ΠΕΛΑΤΕΣ ΟΙ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ, ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ & ΟΙ ΚΑΘΕ ΛΟΓΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ, ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ, ΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΙ & ΟΙ ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ !!!
Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το 1941-1942, όπου κυριαρχούν απόλυτα οι δυνάμεις του Άξονα σε όλη την Ευρώπη, στην Αθήνα έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ δίκτυο Ελλήνων συνεργατών του κατακτητή που έχει κυρίως οικονομικό υπόβαθρο. Μην ξεχνάμε ότι μεσολαβεί ο φονικός κατοχικός λιμός, οπότε έχουμε πολλούς εμπόρους, βιομηχάνους και ανθρώπους που κινούνται γύρω από την αγορά γενικότερα, τη μαύρη αγορά αφού η επίσημη αγορά έχει καταρρεύσει !!!
Στα δίκτυα της μαύρης αγοράς ξεχωρίζουν κάποιοι μεγαλομαυραγορίτες, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με τους Γερμανούς.
Είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν μεγάλες περιουσίες από αυτή τη συνεργασία, είναι οι άνθρωποι που κρύβουν τρόφιμα σε παράνομες αποθήκες για να δημιουργήσουν τεχνητή άνοδο της τιμής και να αποκομίσουν παράνομα κέρδη παρά το γεγονός ότι συνάνθρωποι τους πεθαίνουν από την πείνα, αυτό δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Αυτό το ευρύ δίκτυο προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα του καθώς φαίνεται πλέον καθαρά ότι οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο.
Η κερδοσκοπία των μαυραγοριτών συνεχίζεται και μέσα από τη λειτουργία των κατοχικών ρουλετών. Αυτά τα μικρά καζίνο ήταν τόποι συνάντησης των «επιχειρηματιών» της μαύρης αγοράς και των συνεργατών των κατακτητών, ενώ με τα έσοδά τους οι κατακτητές χρηματοδοτούσαν Έλληνες και Γερμανούς πράκτορες των ναζιστικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Στα δίκτυα της μαύρης αγοράς ξεχωρίζουν κάποιοι μεγαλομαυραγορίτες, οι οποίοι συνεργάζονται στενά με τους Γερμανούς.
Είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν μεγάλες περιουσίες από αυτή τη συνεργασία, είναι οι άνθρωποι που κρύβουν τρόφιμα σε παράνομες αποθήκες για να δημιουργήσουν τεχνητή άνοδο της τιμής και να αποκομίσουν παράνομα κέρδη παρά το γεγονός ότι συνάνθρωποι τους πεθαίνουν από την πείνα, αυτό δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα.
Αυτό το ευρύ δίκτυο προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα του καθώς φαίνεται πλέον καθαρά ότι οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο.
Η κερδοσκοπία των μαυραγοριτών συνεχίζεται και μέσα από τη λειτουργία των κατοχικών ρουλετών. Αυτά τα μικρά καζίνο ήταν τόποι συνάντησης των «επιχειρηματιών» της μαύρης αγοράς και των συνεργατών των κατακτητών, ενώ με τα έσοδά τους οι κατακτητές χρηματοδοτούσαν Έλληνες και Γερμανούς πράκτορες των ναζιστικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Επί της οδού Πατησίων 65, λειτούργησε την περίοδο της Κατοχής μια από τις περίφημες κατοχικές ρουλέτες. Το κτίριο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, από το βιβλίο, Κώστας Μπίρης, Αι Αθήναι, 1830-1966)
Στην οδό Πανεπιστημίου 64 λειτουργούσε κατά τη διάρκεια της Κατοχής η ρουλέτα του «Μαυροκέφαλου».
Ήταν το μεγαλύτερο παράνομο καζίνο της Αθήνας με 12 ρουλέτες και 3 τραπέζια σεμέν ντε φερ. Απασχολούσε περίπου 100 άτομα προσωπικό και τα κέρδη κάθε βραδιάς ξεπερνούσαν το ιλιγγιώδες ποσό των 100 χρυσών λιρών.
Οι ρουλέτες γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση στα τέλη του 1943, όταν ο πληθωρισμός, τα έσοδα από τα οχυρωματικά έργα των κατακτητών και η μαύρη αγορά, είχαν δημιουργήσει τεράστιο πλούτο στα χέρια εργολάβων και μαυραγοριτών, οι οποίοι «επένδυαν» τα παράνομα κέρδη τους στις ρουλέτες.
Οι κατακτητές χρησιμοποιούσαν τις ρουλέτες για να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες τους, καθώς πουλούσαν πανάκριβα τις άδειες στους Έλληνες «επιχειρηματίες» και είχαν ποσοστά στα κέρδη.
Η μεγαλύτερη ρουλέτα υπό τον έλεγχο των Γερμανών ήταν η «Φεμίνα» στην οδό Βουκουρεστίου, όπου λειτουργούσε και ακριβό εστιατόριο. Παράλληλα στους χώρους αυτούς οι Γερμανοί στρατολογούσαν Έλληνες πληροφοριοδότες που σύχναζαν εκεί ως πελάτες, συγκεντρώνοντας πολύτιμες πληροφορίες.
Τα «στέκια» της μαύρης αγοράς
Την περίοδο της Κατοχής τα καταστήματα στις στοές του κέντρου λειτουργούσαν ως εστίες μαύρης αγοράς. Οι στοές πρόσφεραν κάλυψη στις παράνομες συναλλαγές, καθώς πίσω από την παραπλανητική βιτρίνα κρύβονταν άλλου είδους προϊόντα προς πώληση. Δικηγορικά και μεσιτικά γραφεία, καταστήματα ενδυμάτων, καθαριστήρια, λόγω έλλειψης εμπορευμάτων και ζήτησης για τις υπηρεσίες τους, είχαν μετατραπεί σε εστίες μαύρης αγοράς τροφίμων.
Ο Τάσος Μωρίκης θυμάται:
«Οι μαυραγορίτες στο κρύψιμο είναι άφθαστοι. […] Θυμάμαι πέρυσι ήθελες ντομάτες, τις έβρισκες στα φαρμακεία, ασπιρίνη την έβρισκες στο γαλατά […] Έμπαινες σ’ ένα λουστρατζίδικο και στο κρυφό διαμέρισμα, αν σ’ έμπαζαν, έβλεπες όσπρια, αλεύρι, ζυμαρικά, ζάχαρη».
Αυτοί όμως που εκμεταλλεύτηκαν κυρίως τις κατοχικές συνθήκες για να πλουτίσουν ήταν οι μεγαλομαυραγορίτες. Έμποροι, βιομήχανοι, εργολάβοι, έκρυβαν σε αποθήκες και εργοστάσια μεγάλες ποσότητες τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Σε συνεργασία με τις γερμανικές και ιταλικές αρχές κατοχής διακινούσαν και πουλούσαν τα αγαθά αυτά στις υπέρογκες τιμές της μαύρης αγοράς αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Ήταν το μεγαλύτερο παράνομο καζίνο της Αθήνας με 12 ρουλέτες και 3 τραπέζια σεμέν ντε φερ. Απασχολούσε περίπου 100 άτομα προσωπικό και τα κέρδη κάθε βραδιάς ξεπερνούσαν το ιλιγγιώδες ποσό των 100 χρυσών λιρών.
Οι ρουλέτες γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση στα τέλη του 1943, όταν ο πληθωρισμός, τα έσοδα από τα οχυρωματικά έργα των κατακτητών και η μαύρη αγορά, είχαν δημιουργήσει τεράστιο πλούτο στα χέρια εργολάβων και μαυραγοριτών, οι οποίοι «επένδυαν» τα παράνομα κέρδη τους στις ρουλέτες.
Οι κατακτητές χρησιμοποιούσαν τις ρουλέτες για να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες τους, καθώς πουλούσαν πανάκριβα τις άδειες στους Έλληνες «επιχειρηματίες» και είχαν ποσοστά στα κέρδη.
Η μεγαλύτερη ρουλέτα υπό τον έλεγχο των Γερμανών ήταν η «Φεμίνα» στην οδό Βουκουρεστίου, όπου λειτουργούσε και ακριβό εστιατόριο. Παράλληλα στους χώρους αυτούς οι Γερμανοί στρατολογούσαν Έλληνες πληροφοριοδότες που σύχναζαν εκεί ως πελάτες, συγκεντρώνοντας πολύτιμες πληροφορίες.
Τα «στέκια» της μαύρης αγοράς
Την περίοδο της Κατοχής τα καταστήματα στις στοές του κέντρου λειτουργούσαν ως εστίες μαύρης αγοράς. Οι στοές πρόσφεραν κάλυψη στις παράνομες συναλλαγές, καθώς πίσω από την παραπλανητική βιτρίνα κρύβονταν άλλου είδους προϊόντα προς πώληση. Δικηγορικά και μεσιτικά γραφεία, καταστήματα ενδυμάτων, καθαριστήρια, λόγω έλλειψης εμπορευμάτων και ζήτησης για τις υπηρεσίες τους, είχαν μετατραπεί σε εστίες μαύρης αγοράς τροφίμων.
Ο Τάσος Μωρίκης θυμάται:
«Οι μαυραγορίτες στο κρύψιμο είναι άφθαστοι. […] Θυμάμαι πέρυσι ήθελες ντομάτες, τις έβρισκες στα φαρμακεία, ασπιρίνη την έβρισκες στο γαλατά […] Έμπαινες σ’ ένα λουστρατζίδικο και στο κρυφό διαμέρισμα, αν σ’ έμπαζαν, έβλεπες όσπρια, αλεύρι, ζυμαρικά, ζάχαρη».
Αυτοί όμως που εκμεταλλεύτηκαν κυρίως τις κατοχικές συνθήκες για να πλουτίσουν ήταν οι μεγαλομαυραγορίτες. Έμποροι, βιομήχανοι, εργολάβοι, έκρυβαν σε αποθήκες και εργοστάσια μεγάλες ποσότητες τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Σε συνεργασία με τις γερμανικές και ιταλικές αρχές κατοχής διακινούσαν και πουλούσαν τα αγαθά αυτά στις υπέρογκες τιμές της μαύρης αγοράς αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
ΠΗΓΗ
http://www.igata.gr/special-edition/6097306
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου