+7.000.000€ ΓΙΑ ΚΑΘΕ 6ΜΗΝΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ
Το ποσό των 10 εκ ευρώ υποχρεώνεται να καταβάλλει η Ελλάδα , ενώ «φλερτάρει» και με χρηματική ποινή άνω των 7 εκατομμυρίων ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης, καθώς δεν ανέκτησε τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε στην Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ.
Σε σχέση με τα πρόστιμα, το κατ’ αποκοπήν θα καταβληθεί σε κάθε περίπτωση, ενώ το εξαμηνιαίο θα καταβληθεί μόνον εφόσον η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τη δεύτερη καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου.
Το δικαστήριο τελικά με την απόφαση του ζητά από την Ελλάδα ελαφρώς χαμηλότερα ποσά, από εκείνα της εισαγγελικής πρότασης.
«Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, αφενός, ότι, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή με την προειδοποιητική επιστολή του 2014 (ήτοι την 27η Ιανουαρίου 2015), η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου του 2012 και, αφετέρου, ότι η παράβαση αυτή εξακολουθούσε να υφίσταται έως την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το Δικαστήριο. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβληθούν στην Ελλάδα χρηματικές κυρώσεις υπό τη μορφή, αφενός, εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης του 2012 και να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εκτιμήσει την πρόοδο των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης του 2012 και, αφετέρου, κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποτρεπτικού μέτρου» αναφέρεται στην απόφαση.
Μάλιστα, γίνεται αναφορά στην επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της χώρας, με το Δικαστήριο της ΕΕ να σημειώνει:
«Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Δικαστήριο επισημαίνει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και το αξιοσημείωτο ύψος του ποσού της ενισχύσεως που δεν έχει ανακτηθεί και το γεγονός ότι η αγορά του ναυπηγικού κλάδου είναι διασυνοριακή. Το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης την επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων».
Το ιστορικό
Η υπόθεση ΕΝΑΕ ξεκίνησε το 2008, όταν η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η εκτέλεση της παραπάνω απόφασης έπρεπε να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008, κάτι που δεν έγινε.
Στις 28 Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση.
Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80% περίπου του προς ανάκτηση ποσού. Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 κίνησαν οι ελληνικές φορολογικές αρχές διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατάσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017.
Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό. Στις 27 Ιουνίου 2017, οι ελληνικές αρχές κάλεσαν την ΕΝΑΕ να ρυθμίσει το εναπομείναν 20% του ποσού της προς ανάκτηση ενίσχυσης (συμπεριλαμβανομένων των τόκων έως τις 30 Ιουνίου 2017), ήτοι 95 εκατ. ευρώ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στο Δικαστήριο δεύτερη προσφυγή κατά της Ελλάδας, θεωρώντας ότι ενώ πέρασαν 10 έτη από την πρώτη απόφαση η Ελλάδα δεν την είχε ακόμη εκτελέσει και, συνεπώς, δεν είχε συμμορφωθεί.
Το ποσό των 10 εκ ευρώ υποχρεώνεται να καταβάλλει η Ελλάδα , ενώ «φλερτάρει» και με χρηματική ποινή άνω των 7 εκατομμυρίων ευρώ ανά εξάμηνο καθυστέρησης, καθώς δεν ανέκτησε τις κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε στην Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ.
Το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει την παράβαση εκ μέρους της Ελλάδας με απόφαση του 2012, ενώ από τον Μάιο ο ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Μελκιόρ Γουατλέ είχε εισηγηθεί στην Ολομέλεια των Ευρωπαίων δικαστών να υποχρεώσει την Ελλάδα στην καταβολή κατ’ αποκοπήν προστίμου 13 εκατ. ευρώ, αλλά και στην καταβολή εξαμηνιαίου προστίμου ύψους 9,5 εκατ. ευρώ.
Σε σχέση με τα πρόστιμα, το κατ’ αποκοπήν θα καταβληθεί σε κάθε περίπτωση, ενώ το εξαμηνιαίο θα καταβληθεί μόνον εφόσον η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τη δεύτερη καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου.
Το δικαστήριο τελικά με την απόφαση του ζητά από την Ελλάδα ελαφρώς χαμηλότερα ποσά, από εκείνα της εισαγγελικής πρότασης.
«Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει, αφενός, ότι, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή με την προειδοποιητική επιστολή του 2014 (ήτοι την 27η Ιανουαρίου 2015), η Ελλάδα δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπαγόταν η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου του 2012 και, αφετέρου, ότι η παράβαση αυτή εξακολουθούσε να υφίσταται έως την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης από το Δικαστήριο. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να επιβληθούν στην Ελλάδα χρηματικές κυρώσεις υπό τη μορφή, αφενός, εξαμηνιαίας χρηματικής ποινής προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της απόφασης του 2012 και να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να εκτιμήσει την πρόοδο των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης του 2012 και, αφετέρου, κατ’ αποκοπήν ποσού ως αποτρεπτικού μέτρου» αναφέρεται στην απόφαση.
Μάλιστα, γίνεται αναφορά στην επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της χώρας, με το Δικαστήριο της ΕΕ να σημειώνει:
«Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, το Δικαστήριο επισημαίνει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, καθώς και το αξιοσημείωτο ύψος του ποσού της ενισχύσεως που δεν έχει ανακτηθεί και το γεγονός ότι η αγορά του ναυπηγικού κλάδου είναι διασυνοριακή. Το Δικαστήριο διαπιστώνει επίσης την επαναλαμβανόμενη παραβατική συμπεριφορά της Ελλάδας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων».
Το ιστορικό
Η υπόθεση ΕΝΑΕ ξεκίνησε το 2008, όταν η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η εκτέλεση της παραπάνω απόφασης έπρεπε να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008, κάτι που δεν έγινε.
Στις 28 Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση.
Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80% περίπου του προς ανάκτηση ποσού. Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 κίνησαν οι ελληνικές φορολογικές αρχές διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατάσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017.
Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό. Στις 27 Ιουνίου 2017, οι ελληνικές αρχές κάλεσαν την ΕΝΑΕ να ρυθμίσει το εναπομείναν 20% του ποσού της προς ανάκτηση ενίσχυσης (συμπεριλαμβανομένων των τόκων έως τις 30 Ιουνίου 2017), ήτοι 95 εκατ. ευρώ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στο Δικαστήριο δεύτερη προσφυγή κατά της Ελλάδας, θεωρώντας ότι ενώ πέρασαν 10 έτη από την πρώτη απόφαση η Ελλάδα δεν την είχε ακόμη εκτελέσει και, συνεπώς, δεν είχε συμμορφωθεί.
ΠΗΓΗ: dikastiko.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου