.

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

ΝΕΑ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ !!!

ΑΠΟΦΑΣΗ 791/2017 ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τα κύρια σημεία της απόφασης.




Θετική για τους προσφεύγοντες δανειολήπτες που είχαν πάρει δάνεια σε ελβετικό φράγκο, είναι πρώτη εφετειακή απόφαση από το Τριμελές Εφετείο του Πειραιά (791/2017) η οποία είναι άμεσα εκτελεστή, υποχρεώνοντας την τράπεζα να δέχεται την εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων των πελατών της με την παλιά ισοτιμία.

Μετά από μία σειρά αντίθετων αποφάσεων από τον πρώτο βαθμό κρίσης (σ.σ.: Πολυμελή Πρωτοδικεία) το Εφετείο του Πειραιά, εξέδωσε κατά πλειοψηφία, δύο ημέρες πριν τον νέο χρόνο μία πολυσέλιδη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση της τράπεζας, κρίνοντας ουσιαστικά ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είναι επενδυτικά προϊόντα, για τους κινδύνους των οποίων ο καταναλωτής όφειλε να ενημερώνεται λεπτομερώς, πράγμα που δεν έγινε από τους υπαλλήλους της τράπεζας. Αποτέλεσμα, όταν η ισοτιμία ευρώ- ελβετικού φράγκου κατέγραψε μεγάλη μείωση έναντι του ευρώ, οι δανειολήπτες αποπλήρωναν μεν τις δόσεις, το κεφάλαιο όμως παρέμενε "ανέπαφο", ή και αυξανόταν.


Οι δικαστές του Εφετείου, μελετώντας τους όρους της δανειακής σύμβασης των δύο προσφευγόντων έκριναν στην απόφαση τους ότι ο επίμαχος όρος της ισοτιμίας αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας, αφού δεν "περιείχε το σ’ αυτόν καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν αποκλειστικά και μόνο οι εφεσίβλητοι και τούτο διότι, δεν αποκαλύπτει στους εφεσίβλητους τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του ως άνω μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής ξένου νομίσματος καθώς και τη σχέση του μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε οι εφεσίβλητοι να μπορούν να προβλέψουν βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που συνοδεύει τις ένδικες δανειακές συμβάσεις, που έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Επομένως ο όρος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της διαφάνειας".

Σύμφωνα μάλιστα με το σκεπτικό της απόφασης, οι επιστολές που εστάλησαν από την τράπεζα προς τους δανειολήπτες (σ.σ κάνοντας αναφορά στον συναλλαγματικό κίνδυνο) εστάλησαν μετά την υπογραφή των συμβάσεων, και συνεπώς οι οφειλέτες δεν είχαν την δυνατότητα να αντιληφθούν την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος, "δεδομένου ότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από σειρά απρόβλεπτων προσδιοριστικών παραγόντων (κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, πληθωρισμός, ισοζύγιο πληρωμών, τον τρόπο δράσης και τις πολιτικές ενός κράτους, αλλά και της Κεντρικής Τράπεζας του)...Οι εφεσίβλητοι αγνοούσαν ανυπαιτίως ότι ήδη από το έτος 2007 ελλόχευε ο συναλλαγματικός κίνδυνος υποτίμησης του ευρώ σε ποσοστό 30%, γεγονός, που από τότε είχε πληροφορηθεί η Τράπεζα από την έκθεση του ιδίου έτους του ΔΝΤ, αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της εφετειακής απόφασης.

Απαντώντας στους βασικούς ισχυρισμούς της τράπεζας ότι οι δανειολήπτες θα έπρεπε να έχουν αντιληφθεί τους κινδύνους που αναλαμβάνουν, παίρνοντας τα επίμαχα δάνεια, το Εφετείο αποφαίνεται, ότι τα εν λόγω δάνεια δεν ήταν απλά δάνεια, αλλά ευθέως συνδεδεμένα με την αγορά συναλλάγματος. Συνεπώς η ενημέρωση τους θα έπρεπε να ήταν επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να λάβουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις και έπρεπε κατ' ελάχιστον να περιλαμβάνει τις επιπτώσεις που θα είχε όχι μόνο στις δόσεις αλλά και στο κεφάλαιο του δανείου, μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του ελβετικού φράγκου. " Πολύ δε περισσότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία οι επίδικες δανειακές συμβάσεις, δεν αποτελούσαν απλές συμβάσεις στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν".

Μάλιστα, για τους εφέτες δικαστές, η τράπεζα όφειλε να είχε αναθέσει σε ειδικούς συμβούλους την ενημέρωση των δανειοληπτών. Σύμφωνα με την ίδιες αναφερόμενες σκέψεις, το πιστωτικό ίδρυμα είχε στους κόλπους του υπάλληλο, ο οποίος είχε βραβευθεί για τις επιτυχείς προβλέψεις του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ήταν γνώστης της λειτουργίας και του μηχανισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, "κατά συνέπεια η τράπεζα γνώριζε πολύ καλά ότι επέκειτο μεγάλη υποτίμηση του ευρώ και τέτοια μεταβολή που θα ανέτρεπε τις δικαιολογημένες προσδοκίες των εφεσιβλήτων".

Κατά την κρίση του δικαστή που μειοψήφισε, η έφεση της τράπεζας πρέπει να γίνει δεκτή, καθώς ο επίμαχος όρος της σύμβασης δεν συγκαλύπτει ούτε διαστρεβλώνει το περιεχόμενο του, το οποίο οι δανειολήπτες ήταν σε θέση να αντιληφθούν, ώστε να εκτιμήσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο.

Η επίμαχη απόφαση συνιστά ένα ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο για τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δύο δανειοληπτών, κ. Γ. Καλτσά, καθώς αφορά 70.000 καταναλωτές που έχουν πάρει δάνεια με ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο.

"Οι παραδοχές της υπ’ αριθμ. 791/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά είναι αποκαλυπτικές για τη συνθετότητα των συγκεκριμένων προϊόντων, τα οποία εμπεριέχουν σαφή επενδυτικά χαρακτηριστικά, την έλλειψη προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών για τους κινδύνους που ελλοχεύει η επιλογή τέτοιου είδους δανείων, αλλά και για την αδιαφάνεια που ενέχει ο συγκεκριμένος επίμαχος Γενικός Όρος Συναλλαγών, δηλαδή ο ΓΟΣ αποπληρωμής με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι την ισοτιμία της εκταμίευσης. Περαιτέρω γίνεται σαφής μνεία ότι η Τράπεζα γνώριζε ότι επίκειται ραγδαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού νομίσματος, ωστόσο επέλεξε να προωθήσει μαζικά στην αγορά τη χορήγηση των εν λόγω προϊόντων".



Τα κύρια σημεία της απόφασης:

1. Προστασία Δόσης-Μετατροπή

Όσον αφορά την επικαλούμενη από την εκκαλούσα «προστασία» των δόσεων των δανείων των εφεσιβλήτων για την περίπτωση ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, αποδεικνύεται όχι μόνο ανεπαρκής, αλλά και βλαπτική γι’ αυτούς διότι ήταν περιορισμένη χρονικά, αφορούσε την περίπτωση μόνο δυσμενούς μεταβολής στην ισοτιμία, ενώ αφορούσε μόνο τη δόση και όχι το κεφάλαιο. Επίσης το κόστος του προγράμματος αυτού επιβάρυνε τη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση των εφεσιβλήτων και σε περίπτωση ανανέωσης η «προστασία» της δόσης θα υπολογιζόταν με τη συναλλαγματική ισοτιμία του χρόνου της ανανέωσης και όχι του χρόνου της εκταμίευσης, ενώ αν οι δανειολήπτες άλλαζαν γνώμη και δεν ήθελαν την προστασία, όφειλαν να καταβάλουν το κόστος για όλη την 3ετία που αφορούσε η προστασία.

Ως προς δε την επικαλούμενη δυνατότητα μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ευρώ δεν παρείχετο καμία δυνατότητα οποιασδήποτε προστασίας στους εφεσιβλήτους, διότι οι προϋποθέσεις που τίθενται για τη μετατροπή απετέλεσαν τους λόγους για τους οποίους οι εφεσίβλητοι δεν διακινδύνευσαν να ζητήσουν τη μετατροπή, ενόψει του ΄τοι αγνοούσαν αφενός αν θα γινόταν αποδεκτό το αίτημα και αφετέρου πώς και ποια ακριβώς ημέρα, μετά την πάροδο του μηνός από την υποβολή του αιτήματος, θα είχε διαμορφωθεί η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων.


2. Αντίθεση του ΓΟΣ ισοτιμίας στην αρχή της διαφάνειας-Παραβίαση ΠΔΤΕ 2501/2002.

Από την επισκόπηση του προαναφερόμενου όρου καταδεικνύεται ότι αυτός είναι μεν αντιληπτός από άποψη γραμματικής διατύπωσης, όμως δεν είναι σαφής και κατανοητός αφού δεν περιείχετο σ’ αυτόν καμία κρούση για τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν αποκλειστικά και μόνο οι εφεσίβλητοι και τούτο διότι δεν αποκαλύπτει στους εφεσίβλητους τον ακριβή τρόπο λειτουργίας του ως άνω μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής ξένου νομίσματος καθώς και τη σχέση του μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού, που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε οι εφεσίβλητοι να μπορούν να προβλέψουν βάσει ευδιάκριτων κριτηρίων τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου που συνοδεύει τις ένδικες δανειακές συμβάσεις, που έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Επομένως ο όρος αυτός δεν ανταποκρίνεται στην αρχή της διαφάνειας. Επιπλέον το γεγονός ότι όπως αποδείχθηκε υπήρξε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις προαναφερόμενες οικονομικές συνέπειες του επίμαχου όρου, αποτέλεσε την αιτία διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών των εφεσιβλήτων ως προς το ότι αν κατέβαλαν ανελλιπώς τις συμφωνηθείσες δόσεις, το ποσό της οφειλής τους θα μειωνόταν και δεν θα αυξανόταν λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου.

Εξάλλου από την επισκόπηση του περιεχομένου της παραπάνω επικαλούμενης από την εκκαλούσα επιστολής, προκύπτει ότι παραδόθηκε στου εφεσιβλήτους μετά την υπογραφή των συμβάσεων, χωρίς ούτε από την επιστολή αυτή να προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο οι αρμόδιοι υπάλληλοι ενημέρωσαν κατά τρόπο σαφή και αναλυτικό ώστε να εξασφαλιζόταν με βεβαιότητα ότι οι τελευταίοι θα είχαν, πριν τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων, τη δυνατότητα να αντιληφθούν την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος, δεδομένου ότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από σειρά απρόβλεπτων προσδιοριστικών παραγόντων (κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, πληθωρισμός, ισοζύγιο πληρωμών, τον τρόπο δράσης και τις πολιτικές ενός κράτους, αλλά και της Κεντρικής Τράπεζάς του). Εξάλλου ούτε η υπογραφή προδιατυπωμένων επιστολών δεν θεωρείται πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων, διότι αντιστρέφει το βάρος της απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων και μπορεί να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των τελευταίων ως καταναλωτών.

Οι εφεσίβλητοι αγνοούσαν ανυπαιτίως ότι ήδη από το έτος 2007 ελλόχευε ο συναλλαγματικός κίνδυνος υποτίμησης του ευρώ σε ποσοστό 30%, γεγονός που από τότε είχε πληροφορηθεί η Τράπεζα από την έκθεση του ιδίου έτους του ΔΝΤ.

Κυρίως όμως αγνοούσαν ότι υπογράφοντας τις συμβάσεις αυτές, ουσιαστικά υπέγραφαν συμβάσεις παραγώγων ως προς την επιστροφή του κεφαλαίου (Cross Currency Swaps). Έτσι η ισοτιμία δεν αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέρος των συμβάσεων, ούτε η διαμόρφωσή της προκύπτει «από τους αυστηρά θεσπισμένους και εκ των προτέρων διαμορφωμένους διεθνείς μηχανισμούς της αγοράς συναλλάγματος», ούτε μπορούσαν οι εφεσίβλητοι μπορούσαν αντικειμενικά να αντιληφθούν τους κινδύνους που αναλάμβαναν όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η Τράπεζα και τούτο διότι:

Ι. Τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε ελβετικό φράγκο δεν είναι απλά δάνεια, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσαν προϊόντα συνδεδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος (FOREX)… Συνεπώς, θα έπρεπε η ενημέρωσή ως προς τις οικονομικές και νομικές συνέπειες που η λειτουργία του όρου αυτού θα είχε για τους εφεσιβλήτους να είναι απολύτως εμπεριστατωμένη.

ΙΙ. Η πληροφόρηση που θα έπρεπε να λάβουν οι δανειολήπτες έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου να λάβουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις και έπρεπε κατ’ ελάχιστον να περιλαμβάνει τις επιπτώσεις που θα είχε όχι μόνο στις δόσεις αλλά και στο κεφάλαιο του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου.

ΙΙΙ. Πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία οι επίδικες δανειακές συμβάσεις, δεν αποτελούν απλές συμβάσεις στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία είναι πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν, η εκκαλούσα όφειλε να αναθέσει την ενημέρωση των εφεσίβλητων σε ειδικούς συμβούλους ή σε υπαλλήλους που διέθεταν ειδική πιστοποίηση.

Επίσης η τράπεζα δεν ενημέρωσε ούτε προς τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχομένη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας με ειδική παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική» αντιστάθμιση, όσον αφορά τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των προγραμμάτων αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων (των οποίων όμως η ίδια έκανε χρήση!!!) και τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, προϊόντα που η εκκαλούσα θα μπορούσε να καταρτίσει και να διαθέσει στους δανειολήπτες (όπως είχε κάνει και διέθετε για τους δανειολήπτες πελάτες της για τα δάνεια σε ευρώ) προς αποσόβηση και θωράκιση από τους κινδύνους που ήταν εκτεθειμένοι.


3. 291 AK

Aπο κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο επίμαχος όρος επαναλαμβάνει τη διάταξη της AK 291, καθόσον:

A. Δεν συνταυτίζεται γραμματικά,

Β. Η 291 προϋποθέτει συνομολογημένη οφειλή σταθερή, είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις στο πλαίσιο διαρκούς σύμβασης, ενώ οι επίδικες οφειλές συναρτώνται και με το ύψος του εκάστοτε επιτοκίου του ελβετικού νομίσματος, δηλαδή με παράγοντά ο οποίος οδηγεί σε μεταβλητότητα της οφειλόμενης περιοδικής παροχής ακόμη και ως αξία στο ξένο νόμισμα.

Γ. Δε ρυθμίζει τον τρόπο αποπληρωμής της ρυθμιζόμενης από τον ΑΚ 291 οφειλής σε συνάλλαγμα αλλά κατ’ αρχήν αφορά οφειλή σε ημεδαπό νόμισμα, στην οποία το ελβετικό φράγκο χρησιμοποιείται ως νόμισμα υπολογισμού.

Ειδικότερα, η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο») και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη να εξοφλήσει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα, είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά τον χρόνο πληρωμής ισοτιμία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η επίδικη ρήτρα είναι απλώς και μόνο «δηλωτική» επαναλαμβάνουσα ρύθμιση νόμου. Η έλλειψη δε συνάφειας ερείδεται σε δύο βάσεις κι δη, αφενός στο ότι εν προκειμένω οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στη 291 ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μια συναλλαγματική ισοτιμία επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου η ρύθμιση της ΑΚ 291, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως τα επίδικα, που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια. Τούτων δοθέντων δεν καταστρατηγείται το άρθρο 2 § 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογική έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατάξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων. Ακόμα περισσότερο μάλιστα όταν η εκκαλούσα γνώριζε άριστα ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο και δεν είχαν σκοπό με τις ένδικες συμβάσεις να κερδοσκοπήσουν ως επενδυτές αλλά να χρηματοδοτηθούν σε ευρώ και να επωφεληθούν απλώς του ευνοϊκού επιτοκίου. Δηλαδή γνώριζε ότι δεν θέλησαν αυτή καθαυτή την οφειλή σε ξένο νόμισμα, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο σαν χρήμα μέτρο για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής τους.


4. Γνώση της τράπεζας για την επερχόμενη αλλαγή στην συναλλαγματική ισοτιμία

Εκτός των όσων αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η εκκαλούσα είχε υπάλληλο τον Π.Μ, ο οποίος είχε διδακτορικό στη μικροδομη συναλλάγματος και είχε βραβευθεί για τις απολύτως επιτυχείς προβλέψεις του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας επι 8 συνεχή έτη, ως γνώστης της λειτουργίας και του μηχανισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Κατά συνέπεια η τράπεζα γνώριζε πολύ καλά ότι επέκειτο μεγάλη υποτίμηση του ευρώ και τέτοια μεταβολή που θα ανέτρεπε τις δικαιολογημένες προσδοκίες των εφεσίβλητων.


5. Η τράπεζα είχε αντισταθμίσει το συναλλαγματικό κίνδυνο


Συγκεκριμένα προς αποτροπή των δυσμενών συνεπειών από το συναλλαγματικό κίνδυνο που γνώριζε ότι επερχόταν, έκανε χρήση των παραγώγων προϊόντων ανταλλαγής συναλλάγματος και επιτοκίων (Foreign Exchange Swap και Cross Currency Interest Rate Swap), ενόψει του ότι όπως γνώριζε θα ακολουθούσε υποβολή σε αυτήν πλήθους αιτήσεων για τη χορήγηση των προωθούμενων από την ίδια δανείων σε ελβετικό φράγκο. Γι’ αυτό υπέγραψε με την ελβετική κεντρική τράπεζα συμφωνία του πλαισίου ISDA.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ ουσία.



ΠΗΓΕΣ: news247.gr , lawspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

SSL Certificates