«Δυστυχισμένοι Αρβανίτες της Αττικής, πού να ξέρετε πως τα έργα και οι δωρεές του Συγγρού, το πιο πολύ είναι ιδρώτας και αίμα δικό σας.
Κακόμοιροι αγρότες που σας μαθαίνουν στα σχολεία ένα σωρό παραμύθια για τους "μεγάλους ευεργέτες του Εθνους", πού να ξέρετε πως οι Τοσίτσηδες, οι Ζαππαίοι, οι Μπενάκηδες, οι Αβέρωφ, οι Ζωγράφηδες, οιΒαλλιάνοι, οι Μαρασλήδες και τράβα κορδέλα, ήταν σκληροί εκμεταλλευτές των αγροτών και εργατών της Αιγύπτου, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ρωσίας...»....
Γιάννης Κορδάτος - "Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας", τ. 4, έκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα 1958, σ. 445).
Γιάννης Κορδάτος - "Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας", τ. 4, έκδ. 20ός Αιώνας, Αθήνα 1958, σ. 445).
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1899 πέθανε ίσως ο μεγαλύτερος χρηματιστηριακός κερδοσκόπος που έχει υπάρξει από συστάσεως ελληνικού κράτους, ο Ανδρέας Συγγρός.
Η τότε κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη τον τίμησε με μια κηδεία που έχει αφήσει ιστορία. Βασιλιάς,υπουργοί, όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι και φυσικά λόγω της προπαγάνδας χιλιάδες κόσμου, τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, ενώ με κυβερνητική εντολή έκλεισαν τα σχολεία για τρεις μέρες σε ένδειξη πένθους, και ματαιώθηκαν οι εκδηλώσεις της Αποκριάς.
Η τότε κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη τον τίμησε με μια κηδεία που έχει αφήσει ιστορία. Βασιλιάς,υπουργοί, όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι και φυσικά λόγω της προπαγάνδας χιλιάδες κόσμου, τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, ενώ με κυβερνητική εντολή έκλεισαν τα σχολεία για τρεις μέρες σε ένδειξη πένθους, και ματαιώθηκαν οι εκδηλώσεις της Αποκριάς.
Τι είχε κάνει ο εκλιπών και του άξιζαν τέτοιες τιμές;
Ηταν ένας "μηχανορράφος και επιδέξιος πολιτικάντης", όπως τον χαρακτηρίζει ο Γιάννης Κορδάτος που συγκέντρωσε αμύθητα πλούτη εκμεταλλευόμενος τις πολύ καλές σχέσεις που είχε με το πολιτικό ιερατείο της εποχής και καθοδηγώντας προς ίδιο όφελος τις οικονομικές επιλογές αλλεπάλληλων κυβερνήσεων της εποχής που ήθελε «κατά το τουρκικόν παράδειγμα να σχηματίση μίαν ιδιωτικήν εταιρείαν, η οποία να εκμεταλλεύηται τον Τόπον», όπως τόνιζε στις 25 Νοέμβρη 1885 στη Βουλή ο πολιτικός του αντίπαλος βουλευτής Αριστείδης Οικονόμου.
Ας παραθέσουμε ένα απόσπασμα από δημοσίευμα του "Ιου" της Ελευθεροτυπία για να δείξουμε πώς για την κατεστημένη ιστορία κλασικοί απατεώνες και στυγνοί εκμεταλλευτές του λαού σήμερα παρουσιάζονται "εθνικοί ευεργέτες"
Χρηματιστής και τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, ο Συγγρός (Τσιγγρός ήταν το όνομά του, προτού το "εξευγενίσει") μετέφερε εγκαίρως τον κύκλο των εργασιών του στην Αθήνα, όπου ο επιτυχής συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας τον μετέτρεψε σύντομα στον μεγαλύτερο κεφαλαιούχο της εποχής.
Περίφημη υπήρξε η κερδοσκοπία του με τις μετοχές του Λαυρίου που εξανέμισε τις περιουσίες των αφελών και του χάρισε τον τίτλο του "λαυριοφάγου".
Η αγορά τεράστιων τσιφλικιών και η σκληρή εκμετάλλευση των κολίγων του, ο επανειλημμένος επαχθής δανεισμός του ελληνικού δημοσίου, η προσωπική αξιοποίηση πολιτικών πληροφοριών για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι διασυνδέσεις του με το παλάτι και οι απειλές για ίδρυση δικού του κόμματος, όταν δεν τον ικανοποιούσαν οι τρικουπικοί ή οι δηλιγιαννικοί, συνιστούν μερικές από τις όψεις της δράσης του που απασχόλησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Δεν είναι όμως μόνον οι αντίπαλοί του που προσφέρουν στοιχεία για την αντιφατική προσωπικότητα του μεγάλου ευεργέτη. Τις απολαυστικότερες ίσως πληροφορίες για τη ζωή του μπορούμε να αντλήσουμε από τα ίδια τα "Απομνημονεύματά" του.
Πρόκειται για ένα έργο τριών τόμων και χιλίων συνολικά σελίδων, το οποίο μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε τους μηχανισμούς που επέτρεψαν τον γρήγορο πλουτισμό κάποιων Ελλήνων της διασποράς, τη μεταγενέστερη εμπλοκή τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας και τη διαδικασία που τους οδήγησε στις όχι πάντοτε αφιλοκερδείς ευεργεσίες τους.
Ας περιοριστούμε σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Αναφερόμενος στη συνομολόγηση δανείου 30 εκατομμυρίων φράγκων μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και ομίλου γάλλων χρηματιστών το 1869, το οποίο διαπραγματεύτηκε ο ίδιος, ο Συγγρός εξηγεί ότι το τουρκικό κράτος έλαβε τελικά 12 εκατ., ενώ ο ίδιος κέρδισε 30.000 τούρκικες λίρες χωρίς να έχει καταβάλει δεκάρα.
"Και ταύτα τα μηχανήματα ονομάζοντο τραπεζικαί πράξεις!", αναφέρει στα "Απομνημονεύματά" του. "Είμεθα άπληστοι, αλλά κάπως συγγνωστέοι, βλέποντες την αφροσύνην και παχυλήν αμάθειαν των κυβερνώντων τα οικονομικά της Τουρκίας".
Αλλά και στην Αίγυπτο δεν ήταν και πολύ διαφορετικά τα πράγματα:
"Εν Αιγύπτω τότε έπρεπε να είναι τις ή εντελώς ηλίθιος ή πλήρης ελαττωμάτων διά να μη σχηματίση τάχιστα σπουδαίαν περιουσία".
Η μέθοδος των μη ηλιθίων αυτών Αιγυπτιωτών εξηγείται σε άλλο σημείο:
"Εδάνειζον προς τόκον 30 ή 36% ετησίως, επί δε της εσοδείας του γεωργού και του χρεώστου εις πληρωμήν ελάμβανον προϊόντα υποτετιμημένα κατά 20 και 30%".
Ουδείς ψόγος:
"Ειργάσθην ως τραπεζίτης, ή μάλλον τοκιστής", αναφέρει κάπου με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο ίδιος.
Ο «ευεργέτης» Ανδρέας Συγγρός και η λαϊκή πτώχευση
Ο -γεννημένος το 1830 στην Κωνσταντινούπολη- Ανδρέας Συγγρός ήταν γυιος τού χιώτη γιατρού Δομένικου Τσιγγρού. Το επώνυμο Τσιγγρός είναι καθαρό παρατσούκλι, το οποίο στα ποντιακά σημαίνει αδύναμος, αρρωστιάρης (καθαρή κοροϊδία για έναν γιατρό) και γι’ αυτό ο φιλόδοξος Ανδρέας φρόντισε να το αλλάξει ελαφρώς. Αν και ο πατέρας του τον προόριζε για γιατρό (άλλωστε, ο Δομένικος είχε «στρωμένη δουλειά» αφού ήταν προσωπικός γιατρός τής αδελφής τού σουλτάνου!), ο νεαρός προτίμησε να ασχοληθεί με το εμπόριο, αρχίζοντας μάλιστα την καριέρα του στις επιχειρήσεις του Θεόδωρου Ροδοκανάκη.
Στα 25 του, ο Ανδρέας Συγγρός αυτονομήθηκε και, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες τού πατέρα του, κατάφερε να γίνει επίσημος προμηθευτής τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως σε μεταξωτά. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να κάνει ένα γερό κομπόδεμα. Τότε σκέφτηκε πως οι πιθανότητές του να μεγαλουργήσει θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν μετακόμιζε στην -σαφώς πιο αδύναμη- Ελλάδα. Έτσι, το 1867 έφτασε στην Αθήνα. Χάρη στην φήμη τού επιτυχημένου και πλούσιου εμπόρου, μπήκε εύκολα στα «μεγάλα σαλόνια» και γνωρίστηκε πρώτα με τον Χαρίλαο Τρικούπη (τότε υπουργό εξωτερικών), τους αρχηγούς των μεγάλων κομμάτων αλλά και με τον ίδιο τον βασιλιά Γεώργιο Α’, τον οποίο σαγήνευσε με την σπιρτάδα του μυαλού του.
Πριν βγει η χρονιά, ο Συγγρός είχε στήσει την πρώτη του τράπεζα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν τράπεζα αλλά κάτι σαν τραπεζικό παραμάγαζο, αφού η κύρια δραστηριότητα της «Συγγρός, Κορωνιός και Σία» ήταν να χορηγεί βραχυπρόθεσμα δάνεια στην οθωμανική αυτοκρατορία με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Η «Σία» στην επωνυμία ήταν ο Στέφανος Σκουλούδης, μετέπειτα ιδρυτής τής διαβόητης «Εταιρείας Κωπαΐδας» και αργότερα πρωθυπουργός τής χώρας (έστω και για λίγους μήνες: 10/1915-6/1916).
Οι δουλειές τής τοκογλυφικής τράπεζας πήγαν τόσο καλά ώστε σύντομα ο Συγγρός ίδρυσε την περίφημη Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αναδείχθηκε σχεδόν αμέσως σε βασικό χρηματοδότη όχι μόνο τής οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και της Αιγύπτου. Πολύ γρήγορα, ο Συγγρός γίνεται βαθύπλουτος και αποφασίζει να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα. Προς τούτο, αρχίζει να αγοράζει τεράστιες εκτάσεις στην Αττική, τόσο μέσα στην Αθήνα όσο και γύρω απ’ αυτήν. Ανάμεσά τους, αγόρασε και ένα οικόπεδο στην αρχή τής λεωφόρου Κηφισίας (όπως λεγόταν τότε η σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας), ώστε να χτίσει το μέγαρό του ακριβώς απέναντι από το παλάτι (*). Τελικά, ο Συγγρός εγκαταστάθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη τού 1872.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην ιστορία μας. Την εποχή που ο Συγγρός εγκαθίσταται στην Αθήνα, το «λαυρεωτικό ζήτημα» βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και ο Γεώργιος ζητά βοήθεια από τον καινούργιο του φίλο, τον οποίο εκτιμά βαθύτατα. Ο Συγγρός μυρίζεται χρυσάφι και δέχεται να βοηθήσει τον μεγαλειότατο. Η πρότασή του είναι ριζοσπαστική μεν απλούστατη δε: θα αναλάβει αυτός την εκμετάλλευση της λαυρεωτικής γης, αποζημιώνοντας ο ίδιος την εταιρεία των Ρου και Σερπιέρι, υπό την προϋπόθεση ότι θα του δοθούν ορισμένα «κίνητρα» από το κράτος (π.χ. απαλλαγή από κάθε φορολογία κλπ).
Όλοι ανέπνευσαν ανακουφισμένοι. Ο βασιλιάς επειδή βρήκε λύση εκεί όπου απέτυχαν οι πρωθυπουργοί, οι πολιτικοί επειδή έφυγε ένας μεγάλος βραχνάς από τον λαιμό τους, ο Ρου επειδή πήρε τα λεφτά που ήθελε (και, μάλιστα, με καθυστέρηση αρκετών μηνών, χάρη στην οποία πρόλαβε και μάζεψε αρκετό από τον πλούτο τής λαυρεωτικής γης) αλλά και οι ξένες δυνάμεις επειδή απεμπλάκησαν από ένα μπέρδεμα που είχε καταντήσει σχεδόν αδιέξοδο. Έτσι, μέσα στο 1873, η Hilarion Roux et Cie μεταβίβασε τις μετοχές της στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως και ο Συγγρός έγινε απόλυτο αφεντικό τού Λαυρίου, ιδρύοντας την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΕΜΛ).
Στην ουσία, ο Συγγρός δεν είχε καμμιά όρεξη να γίνει μεταλλωρύχος. Γι’ αυτό άλλωστε αποζημίωσε μόνο τον Ιλαρίωνα Ρου (δεν ήθελε στα πόδια του έναν πανέξυπνο τραπεζίτη) και επέτρεψε στον Σερπιέρι να παραμείνει στην περιοχή (**). Ο Συγγρός ήταν έμπορος και τραπεζίτης, άνθρωπος του χρήματος, όχι άνθρωπος της δουλειάς. Με το Λαύριο ασχολήθηκε για να κερδίσει, όχι για να κάνει χάρες στον βασιλιά ή στο κράτος. Επένδυση έκανε. Και, μάλιστα, την έκανε έχοντας κατά νου ένα «κόλπο γκρόσσο».
Στο μεταξύ, ο παμπόνηρος κωνσταντινοπουλίτης φρόντισε να αναβαθμίσει την επένδυσή του. Στις εφημερίδες άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται περίεργα δημοσιεύματα, τα οποία έκαναν λόγο για ύπαρξη ακόμη και χρυσού (εκτός από τα ήδη γνωστά ασήμι και μόλυβδο) στο Λαύριο και τα οποία ο Συγγρός ουδέποτε διέψευσε επίσημα. Παράλληλα, οι φήμες για «αμύθητα πλούτη» έδιναν κι έπαιρναν: γιατί ζήτησε τόσο μεγάλη αποζημίωση ο Ρου; γιατί τσακίστηκε ο Συγγρός να πληρώσει όσα-όσα; γιατί ανακατεύτηκαν οι ξένοι; γιατί λύσσαξε ο Δεληγεώργης να μείνουν τα ορυχεία στην κυριότητα του κράτους;
Ο Συγγρός έκανε ό,τι θα έκανε κάθε καλός καπιταλιστής: εκμεταλλεύτηκε (αν δεν υποδαύλισε ο ίδιος) τις φήμες, μετοχοποίησε την εταιρεία και έβγαλε τις μετοχές σε δημόσια προσφορά. Καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε χρηματιστήριο στην Ελλάδα, τον ρόλο τού «κάγκελου» τον έπαιξε το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στην οδό Μητροπόλεως, όπου συνωστίζονταν οι Αθηναίοι για να αγοράσουν μετοχές τής εταιρείας που θα τους έκανε ζάμπλουτους.
Κανείς δεν σκοτιζόταν από την υψηλή τιμή τής μετοχής, η οποία είχε ονομαστική αξία 200 δραχμές αλλά πουλιόταν πολύ «πάνω από το άρτιο», ξεπερνώντας ακόμη και τις 310 δραχμές (***). Και, βεβαίως, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει αν η αξία των υποτιθέμενων κοιτασμάτων κάλυπτε το μετοχικό κεφάλαιο που είχε βγάλει στο σφυρί ο Συγγρός. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η ΕΕΜΛ είχε μαζέψει τις οικονομίες των περισσότερων Αθηναίων αλλά και πολλών επαρχιωτών. Ανάμεσά τους ήταν και πολλές εταιρείες, οι οποίες ανέστειλαν την συνήθη επιχειρηματική τους δραστηριότητα προκειμένου να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους στις μετοχές τής ΕΕΜΛ.
Όμως, όσο γρήγορα αναπτύχθηκε η φούσκα, τόσο γρήγορα έσκασε. Πριν μπει ο χειμώνας του 1873, η απάτη τού Συγγρού ξεσκεπάστηκε και η αξία των μετοχών κατρακύλησε πιάνοντας πάτο. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά. Το εμπόριο κατέρρευσε, οι πτωχεύσεις διπλασιάστηκαν και οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάστηκαν.
Ο τύπος, ο οποίος χόρευε πρωτύτερα στον ρυθμό τού Συγγρού, κατηγορούσε πλέον τον τραπεζίτη ως απατεώνα και κερδοσκόπο, μέσα από δεκάδες καυστικά κείμενα (****) και γελοιογραφίες. Η καταστροφή ήταν τέτοια ώστε για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ο όρος «λαϊκή πτώχευση».
Φυσικά, το αφτί τού Συγγρού ποσώς ίδρωσε. Χάρη στο «κόλπο γκρόσσο» του, πολλαπλασίασε την ήδη μεγάλη περιουσία του, ενώ η λαϊκή κατακραυγή δεν ήταν αρκετή για να επηρεάσει την εύνοια με την οποία τον περιέβαλε ο Γεώργιος. Ενώ χιλιάδες κόσμου καταστρέφονταν, ο Συγγρός άρχιζε την καριέρα του ως οικονομικοπολιτικός μεγαλοπαράγοντας του τόπου…
Πριν κλείσουμε το αφιέρωμά μας στα Λαυρεωτικά, ας αναφέρουμε και μια φαρσική λεπτομέρεια. Το 1875, τρία μόλις χρόνια μετά την «λαϊκή πτώχευση» που ο ίδιος δημιούργησε, ο Ανδρέας Συγγρός θα γινόταν «εθνικός ευεργέτης» χρηματοδοτώντας την ανέγερση του πρώτου Πτωχοκομείου (!!) της Αθήνας. Ειρωνεία;
(*) Το μέγαρο αυτό χτίστηκε από τον διάσημο Τσίλλερ, αν και ο Συγγρός επενέβη στα σχέδια, με αποτέλεσμα να το κάνει αγνώριστο. Κληροδοτήθηκε από την χήρα τού Συγγρού στο ελληνικό κράτος και σώζεται ακόμη στην διασταύρωση Βασιλίσσης Σοφίας και Ζαλοκώστα. Το 1976 ανακηρύχθηκε ως προστατευόμενο έργο τέχνης και ανήκει στο υπουργείο εξωτερικών, σύμφωνα με την επιθυμία τής κληροδοτούσης.
(**) Ο Σερπιέρι ίδρυσε την εταιρεία «Μεταλλεία Καμαρίζης» (η οποία μετονομάστηκε το 1875 σε «Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου«) και συνέχισε την δραστηριότητά του, την οποία αργότερα επέκτεινε στα μεταλλεία τής Σίφνου, της Σερίφου, της Αντιπάρου, της Εύβοιας, της Μήλου, της Κύθνου κλπ. Για τις ανάγκες της δουλειάς, ο Σερπιέρι έφτιαξε μέχρι και ατμόπλοιο. Και, βεβαίως, αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1887 εξαγόρασε την Εταιρεία Φωταερίου, παίρνοντας από τον Δήμο Αθηναίων το δικαίωμα εκμετάλλευσης για 30 χρόνια. Προφανώς, το ελληνικό κράτος δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να συνεργαστεί με έναν πρώην εκβιαστή του.
(***) Για να δώσω ένα μέτρο σύγκρισης, σημειώνω ότι ο Συγγρός αγόρασε το οικόπεδο όπου έχτισε το μέγαρό του αντί 65.000 δραχμών, δηλαδή ποσό ίσο με καμμιά διακοσαριά μετοχές.
(****) Από τα πλέον καυστικά κείμενα ήταν οι λίβελλοι που «εξαπέλυσε» κατά του Συγγρού ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο οποίος είχε τοποθετήσει στις μετοχές τής ΕΕΜΛ όλη του την περιουσία.
Πηγές anemosantistasis.blogspot.com και foroline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου