ΝΕΑ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Οι τράπεζες, κατά την ΕΚΤ, θα πρέπει να εφαρμόζουν την επιλογή διαγραφής χρέους (δλδ ΚΟΥΡΕΜΑ), εφόσον αυτή δεν προκαλεί ηθικό κίνδυνο και, έτσι, δεν ενθαρρύνει στρατηγικές αθετήσεις πληρωμών. Έτσι, δεν υφίσταται ζήτημα ηθικού κινδύνου στα κόκκινα δάνεια των δανειοληπτών του Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ, αφού είναι όλα επίδικα, με αίτημα την ακύρωση των συμβάσεων και το κούρεμα των απαιτήσεων των τραπεζών κατά κεφάλαιο και τόκους !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
http://www.kinima-ypervasi.gr/2016/10/blog-post_49.html
Ούτε δέκα, ούτε πενήντα, αλλά εκατόν πενήντα σελίδες αριθμεί ο οδηγός που εξέδωσε η ΕΚΤ για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων.
Ο εν λόγω οδηγός μπορεί να απευθύνεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά έρχεται σε μια συγκυρία που «καίει» τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένης της παράτασης της αβεβαιότητας, της «αιμορραγίας» καταθέσεων και των καθυστερήσεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα «κόκκινα» δάνεια.
Η λογική της ΕΚΤ είναι ότι τα «εργαλεία» εντοπισμού, καταγραφής και αντιμετώπισης του προβλήματος θα πρέπει να είναι λίγο ως πολύ αυτοματοποιημένα και να προσαρμόζονται στις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, τα μέτρα βραχυπρόθεσμης ρύθμισης θα πρέπει να εφαρμόζονται ως εξής:
Καταβολή μόνο τόκων: Αυτό το μέτρο θα πρέπει να χορηγείται/θεωρείται βιώσιμο αν τα ιδρύματα μπορούν να καταδείξουν (με εύλογα τεκμηριωμένα οικονομικά στοιχεία) ότι οι οικονομικές δυσχέρειες του δανειολήπτη έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι μετά από την καθορισμένη περίοδο καταβολής μόνο τόκων ο δανειολήπτης θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το δάνειο, τουλάχιστον σύμφωνα με το προηγούμενο πρόγραμμα αποπληρωμών. Το μέτρο δεν θα πρέπει γενικά να διαρκεί περισσότερο από 24 μήνες και, σε περίπτωση κατασκευής επαγγελματικού ακινήτου και χρηματοδότησης έργου, 12 μήνες. Μόλις λήξει η καθορισμένη χρονική περίοδος αυτού του μέτρου, τα ιδρύματα θα πρέπει να επαναξιολογήσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους του δανειολήπτη προκειμένου να θεσπίσουν ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα αποπληρωμών που θα λαμβάνει υπόψη το κεφάλαιο που δεν αποπληρώθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου καταβολής μόνο τόκων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό το μέτρο θα παρέχεται σε συνδυασμό με άλλα μέτρα πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα προκειμένου να αντισταθμίζονται οι προσωρινές χαμηλότερες αποπληρωμές (π.χ. παράταση της ληκτότητας).
Μειωμένες δόσεις: Εάν το ποσό της μειωμένης δόσης είναι σχετικά χαμηλό και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω, τότε το μέτρο αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών.
Περίοδος χάριτος/αναστολή πληρωμών: Ισχύουν τα ανάλογα με την καταβολή μόνο των τόκων
Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών/τόκων: Το μέτρο αυτό θα πρέπει να χορηγείται/θεωρείται βιώσιμο μόνο όταν το ίδρυμα αξιολογεί ότι τα αποδεδειγμένα εισοδήματα/δαπάνες του δανειολήπτη (βάσει εύλογων τεκμηριωμένων οικονομικών στοιχείων) και οι προτεινόμενες αναθεωρημένες αποπληρωμές επαρκούν ώστε ο δανειολήπτης να μπορεί να εξυπηρετήσει τις αναθεωρημένες αποπληρωμές επί του κεφαλαίου και των τόκων κατά τη διάρκεια του αναθεωρημένου προγράμματος αποπληρωμών. Επίσης, το ίδρυμα θα πρέπει να λάβει επίσημη επιβεβαίωση ότι ο πελάτης κατανοεί και αποδέχεται τους όρους κεφαλαιοποίησης. Η κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών θα πρέπει να παρέχεται επιλεκτικά σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ιστορικών ληξιπρόθεσμων οφειλών ή πληρωμών σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση και η κεφαλαιοποίηση αποτελεί τη μοναδική διαθέσιμη ρεαλιστική επιλογή. Τα ιδρύματα θα πρέπει γενικά να αποφεύγουν την παροχή αυτού του μέτρου σε δανειολήπτη περισσότερες από μία φορές. Το μέτρο θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο ύψος σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο (το οποίο θα πρέπει να προσδιορίζεται στην πολιτική μέτρων ρύθμισης της τράπεζας). Το ίδρυμα θα πρέπει να κρίνει ότι το ποσοστό ληξιπρόθεσμων οφειλών προς κεφαλαιοποίηση σε σύγκριση με τις αποπληρωμές για το κεφάλαιο και τους τόκους είναι κατάλληλο και ενδεδειγμένο για τον δανειολήπτη.
Στα μακροπρόθεσμα μέτρα ρύθμισης, υπάρχουν οι εξής επιλογές:
Μείωση επιτοκίου: Οι πιστωτικές διευκολύνσεις με υψηλά επιτόκια είναι μία από τις συνηθισμένες αιτίες οικονομικών δυσχερειών. Οι οικονομικές δυσχέρειες ενός δανειολήπτη μπορεί να οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι τα επιτόκια είναι υπερβολικά υψηλά σε σχέση με το εισόδημα του δανειολήπτη ή η εξέλιξη των επιτοκίων, έναντι ενός σταθερού επιτοκίου, έχει ως αποτέλεσμα ο δανειολήπτης να λαμβάνει χρηματοδότηση με υπέρογκο κόστος σε σύγκριση με τις ισχύουσες συνθήκες στην αγορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης του επιτοκίου. Ωστόσο, οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο σχετικός πιστωτικός κίνδυνος καλύπτεται επαρκώς από το επιτόκιο που προσφέρεται στον δανειολήπτη. Θα πρέπει να επισημαίνεται με σαφήνεια αν η οικονομική δυνατότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εφαρμογή επιτοκίου που είναι χαμηλότερο του κινδύνου ή του κόστους.
Παράταση της ληκτότητας/της διάρκειας: Εάν ο δανειολήπτης υπόκειται σε υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης, η παράταση της διάρκειας θα πρέπει να θεωρείται βιώσιμη μόνο όταν το ίδρυμα αξιολογήσει και μπορεί να καταδείξει ότι ο δανειολήπτης έχει την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετήσει τις αναθεωρημένες αποπληρωμές του δανείου με τη σύνταξή του ή άλλη πηγήαποδεδειγμένου εισοδήματος.
Πρόσθετη ασφάλεια: Αυτή η επιλογή δεν αποτελεί αυτοτελές βιώσιμο μέτρο ρύθμισης καθώς δεν διευθετεί από μόνη της την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αποβλέπει συνήθως στη βελτίωση ή εξυγίανση των ρητρών που αφορούν τον δείκτη LTV. Η πρόσθετη εξασφάλιση μπορεί να έχει διάφορες μορφές, όπως ενεχύραση κατάθεσης σε μετρητά, εκχώρηση απαιτήσεων ή νέα/πρόσθετη υποθήκη ακινήτου. Τα ιδρύματα θα πρέπει να αξιολογούν με προσοχή τα δεύτερα ή τρίτα βάρη επί στοιχείων ενεργητικού καθώς και τις προσωπικές εγγυήσεις.
Πώληση βάσει συμφωνίας/υποστηρικτική πώληση: Μετά την υποστηρικτική πώληση το ίδρυμα θα πρέπει να αναδιαρθρώσει τυχόν εναπομένον χρέος με ένα κατάλληλο πρόγραμμα αποπληρωμών σύμφωνα με την επαναξιολογηθείσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη. Για μέτρα ρύθμισης τα οποία ενδεχομένως απαιτούν την πώληση ακινήτου όταν λήξουν, οι τράπεζες θα πρέπει να εξετάζουν με συντηρητικό τρόπο τη προσέγγιση που θα ακολουθήσουν στο μέλλον σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει έλλειμμα κεφαλαίου μετά την πώληση του ακινήτου και να το αντιμετωπίσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα. Για δάνεια που αποπληρώνονται με απόκτηση της κυριότητας της εξασφάλισης σε προκαθορισμένη χρονική στιγμή, η ανάκτηση κυριότητας δεν αποτελεί μέτρο ρύθμισης εκτός αν διενεργείται πριν από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Επαναπρογραμματισμός πληρωμών: Παραδείγματα διαφόρων επιλογών αποπληρωμής είναι τα εξής: i. Μερική αποπληρωμή: Όταν, π.χ. μετά από την πώληση στοιχείων ενεργητικού, η πληρωμή που καταβάλλεται για την πιστωτική διευκόλυνση είναι χαμηλότερη του ανεξόφλητου υπολοίπου. Σκοπός αυτής της επιλογής είναι να μειωθεί σημαντικά το άνοιγμα που βρίσκεται σε κίνδυνο και να υπάρξει ένα βιώσιμο πρόγραμμα αποπληρωμών για το εναπομένον ανεξόφλητο υπόλοιπο. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να προτιμάται από την επιλογή τύπου bullet ή step-up. ii. Πληρωμές τύπου balloon ή bullet: Όταν η επαναπρογραμματισμένη αποπληρωμή διασφαλίζει ότι ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου θα αποπληρωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία πριν από τη λήξη του δανείου. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να εφαρμόζεται/θεωρείται βιώσιμη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν το ίδρυμα μπορεί να καταδείξει δεόντως ότι ο δανειολήπτης θα διαθέτει στο μέλλον ταμειακές ροές ώστε να αντεπεξέλθει σε πληρωμές τύπου balloon ή bullet. iii) Πληρωμές με σταδιακή αύξηση της δόσης (step-up): Τα ιδρύματα θα πρέπει να θεωρούν βιώσιμη μια τέτοια λύση όταν μπορούν να διασφαλίσουν και είναι σε θέση να καταδείξουν ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να αναμένουν ότι ο δανειολήπτης θα μπορεί να αντεπεξέλθει σε μελλοντικές αυξήσεις των δόσεων
Μετατροπή νομίσματος: Οι τράπεζες θα πρέπει να εξηγούν πλήρως στους δανειολήπτες τους συναλλαγματικούς κινδύνους και θα πρέπει να κάνουν λόγο για ασφάλιση μετατροπής νομίσματος.
Νέες πιστωτικές διευκολύνσεις: Δεν πρόκειται για αυτοτελή βιώσιμη λύση ρύθμισης, αλλά θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλα μέτρα ρύθμισης τα οποία αντιμετωπίζουν υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στο πλαίσιο συμφωνίας αναδιάρθρωσης μπορεί να χορηγούνται νέες πιστωτικές διευκολύνσεις και αυτό προϋποθέτει την ενεχύραση πρόσθετης εξασφάλισης. Σε περίπτωση συμφωνιών μεταξύ πιστωτών, θα πρέπει να είναι απαραίτητη η εισαγωγή ρητρών προκειμένου να αντισταθμίζεται ο πρόσθετος κίνδυνος που υφίσταται η τράπεζα. Αυτή η επιλογή θα πρέπει συνήθως να εφαρμόζεται μόνο σε ανοίγματα μεγάλων επιχειρήσεων και θα πρέπει να διενεργείται διεξοδική αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη, στη οποία συμμετέχει επαρκώς ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του τομέα προκειμένου να κρίνει τη βιωσιμότητα των παρεχόμενων επιχειρηματικών σχεδίων και προβολών για τις ταμειακές ροές. Θα πρέπει να θεωρείται βιώσιμη μόνο όταν η διεξοδική αξιολόγηση της οικονομικής δυνατότητας καταδείξει την ικανότητα αποπληρωμής εις ολόκληρο.
Ενοποίηση χρέους: Αυτό συνήθως δεν είναι ένα αυτοτελές βιώσιμο μέτρο ρύθμισης, αλλά πρέπει να συνδυάζεται με άλλα μέτρα ρύθμισης που αντιμετωπίζουν τις υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αυτή η επιλογή είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σε περιπτώσεις όπου ο συνδυασμός εξασφαλίσεων και εξασφαλισμένων ταμειακών ροών παρέχει μια μεγαλύτερη συνολική κάλυψη ασφάλειας σε ολόκληρο το χρέος παρά μεμονωμένα. Για παράδειγμα, ελαχιστοποιώντας τη διαρροή μετρητών ή διευκολύνοντας την ανακατανομή πλεονάσματος ταμειακών ροών μεταξύ ανοιγμάτων.
Το ερώτημα που... καίει τους δανειολήπτες είναι, βέβαια, υπό ποιές προϋποθέσεις μπορεί να «κουρευτεί» η οφειλή τους. Με βάση τις οδηγίες της ΕΚΤ πρόκειται επί της ουσίας για την ύστατη επιλογή. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόζουν την επιλογή διαγραφής χρέους προσεκτικά, εφόσον η πιθανότητα διαγραφής χρέους μπορεί να προκαλέσει ηθικό κίνδυνο και έτσι πιθανόν να ενθαρρύνει «στρατηγικές αθετήσεις πληρωμών». Επομένως, τα ιδρύματα θα πρέπει να καθορίζουν συγκεκριμένες πολιτικές και διαδικασίες διαγραφής χρέους για να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν ισχυρά επίπεδα ελέγχου.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ : Πώς θα ρυθμίζουν επιτόκια & δόσεις και πότε & πως θα κουρεύουν τα ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ !!!
Ούτε δέκα, ούτε πενήντα, αλλά εκατόν πενήντα σελίδες αριθμεί ο οδηγός που εξέδωσε η ΕΚΤ για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων.
Ο εν λόγω οδηγός μπορεί να απευθύνεται στο σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά έρχεται σε μια συγκυρία που «καίει» τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένης της παράτασης της αβεβαιότητας, της «αιμορραγίας» καταθέσεων και των καθυστερήσεων στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τα «κόκκινα» δάνεια.
Η λογική της ΕΚΤ είναι ότι τα «εργαλεία» εντοπισμού, καταγραφής και αντιμετώπισης του προβλήματος θα πρέπει να είναι λίγο ως πολύ αυτοματοποιημένα και να προσαρμόζονται στις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, τα μέτρα βραχυπρόθεσμης ρύθμισης θα πρέπει να εφαρμόζονται ως εξής:
Καταβολή μόνο τόκων: Αυτό το μέτρο θα πρέπει να χορηγείται/θεωρείται βιώσιμο αν τα ιδρύματα μπορούν να καταδείξουν (με εύλογα τεκμηριωμένα οικονομικά στοιχεία) ότι οι οικονομικές δυσχέρειες του δανειολήπτη έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι μετά από την καθορισμένη περίοδο καταβολής μόνο τόκων ο δανειολήπτης θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το δάνειο, τουλάχιστον σύμφωνα με το προηγούμενο πρόγραμμα αποπληρωμών. Το μέτρο δεν θα πρέπει γενικά να διαρκεί περισσότερο από 24 μήνες και, σε περίπτωση κατασκευής επαγγελματικού ακινήτου και χρηματοδότησης έργου, 12 μήνες. Μόλις λήξει η καθορισμένη χρονική περίοδος αυτού του μέτρου, τα ιδρύματα θα πρέπει να επαναξιολογήσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους του δανειολήπτη προκειμένου να θεσπίσουν ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα αποπληρωμών που θα λαμβάνει υπόψη το κεφάλαιο που δεν αποπληρώθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου καταβολής μόνο τόκων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό το μέτρο θα παρέχεται σε συνδυασμό με άλλα μέτρα πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα προκειμένου να αντισταθμίζονται οι προσωρινές χαμηλότερες αποπληρωμές (π.χ. παράταση της ληκτότητας).
Μειωμένες δόσεις: Εάν το ποσό της μειωμένης δόσης είναι σχετικά χαμηλό και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω, τότε το μέτρο αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών.
Περίοδος χάριτος/αναστολή πληρωμών: Ισχύουν τα ανάλογα με την καταβολή μόνο των τόκων
Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών/τόκων: Το μέτρο αυτό θα πρέπει να χορηγείται/θεωρείται βιώσιμο μόνο όταν το ίδρυμα αξιολογεί ότι τα αποδεδειγμένα εισοδήματα/δαπάνες του δανειολήπτη (βάσει εύλογων τεκμηριωμένων οικονομικών στοιχείων) και οι προτεινόμενες αναθεωρημένες αποπληρωμές επαρκούν ώστε ο δανειολήπτης να μπορεί να εξυπηρετήσει τις αναθεωρημένες αποπληρωμές επί του κεφαλαίου και των τόκων κατά τη διάρκεια του αναθεωρημένου προγράμματος αποπληρωμών. Επίσης, το ίδρυμα θα πρέπει να λάβει επίσημη επιβεβαίωση ότι ο πελάτης κατανοεί και αποδέχεται τους όρους κεφαλαιοποίησης. Η κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών θα πρέπει να παρέχεται επιλεκτικά σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή η ανάκτηση ιστορικών ληξιπρόθεσμων οφειλών ή πληρωμών σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση και η κεφαλαιοποίηση αποτελεί τη μοναδική διαθέσιμη ρεαλιστική επιλογή. Τα ιδρύματα θα πρέπει γενικά να αποφεύγουν την παροχή αυτού του μέτρου σε δανειολήπτη περισσότερες από μία φορές. Το μέτρο θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε ληξιπρόθεσμες οφειλές που δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο ύψος σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο (το οποίο θα πρέπει να προσδιορίζεται στην πολιτική μέτρων ρύθμισης της τράπεζας). Το ίδρυμα θα πρέπει να κρίνει ότι το ποσοστό ληξιπρόθεσμων οφειλών προς κεφαλαιοποίηση σε σύγκριση με τις αποπληρωμές για το κεφάλαιο και τους τόκους είναι κατάλληλο και ενδεδειγμένο για τον δανειολήπτη.
Στα μακροπρόθεσμα μέτρα ρύθμισης, υπάρχουν οι εξής επιλογές:
Μείωση επιτοκίου: Οι πιστωτικές διευκολύνσεις με υψηλά επιτόκια είναι μία από τις συνηθισμένες αιτίες οικονομικών δυσχερειών. Οι οικονομικές δυσχέρειες ενός δανειολήπτη μπορεί να οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι τα επιτόκια είναι υπερβολικά υψηλά σε σχέση με το εισόδημα του δανειολήπτη ή η εξέλιξη των επιτοκίων, έναντι ενός σταθερού επιτοκίου, έχει ως αποτέλεσμα ο δανειολήπτης να λαμβάνει χρηματοδότηση με υπέρογκο κόστος σε σύγκριση με τις ισχύουσες συνθήκες στην αγορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης του επιτοκίου. Ωστόσο, οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο σχετικός πιστωτικός κίνδυνος καλύπτεται επαρκώς από το επιτόκιο που προσφέρεται στον δανειολήπτη. Θα πρέπει να επισημαίνεται με σαφήνεια αν η οικονομική δυνατότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εφαρμογή επιτοκίου που είναι χαμηλότερο του κινδύνου ή του κόστους.
Παράταση της ληκτότητας/της διάρκειας: Εάν ο δανειολήπτης υπόκειται σε υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης, η παράταση της διάρκειας θα πρέπει να θεωρείται βιώσιμη μόνο όταν το ίδρυμα αξιολογήσει και μπορεί να καταδείξει ότι ο δανειολήπτης έχει την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετήσει τις αναθεωρημένες αποπληρωμές του δανείου με τη σύνταξή του ή άλλη πηγήαποδεδειγμένου εισοδήματος.
Πρόσθετη ασφάλεια: Αυτή η επιλογή δεν αποτελεί αυτοτελές βιώσιμο μέτρο ρύθμισης καθώς δεν διευθετεί από μόνη της την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αποβλέπει συνήθως στη βελτίωση ή εξυγίανση των ρητρών που αφορούν τον δείκτη LTV. Η πρόσθετη εξασφάλιση μπορεί να έχει διάφορες μορφές, όπως ενεχύραση κατάθεσης σε μετρητά, εκχώρηση απαιτήσεων ή νέα/πρόσθετη υποθήκη ακινήτου. Τα ιδρύματα θα πρέπει να αξιολογούν με προσοχή τα δεύτερα ή τρίτα βάρη επί στοιχείων ενεργητικού καθώς και τις προσωπικές εγγυήσεις.
Πώληση βάσει συμφωνίας/υποστηρικτική πώληση: Μετά την υποστηρικτική πώληση το ίδρυμα θα πρέπει να αναδιαρθρώσει τυχόν εναπομένον χρέος με ένα κατάλληλο πρόγραμμα αποπληρωμών σύμφωνα με την επαναξιολογηθείσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη. Για μέτρα ρύθμισης τα οποία ενδεχομένως απαιτούν την πώληση ακινήτου όταν λήξουν, οι τράπεζες θα πρέπει να εξετάζουν με συντηρητικό τρόπο τη προσέγγιση που θα ακολουθήσουν στο μέλλον σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει έλλειμμα κεφαλαίου μετά την πώληση του ακινήτου και να το αντιμετωπίσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα. Για δάνεια που αποπληρώνονται με απόκτηση της κυριότητας της εξασφάλισης σε προκαθορισμένη χρονική στιγμή, η ανάκτηση κυριότητας δεν αποτελεί μέτρο ρύθμισης εκτός αν διενεργείται πριν από την προκαθορισμένη χρονική στιγμή λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Επαναπρογραμματισμός πληρωμών: Παραδείγματα διαφόρων επιλογών αποπληρωμής είναι τα εξής: i. Μερική αποπληρωμή: Όταν, π.χ. μετά από την πώληση στοιχείων ενεργητικού, η πληρωμή που καταβάλλεται για την πιστωτική διευκόλυνση είναι χαμηλότερη του ανεξόφλητου υπολοίπου. Σκοπός αυτής της επιλογής είναι να μειωθεί σημαντικά το άνοιγμα που βρίσκεται σε κίνδυνο και να υπάρξει ένα βιώσιμο πρόγραμμα αποπληρωμών για το εναπομένον ανεξόφλητο υπόλοιπο. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να προτιμάται από την επιλογή τύπου bullet ή step-up. ii. Πληρωμές τύπου balloon ή bullet: Όταν η επαναπρογραμματισμένη αποπληρωμή διασφαλίζει ότι ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου θα αποπληρωθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία πριν από τη λήξη του δανείου. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να εφαρμόζεται/θεωρείται βιώσιμη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν το ίδρυμα μπορεί να καταδείξει δεόντως ότι ο δανειολήπτης θα διαθέτει στο μέλλον ταμειακές ροές ώστε να αντεπεξέλθει σε πληρωμές τύπου balloon ή bullet. iii) Πληρωμές με σταδιακή αύξηση της δόσης (step-up): Τα ιδρύματα θα πρέπει να θεωρούν βιώσιμη μια τέτοια λύση όταν μπορούν να διασφαλίσουν και είναι σε θέση να καταδείξουν ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να αναμένουν ότι ο δανειολήπτης θα μπορεί να αντεπεξέλθει σε μελλοντικές αυξήσεις των δόσεων
Μετατροπή νομίσματος: Οι τράπεζες θα πρέπει να εξηγούν πλήρως στους δανειολήπτες τους συναλλαγματικούς κινδύνους και θα πρέπει να κάνουν λόγο για ασφάλιση μετατροπής νομίσματος.
Νέες πιστωτικές διευκολύνσεις: Δεν πρόκειται για αυτοτελή βιώσιμη λύση ρύθμισης, αλλά θα πρέπει να συνδυάζεται με άλλα μέτρα ρύθμισης τα οποία αντιμετωπίζουν υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στο πλαίσιο συμφωνίας αναδιάρθρωσης μπορεί να χορηγούνται νέες πιστωτικές διευκολύνσεις και αυτό προϋποθέτει την ενεχύραση πρόσθετης εξασφάλισης. Σε περίπτωση συμφωνιών μεταξύ πιστωτών, θα πρέπει να είναι απαραίτητη η εισαγωγή ρητρών προκειμένου να αντισταθμίζεται ο πρόσθετος κίνδυνος που υφίσταται η τράπεζα. Αυτή η επιλογή θα πρέπει συνήθως να εφαρμόζεται μόνο σε ανοίγματα μεγάλων επιχειρήσεων και θα πρέπει να διενεργείται διεξοδική αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη, στη οποία συμμετέχει επαρκώς ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας του τομέα προκειμένου να κρίνει τη βιωσιμότητα των παρεχόμενων επιχειρηματικών σχεδίων και προβολών για τις ταμειακές ροές. Θα πρέπει να θεωρείται βιώσιμη μόνο όταν η διεξοδική αξιολόγηση της οικονομικής δυνατότητας καταδείξει την ικανότητα αποπληρωμής εις ολόκληρο.
Ενοποίηση χρέους: Αυτό συνήθως δεν είναι ένα αυτοτελές βιώσιμο μέτρο ρύθμισης, αλλά πρέπει να συνδυάζεται με άλλα μέτρα ρύθμισης που αντιμετωπίζουν τις υφιστάμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αυτή η επιλογή είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη σε περιπτώσεις όπου ο συνδυασμός εξασφαλίσεων και εξασφαλισμένων ταμειακών ροών παρέχει μια μεγαλύτερη συνολική κάλυψη ασφάλειας σε ολόκληρο το χρέος παρά μεμονωμένα. Για παράδειγμα, ελαχιστοποιώντας τη διαρροή μετρητών ή διευκολύνοντας την ανακατανομή πλεονάσματος ταμειακών ροών μεταξύ ανοιγμάτων.
Το ερώτημα που... καίει τους δανειολήπτες είναι, βέβαια, υπό ποιές προϋποθέσεις μπορεί να «κουρευτεί» η οφειλή τους. Με βάση τις οδηγίες της ΕΚΤ πρόκειται επί της ουσίας για την ύστατη επιλογή. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόζουν την επιλογή διαγραφής χρέους προσεκτικά, εφόσον η πιθανότητα διαγραφής χρέους μπορεί να προκαλέσει ηθικό κίνδυνο και έτσι πιθανόν να ενθαρρύνει «στρατηγικές αθετήσεις πληρωμών». Επομένως, τα ιδρύματα θα πρέπει να καθορίζουν συγκεκριμένες πολιτικές και διαδικασίες διαγραφής χρέους για να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν ισχυρά επίπεδα ελέγχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου