ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΩΣΙΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΚΕΡΔΗ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΕΙΧΑΝ ΕΜΠΛΑΚΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ
Μήπως σας θυμίζει τίποτα...σχετικά με το σήμερα ;;;
Μήπως σας θυμίζει τίποτα...σχετικά με το σήμερα ;;;
Αυτά τα τεράστια ποσά έπρεπε να βρεθούν τρόποι να διασφαλιστούν, από ευκαιριακά και συγκυριακά κέρδη να γίνουν πάγια, να κεφαλαιοποιηθούν.
Αυτό ήταν το πρόβληµα της αποθησαύρισης το οποίο οι οικονοµικοί δωσίλογοι επιχείρησαν να λύσουν µε διάφορους τρόπους.
Ακολουθεί απόσπασµα από το υπό έκδοση βιβλίο «Αγοραπωλησίες ακινήτων 1941-1944 – Οι “χρυσές” ευκαιρίες της Κατοχής» του Παναγιώτη Σάµιου, ο οποίος τεκµηριώνει το µέγεθος και την έκταση της υφαρπαγής περιουσιών την περίοδο της Κατοχής, όταν περίπου 350.000 ακίνητα άλλαξαν χέρια κάτω από συνθήκες εξαθλίωσης, πείνας, λιµού και εκβιασµών, κυριολεκτικά για ένα κοµµάτι ψωµί.
Κατοχή µε ταξικό πρόσηµο
Οι πιο παλιοί και έµπειροι από τα «τσακάλια της µαύρης αγοράς» ήταν προσεκτικοί στις επιλογές τους. Επέλεγαν να αποθησαυρίζουν τα κέρδη τους αγοράζοντας αξιόπιστες µετοχές (π.χ. µετοχές της Εθνικής Τράπεζας), πολύτιµα µέταλλα (κυρίως χρυσά και ασηµένια νοµίσµατα) και φυσικά επένδυαν αγοράζοντας ακίνητα. Οσον αφορά τις µετοχές, τα χρεόγραφα και άλλα προϊόντα του χρηµατιστηρίου γνωρίζουµε ότι πράγµατι είχαν ανοδική πορεία µετά το 1943 και εποµένως ήταν αξιόπιστη επενδυτική λύση, αλλά σίγουρα δεν µπορούσαν να καλύψουν την τεράστια ζήτηση. Τα πολύτιµα µέταλλα έδωσαν κι αυτά κάποια λύση, αλλά πάλι η ζήτηση ήταν µεγάλη. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι από το φθινόπωρο του 1942 οι Γερµανοί έριξαν στην αγορά περίπου 800.000 χρυσές λίρες και 15.000.000 χρυσά γαλλικά φράγκα, τα οποία έγιναν ανάρπαστα! Τέλος, η αγορά ακινήτων –«η γη δεν χάνει ποτέ την αξία της» όπως έλεγε το παλιό, σοφό γνωµικό– ήταν µια καλή και συνετή επένδυση.
Αυτό ήταν το πρόβληµα της αποθησαύρισης το οποίο οι οικονοµικοί δωσίλογοι επιχείρησαν να λύσουν µε διάφορους τρόπους.
Ακολουθεί απόσπασµα από το υπό έκδοση βιβλίο «Αγοραπωλησίες ακινήτων 1941-1944 – Οι “χρυσές” ευκαιρίες της Κατοχής» του Παναγιώτη Σάµιου, ο οποίος τεκµηριώνει το µέγεθος και την έκταση της υφαρπαγής περιουσιών την περίοδο της Κατοχής, όταν περίπου 350.000 ακίνητα άλλαξαν χέρια κάτω από συνθήκες εξαθλίωσης, πείνας, λιµού και εκβιασµών, κυριολεκτικά για ένα κοµµάτι ψωµί.
Κατοχή µε ταξικό πρόσηµο
Οι πιο παλιοί και έµπειροι από τα «τσακάλια της µαύρης αγοράς» ήταν προσεκτικοί στις επιλογές τους. Επέλεγαν να αποθησαυρίζουν τα κέρδη τους αγοράζοντας αξιόπιστες µετοχές (π.χ. µετοχές της Εθνικής Τράπεζας), πολύτιµα µέταλλα (κυρίως χρυσά και ασηµένια νοµίσµατα) και φυσικά επένδυαν αγοράζοντας ακίνητα. Οσον αφορά τις µετοχές, τα χρεόγραφα και άλλα προϊόντα του χρηµατιστηρίου γνωρίζουµε ότι πράγµατι είχαν ανοδική πορεία µετά το 1943 και εποµένως ήταν αξιόπιστη επενδυτική λύση, αλλά σίγουρα δεν µπορούσαν να καλύψουν την τεράστια ζήτηση. Τα πολύτιµα µέταλλα έδωσαν κι αυτά κάποια λύση, αλλά πάλι η ζήτηση ήταν µεγάλη. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι από το φθινόπωρο του 1942 οι Γερµανοί έριξαν στην αγορά περίπου 800.000 χρυσές λίρες και 15.000.000 χρυσά γαλλικά φράγκα, τα οποία έγιναν ανάρπαστα! Τέλος, η αγορά ακινήτων –«η γη δεν χάνει ποτέ την αξία της» όπως έλεγε το παλιό, σοφό γνωµικό– ήταν µια καλή και συνετή επένδυση.
Επίσης οι «νεόπλουτοι της Κατοχής» ξόδευαν τα χρήµατά τους σε ακριβά θεάµατα, ταβέρνες µε εκλεκτά εδέσµατα και µουσική, καλλυντικά, κρέµες προσώπου και εξωτικά αρώµατα. Αγόραζαν ό,τι έβρισκαν στην πιάτσα: κοσµήµατα, ακριβά ρούχα, πιάνα, πανάκριβα είδη σπιτιού, χαλιά και τάπητες, αυτοκίνητα, πίνακες ζωγραφικής, οικόπεδα, κτήµατα, σπίτια και πολυκατοικίες, αγρούς, αµπέλια, καταστήµατα στο κέντρο της Αθήνας κ.ά. Για να επιζήσουν, οι φτωχοί ξεπουλούσαν τα ρούχα τους, τις προίκες των παιδιών τους, τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους, τις βέρες, τα κοσµήµατα µέχρι και τα χρυσά τους δόντια για λίγο λάδι, λίγες σταφίδες, σαπούνι, µερικά δράµια ζάχαρη και αλεύρι. […]
Η Οµοσπονδία Πωλησάντων περιέγραφε λεπτοµερώς και µε παραδείγµατα τον τρόπο που γινόταν η αρπαγή των ακινήτων. Μέσω γνωστών ο πωλητής ερχόταν σε επαφή µε κάποιον δικηγόρο, κτηµατοµεσίτη ή συµβολαιογράφο. Αυτοί αναλάµβαναν τη διαδικασία.
Το κύκλωµα τις περισσότερες φορές λειτουργούσε ως εξής:
Αρχικά κλεινόταν µια συµφωνία που προέβλεπε την αγορά του ακινήτου συνήθως στο 1/10 έως το 1/20 της προπολεµικής του αξίας. Υπογραφόταν ένα προσύµφωνο και ο συµβολαιογράφος αναλάµβανε να ετοιµάσει τα συµβόλαια. Ο αγοραστής µε διάφορα προσχήµατα (φόρτο εργασίας, προβλήµατα στους τίτλους ή στην εφορία κ.λπ.) καθυστερούσε την υπογραφή του συµβολαίου. Κάποια στιγµή υπογραφόταν η τελική συµβολαιογραφική πράξη και ο πωλητής εισέπραττε τα χρήµατα του προσυµφώνου, τα οποία είχαν χάσει ήδη µέρος της αξίας τους. Αυτό το ποσό το κατέθεταν αναγκαστικά στην τράπεζα και ο πωλητής είχε τη δυνατότητα να παίρνει κατά διαστήµατα 30.000 δρχ. και µετά το 1942 40.000 δρχ. ανά εβδοµάδα. Με αυτό τον τρόπο τελικά ο πωλητής εισέπραττε το 1/100 της αξίας του ακινήτου που πούλησε.
Ας δούµε ένα παράδειγµα: Ενα ακίνητο είχε προπολεµική αξία 500.000 δραχµές ή 500 λίρες (1 λίρα = 1.000 δρχ.). Στην Κατοχή το ακίνητο αυτό λόγω του πληθωρισµού θα είχε 1.000.000 δρχ. ή 50 λίρες (1 λίρα = 20.000 δρχ.). Αυτή ήταν η τιµή του προσύµφωνου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο παράδειγµα αυτό γίνεται η εκτίµηση στις καλύτερες δυνατές συνθήκες, δηλαδή ο αγοραστής να αγοράσει στο 1/10 της προπολεµικής αξίας το ακίνητο επειδή συνήθως η τιµή κυµαινόταν µεταξύ 1/10 έως 1/20. Υστερα από έναν µήνα που υπογραφόταν το τελικό συµβόλαιο, λόγω της εσκεµµένης κωλυσιεργίας του αγοραστή, η δραχµή είχε πέσει κι άλλο και η λίρα είχε ανέβει (1 λίρα = 28.000 δρχ.). Εποµένως όταν πληρωνόταν ο πωλητής στην πραγµατικότητα έπαιρνε σε υγιές νόµισµα χρήµατα για περίπου 35 λίρες. Αυτά τα χρήµατα ήταν αναγκασµένος να τα καταθέσει στην τράπεζα και να κάνει αναλήψεις 30.000 δρχ. κατά διαστήµατα. Μέχρι να σηκώσει όλο το ποσό από τον τραπεζικό του λογαριασµό περνούσαν µήνες και αν λάβουµε υπόψη µας τον πληθωρισµό, υπολογίζουµε ότι τελικά ο πωλητής έπαιρνε στα χέρια του το ποσό των 5 λιρών! Σε ορισµένες περιπτώσεις µάλιστα το ποσό πώλησης σε δραχµές είχε πια απαξιωθεί τόσο πολύ που οι πωλητές δεν πήγαιναν καν να το εισπράξουν!
Συµπερασµατικά, στο προσύµφωνο η τιµή του ακινήτου ήταν κατά κανόνα το 1/10-1/20 της προπολεµικής του αξίας. Το καταβαλλόµενο από τον αγοραστή ποσό ήταν το 1/14-1/28, το δε τελικό ποσό που έφτανε στα χέρια του πωλητή ήταν το 1/100-1/200!
Φυσικά υπό συνθήκες λιµού και πλήρους οικονοµικής αδυναµίας του πωλητή δεν θα µπορούσε να γίνει δίκαιη αγοραπωλησία ακινήτου. Εκτός από τα παζάρια στην τιµή, δεν θα πρέπει να ήταν και λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες ο αγοραστής µε εκβιασµό ανάγκαζε τον πωλητή να υπογράψει στο συµβόλαιο ότι πήρε ποσό µεγαλύτερο από αυτό που τελικά του πλήρωσε.
Η Οµοσπονδία Πωλησάντων περιέγραφε λεπτοµερώς και µε παραδείγµατα τον τρόπο που γινόταν η αρπαγή των ακινήτων. Μέσω γνωστών ο πωλητής ερχόταν σε επαφή µε κάποιον δικηγόρο, κτηµατοµεσίτη ή συµβολαιογράφο. Αυτοί αναλάµβαναν τη διαδικασία.
Το κύκλωµα τις περισσότερες φορές λειτουργούσε ως εξής:
Αρχικά κλεινόταν µια συµφωνία που προέβλεπε την αγορά του ακινήτου συνήθως στο 1/10 έως το 1/20 της προπολεµικής του αξίας. Υπογραφόταν ένα προσύµφωνο και ο συµβολαιογράφος αναλάµβανε να ετοιµάσει τα συµβόλαια. Ο αγοραστής µε διάφορα προσχήµατα (φόρτο εργασίας, προβλήµατα στους τίτλους ή στην εφορία κ.λπ.) καθυστερούσε την υπογραφή του συµβολαίου. Κάποια στιγµή υπογραφόταν η τελική συµβολαιογραφική πράξη και ο πωλητής εισέπραττε τα χρήµατα του προσυµφώνου, τα οποία είχαν χάσει ήδη µέρος της αξίας τους. Αυτό το ποσό το κατέθεταν αναγκαστικά στην τράπεζα και ο πωλητής είχε τη δυνατότητα να παίρνει κατά διαστήµατα 30.000 δρχ. και µετά το 1942 40.000 δρχ. ανά εβδοµάδα. Με αυτό τον τρόπο τελικά ο πωλητής εισέπραττε το 1/100 της αξίας του ακινήτου που πούλησε.
Ας δούµε ένα παράδειγµα: Ενα ακίνητο είχε προπολεµική αξία 500.000 δραχµές ή 500 λίρες (1 λίρα = 1.000 δρχ.). Στην Κατοχή το ακίνητο αυτό λόγω του πληθωρισµού θα είχε 1.000.000 δρχ. ή 50 λίρες (1 λίρα = 20.000 δρχ.). Αυτή ήταν η τιµή του προσύµφωνου. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο παράδειγµα αυτό γίνεται η εκτίµηση στις καλύτερες δυνατές συνθήκες, δηλαδή ο αγοραστής να αγοράσει στο 1/10 της προπολεµικής αξίας το ακίνητο επειδή συνήθως η τιµή κυµαινόταν µεταξύ 1/10 έως 1/20. Υστερα από έναν µήνα που υπογραφόταν το τελικό συµβόλαιο, λόγω της εσκεµµένης κωλυσιεργίας του αγοραστή, η δραχµή είχε πέσει κι άλλο και η λίρα είχε ανέβει (1 λίρα = 28.000 δρχ.). Εποµένως όταν πληρωνόταν ο πωλητής στην πραγµατικότητα έπαιρνε σε υγιές νόµισµα χρήµατα για περίπου 35 λίρες. Αυτά τα χρήµατα ήταν αναγκασµένος να τα καταθέσει στην τράπεζα και να κάνει αναλήψεις 30.000 δρχ. κατά διαστήµατα. Μέχρι να σηκώσει όλο το ποσό από τον τραπεζικό του λογαριασµό περνούσαν µήνες και αν λάβουµε υπόψη µας τον πληθωρισµό, υπολογίζουµε ότι τελικά ο πωλητής έπαιρνε στα χέρια του το ποσό των 5 λιρών! Σε ορισµένες περιπτώσεις µάλιστα το ποσό πώλησης σε δραχµές είχε πια απαξιωθεί τόσο πολύ που οι πωλητές δεν πήγαιναν καν να το εισπράξουν!
Συµπερασµατικά, στο προσύµφωνο η τιµή του ακινήτου ήταν κατά κανόνα το 1/10-1/20 της προπολεµικής του αξίας. Το καταβαλλόµενο από τον αγοραστή ποσό ήταν το 1/14-1/28, το δε τελικό ποσό που έφτανε στα χέρια του πωλητή ήταν το 1/100-1/200!
Φυσικά υπό συνθήκες λιµού και πλήρους οικονοµικής αδυναµίας του πωλητή δεν θα µπορούσε να γίνει δίκαιη αγοραπωλησία ακινήτου. Εκτός από τα παζάρια στην τιµή, δεν θα πρέπει να ήταν και λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες ο αγοραστής µε εκβιασµό ανάγκαζε τον πωλητή να υπογράψει στο συµβόλαιο ότι πήρε ποσό µεγαλύτερο από αυτό που τελικά του πλήρωσε.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου