Στις 27 Νοεμβρίου 1925, περίπου στις 9 το πρωί, χιλιάδες Αθηναίοι και Αθηναίες κατευθύνονταν στην περιοχή του Γουδή, στο πλάι των εγκαταστάσεων όπου βρίσκεται το νοσοκομείο «Σωτηρία». Βρέθηκαν εκεί όπου είχε στηθεί η κρεμάλα για να απαγχονιστούν δύο αντισυνταγματάρχες που είχαν καταδικαστεί ως καταχραστές του δημοσίου χρήματος.
Η αγχόνη είχε στηθεί από την προηγουμένη, σε σχήμα Π, και πάνω της είχαν προσδεθεί τρεις βρόγχοι. Οι μελλοθάνατοι έφτασαν συνοδευόμενοι από τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Τους περίμεναν στρατιωτικά τμήματα από τα συντάγματα Πεζικού, Ιππικού και Πυροβολικού, που έδρευαν στην περιοχή, ένας 25χρονος εθελοντής δήμιος και ο ιατροδικαστής και πρώην ολυμπιονίκης Ιωάννης Γεωργιάδης. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε κρεμάλα στη χώρα μας, αφού οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν μέχρι τότε με λαιμητόμο ή τυφεκισμό. Για να πραγματοποιηθεί εκτέλεση δι’ απαγχονισμού χρειάστηκε να διαμορφωθεί ειδικό νομικό καθεστώς.
Πρόθυμος εκτελεστής των επιθυμιών της δικτατορίας Πάγκαλου και πρωταγωνιστής στην υπόθεση υπήρξε ο διευθυντής της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Κρέων Μπουφίδης.
Από το καλοκαίρι του 1924 και για έναν ολόκληρο χρόνο ο Τύπος αποκάλυπτε τη μία μετά την άλλη διάφορες περιπτώσεις κατάχρησης δημοσίου χρήματος, με πρωταγωνιστές τις περισσότερες φορές αξιωματικούς του ελληνικού Στρατού. Τα δημοσιεύματα προκαλούσαν θύελλα αντιδράσεων, πυροδοτώντας το ήδη τεταμένο πολιτικό σκηνικό και την πρωτοφανή αστάθεια στην πολιτική ζωή της χώρας. Καταχρήσεις στη διαχείριση υλικού στο Ναύπλιο, στην τέως στρατιά Μικράς Ασίας, στη Χίο, καταχρήσεις στα φάρμακα στη Γενική Αποθήκη Υλικού Πειραιώς, στο Χατζηκυριάκειο Νοσοκομείο κ.α
Υπ’ αυτές τις συνθήκες βρίσκει την ευκαιρία ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος να ανατρέψει την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου τον Ιούνιο του 1925. Η Εθνοσυνέλευση παραπείστηκε και έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος υποσχόταν ότι δεν θα λάμβανε μέτρα εναντίον του κοινοβουλευτισμού. Βεβαίως, σύντομα διέλυσε την Εθνοσυνέλευση, διαψεύδοντας και τις ελπίδες του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ο οποίος αφελώς τον είχε στηρίξει.
Μεταξύ άλλων, η δικτατορία του Πάγκαλου θα χρησιμοποιήσει την «κατάσταση πολιορκίας» στην οποία είχε θέσει τη χώρα για να θεσπίσει ένα μοναδικής ευρηματικότητας και σκληρότητας νομοθετικό διάταγμα. Σύμφωνα με όσα δηλώνονταν επισήμως, έκρινε ότι υπήρχε εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη «ταχείας καταστολής των διαπραττομένων καταχρήσεων του δημοσίου χρήματος» και έδινε το δικαίωμα στα Στρατοδικεία να επιβάλλουν ποινές μεγαλύτερες απ’ αυτές που προέβλεπαν οι ποινικοί νόμοι, ως και αυτή την ποινή του θανάτου. Επίσης, έδινε το δικαίωμα οι ποινές αυτές να επιβάλλονται ακόμη και αν τα αδικήματα είχαν τελεστεί πριν από την ισχύ του διατάγματος. Ειδικότερα ανέφερε ότι στους καταχραστές μπορούσε το δικαστήριο, αντί της ποινής των πρόσκαιρων δεσμών, να επιβάλει την ποινή του θανάτου ή των ισοβίων και, αντί της ειρκτής, την ποινή των πρόσκαιρων δεσμών ή – αν συνέτρεχαν λόγοι, ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου- την ποινή των ισοβίων δεσμών ή του θανάτου. Τέλος, στις περιπτώσεις που θα επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε κάποιον καταχραστή όριζε ότι έπρεπε να «εκτελείται δι’ απαγχονισμού»!
Το σκεπτικό με το οποίο οδηγήθηκαν ο Πάγκαλος και οι συνεργάτες του στη λήψη τόσο σκληρών μέτρων αποκάλυπτε κατά τη διάρκεια της δίκης ο κυβερνητικός επίτροπος Κρέων Μπουφίδης. Το κράτος, έλεγε, βρέθηκε «προ ομαδικής παθολογικής εκδηλώσεως προς διαρπαγήν του δημοσίου θησαυρού», φαινόμενο που ήταν σύνηθες. Ο ελληνικός λαός είχε εξεγερθεί κατά των καταχραστών, γιατί έβλεπε τα χρήματα του Δημοσίου να πηγαίνουν στα «θυλάκιά» τους και από εκεί «εις τα χρηματιστήρια και εις τα χαμαιτυπεία». Κρίθηκε σκόπιμο λοιπόν, να εκδοθεί το διάταγμα, αφού «τα δίκαια μεταβάλλονται, διότι αι κοινωνικοί συνθήκαι μεταβάλλονται».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες βρίσκει την ευκαιρία ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος να ανατρέψει την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου τον Ιούνιο του 1925. Η Εθνοσυνέλευση παραπείστηκε και έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Θ. Πάγκαλο, ο οποίος υποσχόταν ότι δεν θα λάμβανε μέτρα εναντίον του κοινοβουλευτισμού. Βεβαίως, σύντομα διέλυσε την Εθνοσυνέλευση, διαψεύδοντας και τις ελπίδες του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ο οποίος αφελώς τον είχε στηρίξει.
Μεταξύ άλλων, η δικτατορία του Πάγκαλου θα χρησιμοποιήσει την «κατάσταση πολιορκίας» στην οποία είχε θέσει τη χώρα για να θεσπίσει ένα μοναδικής ευρηματικότητας και σκληρότητας νομοθετικό διάταγμα. Σύμφωνα με όσα δηλώνονταν επισήμως, έκρινε ότι υπήρχε εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη «ταχείας καταστολής των διαπραττομένων καταχρήσεων του δημοσίου χρήματος» και έδινε το δικαίωμα στα Στρατοδικεία να επιβάλλουν ποινές μεγαλύτερες απ’ αυτές που προέβλεπαν οι ποινικοί νόμοι, ως και αυτή την ποινή του θανάτου. Επίσης, έδινε το δικαίωμα οι ποινές αυτές να επιβάλλονται ακόμη και αν τα αδικήματα είχαν τελεστεί πριν από την ισχύ του διατάγματος. Ειδικότερα ανέφερε ότι στους καταχραστές μπορούσε το δικαστήριο, αντί της ποινής των πρόσκαιρων δεσμών, να επιβάλει την ποινή του θανάτου ή των ισοβίων και, αντί της ειρκτής, την ποινή των πρόσκαιρων δεσμών ή – αν συνέτρεχαν λόγοι, ανάλογα με την κρίση του δικαστηρίου- την ποινή των ισοβίων δεσμών ή του θανάτου. Τέλος, στις περιπτώσεις που θα επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε κάποιον καταχραστή όριζε ότι έπρεπε να «εκτελείται δι’ απαγχονισμού»!
Το σκεπτικό με το οποίο οδηγήθηκαν ο Πάγκαλος και οι συνεργάτες του στη λήψη τόσο σκληρών μέτρων αποκάλυπτε κατά τη διάρκεια της δίκης ο κυβερνητικός επίτροπος Κρέων Μπουφίδης. Το κράτος, έλεγε, βρέθηκε «προ ομαδικής παθολογικής εκδηλώσεως προς διαρπαγήν του δημοσίου θησαυρού», φαινόμενο που ήταν σύνηθες. Ο ελληνικός λαός είχε εξεγερθεί κατά των καταχραστών, γιατί έβλεπε τα χρήματα του Δημοσίου να πηγαίνουν στα «θυλάκιά» τους και από εκεί «εις τα χρηματιστήρια και εις τα χαμαιτυπεία». Κρίθηκε σκόπιμο λοιπόν, να εκδοθεί το διάταγμα, αφού «τα δίκαια μεταβάλλονται, διότι αι κοινωνικοί συνθήκαι μεταβάλλονται».
Πλήθος κόσμου έχει συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει τις εκτελέσεις.
Ποιες ήταν, όμως, οι περιπτώσεις που οδηγήθηκαν στα Στρατοδικεία και τι απέγιναν οι κατηγορούμενοι; Το ευρύ κοινό γνωρίζει μόνο δύο περιπτώσεις, εκείνων που απαγχονίστηκαν «προς παραδειγματισμόν» τον Νοέμβριο του 1925. Ήταν όμως τέσσερις οι υποθέσεις που εκδικάστηκαν όσο διήρκεσε εκείνο το καθεστώς. Πρώτη ήταν η υπόθεση του λοχαγού Νικόλαου Αγγελίδη, ο οποίος είχε καταχραστεί 1.000.000 δραχμές από πάγιες προκαταβολές στρατιωτικών σωμάτων, και η υπόθεση τελείωσε προτού το Στρατοδικείο εκδώσει την απόφαση του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές «Αβέρωφ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, γνώριζε ότι θα οδηγηθεί στην αγχόνη και αυτοκτόνησε με ένα κοκτέιλ κοκαΐνης και μορφίνης την παραμονή της έκδοσης της απόφασης. «Αυτοκτονώ διά να μην δώσω εις τον Πάγκαλον την ευχαρίστησιν να κάμη πολιτικήν επάνω εις το πτώμα μου» έγραφε σε επιστολή που άφησε προς τον συνήγορο του.
Ποιες ήταν, όμως, οι περιπτώσεις που οδηγήθηκαν στα Στρατοδικεία και τι απέγιναν οι κατηγορούμενοι; Το ευρύ κοινό γνωρίζει μόνο δύο περιπτώσεις, εκείνων που απαγχονίστηκαν «προς παραδειγματισμόν» τον Νοέμβριο του 1925. Ήταν όμως τέσσερις οι υποθέσεις που εκδικάστηκαν όσο διήρκεσε εκείνο το καθεστώς. Πρώτη ήταν η υπόθεση του λοχαγού Νικόλαου Αγγελίδη, ο οποίος είχε καταχραστεί 1.000.000 δραχμές από πάγιες προκαταβολές στρατιωτικών σωμάτων, και η υπόθεση τελείωσε προτού το Στρατοδικείο εκδώσει την απόφαση του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές «Αβέρωφ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, γνώριζε ότι θα οδηγηθεί στην αγχόνη και αυτοκτόνησε με ένα κοκτέιλ κοκαΐνης και μορφίνης την παραμονή της έκδοσης της απόφασης. «Αυτοκτονώ διά να μην δώσω εις τον Πάγκαλον την ευχαρίστησιν να κάμη πολιτικήν επάνω εις το πτώμα μου» έγραφε σε επιστολή που άφησε προς τον συνήγορο του.
Δεύτερη ήταν η «υπόθεση Θ. Πετρουτζή», όπου αρκετοί ήταν κατηγορούμενοι για καταχρήσεις του Ταμείου Συντάξεων Πολέμου. Ο επίτροπος Μπουφίδης ζήτησε να σταλούν στην αγχόνη δύο. Παρά το γεγονός ότι επιδιώχθηκε, δεν εκδόθηκε καταδίκη σε θάνατο, διότι αναζητήθηκαν, αλλά δεν βρέθηκαν δικαστές πρόθυμοι να την επιβάλουν. Το ίδιο συνέβη σε μία ακόμη περίπτωση, στην «υπόθεση Κοκκινάκη», γιατί δεν επιτεύχθηκε πλειοψηφία για την επιβολή της ποινής του θανάτου. Τελικά το αποτέλεσμα που επιδίωκε η δικτατορία Πάγκαλου επιτεύχθηκε με τον απαγχονισμό των Γεώργιου Ζαριφόπουλου και Διονυσίου Δρακάτου, υπόθεση στην οποία ενεπλάκη προσωπικά και ο Πάγκαλος.
Στην υπόθεση αυτή ενεπλάκησαν συνολικά δεκαπέντε κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και μία γυναίκα. Αφορούσε καταχρήσεις που πραγματοποιούνταν με τη μέθοδο των επιτάξεων κινητών και ακινήτων. Χρησιμοποιώντας πλαστά στοιχεία, οι κατηγορούμενοι είχαν κατορθώσει να αποσπάσουν τεράστια ποσά από τα δημόσια ταμεία. (Οι καταχραστές είχαν στήσει την εξής κομπίνα: οι πολίτες της σπείρας, έμποροι, ισχυρίζονταν ότι κατά τη μικρασιατική εκστρατεία ο Στρατός τούς είχε επιτάξει μεγάλες (ανύπαρκτες στην πραγματικότητα) ποσότητες σιτηρών, κρεάτων κτλ. και ζητούσαν αποζημίωση. Οι στρατιωτικοί που ήταν στο κόλπο έδιναν την έγκρισή τους.)
Τρεις καταδικάστηκαν ως βασικοί υπαίτιοι σε θάνατο. Οι δύο που προαναφέρθηκαν και ο έμπορος Αρ. Αϊδινλής, ο οποίος όμως πληροφορήθηκε την αναστολή της ποινής του λίγη ώρα πριν από την εκτέλεση της.
Οι περιγραφές των λεπτομερειών είναι πλούσιες. Όπως προέβλεπε ο νόμος, έπρεπε να οριστεί και ένας ιδιώτης ως «βοηθός» στη διαδικασία εκτέλεσης με αποζημίωση πεντακοσίων δραχμών. Ο Τύπος και η κοινή γνώμη θεωρούσαν πως αυτός ήταν ο «δήμιος» και στην προκειμένη περίπτωση εμφανίστηκε εθελοντικά ο 25άχρονος Αριστείδης Κοτρονάρος. Ο χώρος της περιοχής Γουδή επιλέχθηκε λόγω της γειτνίασης του με τις στρατιωτικέςς μονάδες.
Στην Ελλάδα οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν από το 1833 με λαιμητόμο, η οποία μεταφερόταν στον τόπο διάπραξης των αδικημάτων. Από το 1892 στη λαιμητόμο οδηγούνταν όσοι καταδικάζονταν από τα Τακτικά Ποινικά Δικαστήρια, ενώ όσοι καταδικάζονταν από Στρατοδικεία εκτελούνταν με τυφεκισμό.
Από το 1917 όλες οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν με τυφεκισμό, ενώ -όπως ήδη αναφέρθηκε- από το 1925 εισήχθη ο απαγχονισμός για τα αδικήματα κατά της περιουσίας του Δημοσίου.
Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ο Πάγκαλος έστειλε τις υποθέσεις σε Στρατοδικεία διότι ήδη τα Πολιτικά Δικαστήρια προσανατολίζονταν στην αθώωση των κατηγορουμένων! Με νόμο του 1929 όλες οι εκτελέσεις πραγματοποιούνταν πλέον διά τυφεκισμού.
*Από την εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία» 2.12.2012
*Από την εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία» 2.12.2012
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου