Ανάλυση: Κώστας Παπαγεωργίου
Οι χρηματοδοτήσεις μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ έχουν αναδειχθεί βασικός μοχλός για την εδραίωση ,της νομιμοφροσύνης στην ΕΕ, αλλά και για την ανάπτυξη των αστικών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Ταυτόχρονα, κριτήριο για το ΕΣΠΑ αποτελεί η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, των ιδιωτικο-οικονομικών λογικών και της εμπορευματικοποίησης, καθώς και των νέων αντεργατικών εργασιακών σχέσεων.
Η ΕΕ «τρελάθηκε» και μοιράζει λεφτά;
Παρατηρώντας κανείς τη δημόσια συζήτηση για τα ΕΣΠΑ θα είχε τη βεβαιότητα πως αποτελούν «δώρο θεού» για την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται απλά για ένα χρηματοδοτικό μηχανισμό της ΕΕ, από τον οποίον μπορεί κάποιος να βρει τα κεφάλαια για να ξεκινήσει μια δουλειά. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, νέοι επιστήμονες, αγρότες, άνεργοι από την μια, αλλά και δήμαρχοι ή τεχνοκράτες από την άλλη, συνωστίζονται στην ουρά για ένα κομμάτι από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, άλλοι μικρό (ή και πολύ μικρό) και άλλοι μεγάλο (ή και πολύ μεγάλο).
Αυτή η βαθιά ριζωμένη άποψη στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας καλλιεργήθηκε με επιμέλεια από τους εκπροσώπους της αστικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Οι χρηματοδοτήσεις αξιοποιούνται ώστε να προβάλλεται ως θετική η ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και να διαμορφώνονται οι αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες. Η συζήτηση εστιάζει πάντοτε στις εισροές κονδυλίων, παρουσιάζοντάς τις ως μια πραγματική κοσμογονία, συσκοτίζοντας τον πραγματικό τους στόχο: Τη μεγάλη στήριξη προς τα πολυκλαδικά πολυεθνικά μονοπώλια που λαμβάνουν το μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης. Κι ας γίνεται προσπάθεια να εμφανιστεί ως εργαλείο που ωφελεί συνολικά και ισόμετρα την κοινωνία, λύνοντας χρονίζοντα προβλήματα. Κι όλα αυτά με την απαραίτητη δημοσιότητα, καθώς το ΕΚΤ είναι πολύ αυστηρό αν δεν τηρούνται οι όροι διαφήμισης των έργων, δηλαδή της εκλεπτυσμένης προπαγάνδας!
Το ενδεχόμενο απώλειας των «ευρωπαϊκών κονδυλίων» σε περίπτωση απειθαρχίας αποτέλεσε τη βασική γραμμή άμυνας των από πάνω προκειμένου η λαϊκή αγανάκτηση να μη μετατραπεί σε αντίθεση συνολικά στην ΕΕ,
Τα ποσά αυτά δεν χαρίζονται. Χορηγούνται «εάν και εφόσον»…
Τα έσοδα του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποτελούν τον «κουμπαρά» των αναπτυξιακών πλαισίων, προέρχονται κυρίως από εισφορές των κρατών-μελών. Γενικά, αν και το 70% των εσόδων του προϋπολογισμού της ΕΕ προέρχεται από τις πέντε ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ισπανία), μετατρέποντας τη συνδρομή τους σε ποσοστό του ΑΕΠ της κάθε χώρας, διαπιστώνουμε ότι δεν είναι τόσο γαλαντόμες. Μάλιστα την τριετία 2007-10, με εξαίρεση τη Γαλλία, οι υπόλοιπες τέσσερις χώρες προσέφεραν μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους από την Ελλάδα, η οποία έδωσε το 1% περίπου!
Ποια είναι όμως ακριβώς η σκληρή πραγματικότητα πίσω από τον μύθο;
Πρώτο, η ενίσχυση της Ελλάδας την Προγραμματική Περίοδο 2014-20 θα ανέλθει στα 16,4 δισ. ευρώ. Σε αυτά θα προστεθούν περί τα 4,5 δισ. ευρώ, που αφορούν την αγροτική ανάπτυξη και το Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας, ανεβάζοντας το ύψος των κεφαλαίων στα 20,9 δισ. ευρώ. Αν υποθέσουμε ότι απορροφάται το σύνολο των κονδυλίων, μιλάμε για 3 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους της πραγματικής σημασίας των κονδυλίων αυτών, πρέπει να πούμε ότι πριν από την κρίση το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ξεπερνούσε τα 8 δισ. ευρώ, ενώ για το 2016 ήταν 6,75 δις. ευρώ. Από το ποσό αυτό, όμως, μόνο τα 750 εκατ. ευρώ αφορούν προτεραιότητες έξω από το μηχανισμό της συγχρηματοδότησης. Με άλλα λόγια τα 6 από τα 6,75 δισ. του ΠΔΕ «υπηρετούν» το ΕΣΠΑ.
Αυτό πρακτικά συμβαίνει γιατί, μέσα από ένα πολυδαίδαλο σύστημα «επιλεξιμότητας» που αποτελεί την πρώτη αρχή των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, με ποιοτικούς και χρονικούς περιορισμούς των δαπανών, τελικά χρηματοδοτούνται μόνο τα έργα που είναι αρεστά στην ΕΕ, ενώ πολύ σημαντικές δαπάνες για την ολοκλήρωση των έργων δεν χρηματοδοτούνται από το ίδιο το ΕΣΠΑ και «αναγκαστικά» καταλήγουν στο ΠΔΕ.
Έτσι, με τα 3 δισ. ευρώ των συγχρηματοδοτούμενων έργων πρακτικά δεσμεύεται το σύνολο του ΠΔΕ στις κατευθύνσεις και στις προτεραιότητες της ΕΕ.
Δεύτερο, για να εκτιμηθεί η πραγματική σημασία των ευρωπαϊκών κονδυλίων πρέπει να μετρηθεί το ποσό που η χώρα πληρώνει για το δημόσιο χρέος, το οποίο στο μεγαλύτερο ποσοστό του καταλήγει στις τσέπες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Για παράδειγμα, το 2016 η χώρα πλήρωσε 7 δισ. για χρεολύσια και 6 δισ. για τόκους, ποσό που κλιμακώνεται και προβλέπεται να φτάσει τα 32 δισ. ευρώ το 2022. Είναι μεγάλο ή μικρό το ποσό; Αν συγκρίνουμε αυτά τα χρήματα που έρχονται από την ΕΕ με αυτά που πάνε προς αυτήν για τόκους και χρεολύσια, πληρώνουμε περίπου 17,1 δις. τελικά πληρώνουμε τον χρόνο. Κοντολογίς, για κάθε 1 ευρώ που παίρνουμε, θα δίνουμε 8,5 ευρώ!
Τα ποσά αυτά δεν χαρίζονται. Χορηγούνται «εάν και εφόσον»… Κι εδώ έρχεται η δεύτερη βασική αρχή των προγραμμάτων: η αιρεσιμότητα.
Με απλά λόγια, τα κονδύλια για το νερό ή τα σκουπίδια δεν εκταμιεύονται αν προηγουμένως οι υπηρεσίες, που θα προκύψουν ως καταληκτικός στόχος, δεν τιμολογηθούν με «ανταποδοτικό τρόπο». Δηλαδή, και πολλαπλασιασμός των χρεώσεων στα τιμολόγια και απόδειξη ότι δε θα υπάρχει δημόσια χρήση, έστω και κατά μερικό τρόπο. Ή πιο χαρακτηριστικά, τα κονδύλια για θέσεις εργασίας δε θα δίνονται αν δε χρηματοδοτούν ελαστικές μορφές εργασίας. Παλιότερα, αν η απασχόληση ήταν με μόνιμη σχέση εργασίας η επιδότηση θα ήταν 30%, ενώ αν ήταν με ελαστική σχέση εργασίας, αυξανόταν στο 50%. Τώρα ακόμη και αυτή η «επιλογή» (παρά τη σαφή προτεραιότητα) καταργείται: Μόνο ελαστική εργασία με προσωρινή απασχόληση!
Έτσι, οι χώρες και οι μηχανισμοί της ΕΕ από τη μια κλέβουν δισεκατομμύρια από το λαό και από την άλλη «επιστρέφουν» ένα μικρό κλάσμα υπό τη μορφή κονδυλίων για τα «συγχρηματοδοτούμενα έργα» προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες προτεραιότητες και συμφέροντα.
Τρίτο, όλη η φιλοσοφία του ΕΣΠΑ σφραγίζεται από την «επιχειρηματικότητα». Η ανάγκη για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις τίθεται ως πρωταρχική. Καθόλου τυχαία, στο πλαίσιο του «να μη χαθεί κονδύλι», είχε θεσπιστεί ρήτρα σύμφωνα με την οποία ό,τι ποσό δεν απορροφάται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα κατευθύνεται απευθείας στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Αποκαλυπτικός για τους πραγματικούς σκοπούς είναι ο σχεδιασμός στον τομέα της αγροτοδιατροφής. Σε μια περίοδο που η επαρκής ποσοτικά και ποιοτικά διατροφή γίνεται «προϊόν πολυτελείας» για τους πολλούς, ο προσανατολισμός των νέων επενδύσεων στρέφεται στην παραγωγή νέων προϊόντων για τις αγορές του εξωτερικού. Με άλλα λόγια, στροφή σε συγκεκριμένους τομείς ανά περιφέρεια που θα τους προσδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα πέρα και έξω από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειονότητας.
Τέταρτο, το ΕΣΠΑ έχει οργανική σχέση με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τα μνημόνια διαρκείας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τροποποίηση των προγραμμάτων, «[…] προκειμένου να στηρίξουν βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ή ως ύστατη λύση, μπορεί να αναστείλει τη χορήγηση κονδυλίων σε περίπτωση επαναλαμβανόμενης και σοβαρής παραβίασης οικονομικών συστάσεων».
Παρά την προπαγάνδα για τα κονδύλια της ΕΕ, η αλήθεια είναι πως για κάθε ένα ευρώ που λαμβάνει η Ελλάδα ο λαός πληρώνει 8,5 ευρώ για εξυπηρέτηση του τοκογλυφικού χρέους
Το ΕΣΠΑ, επομένως, είναι εργαλείο εφαρμογής της μόνιμης μνημονιακής πολιτικής της ΕΕ. Είναι μοχλός και μέσο για την άμεση και ταχεία επιβολή των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στην ελληνική κοινωνία, αξεχώριστο από την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ. Στην ουσία, χρηματοδοτεί την εφαρμογή της.
Ας θυμηθούμε το παραμύθι με τις αγροτικές επιδοτήσεις. Δεν δόθηκαν για να ζήσουν οι αγρότες, αλλά για να επιδοτηθεί η αναδιάρθρωση καλλιεργειών στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Για να επιβληθεί η μείωση παραγωγής και το ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων αγροτών. Αλλά και για να διαμορφωθούν ταυτόχρονα οι μεγαλοαγρότες καπιταλιστές της υπαίθρου.
Πέμπτο, Δήμοι και Περιφέρειες έχουν αναλάβει κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση των σχεδιασμών του ΕΣΠΑ. Πυρήνας αυτής της πολιτικής είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών για σημαντικές ανάγκες όπως τα αντιπλημμυρικά έργα, η αντιπυρική προστασία, η αντισεισμική θωράκιση και η κοινωνική πολιτική με παράλληλη μετακύλιση αρμοδιοτήτων κάτω από τη σημαία της «αποκέντρωσης». Συγκεκριμένα, από το 2011 οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ) μειώθηκαν κατά 37,22%.
Η αποδοχή και εφαρμογή αυτής της πολιτικής οδηγεί σε δύο δρόμους ταυτόχρονα. Ο ένας δρόμος είναι η λειτουργία και η παροχή υπηρεσιών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ο άλλος, αναδεικνύει το ΕΣΠΑ σε σχεδόν αποκλειστική πηγή χρηματοδότησης για την υλοποίηση δημόσιων έργων, τεχνικών και όχι μόνο. Συνέπεια αυτού είναι σημαντικές κοινωνικές ανάγκες να μην καλύπτονται ποιοτικά και σε όλη τους την έκταση, λόγω των κανόνων και των κριτηρίων που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ασφάλεια-καταστολή, αντί για κοινωνική συνοχή
▸ Ακόμα πιο αντιδραστικός ο προσανατολισμός της νέας περιόδου 2021-27
«Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός συνδυάζει νέους μηχανισμούς με εκσυγχρονισμένα προγράμματα, ώστε να εξασφαλίσει την υλοποίηση των προτεραιοτήτων της Ένωσης και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις» αναφέρει η ΕΕ για τη νέα περίοδο 2021-27, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης μιλώντας πρόσφατα στο «Εθνικό Αναπτυξιακό Συνέδριο για το νέο ΕΣΠΑ», το χαρακτήρισε «μεγάλο στοίχημα» για τη «γόνιμη ανάπτυξη» και «για τον μετασχηματισμό της οικονομίας». Ο νέος «ευρωπαϊκός προϋπολογισμός» ανέρχεται σε 1246 εκατ. ευρώ ή 1,115% του ΑΕΠ της ΕΕ, σαφώς μειωμένος σε σχέση με τον προηγούμενο. Παρά την κρίση οι ισχυροί της ΕΕ δεν βάζουν το «χέρι στην τσέπη».
Στις βασικές του προτεραιότητες αναφέρονται οι: Ενιαία αγορά, καινοτομία και ψηφιακή οικονομία. Συνοχή και αξίες. Φυσικοί πόροι και περιβάλλον. Μετανάστευση και διαχείριση πόρων. Ασφάλεια και άμυνα. Γειτονικές χώρες και υπόλοιπος κόσμος. Ευρωπαϊκή Δημόσια Διοίκηση.
Ήδη από αυτή την πρώτη καταγραφή διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μια ριζική αλλαγή στις προτεραιότητες της ΕΕ. Από τους επτά αυτούς άξονες προτεραιότητας οι περισσότεροι είτε δεν υπήρχαν καθόλου (ασφάλεια και άμυνα, γειτονικές χώρες και υπόλοιπός κόσμος), είτε είχαν ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο (συνοχή και αξίες), είτε είναι εξαιρετικά αναβαθμισμένοι σε σχέση με το παρελθόν (μετανάστευση και διαχείριση πόρων). Βασικό περιεχόμενο αυτής της αλλαγής είναι η στροφή στην πολεμική προετοιμασία και την κάθε είδους καταστολή. Ταυτόχρονα, η επιβολή και στήριξη των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων σε όλη την Ευρώπη σε βάρος των όποιων ψηγμάτων υποδομών, κοινωνικής συνοχής και κοινωνικού κράτους έχουν απομείνει.
Έτσι, τα κονδύλια για την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) καταβαραθρώνονται με προοπτική την κατάργηση των αγροτικών επιδοτήσεων, τα προγράμματα «συνοχής» μειώνονται ενώ εκτοξεύονται τα «Άλλα Προγράμματα», που δεν υπήρχαν και τώρα αποτελούν τις νέες προτεραιότητες της ΕΕ.
Οι ανάγκες των εργαζομένων δεν χωρούν στο ΕΣΠΑ
Συμπερασματικά, το πλαίσιο λειτουργίας και χρηματοδότησης των ΕΣΠΑ είναι αυστηρά προσδιορισμένο και άμεσα σχετιζόμενο με τη γενικότερη πολιτική της ΕΕ. Απόψεις σύμφωνα με τις οποίες το ΕΣΠΑ είναι ένα «αναπτυξιακό εργαλείο» (που υπάρχουν κι εντός της Αριστεράς) επιχειρούν να συγκαλύψουν την ενιαία πολιτική στόχευση των επιμέρους πολιτικών της ΕΕ.
Όπως στην Ελλάδα, έτσι και παντού, τα «ευρωπαϊκά κονδύλια» δεν είναι λεφτά «άλλων» αλλά αποτελούν ένα μικρό κομμάτι της κλεμμένης υπεραξίας των λαών της Ευρώπης. Τα κρατικά ταμεία γεμίζουν από τη φορομπηξία, τη σκληρή λιτότητα, την εμπορευματοποίηση στοιχειωδών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, από την κλοπή του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου προς όφελος του κεφαλαίου. Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι και ο προϋπολογισμός της ΕΕ.
Υπ’ αυτή την έννοια καμία αυταπάτη δε χωρά από την πλευρά του λαϊκού και εργατικού κινήματος για την «ανάπτυξη» που υπόσχεται το ΕΣΠΑ και τσακίζει τα σύγχρονα δικαιώματα και τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το ΕΣΠΑ, ως μηχανισμός ιδεολογικής κατεργασίας εργαζομένων, ανέργων και νέων στις αρχές της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας για την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αποτελεί βασικό μοχλό στην αντιδραστικοποίηση της ΕΕ και στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής στα κράτη-μέλη.
Αιτήματα για τη «διαφανή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων» και αυταπάτες για «φιλολαϊκή ανάπτυξη» με τα λεφτά των ΕΣΠΑ ή για «αύξηση της απορροφητικότητάς» τους από τις υπηρεσίες του ελληνικού κράτους πρακτικά σημαίνουν τον περιορισμό των διεκδικήσεων στο «διαχειριστικό πλαίσιο» που αναγνωρίζει η αστική πολιτική για τα λαϊκά προβλήματα. Σημαίνουν, επίσης, αποδοχή των αστικών προτεραιοτήτων, όπως η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας, έναντι των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου