εμπορική αξία του χρόνου άσκησης του δικαιώματος της επαναμίσθωσης, καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή την κατάσταση για τον ευάλωτο οφειλέτη. Η πρόβλεψη μάλιστα ότι σε περίπτωση επαναγοράς της πρώτης κατοικίας πριν τη λήξη της μισθωτικής σύμβασης, ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλει το σύνολο των μισθωμάτων που οφείλονται ως την λήξη της συμβατικής σχέσης, κρίνεται εξοντωτική για τον ευάλωτο οφειλέτη.
Επισημαίνεται ότι οι οφειλέτες οι οποίοι μπορούν να υπαχθούν σε αυτήν τη διαδικασία, είναι ούτως ή άλλως οικονομικά οι πλέον αδύναμοι, τέτοια δε πρόβλεψη, δε θα μπορέσει στην πράξη να δώσει τη δυνατότητα σε πολλούς να ανακτήσουν την κυριότητά τους.
ΠΡΟΤΑΣΗ 3η – ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΓΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΜΕ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ
Ενόψει των ανωτέρω, προτείνεται να τεθούν το πρώτον πιο συγκεκριμένοι όροι, αλλά και ευνοϊκότεροι, ώστε να καταστεί πιο εφικτό ο οφειλέτης να επαναγοράσει την κύρια κατοικία του, χωρίς αυτό να σημαίνει την οικονομική του εξόντωση. Έτσι, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ να προβλεφθεί ότι:
Για τους οφειλέτες οι οποίοι κατά τον χρόνο του δικαιώματος της επαναγοράς, και εφόσον δεν είναι υπερήμεροι ως προς την καταβολή των μισθωμάτων, εάν αποδείξουν οικονομική αδυναμία, βάσει των φορολογικών τους δηλώσεων τα τελευταία τρία χρόνια από τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς, το τίμημα επαναγοράς να είναι μηδενικό.
Με το ίδιο σκεπτικό, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ να λαμβάνεται υπόψη για το τίμημα της επαναγοράς η οικονομική κατάσταση εκάστου εκ των οφειλετών και όχι μόνο η εμπορική αξία του ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς.
Περαιτέρω, η πρόβλεψη ότι θα διασφαλίζεται προς όφελος του Φορέα η εύλογη συμμετοχή του σε τυχόν υπεραξία του ακινήτου, κρίνεται ότι πρέπει να παραληφθεί.
ΖΗΤΗΜΑ 4ο : ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΣΘΩΣΗΣ
Στο α’ και β’ εδάφιο της παρ 10 του άρθρου 166 ορίζεται ότι «Η μίσθωση καταγγέλλεται εφόσον ο μισθωτής είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή τριών μισθωμάτων και η υπερημερία δεν θεραπευθεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την άκαρπη παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας ενός μηνός.»
Η πρόβλεψη ότι η μίσθωση μπορεί καταγγελθεί λόγω υπερημερίας ως προς την καταβολή τριών μισθωμάτων είναι ασφυκτική για τον ευάλωτο οφειλέτη, αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι αποτέλεσμα της καταγγελίας είναι ότι ο οφειλέτης υποχρεούται σε απόδοση του μισθίου, και αυτοδικαίως, η καταγγελία προκαλεί και την κατάργηση του δικαιώματος επαναγοράς της κατοικίας.
Από την στιγμή που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ίδιου κώδικα ότι «δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων.» κρίνεται ως άτοπο και άδικο να προβλέπεται ότι η σύμβαση μίσθωσης με ευάλωτο οφειλέτη, καταγγέλλεται λόγω υπερημερίας τριών (3) μισθωμάτων.
ΠΡΟΤΑΣΗ 4η : ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΞΙ (6) ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ
Ενόψει των ανωτέρω, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ η μίσθωση να καταγγέλλεται λόγω υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή έξι (6) μισθωμάτων και αν η υπερημερία δεν θεραπευθεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική όχληση του μισθωτή .
Εισήγηση του Δημήτρη Λυρίτση:
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Επί των σχεδίων νόμου του Υπ. Οικονομικών με τίτλο «Κώδικας διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας» και του Υπ. Δικαιοσύνης με τίτλο «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 κλπ».
Α. Επί του σχεδίου νόμου του Υπ. Δικαιοσύνης με τίτλο «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 κλπ»
Μετατίθεται στον αιτούντα η ευθύνη διόρθωσης παθογενειών του δικαστικού συστήματος εξαιτίας των οποίων αφενός υφίστανται καθυστερήσεις στην εκδίκαση των αιτήσεων και στην έκδοση δικαστικών επ’ αυτών αποφάσεων αφετέρου δεν επετεύχθη ο οίκοθεν επαναπροσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις παραγράφους 3 και 4 της υποπαραγράφου Α4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015.
-Επαναπροσδιορίζονται οι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό αιτήσεις που έχουν προσδιορισθεί να συζητηθούν - είτε πρόκειται για αρχική δικάσιμο ή μετά από αναβολή ή μετά από ματαίωση της υπόθεσης - μετά την 15-6-2021.
- Απαιτείται με ποινή απαραδέκτου η κατάθεση αίτησης επαναπροσδιορισμού από τον αιτούντα μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου.
- Οι αιτήσεις επαναπροσδιορισμού κατατίθενται επί ποινή απαραδέκτου σε συγκεκριμένες και ρητά προσδιοριζόμενες προθεσμίες.
- Εάν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση επαναπροσδιορισμού η αίτηση ρύθμισης των οφειλών θεωρείται μη ασκηθείσα και καταργείται αυτοδικαίως η προσωρινή διαταγή.
Παράλληλα ο προσδιορισμός αυστηρής προς τούτο προθεσμίας και η πρόβλεψη ποινής απαραδέκτου σε περίπτωση μη υποβολής αίτησης εκ μέρους του πιστωτή προσδίδουν στο σύστημα τιμωρητικό σε βάρος του οφειλέτη χαρακτήρα, που υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες της μη ολοκλήρωσης ακόμη και για λόγο ευρισκόμενο εκτός της σφαίρας επιρροής του της διαδικασίας.
- δημιουργούνται δύο κατηγορίες οφειλετών καθώς οι ως άνω τροποποιήσεις αφορούν τις αιτήσεις που έχουν προσδιοριστεί να συζητηθούν μετά την 15-6-2021 και θα δικαστούν με τους κανόνες της νέας τακτικής διαδικασίας. Οι αιτήσεις που έχουν προσδιοριστεί να συζητηθούν έως 15-6-2021 θα δικάζονται με το ισχύον μέχρι σήμερα καθεστώς της εκουσίας, γεγονός που δημιουργεί ανισότητα μεταξύ των ίδιων των οφειλετών.
- Η διαδικασία περιλαμβάνει κατάθεση αίτησης με συγκεκριμένα στοιχεία μεταξύ των οποίων (α) το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, κατοικία, διεύθυνση και Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) των διαδίκων και των νόμιμων εκπροσώπων τους, των πιστωτών έναντι των οποίων ζητείται η ρύθμιση και των προσώπων των οποίων διατάχθηκε η κλήτευση. Εφόσον μετέχουν στη διαδικασία νομικά πρόσωπα, αναγράφονται στην αίτηση η εταιρική επωνυμία και ο εταιρικός τύπος, η καταστατική έδρα, η διεύθυνση και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου. Στην περίπτωση που ζητείται ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο, αναγράφονται υποχρεωτικά οι αρμόδιες για την επιδίωξη είσπραξης των οφειλών Υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης, β) δήλωση ότι ο αιτών συναινεί στην άρση του απορρήτου των τραπεζικών και φορολογικών του πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170). Οι πιστωτές δικαιούνται να χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική πλατφόρμα προς τον σκοπό άσκησης των δικαιωμάτων της περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 10 του παρόντος, χωρίς να απαιτείται συνδρομή της εισαγγελικής Αρχής, αν εκκρεμεί κατά των πιστωτών αίτηση του άρθρου 4 του παρόντος, γ) δήλωση του έτους ανάληψης της πρώτης δανειακής υποχρέωσης, των δανειακών υποχρεώσεων που είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης ή υποθήκη σε βάρος της κύριας κατοικίας και, εάν δεν υπάρχει εμπράγματη εξασφάλιση, του έτους ανάληψης της υψηλότερης δανειακής υποχρέωσης)
Το ηλεκτρονικό πιστοποιητικό που εκδίδεται ή η έκθεση επίδοσης αναρτώνται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα με επιμέλεια του επισπεύδοντος την επίδοση. Αν η κοινοποίηση δε γίνει εντός της ως άνω προθεσμίας η αίτηση λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Η διαδικασία τυγχάνει: αφενός ιδιαίτερα τυπική, καθώς απαιτείται η συγκέντρωση πλήθους στοιχείων, των οποίων η εξασφάλιση εξαρτάται και από τους πιστωτές, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων αλλά και από την αρμόδια ΔΟΥ, καθώς δεν αποκλείεται η αναγκαιότητα αναζήτησης φορολογικών εγγράφων μη υφιστάμενων ηλεκτρονικά αφετέρου αυστηρή και σύνθετη, λόγω πρόβλεψης πλήθους στενών χρονικών περιθωρίων, λαμβανομένων υπόψη και των προθεσμιών που τίθενται για την κατάθεση προτάσεων, προσθήκης κλπ, που μπορεί μάλιστα να υφίσταται ταυτόχρονα.
Ως εκ τούτου τον οφειλέτη επιβαρύνει η δυσκολία χειρισμού της διαδικασίας αλλά η οιαδήποτε ανησυχία προκαλείται από την αναγκαιότητα άμεσης και ορθής επίλυσης όποιων ζητημάτων τυχόν προκύψουν, ζητημάτων που λόγω της για πρώτη φορά λειτουργίας ενός τέτοιου συστήματος πιθανότητα χρήζουν ιδιαίτερης διευθέτησης.
Ο ρόλος επίσης του πληρεξουσίου δικηγόρου του δυσχεραίνεται αφού αναλαμβάνει το βάρος της επιτυχούς ολοκλήρωσης της εν λόγω διαδικασίας μέσω ορθής διαχείρισης όλων των δεδομένων και τήρησης του συνόλου των προθεσμιών, φέρει δε την ευθύνη του οιουδήποτε σφάλματος μπορεί να οδηγήσει στην αντιμετώπιση μιας αίτησης ως μη ασκηθείσας.
- Ακόμη και η πρόβλεψη περιγραφής των δανειακών υποχρεώσεων με τον ως άνω τρόπο (δήλωση πρώτου έτους ανάληψης δανειακής υποχρέωσης, των εμπραγμάτως ασφαλισμένων απαιτήσεων ή του έτους ανάληψης της υψηλότερης δανειακής υποχρέωσης) δημιουργεί την εικόνα μιας προσπάθειας εκ των προτέρων κατηγοριοποίησης των υποθέσεων και καθιστά υπαρκτό τον κίνδυνο προκατειλημμένης αντιμετώπισής τους βάσει στοιχείων που μέχρι τώρα αποτελούσαν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και εξετάζονταν στο πλαίσιο του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, νόμου που έφερε και το βάρος της αιτίας θεσμοθέτησής του, ήτοι της επίλυσης ενός σοβαρού κοινωνικού ζητήματος σύμφωνα με τις επιταγές ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους δικαίου.
- Περαιτέρω εάν δεν καταστεί για οιοδήποτε λόγο δυνατή η ηλεκτρονική κοινοποίηση της αίτησης ο οφειλέτης επιβαρύνεται το κόστος των επιδόσεων, κόστος που προστίθεται σε οιεσδήποτε δαπάνες έχουν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί είτε για την επίδοση της αρχικής αίτησης είτε οιασδήποτε κλήσης επαναπροσδιορισμού συζήτησης.
- Τέλος το σύνολο των ως άνω ενεργειών, το βάρος της ευθύνης του οφειλέτη και η σημασία των συνεπειών σε περίπτωση συνδρομής περίπτωσης αντιμετώπισης της αίτησης ως μη ασκηθείσας οδηγούν σε σαφή άνιση αντιμετώπιση των διαδίκων, αφού ο οφειλέτης είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την πραγματοποίηση της διαδικασίας και δυσχεραίνουν την άσκηση εκ μέρους του οφειλέτη του δικαιώματος της αναζήτησης αποτελεσματικής δικαστικής προθεσμίας.
-Εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται τα αποδεικτικά επίδοσης της αίτησης επαναπροσδιορισμού και της αίτησης ρύθμισης οφειλών, καθώς και τα πιστοποιητικά για τη διενέργεια των κοινοποιήσεων μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Με τις προτάσεις κατατίθενται συγκεκριμένα έγγραφα:(α)Βεβαίωση υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού, (β) Εκκαθαριστικά σημειώματα τριών (3) ετών πριν από τη λήψη του πρώτου χρονικά δανείου, καθώς και όλο το διάστημα μέχρι την κατάθεση των προτάσεων, (γ) ΕΝ.Φ.Ι.Α. των τελευταίων 5 ετών. Τα εν λόγω στοιχεία προσκομίζονται από τον αιτούντα και για τον/την σύζυγό του, καθώς επίσης και για τα ανήλικα τέκνα του με περιουσία, ενώ στο φάκελο της δικογραφίας περιλαμβάνονται και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν κατά την κατάθεση της αίτησης ή ανακτήθηκαν από τους πιστωτές στο πλαίσιο άρσης του απορρήτου. Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται αποκλειστικά με τις προτάσεις επί ποινή απαραδέκτου. Εντός 15 ημερών ορίζεται ειρηνοδίκης και εντός 30 ημερών από την παρέλευση των ως άνω ορίζεται δικάσιμος. Δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 ΚΠολΔ δεν επιτρέπεται.
Δημιουργείται ένα διαφορετικό, στερούμενο οιασδήποτε ευελιξίας, πλαίσιο εκδίκασης των συγκεκριμένων υποθέσεων, που δεν υπακούει στους γενικούς κανόνες του ΚΠολΔ , γεγονός που επίσης οδηγεί στην ένταξη των οφειλετών σε μια ιδιαίτερη κατηγορία αιτούντων δικαστική προστασία με ό, τι συνέπειες επέρχονται από τη μη εφαρμογή συνθηκών που ισχύουν σχεδόν στο σύνολο των λοιπών δικών και διαδικασιών.
Η κατάργηση της προφορικής διαδικασίας στερεί από τη διαδικασία τη ζωντάνια που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει μια διαδικασία που φέρει κοινωνικό βάρος και δημιουργεί τον κίνδυνο τεχνοκρατικής, βάσει και των εγγράφων που ορίζονται ως απαραίτητα προ κατάθεση με την υποβολή των προτάσεων, αντιμετώπισης των υποθέσεων, που πιθανότατα θα στερούνται της μέχρι σήμερα ισχύουσας εξατομικευμένης διαχείρισης.
-Έφεση ασκείται μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, άλλως μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Η εν λόγω αλλαγή επίσης αποτελεί σαφή απόδειξη της αυστηροποίησης των συνθηκών της δικαστικής διευθέτησης των οφειλών και του τιμωρητικού χαρακτήρα της διαδικασίας σε βάρος του οφειλέτη, λαμβανομένων υπόψη του είδους των συνεπειών που θα υποστεί σε περίπτωση μη ευδοκίμησης της προσπάθειας διευθέτησης των υποχρεώσεων και της σημασίας άσκησης έφεσης καθώς περιορίζονται δραματικά τα χρονικά περιθώρια άσκησης έφεσης.
-Τέλος δυσχεραίνεται η εφαρμογή έτερων διατάξεων του ν. 3869/2010 που δεν καταργούνται με τις ως άνω τροποποιήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έλλειψη πρόβλεψης του τρόπου άσκησης και εκδίκασης αίτησης μεταρρύθμισης, που αποτελεί κομβική δυνατότητα προσαρμογής της ρύθμισης σε νέα δεδομένα, χωρίς την οποία υφίσταται ο κίνδυνος να καταστεί η διαδικασία ρύθμισης των οφειλών άνευ αντικειμένου λόγω εν τέλει επελθούσας, λόγω αλλαγής των ισχυουσών κατά τον ορισμό της ρύθμισης , αδυναμίας τήρησης των ορισθεισών δυνατοτήτων. Η στέρηση μιας τέτοιας δυνατότητας ματαιώνει την οιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης των οφειλών και αντιτίθεται στην ίδια τη φύση της διαδικασίας, της οποίας το ρυθμιστικό αποτέλεσμα επέρχεται μόνο όταν υφίσταται συμβατή σχέση μεταξύ δυνατότητας και ρύθμισης.
Ως εκ τούτου:
1. Οι κλήσεις επαναπροσδιορισμού να γίνουν οίκοθεν μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και οίκοθεν κοινοποίηση αυτών.
2. Σε κάθε περίπτωση να μην θεωρούνται ως μηδέποτε ασκηθείσες οι αιτήσεις για τις οποίες δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως αίτηση επαναπροσδιορισμού, αλλά να καταργείται αυτοδικαίως η προσωρινή διαταγή που χορηγήθηκε για αυτή την αίτηση.
3. Η προθεσμία της κατάθεσης προτάσεων να διευρυνθεί από 60 σε 100 ημέρες, όπως ισχύει στη νέα τακτική διαδικασία.
4. Να απαλειφθεί η υποχρέωση του οφειλέτη να προσκομίσει τα έγγραφα της περίπτωσης β και γ της παραγράφου 13.
5. Η καταχρηστική προθεσμία άσκησης έφεσης να ευθυγραμμιστεί με το γενικό κανόνα της παρ. 2 αρθ. 518 Κ.Πολ.Δ.
Β. Επί του σχεδίου νόμου του Υπ. Οικονομικών με τίτλο «Κώδικας διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας»
Το σχέδιο νόμου είναι ο νέος πτωχευτικός κώδικας. Δεν είναι ούτε διευθέτηση οφειλών, ούτε μια δεύτερη ευκαιρία.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του νομοθετήματος είναι:
1. Η παντελής έλλειψη προστατευτικών διατάξεων για την κύρια κατοικία του οφειλέτη.
2. Η ρευστοποίηση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας.
3. Η μετατροπή μέρους του ετήσιου εισοδήματος σε πτωχευτική περιουσία, που στην πράξη σημαίνει άρση του ακατάσχετου μισθού/σύνταξης.
4. Η ένταξη στην πτωχευτική περιουσία (ρευστοποιήσιμη περιουσία) κάθε ακινήτου ιδιοκτησίας του οφειλέτη το οποίο έτυχε τυχόν προστασίας με απόφαση δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή του ν. 3869/2010 (ν. κατσέλη)
- μετατροπή μέρους του ετήσιου εισοδήματος του πτωχού σε πτωχευτική περιουσία (αρθ. 18), δηλαδή μερική άρση του ακατάσχετου του μισθού/σύνταξης του οφειλέτη. Πρόκειται πράγματι για «καινοτόμα» παρέμβαση στο πτωχευτικό δίκαιο, αφού από το 1821 με τον Γαλλικό «Code de Commerce» (με το επίσημο κείμενο του στη Γαλλική γλώσσα) και από το 1878 με το νόμο ΨΛΣΤ΄ της 13.12.1878 «περί πτωχεύσεως και χρεωκοπίας» που εισήχθη και στην ελληνική έννομη τάξη το πτωχευτικό δίκαιο έως και σήμερα ουδείς απετόλμησε κάτι τέτοιο.
- ανυπαρξία προστατευτικών διατάξεων για την κύρια κατοικία. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται (αρθ. 18). Το σύνολο των περιουσιακών του στοιχείων (κινητή και ακίνητη περιουσία) θα ρευστοποιηθεί προς εξυπηρέτηση των οφειλών του. Δεν μένει, όμως, μόνο εκεί αλλά εντάσσει στην πτωχευτική περιουσία (ρευστοποιήσιμη περιουσία) και: «…κάθε ακίνητο ιδιοκτησίας του οφειλέτη το οποίο έτυχε τυχόν προστασίας με απόφαση δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή του ν. 3869/2010 (ν. κατσέλη)» (αρθ. 18 παρ. 6). Δηλαδή επιδιώκει να καταργήσει αναδρομικά το προστατευτικό πλαίσιο του ν. κατσέλη τόσο για τις εκκρεμείς δίκες όσο και για όσες έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση.
- άρθρο 166 (παρ. 2): «Σε περίπτωση που ευάλωτος κηρυχθεί σε πτώχευση .........., δύναται να υποβάλει αίτημα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και την μίσθωσή της από αυτόν». Δηλαδή απώλεια της κυριότητας της κύριας κατοικίας και δυνατότητα μίσθωσης της μακροχρονίως (12έτη) με δικαίωμα επαναγοράς της στο τέλος της χρονικής περιόδου με τίμημα την τότε εμπορική αξία του ακινήτου, χωρίς καν να αφαιρεθεί από αυτό τουλάχιστον το ποσό των μισθωμάτων που θα έχει καταβάλει επί δωδεκαετία.
Χρήση αυτού του «ευεργετήματος» μπορεί να κάνει μόνο ο οφειλέτης που έχει «βεβαίωση ευάλωτου», ήτοι ο οφειλέτης στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λοιπά κριτήρια που εκάστοτε ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4472/2017 (κριτήρια παροχής στεγαστικού επιδόματος). Σήμερα, τα κριτήρια αυτά έχουν ως εξής:
Άγαμος: ετήσιο εισόδημα έως 7.000 ευρώ και αξία (συνολική) ακίνητης περιουσίας έως 120.000 ευρώ
Έγγαμος: ετήσιο εισόδημα έως 10.500 ευρώ και αξία (συνολική) ακίνητης περιουσίας έως 135.000 ευρώ.
Τριμελές νοικοκυριό: ετήσιο εισόδημα έως 14.000 ευρώ και αξία (συνολική) ακίνητης περιουσίας έως 150.000 ευρώ.
Τετραμελές νοικοκυριό: ετήσιο εισόδημα έως 17.500 ευρώ και αξία (συνολική) ακίνητης περιουσίας έως 165.000 ευρώ.
Αναμφίβολα η παραπάνω ρύθμιση αφορά μια πολύ μικρή περίμετρο οφειλετών και ελάχιστοι θα πληρούν τα κριτήρια ένταξης, αν λάβουμε υπόψιν ότι τα κριτήρια υπαγωγής στο ν. 4605/2019 (πλατφόρμα κύριας κατοικίας) ήταν πιο διευρυμένα και εν τέλει μόνο πέντε χιλιάδες περίπου νοικοκυριά επωφελήθηκαν της ρύθμισης.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου