Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
ΞΑΝΑΣΤΕΛΝΟΥΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΚΑΣΤΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Είναι η νέα δημοσιονομική απάτη των Δανειστών για να γράφουν στον Προϋπολογισμό έσοδα-μαϊμού και να βγάζουν πλασματικά πρωτογενή πλεονάσματα !!!
Επαναβεβαιώνουν τις ίδιες παλαιές οφειλές, που έχουν ήδη εγγραφεί ως έσοδα στους προηγούμενους Προϋπολογισμούς και, στην συνέχεια, εντελώς ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ και παραβιάζοντας ευθέως τη ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποβάλουν νέες μηνυτήριες αναφορές κατά των οφειλετών που έχουν ήδη δικαστεί για τα ίδια αδικήματα, ενώ γνωρίζουν το τσουνάμι των αντιθέτων αποφάσεων του ΣτΕ και του ΑΠ, ακόμη και σε επίπεδο ολομέλειας, καθώς επίσης και την πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδος, για την παραβίαση της αρχής «ne bis in idem», από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Νομολογία ΣτΕ επί της αρχής «ne bis in idem» :
Η παραβίαση δεδικασμένου απορρέει από την υπ' αριθμό 8005/2003 απόφαση του Εφετείου Ρώμης, σύμφωνα με τα άρθρα 14 §7 εδ. β' και δ', 23 §1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988, όπως ισχύει) και 3 §2 του Ν. 3810/1957.
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ, Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ !!!
Πριν από την έκδοση της υπ’ αριθ. 1/2011 απόφασης της Α΄ Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου [“Νομικά Επίλεκτα”: Αναίρεσε ο Άρειος Πάγος την Καταδίκη Ελλήνων Πολιτών], είχε υποστηριχτεί ορθά η άποψη της άμεσης εφαρμογής και του άμεσου αποτελέσματος της αρχής “ne bis in idem” (δηλαδή της απαγόρευσης της διπλής ποινικής δίωξης και της διπλής καταδίκης για το ίδιο αδίκημα) και, γενικότερα, της άμεσης εφαρμογής και ισχύος του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωση (Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) στην ελληνική έννομη τάξη.
Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε σωστά πως η Συνθήκη της Λισαβόνας είχε άμεση ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη. Συνεπώς, τα δικαστήρια όφειλαν να την εφαρμόζουν σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, ακόμα και στην περίπτωση της άσκησης διπλής ποινικής δίωξης και, πολύ περισσότερο, στην περίπτωση της ύπαρξης ποινικής απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής.
1. Η ισχύουσα από 01.12.2009 Συνθήκη της Λισαβόνας
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (τελικές διατάξεις) της Συνθήκης της Λισσαβόνας τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη αυτή την 01.12.2009 εφ’ όσον η διάταξη αυτή ορίζει, ότι
«1. Η παρούσα Συνθήκη κυρώνεται από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Τα έγγραφα κύρωσης κατατίθενται στην κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας.
2. Η παρούσα Συνθήκη αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2009, εφόσον έχουν κατατεθεί όλα τα έγγραφα κύρωσης ή άλλως την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης του υπογράφοντος κράτους που προέβη τελευταίο στη διατύπωση αυτή».
Το τελευταίο Κράτος - Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατέθεσε τα έγγραφα κύρωσης, ήταν η Τσεχία, η οποία τα κατέθεσε την 13.11.2009.
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου, η Συνθήκη της Λισσαβόνας, με την οποία τροποποιήθηκαν οι δύο Συνθήκες της Ένωσης [η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Ε.Ε.) και η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Σ.Ε.Κ.)], από τις οποίες η τελευταία μετατράπηκε στη Συνθήκη της Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε), τέθηκε σε ισχύ σε ολόκληρη την Ευρώπη την 01.12.2009.
2. Οι δύο Συνθήκες της Ένωσης.
Οι δύο τροποποιημένες Συνθήκες της Ένωσης, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της Σ.Ε.Ε., έχουν το ίδιο νομικό κύρος, το οποίο, προ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, είχε μόνο η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Άρθρο 1 Σ.Ε.Ε (πρώην άρθρο 1 Σ.Ε.Ε):
«Με την παρούσα Συνθήκη, τα ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ιδρύουν μεταξύ τους μία ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, εφεξής καλούμενη “Ένωση”, στην οποία τα κράτη μέλη απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων.
Η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες.
Η Ένωση βασίζεται στην παρούσα Συνθήκη και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες ορίζονται εφεξής ως “οι Συνθήκες”). Οι δύο αυτές Συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος. Η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Κοινότητα».
3. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χ.Θ.Δ.Ε. Ε.)
Το ίδιο νομικό κύρος, δηλαδή το νομικό κύρος της πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 Σ.Ε.Ε (πρώην άρθρο 6 Σ.Ε.Ε.), που ορίζει, ότι
«Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πήγες των εν λόγω διατάξεων».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δύο Συνθήκες της Ένωσης και του Χάρτη έχουν ακριβώς το ίδιο νομικό κύρος με την πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αυτό σημαίνει, όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Δ.Ε.Κ, τώρα Δ.Ε.Ε - Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ότι όλες οι διατάξεις των δύο Συνθηκών και του Χάρτη δεσμεύουν τα κράτη μέλη, έχουν άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και επίσης υπερέχουν των εθνικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να παραμερίζονται από τους εθνικούς δικαστές, όταν δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των εθνικών και των ευρωπαϊκών διατάξεων στην περίπτωση της σχετικής υπόθεσης [βλ. σχετικά ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, C-6/64, Costa/E.N.E.L. όπου το Δικαστήριο αποφάσισε, ότι η ΣΕΚ εγκαθίδρυσε, ευθύς ως ίσχυσε, μία ιδιαίτερη έννομη τάξη, που είναι αναπόσπαστο τμήμα του νομικού συστήματος των κρατών - μελών και ως εκ τούτου δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα τους. ΔΕΚ, απόφαση της 5.2.1963, C-26/1962, NV Algemene Transporten Expeditie Ondernemingvan Genden Loosv. Nederlandse Administratieder Belastingen, όπου το Δικαστήριο αποφάσισε, ότι αυτή η ιδιαίτερη έννομη τάξη αποτελεί μία νέα νομική οντότητα, δηλαδή μία νέα έννομη τάξη υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, σε περιορισμένους έστω τομείς, και της οποίας τα υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι υπήκοοί τους και ΔΕΚ, απόφαση της 9.3.1978, C-106/77, Amministrazionedelle Finanzedello Statov Simmenthal S.p.A., όπου αποφασίστηκε από το Δικαστήριο, ότι ο εθνικός δικαστής, ως όργανο ενός κράτους - μέλους, υποχρεούται να εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο «…αφήνοντας ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου ανεξάρτητα από το αν έχει θεσπιστεί πριν ή μετά τον κοινοτικό κανόνα» και ότι πέραν αυτού τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν για την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου «αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν ή να αναμείνουν την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία…»].
Το ότι η πάγια νομολογία του ΔΕΚ ισχύει και μετά την ημερομηνία, κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβόνας, φαίνεται από το γεγονός, ότι, όπως αναφέρθηκε, το άρθρο 1 ΣΕΕ ορίζει, ότι οι δύο Συνθήκες της Ευρώπης έχουν το ίδιο νομικό κύρος με την πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία έχει αντικατασταθεί και την οποία έχουν διαδεχθεί οι δύο αυτές Συνθήκες. Το νομικό κύρος της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δημιουργήθηκε με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΔΕΚ.
Η βεβαίωση για την ισχύ της πάγιας νομολογίας του ΔΕΚ προκύπτει επίσης από τη δήλωση 17 (δήλωση σχετικά με την υπεροχή) στις τελικές διατάξεις, που συμπληρώνουν τις δύο Συνθήκες:
«Η Διάσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία».
Επίσης, η διάσκεψη αποφάσισε να προσαρτηθεί στην τελική πράξη η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σχετικά με την υπεροχή, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο 11197/07 (JUR 260):
«Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου» της 22ας Ιουνίου 2007. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή του εν λόγω δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά την πρώτη απόφαση στο πλαίσιο αυτής της πάγιας νομολογίας (Costa/ENEL 1, 15 Ιουλίου 1964, υπόθεση 6/64) δεν υπήρχε μνεία της υπεροχής στη Συνθήκη, πράγμα που εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλοντική Συνθήκη ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου».
4. Η αρχή του ne bis in idem
Ο δεσμευτικός πλέον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. περιέχει και την αρχή ne bis in idem. Η σχετική διάταξη, άρθρο 50 (δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη), του Χάρτη ορίζει τα εξής:
«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».
Από αυτή την πρόταση προκύπτει, ότι πλέον δεν μπορεί να ξαναδικασθεί κανείς δύο φορές για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, όχι μόνο εντός μιας χώρας άλλα και εντός της Ένωσης, δηλαδή εντός του συνολικού εδάφους των Κρατών Μελών.
Αυτό βεβαιώνεται και από την Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 (που βρίσκεται στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2007/C 303/02, 14.12.2007 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 303/17). Στην επεξήγηση αυτή αναφέρεται επί λέξη ότι:
«Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές που προβλέπονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγονται άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και επίσης υπερέχουν των εθνικών διατάξεων οι οποίες πρέπει να παραμερίζονται από τους εθνικούς δικαστές όταν δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των εν λόγω εθνικών και των σχετικών ευρωπαϊκών διατάξεων στην περίπτωση της σχετικής υπόθεσης, εφ’ όσον σύμφωνα με άρθρο 1 ΣΕΕ αυτά τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές έχουν το ίδιο ακριβώς νομικό κύρος, που έχουν οι διατάξεις των δύο Συνθηκών, το οποίο, όπως αποφασίστηκε από το ΔΕΚ, σημαίνει, ότι επιφέρουν τις ανώτερες αναφερόμενες νομικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ύπαρξης ποινικής καταδίκης ή απαλλαγής κάποιου από δικαστήριο κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θ’ αχθεί τυχόν η υπόθεση σχετικά με την οποία ήδη έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση, έχει την υποχρέωση και πρέπει ν’ αποφασίσει, ότι η δεύτερη ποινική δίωξη εναντίον του ίδιου προσώπου είναι απαράδεκτη, διότι το άρθρο 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο και έχει άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στην ελληνική έννομη τάξη και, επίσης, το δικαστήριο, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την υποχρέωση να μην λαμβάνει υπόψη το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του ελληνικού Π.Κ. (στα οποία μέχρι πρόσφατα στηρίζονταν οι ανεπίτρεπτες διπλές ποινικές καταδίκες των άτυχων κατηγορουμένων), εφ’ όσον ο συνδυασμός των δύο αυτών διατάξεων προσκρούει σε ένα από τα δικαιώματα, που προστατεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., τα οποία υπερέχουν των εθνικών διατάξεων.
Πιθανή (αβάσιμη) αντίρρηση 1:
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, μπορεί να προβληθεί η εκδοχή (π.χ. από τον εισαγγελέα), ότι το άρθρο 6 ΣΕΕ, πρώτη παράγραφος, τρίτο εδάφιο, ορίζει, ότι
«Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων».
Εν συνεχεία, στο άρθρο 51, πρώτη παράγραφος, που ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη αναφέρεται επί λέξει, ότι
«1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες».
Σε αυτό αντιπαρατίθενται τα ακόλουθα:
(1) Κατ’ αρχήν, αυτή η πρόταση απευθύνεται στον νομοθέτη στην περίπτωση που δημιουργεί νέα νομοθεσία, που δεν έχει ως σκοπό να εφαρμόσει ευρωπαϊκή νομοθεσία. Δεν απευθύνεται, όμως, στα εθνικά δικαστήρια, που πρέπει να εκδώσουν αποφάσεις στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος επικαλείται το ανθρώπινο δικαίωμα του να μην δικασθεί διπλά (εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εφ’ όσον η διάταξη αυτή ορίζει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης», διότι, με βάση πλέον την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και, συγκεκριμένα, την απόφαση Simmenthal, τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών θεωρούνται ως όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η πρόταση «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης» καλύπτει και τα εθνικά δικαστήρια.
(2) Δεύτερο, επίσης, όπως αναφέρεται στην επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 51 (Πεδίο εφαρμογής), τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. μόνο όταν ενεργούν εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού δίκαιου [βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υπόθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609· απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, ΕΡΤ, Συλλ. 1991, σ. Ι-2925· απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, υπόθ. C-309/96 Annibaldi, Συλλ. 1997, σ. Ι-7493].
Δηλαδή, το δικαστήριο ενεργεί εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού δίκαιου, εφ’ όσον το δικαστήριο αποφασίζει για τη δίκη ενός κατηγορούμενου, που έχει καταδικασθεί ήδη σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ένωσης (π.χ. στην Ολλανδία), όπου επίσης έχει εκτελεστεί (ή δεν έχει εκτελεστεί) και η ποινή, που του επέβαλε το σχετικό δικαστήριο. Πέρα τούτου, ο κατηγορούμενος αυτός (που δικάστηκε ήδη σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.) στερείται από το δικαίωμα του να κυκλοφορεί ελεύθερα στο έδαφος της Ένωσης [βλ. τα άρθρα 20 (πρώην 17 ΣΕΚ), 45-54 (πρώην 39-48 ΣΕΚ) ΣΕΕ και άρθρο 3 (πρώην 2) ΣΕΕ], εφ’ όσον με τη δεύτερη δίωξη, που ασκείται εναντίον του, δεν μπορεί να κυκλοφορεί ελευθέρα από την υπόλοιπη Ευρώπη στην Ελλάδα χωρίς να συλληφθεί (εάν η δεύτερη δίωξη έχει ασκηθεί στην Ελλάδα και η καταδίκη ή η απαλλαγή έγινε στην Ολλανδία). Ωστόσο, η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου σε αυτή την υπόθεση (του παραδείγματος) αποτελεί ενέργεια εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού ποινικού δίκιου και του ευρωπαϊκού δικαίου της ελεύθερης κυκλοφορίας (το οποίο αποτελεί, ως γνωστό, μια από τις θεμελιώδες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που σημαίνει ότι σε αυτήν την περίπτωση το κράτος μέλος, δηλαδή η Ελλάδα, δεσμεύεται από τον προαναφερόμενο Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και, συνεπώς, από την απαγόρευση της διπλής δίωξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 50 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε και τη σχετική επεξήγηση.
(3) Εν τέλει, το ελληνικό δικαστήριο δεσμεύεται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., διότι, πέρα από τους λόγους που έχουν αναλυθεί, ο ευρωπαίος νομοθέτης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εννοούσε με τη σχετική διάταξη, ότι τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών δεν δεσμεύονται σε υποθέσεις όπως η συγκεκριμένη του παραδείγματος, από τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που προστατεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και δεν μπορεί να θέλησε να έχει ως αποτέλεσμα αυτή η διάταξη να μην εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών τα δικαιώματα κλπ., που προστατεύονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ότι, πράγματι, ο ευρωπαίος νομοθέτης δεν εννοούσε και δεν θέλησε να έχει το προαναφερόμενο αποτέλεσμα, προκύπτει από το γεγονός, ότι όρισε πως ο Χάρτης αυτός (ΧΘΔΕΕ) έχει ακριβώς το ίδιο νομικό κύρος με τις δυο Συνθήκες της Ένωσης. Αν ο νομοθέτης ήθελε να μην δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από τον Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), δεν θα υπήρχε λόγος να του δώσει το ίδιο νομικό κύρος, διότι, όπως ερμηνεύτηκε αναλυτικώς ανωτέρω, αυτό το νομικό κύρος επιτρέπει και κάνει δυνατό να επικαλούνται τα πρόσωπα τις διατάξεις του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) σε εθνικά δικαστήρια με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται τα δικαστήρια αυτά να εφαρμόζουν άμεσα τις σχετικές επικαλούμενες διατάξεις και να μην λαμβάνουν υπόψη οποιονδήποτε αντίθετο νόμο της εθνικής έννομης τάξης [βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 5.2.1963, C-26/1962, NVAlgemeneTransportenExpeditieOndernemingvanGendenLoosv. NederlandseAdministratiederBelastingen; ΔΕΚ, απόφαση της 9.3.1978, C-106/77, AmministrazionedelleFinanzedelloStatovSimmenthalS.p.A.; και ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, C-6/64, Costa/E.N.E.L.].
Πιθανή (αβάσιμη) αντίρρηση 2:
Ο εισαγγελέας μπορεί, επίσης, να ισχυριστεί, ότι στις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 50, § 3, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) αναφέρεται επί λέξει, ότι
«Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης, βλ. τα άρθρα 54-58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν και την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, υποθ. C-187/01, Gυzόtok (Συλλ. 2000, σ. Ι-1345), το άρθρο 7 της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και το άρθρο 10 της Σύμβασης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας».
Δηλαδή, αυτή η επεξήγηση παραπέμπει στα άρθρα 54 έως 58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ). Ωστόσο, το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις:
Άρθρο 54
«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».
Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί στο άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ). Εν συνεχεία, δίνεται η ευκαιρία στα συμβαλλόμενα μέρη να κρατήσουν επιφυλάξεις σχετικά με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή με το ίσιο δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ). Πρβλ το άρθρο 55 της Σύμβασης Σένγκεν, που ορίζει, ότι
«1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά τον χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφοςτου συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση.
β) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους.
γ) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.
2. Συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στη δήλωση εξαιρέσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχειίο β) προσδιορίζει τις κατηγορίες των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η εξαίρεση».
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του παραπάνω άρθρου, η Ελλάδα δήλωσε πως επιθυμεί να κρατήσει τις ίδιες επιφυλάξεις όλων των επιτρεπόμενων περιπτώσεων και, ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε
«κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55 της Σύμβασης εφαρμογής Σένγκεν, ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της Σύμβασης στις ακόλουθες περιπτώσεις: ( … )
3. Όταν τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο της αλλοδαπής απόφασης στοιχειοθετούν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται από την ελληνική ποινική νομοθεσία: (…) και υπό
η) παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών».
Συνεπώς, η αρχή του ne bis in idem δεν ισχύει στην ελληνική δικαιοδοσία, όταν ο (έλληνας) κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στην αλλοδαπή υπό τις παραπάνω περιπτώσεις, στην οποία ανήκει (μεταξύ των άλλων) και η διακίνηση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών, διότι η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε νομίμως ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 55 και εφ’ όσον η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) παραπέμπει σε αυτές τις διατάξεις (δηλαδή παραπέμπει στις διατάξεις 54-58 της Σύμβασης Σένγκεν), αυτές οι επιφυλάξεις ισχύουν και στο άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) και, συνεπώς, η (δεύτερη) δίωξη που ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου και ο συνδυασμός των διατάξεων 8 και 9 του Π.Κ. γενικότερα είναι νόμιμη διότι δεν παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο δεν αναγκάζεται ούτε υποχρεώνεται να παραμερίσει αυτές τις διατάξεις και πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να εφαρμόσει αυτά τα εθνικά άρθρα του Π.Κ. στη συγκεκριμένη υπόθεση (του ληφθέντος παραδείγματος της διπλής δίωξης και της γενόμενης καταδίκης σε ένα από τα κράτης μέλη της Ε.Ε., εν προκειμένω, στην Ολλανδία).
Σε αυτά αντιπαρατίθενται τα έξης:
1) Η σχετική δήλωση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ισχύει από της στιγμής που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία υπεγράφη την 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Η Συνθήκη αυτή τροποποίησε τις συνθήκες της Ε.Ε. και της Ε.Κ. και άλλαξε την αρίθμηση των άρθρων τους. Επίσης ενσωματώνει το κεκτημένο του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δια του «Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», το οποίο περιέχεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ.
Με την ενσωμάτωση αυτή οι επιφυλάξεις έχουν απολέσει την ισχύ τους. Η Σύμβαση Σένγκεν υπήρξε αρχικώς μια διεθνής σύμβαση κλασικού τύπου στα βασικά χαρακτηριστικά της, κατά την κύρωση της οποίας τα συμβαλλόμενα κράτη είχαν την ευχέρεια να διατυπώσουν επιφυλάξεις στο πλαίσιο του άρθρου 55 της ίδιας. Όμως, με τη συνθήκη του Άμστερνταμ η ΣΕΣΣ έπαυσε να είναι μια κλασική διεθνής σύμβαση, καθ’ όσον το κεκτημένο Σένγκεν εντάχθηκε με ειδικό -προσαρτημένο στην Συνθήκη του Άμστερνταμ– Πρωτόκολλο με τον άρθρο 2 στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. [1]
Σε Παράρτημα του προαναφερόμενου Πρωτοκόλλου Σένγκεν παρατίθεται ολόκληρο το ενσωματούμενο κεκτημένο Σένγκεν. Στα παρατιθέμενα κείμενα περιλαμβάνονται μεν οι συνοδεύουσες τις πράξεις προσχωρήσεως των οκτώ κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και οι αντίστοιχες τελικές πράξεις και κοινές δηλώσεις, όχι όμως οι κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ δηλώσεις-επιφυλάξεις των κρατών. Με άλλους λόγους, στο εν λόγω Παράρτημα δεν περιέχονται οι μονομερείς δηλώσεις κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ, μεταξύ των οποίων και αυτή της Ελλάδας. Αλλά και η απόφαση υπ’ αριθ. 1999/435/ΕΚ της 20.05.1999 του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τον καθορισμό της νομικής βάσης του εντασσόμενου στο νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. κεκτημένου Σένγκεν ορίζει, ότι το κεκτημένο Σένγκεν απαρτίζεται από όλα τα απαριθμούμενα στα Παραρτήματα Α και Β της Απόφασης κείμενα. Στα αναλυτικώς παρατιθέμενα εκεί κείμενα δεν περιλαμβάνονται ομοίως οι μονομερείς δηλώσεις –επιφυλάξεις των κρατών μελών. [2]
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι υπό συζήτηση επιφυλάξεις έπαυσαν να ισχύουν από της θέσης σε ισχύ της Συνθήκη του Άμστερνταμ, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή επρόκειτο να εξακολουθήσουν να ισχύουν, θα είχαν περιληφθεί στο Παράρτημα του Πρωτοκόλλου Σένγκεν και στα Παραρτήματα της ανωτέρω Απόφασης του Συμβούλιου της Ε.Ε. Επίσης, η εξακολούθηση της ισχύος των επίμαχων μονομερών επιφυλάξεων μετά την ένταξη του κεκτημένου Σένγκεν στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. θα ματαίωνε εν μέρει τον βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, δηλαδή την επιτάχυνση της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκό χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης.[3] Αυτό υποστηρίζεται επίσης από το περιεχόμενο του προλόγου του σχετικού Πρωτοκόλλου, στην τρίτη παράγραφο, όπου αναφέρεται επί λέξει, ότι
· «οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν εφαρμόζονται μόνο εάν και στο βαθμό που συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το κοινοτικό δίκαιο».
Είναι σαφές, από τον προαναφερόμενο βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, στην οποία επίσης βεβαιώνεται και η ήδη υπάρχουσα ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων της Ένωσης, ότι οι επιφυλάξεις, που διατύπωσε η Ελληνική Δημοκρατία υπ’ άρθρ. 55, και, ειδικότερα, η επιφύλαξη σχετικά με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, δεν συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, οι επιφυλάξεις αυτές, στην περίπτωση που θεωρούνται ως διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν, για το οποίο σύμφωνα με τα ανωτέρω υπάρχει αμφιβολία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν.
Υπέρ της άποψης της κατάργησης των επιφυλάξεων συνηγορεί όμως και τούτο: Συμφώνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου Σένγκεν, τα κράτη που θα προσχωρήσουν στην ΣΕΣΣ μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, δεν έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν επιφυλάξεις σε σχέση με οποιοδήποτε κείμενο του κεκτημένου Σένγκεν, είναι δηλαδή υποχρεωμένα να το αποδεχθούν στο σύνολο του ως έχει εφ’ όσον το κείμενο του άρθρου 8 έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην ευρωπαϊκή Ένωση, το κεκτημένο του Σένγκεν και περαιτέρω μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τα όργανα εντός του πεδίου ισχύος του, θεωρούνται κεκτημένο που πρέπει να γίνει πλήρως αποδεκτό από όλα τα υποψήφια για προσχώρηση κράτη». [4]
Τούτο ισχύει για όλα τα νέα (δώδεκα συνολικώς) κράτη της Ε.Ε. Θα ήταν λοιπόν παράταιρο τα μεν επτά εκ των (δεκατριών) «παλαιών» κρατών του χώρου Σένγκεν να εξακολουθούν την εφαρμογή του άρθρου 54 ΣΕΣΣ, ενώ όλα τα «νέα» κράτη της ΕΕ να εφαρμόζουν χωρίς περιορισμούς το άρθρο 54 ΣΕΣΣ. Η υποστηριζόμενη εδώ άποψη ενισχύεται, τελικώς, και από τη διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., στο οποίο δεν προβλέπονται εξαιρέσεις σε σχέση με την εντός της Ε.Ε. διακρατική ισχύ της αρχής ne bis in idem. [5]
Συμπέρασμα
Οι δηλώσεις-επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει η Ελλάδα κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ με το άρθρο τρίτο του ν. 2514/1997 έχουν αποβάλει την ισχύ τους. Το άρθρο 54 ΣΕΣΣ, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ ήδη έπρεπε να εφαρμόζεται χωρίς να εξαιρούνται τα απαριθμούμενα στο άρθρο τρίτο του ν. 2514/1997 εγκλήματα. [6]
2) Επικουρικώς, επισημαίνονται τα εξής:
Αν το δικαστήριο έκρινε και αποφάσιζε εσφαλμένως, ότι το παραπάνω δεν ισχύει, δηλαδή ότι οι δηλώσεις-επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει η Ελλάδα κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ δεν έπαυσαν να ισχύουν όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ, προβάλλεται, ότι, στην περίπτωση που κρίνεται πως δεν έπαυσαν να ισχύουν οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, αυτές έπαυσαν όμως να ισχύουν με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Αυτό προκύπτει από τα ακόλουθα:
Είχε υποστηριχθεί από την εισαγγελική έδρα σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε ήδη δικαστεί σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε., ότι οι επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 50 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε με τις προτάσεις «Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης, βλ. τα άρθρα 54-58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν…» παραπέμπουν στα άρθρα 54-58 και ότι αυτό σημαίνει ότι αυτά τα άρθρα ισχύουν ακόμα και σήμερα, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Πρόκειται, όμως, για λανθασμένη άποψη, διότι με αυτές τις προτάσεις οι επεξηγήσεις απλώς και μόνο δείχνουν, ότι ο κανόνας του δεδικασμένου ίσχυε ήδη εντός των συνολικών δικαιοδοσιών των κρατών μελών, όπως φαίνεται από αυτά τα άρθρα. Σε καμία περίπτωση και από τίποτε δεν προκύπτει όμως, ότι αυτές οι προτάσεις έχουν ως έννοια ότι ο κανόνας αυτός ισχύει υπό τους ιδίους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ, δηλαδή ότι το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με αυτά τα άρθρα της Σύμβασης του Σένγκεν. Αυτό φαίνεται και από την ίδια επεξήγηση όπου αναφέρεται (στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου κειμένου), ότι
«Οι πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω συμβάσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα του δεδικασμένου καλύπτονται από την οριζόντια διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη σχετικά με τους περιορισμούς».
Συνεπώς, η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) ορίζει, ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εξαιρεθούν από τον κανόνα του δεδικασμένου μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., το οποίο σημαίνει, ότι πράγματι πλέον με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας για την οποία δεσμεύονται τα κράτη μέλη από τον Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), καμία άλλη εξαίρεση, ιδίως η δήλωση-επιφύλαξη της Ελλάδας, από αυτές που ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), δεν επιτρέπεται.
Επί πλέον, η διάταξη του άρθρου 52 (εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών), πρώτη παράγραφος, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) ορίζει, ότι
«1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».
Πράγματι, ο περιορισμός στην προκειμένη περίπτωση προβλέπεται από τον νόμο στις διατάξεις 8 και 9 του Π.Κ. Όμως, όπως αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη, αυτή δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση υπό την οποία επιτρέπονται οι περιορισμοί εφ’ όσον η δεύτερη πρόταση του άρθρου ορίζει ότι ο σχετικός περιορισμός πρέπει επίσης να είναι αναγκαίος και ν’ ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος της Ένωσης ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Η έννοια αυτής της τελευταίας πρότασης του άρθρου και η ερμηνεία της ρυθμίζονται επίσης από τις προαναφερόμενες επεξηγήσεις οι οποίες περιέχουν και την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), στην οποία αναφέρεται επί λέξει το εξής:
«Σκοπός του άρθρου 52 είναι να καθορίσει την εμβέλεια των δικαιωμάτων και αρχών του Χάρτη και να θεσπίσει κανόνες για την ερμηνεία τους. Η παράγραφος 1 αφορά το καθεστώς των περιορισμών. Η διατύπωση εμπνέεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου: "… κατά πάγια νομολογία μπορεί να επέλθουν περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως στο πλαίσιο κοινής οργάνωσης της αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου στόχου, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών" (απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, υπόθ. C-292/97, παράγραφος 45 του σκεπτικού). Η μνεία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζονται από την Ένωση καλύπτει τόσο τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και άλλα συμφέροντα που προστατεύονται από ειδικές διατάξεις των Συνθηκών, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 35, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 36 και 346 της εν λόγω Συνθήκης».
Όπως προαναφέρθηκε, η εξακολούθηση της ισχύος των επίμαχων μονομερών επιφυλάξεων στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. θα ματαίωνε εν μέρει τον βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, δηλαδή την επιτάχυνση της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης. Αυτή η δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης χωρίς σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, συνεχίζει και σήμερα να είναι ένα από τους βασικότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρο 3 ΣΕΕ[7] στην οποία αναφέρονται κυριολεκτικά οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την παραπάνω διατυπωμένη επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του ΧΘΔΕΕ). Εξ άλλου, οι υπό συζήτηση επιφυλάξεις δεν αποτελούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιθέτως (!), ο περιορισμός αυτός, δηλαδή οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, παραβιάζει τον ευρωπαϊκό στόχο της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης εφ’ όσον οι επιφυλάξεις αυτές προσπαθούν να κρατήσουν έναν χώρο στον οποίο μόνο η ελληνική δικαιοδοσία μετράει και στον οποίο μόνο η ελληνική δικαιοδοσία αποτελεί νομικό και θεσμικό κύρος.
Επικουρικά, ακόμα και στην περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε, εσφαλμένως, ότι το ανωτέρω δεν ισχύει, με άλλα λόγια, ότι οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις αποτελούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δηλώσεις-επιφυλάξεις δεν επιτρέπονται από το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) διότι αυτές ουδόλως μπορούν να αξιολογηθούν ως περιορισμοί που δεν συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών, σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση που ορίζεται στη συνέχεια της ίδιας πρότασης της αναφερόμενης επεξήγησης εφ’ όσον οι σχετικές επιφυλάξεις, πράγματι, συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θιγεί την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων διότι θιγεί την ουσία του δικαιώματος να μην δικασθεί κανείς διπλά για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εντός της Ένωσης. Συνεπώς οι επιφυλάξεις αυτές δεν μπορούν ν’ αξιολογηθούν ως επιτρεπόμενοι περιορισμοί του δικαιώματος του δεδικασμένου σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που πλέον, όπως ορίζεται από τις επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του ΧΘΔΕΕ, συνιστά τη μοναδική διάταξη που περιορίζει τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις και περιορισμούς των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΧΘΔΕΕ) που ερμηνεύεται από την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ)
«τα δικαστήρια της Ένωσης και των κρατών μελών λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους τις επεξηγήσεις οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή κατευθύνσεων για την ερμηνεία του παρόντος Χάρτη».
Το δικαστήριο συνεπώς δεν μπορεί να δώσει άλλη ερμηνεία στις σχετικές διατάξεις του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) από την ερμηνεία που δίνουν οι επεξηγήσεις.
Τέλος, το άρθρο 53 (επίπεδο προστασίας) ορίζει το εξής:
«Kαμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση, ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών».
Και το άρθρο 54 (απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος) προβλέπει, ότι
«Καμία από τις διατάξεις του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη δικαίωμα επίδοσης σε δραστηριότητα η εκτέλεσης πράξης που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη ή σε περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών ευρύτερους από τους προβλεπόμενους σε αυτόν».
Συμπέρασμα
Η άποψη ότι τα άρθρα 54 έως 58 της ΣΕΣΣ, σύμφωνα με τα οποία οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας επιτρέπονται διά μέσου του άρθρου 55 ΣΕΣΣ, ισχύουν ακόμα και μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας επειδή η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη παραπέμπει στις αναφερόμενες διατάξεις της ΣΕΣΣ, είναι εσφαλμένη για δύο λόγους.
Αφ’ ενός, η αναφορά των άρθρων αυτών έχει ως απλό και μοναδικό σκοπό να υπενθυμίσει ότι ο κανόνας του δεδικασμένου ίσχυε ήδη στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης εφ’ όσον δεν προκύπτει πουθενά στη σχετική επεξήγηση ότι ο κανόνας αυτός ρυθμίζεται υπό τους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ, με άλλα λόγια, ότι το άρθρο 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα. Εκτός αυτού, η ίδια ακριβώς επεξήγηση του άρθρου 50 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., στο δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εξαιρεθούν από τον κανόνα του δεδικασμένου μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52(1) του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και, συνεπώς, όχι υπό τους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ ή υπό οποιοδήποτε άλλο όρο.
Αφ’ ετέρου, εφ’ όσον οι επιτρεπόμενες εξαιρέσεις ρυθμίζονται από το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), η θεωρία ότι τα άρθρα 54-58 ΣΕΣΣ ισχύουν και μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας (διά μέσου της οποία δεσμεύτηκαν τα κράτη μέλη της Ένωσης από τον Χάρτη) δεν μπορεί να υποστηρίζεται διότι μεταξύ των όρων του Άρθρου 52 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και των δηλώσεων-επιφυλάξεων που διατύπωσε η Ελλάδα δεν υπάρχει καμία συμβατότητα, εκτός από το ότι οι εξαιρέσεις προβλέπονται από τον νόμο στις διατάξεις 8 και 9 Π.Κ., σύμφωνα με τη σχετική επεξήγηση, εφ’ όσον οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις δεν συνιστούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλ’ αντιθέτως, συνιστούν περιορισμούς που αντίκεινται στον από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρισμένο και στο άρθρο 3, δεύτερη παράγραφος, αναφερόμενο βασικό στόχο της δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, στην οποία παραπέμπει και το τελευταίο μέρος της επεξήγησης σχετικά με το άρθρο 52, πρώτη παράγραφος.
Περαιτέρω και επικουρικά, στην περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε, εσφαλμένως, ότι οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις συνιστούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δηλώσεις-επιφυλάξεις αυτές, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να αξιολογηθούν ως περιορισμοί που δεν συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών, όπως ορίζει το δεύτερο μέρος της υπό συζήτηση επεξήγησης ως επί πλέον προϋπόθεση για τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις.
3. Τελικό συμπέρασμα
Εν τέλει, το δικαστήριο οφείλει να κρίνει ότι η δεύτερη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για δεύτερη φορά είναι απαράδεκτη διότι η διπλή δίωξη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί παραβίαση του ευρωπαϊκού δίκαιου και, συγκεκριμένα, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του δεδικασμένου το οποίο προστατεύεται από τον δεσμευτικό πλέον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στη διάταξη 50 αυτού που ορίζει επί λέξει, ότι
«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».
Όπως αποδείχτηκε, δεν υπάρχει καμία επιτρεπόμενη εξαίρεση που μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα του δεδικασμένου στην προκειμένη περίπτωση διότι (στο παράδειγμα) ο κατηγορούμενος πράγματι έχει ήδη αθωωθεί ή ήδη καταδικασθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με άλλη ποινική απόφαση, του αρμοδίως επιληφθέντος ολλανδικού ποινικού δικαστηρίου (π.χ. του ποινικού Εφετείου της Χάγης Ολλανδίας).
Εκτός αυτού οι εξαιρέσεις που ακολουθούνται από τις δηλώσεις-επιφυλάξεις που διατύπωσε η Ελληνική Δημοκρατία και, ειδικότερα, η επιφύλαξη σχετικά με την εξαίρεση από τον κανόνα του δεδικασμένου για τα εγκλήματα που αφορούν παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, έπαυσαν ήδη να ισχύουν μετά την ενσωμάτωση της ΣΕΣΣ στο νομικό πλαισίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διά μέσου της Συνθήκης του Άμστερνταμ, και σε καμία περίπτωση δεν ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, εφ’ όσον οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτόν, σύμφωνα με την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), επιτρέπονται μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52, πρώτη παράγραφος, του ισχύοντος πλέον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., επειδή, όπως αποδείχτηκε, δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ της επιφύλαξης και των όρων του άρθρου 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση ν’ αναγνωρίσει την υπεροχή του άρθρου 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., εφ’ όσον οι διατάξεις του Χάρτη αυτού έλαβαν, διά μέσου της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, νόμιμη δέσμευση, άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στην ελληνική έννομη τάξη και, συνεπώς, το δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου «αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν ή να αναμείνουν την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία.» Με άλλα λόγια, το δικαστήριο οφείλει στην περίπτωση που τέθηκε σαν παράδειγμα να εφαρμόσει το άρθρο 50 και να μην λάβει υπόψη τις διατάξεις 8 και 9 του Ποινικού Κώδικα και, μετά από αυτό, να κρίνει την αναφερόμενη δεύτερη δίωξη απαράδεκτη, λόγω ποινικού δεδικασμένου.
Ήδη, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης της τακτικής ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2011) δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας των σχετικών διατάξεων, που άμεσα εφαρμόζονται και στην Ελλάδα, που δεν αποτελεί πια εξαίρεση (εξ αιτίας της απόφασης ΟλΑΠ 7/2002, που ήδη καταργήθηκε με τη νεώτερη αρεοπαγιτική απόφαση), ούτε εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τουλάχιστον σε ό τι αφορά το ποινικό δεδικασμένο και τις διπλές ποινικές καταδίκες (οι οποίες από το 2002 μέχρι το 2011 εξέθεταν την Ελλάδα διεθνώς).
Ε. Παπαδάκης
[1] Βλ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Ne bis in Idem – Ευρωπαϊκές και Διεθνείς ‘Οψεις, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2008, σελ. 101.
[2] Ibidem, σελ. 101-102.
[3] Ibidem, σελ. 102.
[4] Ibidem, σελ. 102.
[5] Ibidem, σελ. 102.
[6] Ibidem, σελ. 103.
[7] Άρθρο 3, δεύτερο παράγραφος, ΣΕΕ (πρώην άρθρο 2 ΣΕΕ) όριζει ότι «Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».
Η ΑΡΧΗ «ne bis in idem» με αφορμή την με αριθμό 1741/2015 Απόφαση Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας !!!
1.-Η Αρχή «ne bis in idem»
Η με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ είναι μια αξιοσημείωτη απόφαση που αντιμετωπίζει μια σειρά από σημαντικά νομικά ζητήματα, με την θεώρηση όμως του εθνικού δικαίου (και του «Ελληνικού δράματος»[2] τολμώ να πω) και με την έντονη προβληματική από την διαμορφωμένη νομολογίας του ΕΣΔΑ και του ΔΕΕ ειδικότερα;
1.1-Η αρχή, «ne bis in idem» είναι θεμελιώδης για το ποινικό δίκαιο, κατοχυρώνεται ρητώς στο αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, στο αρ. 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και, πλέον, στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα δε με αυτή, δεν επιτρέπεται η ποινική δίωξη ή καταδίκη ατόμου για μια παράβαση για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετάκλητα από δικαστήρια του ίδιου κράτους
Η ΟλΑΠ με την 1/2011 έκρινε ότι : «το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16.12.1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1462/1997, επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Διεθνές Σύμφωνο στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου καθιερώνεται η αρχή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας". Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επί μέρους συμβαλλομένης χώρας, ήτοι "του ίδιου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους.»
1.2.-.Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στις διοικητικές κυρώσεις αντιμετωπίσθηκε με την απόφαση Zolotukhin του ΕΔΔΑ[3] .
Το ΕΔΔΑ, αναγνώρισε ότι η ένταξη μιας κύρωσης στην ύλη του διοικητικού δικαίου κατά την εσωτερική έννομη τάξη, δεν αρκεί για να αποκλείσει την υπαγωγή της στην έννοια της «κατηγορίας ποινικής φύσεως», όπως αυτή περιλαμβάνεται στη διάταξη της παρ. 1 του αρ. 6 της ΕΣΔΑ.
Για την υπαγωγή αυτή το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τρία κριτήρια, ευρύτερα γνωστά και ως «κριτήρια Engel[4]»(βλ αναλυτικά στην παράγραφο 1.2). τα κριτήρια αυτά δεν αντιμετώπισε η με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ .
Τα κριτήρια αυτά δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου να χαρακτηριστεί μια κύρωση ως ποινικής φύσεως, αν και δεν αποκλείεται μια σωρευτική εκτίμησή τους, όταν η εξέταση των επιμέρους στοιχείων δεν αρκεί για να σχηματιστεί μία ασφαλής γνώμη ως προς την ποινική φύση της κύρωσης. Ενδεικτικά, το ΕΔΔΑ εξετάζει ως κριτήρια τη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού καθ’ αυτού, τον αποτρεπτικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της κύρωσης και το ύψος του προστίμου [5]
1.3.-Στην Απόφαση της 9-1-2014. Μ. Τασιούλη κατά Ελλάδος έκρινε το ΕΔΔΑ ότι: «Ο κανόνας δικαίου, τον οποίο παραβίασε η ενδιαφερομένη απευθύνεται σε όλους τους πολίτες υπό την ιδιότητα του φορολογουμένου. Επιτάσσει συγκεκριμένη συμπεριφορά, ήτοι την δήλωση υπαλλήλου και συνδυάζει την απαίτηση αυτή με κύρωση με χαρακτήρα τιμωρητικό. Το επίδικο πρόστιμο δεν αφορά, λοιπόν, την χρηματική αποζημίωση ζημίας, αλλά αποσκοπούσε στην τιμωρία με σκοπό την αποφυγή επαναλήψεως της αξιόποινης πράξεως. Έτσι, ο γενικός χαρακτήρας της, παραβιαζομένης από την προσφεύγουσα νομικής διάταξης καθώς και ο στόχος ταυτόχρονα προληπτικός και κατασταλτικός της επιβληθείσης κυρώσεως αρκούν στον να θεμελιώσουν τον ποινικό χαρακτήρα της επίδικης παραβάσεως απέναντι στο άρθρο 6 της Συμβάσεως. Σχετικώς με ό,τι προηγείται, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η προσφεύγουσα απετέλεσε αντικείμενο «κατηγορίας ποινικής φύσεως» . Το άρθρο 6 της Συμβάσεως εφαρμόζεται, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή.» . Με βάση Τις σκέψεις αυτές ενέταξε το ΕΔΔΑ στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις
Μετά τη ρητή υπαγωγή από το ΕΔΔΑ στις κατηγορίες ποινικής φύσεως των κυρώσεων που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις (βλ. ΕΔΔΑ της 24/9/1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, 93/1996/712/909) αποτελεί πλέον κοινό τόπο στη νομολογία των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων, η αναγνώριση της ένταξης των σοβαρότερων διοικητικών κυρώσεων στο κανονιστικό πεδίο του αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
1.4.-Το ΣτΕ[6] με την μεχρι τώρα νομολογία του[7] δέχτηκε οτι : «Γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 2067/2011 7μ., 990/2004 Ολομ. κ.ά.), κατά την έννοια των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ), το οποίο ορίζει ότι «Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, ..και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Τούτο δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητά, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας (ΣτΕ 990/2004 Ολομ., 671, 1067/2013, 2067/2011 7μ., 4506/2011 7μ., 1522/2010 7μ.). Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (ν.δ. 53/1974 – Α΄ 256 και ν. 1705/1987 – Α΄ 89), στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem (βλ. και αντίστοιχη ρύθμιση στο άρθρο 50 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ορίζεται ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού». Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του εάν, βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητας των διαδίκων, ανακύπτει ζήτημα επεκτατικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου από σχετική ποινική κατηγορία λαθρεμπορίας, πάντως τέτοιο ζήτημα δεν γεννάται αν η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν είναι αμετάκλητη (ΣτΕ 2951/2013). Κατά την έννοια δε του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ., το διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το αμετάκλητο απόφασης ποινικού δικαστηρίου, μόνο όταν του προβάλλεται προσηκόντως εκ μέρους των διαδίκων, αυτεπαγγέλτως δε, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 4 αυτού, μόνον «εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας» (ΣτΕ 1067, 2951/2013, 1522/2010 7μ.).»
2.5 Το ΕΔΔΑ με απόφαση του 30.4.2015, στην υπόθεση « Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας»[8](3453/12, 42941/12 και 9028/13) εξεταζοντας την αρχή Ne bis in idem (άρ. 4 του 7ου Πρωτ. ΕΣΔΑ) και τεκμήριο αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) σε διοικητικές διαφορές καταδίκασε την Ελλάδα σε τρεις υποθέσεις, κριθείσες από το ΣτΕ (αποφάσεις ΣτΕ 1999/2011, 3616/2011 και 3457/2012, αντίστοιχα) που αφορούσαν επιβολή μεγάλων διοικητικών προστίμων που αφορούσαν καταλογιστικές πράξεις της τελωνειακής αρχής για τελωνειακές παραβάσεις λαθρεμπορίας (όπλου και ηλεκτρονικών συσκευών, καυσίμων και αυτοκινήτων,) σε υποθέσεις όπου οι αιτούντες διώχθηκαν ποινικά για τις ίδιες κατ’ ουσίαν λαθρεμπορικές παραβάσεις και αθωώθηκαν με αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, που κατέστησαν αμετάκλητες. Για τα πρόστιμα απερρίφθησαν από τα διοικητικά δικαστήρια και το ΣτΕ τα ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω προστίμων. το ΕΔΔΑ έκρινε ότι : 1) Πρόκειται για «ποινικές» υποθέσεις, σύμφωνα με τα κριτήρια Engel. 2)Ότι εφόσον ο καθού επικαλείται ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου την σχετική αθωωτική ποινική απόφαση, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την επιρροή που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή στην κρίση του επί της υπόθεσης· άλλως, θα ανεχόταν σκοπίμως μια κατάσταση που ενδέχεται να είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem –3) Ότι στη μια υπόθεση δεν θα έπρεπε καν να έχει επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο, δεδομένου ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης καταλογιστικής πράξης είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη η οικεία αθωωτική ποινική απόφαση .
3.6.-ΚΡΙΤΗΡΙΑ ENGEL
Το ΕΔΔΑ προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε κράτος των υποχρεώσεών του μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που ως εκ της φύσεώς τους είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά ως κριτήρια Engel[9]:
α) το εάν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου,
β) την φύση της παραβάσεως και
γ) την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος (βλ. Αποφασεις ΕΔΔΑ, Ezech et Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], υπ’ αριθμόν 39665/98 και 40086/09, παρ. 82, ΕΔΔΑ 2003-Χ).
3.8.- Η αρχή Ne bis in idem είναι κοινή και στο δίκαιο ΕΕ.. Με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, έχει δεσμευτικό χαρακτήρα αναγνωρίζεται η αρχή βάσει της οποίας «κανείς δε διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά δις για το ίδιο αδίκημα» («ne bis in idem») έτσι έκρινε ΔΕΕ στην υπόθεση C‑617/10, με αντικείμενο αίτησηπροδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στην υποθεση Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransso.
3.9- Το ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ:
Η αρχή ne bis in idem, και η οποία έχει πεδίο εφαρμογής στην με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ που αφορά «κατηγορία ποινικής φύσης» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι διοικητικό δικαστήριο ουσίας που κρίνει επί διαφοράς από πράξη επιβολής πολλαπλών τελών για λαθρεμπορία υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία με έκδοση απόφασης που ακυρώνει την πράξη επιβολής των τελών ή, αν αυτή έχει ήδη ακυρωθεί, που επικυρώνει τη σχετική κρίση, εφ’ όσον επί της αντίστοιχης ποινικής κατηγορίας για λαθρεμπορία κατά του αυτού προσώπου βάσει των ιδίων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. (Βλ. μειοψηφίας στη σκέψη 8 της ΣτΕ 1522/2010 και ΣτΕ 3616/2011).
Παραβίαση δεδικασμένου, υπάρχει, αν εναντίον κάποιου ασκηθεί νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ως τοιαύτης νοουμένης του ιδίου ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, το οποίο περιλαμβάνει, όχι μόνον την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά επί ουσιαστικών εγκλημάτων και το ανήκον στην αντικειμενική τους υπόσταση αποτέλεσμα, για την οποία αμετακλήτως καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ο κατηγορούμενος ή έπαυσε η ποινική δίωξη προηγουμένως. Οταν υπάρχει δεδικασμένο, κηρύσσεται απαράδεκτη η νέα δίωξη, ο δε επικαλούμενος αυτό οφείλει να το αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή ενώπιον του Αρείου Πάγου πλήρους αντιγράφου της αποφάσεως από την οποία απορρέει και, επιπροσθέτως, βεβαιώσεως, από την οποία να προκύπτει ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη, κατ` άρθρο 546 παρ. 2 ΚΠΔ(ΑΠ 138/2013)
Η ύπαρξη και το αμετάκλητο των εν λόγω ποινικών αποφάσεων εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο ως προϋπόθεση της ως άνω δημοσίας τάξεως υποχρεώσεώς του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. περί αυτεπάγγελτης λήψης υπ’ όψη του δεδικασμένου. Υπό την προϋπόθεση, σύμφωνα και με την τελευταία αυτή διάταξη, ότι η σχετική ποινική απόφαση περιέχεται στα στοιχεία της δικογραφίας. Και αν μεν η απόφαση αυτή συμβαίνει να έχει προσαχθεί από τους διαδίκους προαποδεικτικά και με νόμιμο τρόπο, κατά το άρθρο 150 Κ.Δ.Δ., τότε λαμβάνεται υπ’ όψη άνευ άλλου αν δε προσκομισθεί μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, το δικαστήριο, εναρμονίζοντας στην περίπτωση αυτή την υποχρέωσή του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος με τη θεμελιώδη αρχή της αντιμωλίας, εκδίδει προδικαστική απόφαση προκειμένου να τη λάβει υπ’ όψη αφού περιληφθεί νομίμως στο φάκελο της υποθέσεως και δοθεί έτσι η δυνατότητα στους διαδίκους να ακουσθούν επ’ αυτού (ΣτΕ 3616/2011).
Σε κάθε δε περίπτωση, εφ’ όσον προβληθεί σχετικός ισχυρισμός, έστω και το πρώτον μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ, Ολομ., 4487/2001), το δικαστήριο οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του σχετική αιτιολογία.
3.10.ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ:
Η κρίση της με αριθμό 1741/2015 απόφασής του ΣτΕ ότι «διότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, όπως την παραθέτει και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ήχθη στο συμπέρασμά της λόγω αμφιβολιών.» έρχεται σε αντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας .
Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ[10], το οποίο ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ βάσει του άρθρου 28§2 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης, χωρίς μάλιστα να είναι δυνατή η κατάργησή του με νόμο. Σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4-11-1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μέρος όχι μόνο του εσωτερικού μας δικαίου αλλά και του κοινοτικού, με κοινό μάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, και σε νομολογιακό επίπεδο, το ΔΕΕ αναγνωρίζει το τεκμήριο μέσω της ΕΣΔΑ και των γενικότερων συνταγματικών αρχών των κρατών-μελών, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
Άλλωστε το Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (απόφαση: της 27.9.2007 προσφυγη: 35522/04) έκρινε[11] ότι: «. Το Ε.Δ.Δ.Α. εκτιμά ότι κατά την αρχή "in dubio pro reo", που συνιστά μια ιδιαίτερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, καμία ποιοτική διαφοροποίηση δεν πρέπει να υπάρχει μεταξύ της αθώωσης ελλείψει αποδείξεων και της αθώωσης μετά από τη διαπίστωση πέραν πάσης αμφιβολίας της αθώωσης του κατηγορούμενου. Πράγματι, οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται βάσει των αιτιολογιών που κάθε φορά εκφέρει ο ποινικός δικαστής. Αντιθέτως, στα πλαίσια του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α., το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή που κρίνει, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, επί της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.»
4.8.-Συμπερασματικα:1) Επί παραβάσεων του Τελωνειακού Κώδικα προβλέπεται από το νομοθέτη η επιβολή κυρώσεων, αφ’ ενός μεν, από τα ποινικά δικαστήρια, αφ’ ετέρου δε, από την Διοίκηση, η δε διαδικασία ενώπιον της Διοικήσεως και περαιτέρω ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, οδηγεί στην επιβολή πολλαπλού τέλους, έχει και αυτή, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, ποινικό χαρακτήρα, εμπίπτει, σύμφωνα με την απόφαση Zolotukhin, που αναθεώρησε όλη την προγενέστερη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem. Με την νομολογία του ΕΔΔΑ τίθεται το ζήτημα της δεσμεύσεως και των διοικητικών δικαστηρίων από τις τελεσίδικες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που τα ίδια πραγματικά περιστατικά και η ίδια προσωπική συμπεριφορά στοιχειοθετούν εκτός από ποινικό αδίκημα και διοικητική παράβαση, διότι διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α 256) και η αρχή «ne bis in idem». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής (ήτοι «αμετάκλητης» ΣτΕ 1311, 2951/2013) αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών (ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, σκέψη 39 και ΕΔΔΑ 13.7.2010, 25720/05, Tendam κατά Ισπανίας, σκέψη 37) και, συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να απόσχει από τη διατύπωση κρίσεως ή αιτιολογίας που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας (ΕΔΔΑ 27.9.2011, 23272/07, Hrdalo κατά Κροατίας, σκέψη 54)
2)Η Ελληνική έννομη τάξη πρέπει πρώτα απ’ όλα να προβεί σε αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις ,ώστε να εναρμονισθεί πλήρως με την νομολογία του Στρασβούργου ,αλλά στο μεταξύ πρέπει άμεσα να φροντίσει ώστε οι διωκτικές Αρχές να οδηγούν τους υπαιτίους στα ποινικά δικαστήρια, προσκομίζοντας τις αποδείξεις ενοχής, αλλιώς τα διοικητικά δικαστήρια θα οδηγούνται μοιραία μετά από αθωωτικές αποφάσεις στα ανωτέρω αδιέξοδα που επισημάναμε.
Αντώνης Π. Αργυρός
Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να αποζημιώσουν πολίτες που διώχθηκαν και δικάστηκαν σε δυο επίπεδα -ποινικά και διοικητικά- για το ίδιο αδίκημα. Πρόκειται για παγιωμένο σχεδόν ελληνικό φαινόμενο, που εκθέτει τη χώρα διεθνώς καθώς σύμφωνα με την απόφαση, τέτοιου είδους πρακτικές παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και τα ατομικά δικαιώματα.
Η απόφαση, την οποία παρουσιάζει το «Πρώτο Θέμα» εκδόθηκε πρόσφατα – και αναμένεται να αποτελέσει «οδηγό» για χιλιάδες Έλληνες που ταλαιπωρούνται με διπλές διώξεις και καταδίκες, για οικονομικά εγκλήματα, όπως λαθρεμπορία, έκδοση εικονικών τιμολογίων, τυχερά παίγνια, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, κ.ά.
Με την απόφασή του το ΕΔΔΑ δικαιώνονται τρεις Έλληνες πολίτες, σε βάρος των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για λαθρεμπορία. Ο πρώτος κατηγορήθηκε ότι είχε πωλήσει μεταξύ 1993 και 1995, ως ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων, 110.000 λίτρα βενζίνης και 221.000 λίτρα ντίζελ χωρίς πιστοποιητικά αγοράς. Ωστόσο, στις 21 Ιουνίου του 2000, το ποινικό δικαστήριο της Πάτρας τον αθώωσε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφασή του.
Σε βάρος του δεύτερου πολίτη ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1992, δύο πολυτελών αυτοκινήτων - μάρκας «Ferrari» και «Mercedes» - χωρίς την καταβολή φόρων και τελωνειακών δικαιωμάτων. Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι οδηγούσε τα οχήματα χωρίς να έχει λάβει άδεια των τελωνειακών αρχών και ότι είχε καταφύγει σε τεχνάσματα, όπως αλλαγή των πινακίδων κυκλοφορίας. Λίγα χρόνια αργότερα ο συγκεκριμένος πολίτης, αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο για την κατηγορία της λαθρεμπορίας, που του είχε αρχικά απαγγελθεί όπως και για το αδίκημα που αφορούσε στην αλλαγή πινακίδων.
Ο τρίτος εμπλεκόμενος είχε διωχθεί επειδή το 1986 είχε εισάγει στη χώρα δώδεκα ηλεκτρονικές συσκευές,ένα κυνηγετικό όπλο, ένα βαρούλκο και μια συσκευή βίντεο χωρίς να καταβάλλει δασμούς. Τρία χρόνια μετά τη δίωξη εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που τον καταδίκασε για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ωστόσο, 15 χρόνια μετά η Δικαιοσύνη κατέληξε με αμετάκλητη απόφασή της σε απαλλακτική κρίση.
Παράλληλα, όμως με τις ποινικές δίκες για τους τρεις κατηγορούμενους «έτρεχε» και η διοικητική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τους είχαν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Και οι τρεις είχαν προσκομίσει στα διοικητικά δικαστήρια, τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων με τις οποίες απαλλάσσονταν από το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Τα ελληνικά όμως διοικητικά δικαστήρια έκριναν πως δεν δεσμεύονταν από την κρίση των ποινικών δικαστηρίων για το σχηματισμό της δικής του δικανικής πεποίθησης. Προχωρούσαν έτσι στην επικύρωση των προστίμων που είχαν αρχικά επιβληθεί στους τρεις πολίτες από τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τα οποία -κατά βάση - αντιπροσώπευαν το διπλάσιο του οφειλόμενου ποσού ως φόρων και δασμών για τα προϊόντα που είχαν εισάγει στη χώρα.
Με βασικό επιχείρημα ότι παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας τους άλλα και τα ατομικά τους δικαιώματα οι τρεις πολίτες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ εγκαλώντας την Ελλάδα και υποστήρίζ0ντας ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται διπλά, δηλαδή και με ποινική καταδίκη και με πρόστιμα για το ίδιο αδίκημα. Οι προσφυγές τους έγιναν δεκτές από το ΕΔΔΑ, το οποίο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση που εξέδωσε αναφέρει: «Στις περιπτώσεις αυτές τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας έκριναν, μετά τη διενέργεια διαφορετικής αξιολόγησης των στοιχείων των δικογραφιών από εκείνης των ποινικών δικαστηρίων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τις ίδιες παραβάσεις λαθρεμπορίας για τις οποίες είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Αυτές οι κρίσεις επικυρώθηκαν στη συνέχεια στον τελευταίο βαθμό, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη την ταύτιση της φύσης των δύο υπό κρίση διαδικασιών, των περιστατικών της διαφοράς και των στοιχείων που συνιστούν τις εν λόγω παραβάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το παραπάνω συμπέρασμα των διοικητικών δικαστηρίων παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας των προσφευγόντων που είχε ήδη εδραιωθεί με τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων».
Μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα» ο ποινικολόγος - εδικός στα ανθρώπινα δικαιώματα - κ. Βασίλης Χειρδάρης που χειρίστηκε τις δυο από τις τρεις προσφυγές αναφέρει: «Με την απόφαση του ΕΔΔΑ, η ως άνω πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι παραβιάζει τα ατομικά δικαιωμάτα και συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας (σε περίπτωση αθωωτικής αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου) και το δικαίωμα να μη δικαστεί κανείς και να μην καταδικαστεί δεύτερη φορά για την ίδια πράξη (ne bis in idem). Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τα υπέρογκα διοικητικά πρόστιμα λόγω των σοβαρών συνεπειών που επισύρουν έχουν ποινικό χαρακτήρα, εξομοιώνονται δηλαδή με ποινή. Ως εκ τούτου, ναι μεν οι δυο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) δεν εμποδίζονται να κινηθούν παράλληλα, όμως, θα πρέπει, όταν η μία οριστικοποιείται να ακυρώνεται η άλλη. Με δυό λόγια: α) όταν η ποινική δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της διοικητικής, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη δίκη μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης και στη συνέχεια να παύσει την ποινική δίωξη. β) όταν το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική απόφαση, υποχρεούται να ακυρώσει το πρόστιμο ή τέλος που επιβλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές».
2039/2015, 1741/2015Ολ, 1566/2015, 1565/2015, 1403/2015, 221/2015, 4571/2014, 4203/2014, 3373/2014, 3257/2014, 3003/2014(Ολ), 2782/2014, 2699/2014,2698/2014, 2502/2014,1879/2014, 486/2014, 7/2014, 6/2014, 4611/2013, 4610/2013, 4606/2013, 4605/2013, 4593/2013, 4592/2013, 3871/2013, 3870/2013, 3865/13, 3376/2013, 2960/2013, 2674/2013, 2626/2013, 2455/2013, 2454/2013, 2365/2013, 2007/2013, 1918/2013, 1915/2013, 1326/2013, 1325/2013, 067/2013, 1066/2013, 1065/2013, 1064/2013, 117/2013, 3616/2011, 2475/2011, 2067/2011.
Κατά το άρθρο 57 Κ.Ποιν.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη κι αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 §2, 525 και 526 του ιδίου Κώδικα, αν δε παρά την πιο πάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου.
Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 36, 43, 46, 50, 125, 132, 310, 370 εδ. γ' Κ.Ποιν.Δ. και τις γενικές αρχές του δικονομικού δικαίου, συνάγεται ότι η εκκρεμοδικία, παρά την ανυπαρξία ρητής δικονομικής διατάξεως, αποτελεί αρνητική δικονομική προϋπόθεση, η οποία εμποδίζει την άσκηση νέας (δεύτερης) ποινικής διώξεως και την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας κατά του ιδίου προσώπου, για την ίδια πράξη, για την οποία έχει ήδη ασκηθεί προηγούμενη ποινική δίωξη.
Δεύτερη διαδικασία ενώπιον του αυτού ή άλλου δικαστηρίου κατά του αυτού προσώπου και για την ίδια πράξη, με την άσκηση δεύτερης ποινικής διώξεως, είναι απαράδεκτη, αφού το ανεπίτρεπτο της ποινικής διώξεως, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, έχει την έννοια ότι είναι ανεπίτρεπτη η παράλληλη διεξαγωγή δύο ποινικών διαδικασιών για την ίδια πράξη, που νοείται ως idem factum και όχι idem crimen.
Τούτο συμβαίνει όχι μόνον για να αποφεύγεται ο ενδεχόμενος κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως και για να τηρηθεί ο κανόνας "non bis in idem", σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας μόνο μία φορά, δηλαδή με μία μόνο διαδικασία, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση, ως υπαίτιος της αυτής πράξεως, με αποτέλεσμα να εξαντλείται η κατά το άρθρο 27 Κ.Ποιν.Δ. αξίωση της Πολιτείας προς άσκηση ποινικής διώξεως, όταν αυτή ασκηθεί μία φορά.
Όσον αφορά την έννοια της ταυτότητας της πράξεως, αυτή υπάρχει όταν αφορά το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του που αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άμεσα με το δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκλημα).
Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αποκλειστικά στα πλαίσια του εσωτερικού δικαίου και αφορούν αποφάσεις ημεδαπών ποινικών δικαστηρίων.
Πριν από την έκδοση της υπ’ αριθ. 1/2011 απόφασης της Α΄ Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου [“Νομικά Επίλεκτα”: Αναίρεσε ο Άρειος Πάγος την Καταδίκη Ελλήνων Πολιτών], είχε υποστηριχτεί ορθά η άποψη της άμεσης εφαρμογής και του άμεσου αποτελέσματος της αρχής “ne bis in idem” (δηλαδή της απαγόρευσης της διπλής ποινικής δίωξης και της διπλής καταδίκης για το ίδιο αδίκημα) και, γενικότερα, της άμεσης εφαρμογής και ισχύος του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωση (Χ.Θ.Δ.Ε.Ε.) στην ελληνική έννομη τάξη.
Ειδικότερα, υποστηρίχθηκε σωστά πως η Συνθήκη της Λισαβόνας είχε άμεση ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη. Συνεπώς, τα δικαστήρια όφειλαν να την εφαρμόζουν σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, ακόμα και στην περίπτωση της άσκησης διπλής ποινικής δίωξης και, πολύ περισσότερο, στην περίπτωση της ύπαρξης ποινικής απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής.
1. Η ισχύουσα από 01.12.2009 Συνθήκη της Λισαβόνας
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (τελικές διατάξεις) της Συνθήκης της Λισσαβόνας τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη αυτή την 01.12.2009 εφ’ όσον η διάταξη αυτή ορίζει, ότι
«1. Η παρούσα Συνθήκη κυρώνεται από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Τα έγγραφα κύρωσης κατατίθενται στην κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας.
2. Η παρούσα Συνθήκη αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2009, εφόσον έχουν κατατεθεί όλα τα έγγραφα κύρωσης ή άλλως την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης του υπογράφοντος κράτους που προέβη τελευταίο στη διατύπωση αυτή».
Το τελευταίο Κράτος - Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατέθεσε τα έγγραφα κύρωσης, ήταν η Τσεχία, η οποία τα κατέθεσε την 13.11.2009.
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ανωτέρω άρθρου, η Συνθήκη της Λισσαβόνας, με την οποία τροποποιήθηκαν οι δύο Συνθήκες της Ένωσης [η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Ε.Ε.) και η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Σ.Ε.Κ.)], από τις οποίες η τελευταία μετατράπηκε στη Συνθήκη της Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε), τέθηκε σε ισχύ σε ολόκληρη την Ευρώπη την 01.12.2009.
2. Οι δύο Συνθήκες της Ένωσης.
Οι δύο τροποποιημένες Συνθήκες της Ένωσης, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της Σ.Ε.Ε., έχουν το ίδιο νομικό κύρος, το οποίο, προ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, είχε μόνο η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Άρθρο 1 Σ.Ε.Ε (πρώην άρθρο 1 Σ.Ε.Ε):
«Με την παρούσα Συνθήκη, τα ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ιδρύουν μεταξύ τους μία ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, εφεξής καλούμενη “Ένωση”, στην οποία τα κράτη μέλη απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων.
Η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες.
Η Ένωση βασίζεται στην παρούσα Συνθήκη και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίες ορίζονται εφεξής ως “οι Συνθήκες”). Οι δύο αυτές Συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος. Η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Κοινότητα».
3. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χ.Θ.Δ.Ε. Ε.)
Το ίδιο νομικό κύρος, δηλαδή το νομικό κύρος της πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 Σ.Ε.Ε (πρώην άρθρο 6 Σ.Ε.Ε.), που ορίζει, ότι
«Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες. Οι διατάξεις του Χάρτη δεν συνεπάγονται επέκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές ορίζονται στις Συνθήκες. Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πήγες των εν λόγω διατάξεων».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δύο Συνθήκες της Ένωσης και του Χάρτη έχουν ακριβώς το ίδιο νομικό κύρος με την πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Αυτό σημαίνει, όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Δ.Ε.Κ, τώρα Δ.Ε.Ε - Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ότι όλες οι διατάξεις των δύο Συνθηκών και του Χάρτη δεσμεύουν τα κράτη μέλη, έχουν άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και επίσης υπερέχουν των εθνικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να παραμερίζονται από τους εθνικούς δικαστές, όταν δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των εθνικών και των ευρωπαϊκών διατάξεων στην περίπτωση της σχετικής υπόθεσης [βλ. σχετικά ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, C-6/64, Costa/E.N.E.L. όπου το Δικαστήριο αποφάσισε, ότι η ΣΕΚ εγκαθίδρυσε, ευθύς ως ίσχυσε, μία ιδιαίτερη έννομη τάξη, που είναι αναπόσπαστο τμήμα του νομικού συστήματος των κρατών - μελών και ως εκ τούτου δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα τους. ΔΕΚ, απόφαση της 5.2.1963, C-26/1962, NV Algemene Transporten Expeditie Ondernemingvan Genden Loosv. Nederlandse Administratieder Belastingen, όπου το Δικαστήριο αποφάσισε, ότι αυτή η ιδιαίτερη έννομη τάξη αποτελεί μία νέα νομική οντότητα, δηλαδή μία νέα έννομη τάξη υπέρ της οποίας τα κράτη μέλη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, σε περιορισμένους έστω τομείς, και της οποίας τα υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και οι υπήκοοί τους και ΔΕΚ, απόφαση της 9.3.1978, C-106/77, Amministrazionedelle Finanzedello Statov Simmenthal S.p.A., όπου αποφασίστηκε από το Δικαστήριο, ότι ο εθνικός δικαστής, ως όργανο ενός κράτους - μέλους, υποχρεούται να εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο «…αφήνοντας ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου ανεξάρτητα από το αν έχει θεσπιστεί πριν ή μετά τον κοινοτικό κανόνα» και ότι πέραν αυτού τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν για την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου «αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν ή να αναμείνουν την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία…»].
Το ότι η πάγια νομολογία του ΔΕΚ ισχύει και μετά την ημερομηνία, κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβόνας, φαίνεται από το γεγονός, ότι, όπως αναφέρθηκε, το άρθρο 1 ΣΕΕ ορίζει, ότι οι δύο Συνθήκες της Ευρώπης έχουν το ίδιο νομικό κύρος με την πρώην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία έχει αντικατασταθεί και την οποία έχουν διαδεχθεί οι δύο αυτές Συνθήκες. Το νομικό κύρος της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δημιουργήθηκε με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΔΕΚ.
Η βεβαίωση για την ισχύ της πάγιας νομολογίας του ΔΕΚ προκύπτει επίσης από τη δήλωση 17 (δήλωση σχετικά με την υπεροχή) στις τελικές διατάξεις, που συμπληρώνουν τις δύο Συνθήκες:
«Η Διάσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία».
Επίσης, η διάσκεψη αποφάσισε να προσαρτηθεί στην τελική πράξη η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σχετικά με την υπεροχή, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο 11197/07 (JUR 260):
«Γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου» της 22ας Ιουνίου 2007. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου αποτελεί θεμελιώδη αρχή του εν λόγω δικαίου. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή αυτή είναι συνυφασμένη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κατά την πρώτη απόφαση στο πλαίσιο αυτής της πάγιας νομολογίας (Costa/ENEL 1, 15 Ιουλίου 1964, υπόθεση 6/64) δεν υπήρχε μνεία της υπεροχής στη Συνθήκη, πράγμα που εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλοντική Συνθήκη ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου».
4. Η αρχή του ne bis in idem
Ο δεσμευτικός πλέον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. περιέχει και την αρχή ne bis in idem. Η σχετική διάταξη, άρθρο 50 (δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη), του Χάρτη ορίζει τα εξής:
«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».
Από αυτή την πρόταση προκύπτει, ότι πλέον δεν μπορεί να ξαναδικασθεί κανείς δύο φορές για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, όχι μόνο εντός μιας χώρας άλλα και εντός της Ένωσης, δηλαδή εντός του συνολικού εδάφους των Κρατών Μελών.
Αυτό βεβαιώνεται και από την Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 (που βρίσκεται στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2007/C 303/02, 14.12.2007 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 303/17). Στην επεξήγηση αυτή αναφέρεται επί λέξη ότι:
«Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές που προβλέπονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγονται άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και επίσης υπερέχουν των εθνικών διατάξεων οι οποίες πρέπει να παραμερίζονται από τους εθνικούς δικαστές όταν δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των εν λόγω εθνικών και των σχετικών ευρωπαϊκών διατάξεων στην περίπτωση της σχετικής υπόθεσης, εφ’ όσον σύμφωνα με άρθρο 1 ΣΕΕ αυτά τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές έχουν το ίδιο ακριβώς νομικό κύρος, που έχουν οι διατάξεις των δύο Συνθηκών, το οποίο, όπως αποφασίστηκε από το ΔΕΚ, σημαίνει, ότι επιφέρουν τις ανώτερες αναφερόμενες νομικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα, σε περίπτωση ύπαρξης ποινικής καταδίκης ή απαλλαγής κάποιου από δικαστήριο κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου θ’ αχθεί τυχόν η υπόθεση σχετικά με την οποία ήδη έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση, έχει την υποχρέωση και πρέπει ν’ αποφασίσει, ότι η δεύτερη ποινική δίωξη εναντίον του ίδιου προσώπου είναι απαράδεκτη, διότι το άρθρο 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο και έχει άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στην ελληνική έννομη τάξη και, επίσης, το δικαστήριο, ως όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την υποχρέωση να μην λαμβάνει υπόψη το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του ελληνικού Π.Κ. (στα οποία μέχρι πρόσφατα στηρίζονταν οι ανεπίτρεπτες διπλές ποινικές καταδίκες των άτυχων κατηγορουμένων), εφ’ όσον ο συνδυασμός των δύο αυτών διατάξεων προσκρούει σε ένα από τα δικαιώματα, που προστατεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., τα οποία υπερέχουν των εθνικών διατάξεων.
Πιθανή (αβάσιμη) αντίρρηση 1:
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, μπορεί να προβληθεί η εκδοχή (π.χ. από τον εισαγγελέα), ότι το άρθρο 6 ΣΕΕ, πρώτη παράγραφος, τρίτο εδάφιο, ορίζει, ότι
«Τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές του Χάρτη ερμηνεύονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Τίτλου VII του Χάρτη που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των επεξηγήσεων οι οποίες αναφέρονται στον Χάρτη και στις οποίες μνημονεύονται οι πηγές των εν λόγω διατάξεων».
Εν συνεχεία, στο άρθρο 51, πρώτη παράγραφος, που ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη αναφέρεται επί λέξει, ότι
«1. Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες».
Σε αυτό αντιπαρατίθενται τα ακόλουθα:
(1) Κατ’ αρχήν, αυτή η πρόταση απευθύνεται στον νομοθέτη στην περίπτωση που δημιουργεί νέα νομοθεσία, που δεν έχει ως σκοπό να εφαρμόσει ευρωπαϊκή νομοθεσία. Δεν απευθύνεται, όμως, στα εθνικά δικαστήρια, που πρέπει να εκδώσουν αποφάσεις στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος επικαλείται το ανθρώπινο δικαίωμα του να μην δικασθεί διπλά (εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εφ’ όσον η διάταξη αυτή ορίζει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης», διότι, με βάση πλέον την πάγια νομολογία του ΔΕΚ και, συγκεκριμένα, την απόφαση Simmenthal, τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών θεωρούνται ως όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η πρόταση «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης» καλύπτει και τα εθνικά δικαστήρια.
(2) Δεύτερο, επίσης, όπως αναφέρεται στην επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 51 (Πεδίο εφαρμογής), τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. μόνο όταν ενεργούν εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού δίκαιου [βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, υπόθ. 5/88, Συλλ. 1989, σ. 2609· απόφαση της 18ης Ιουνίου 1991, ΕΡΤ, Συλλ. 1991, σ. Ι-2925· απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, υπόθ. C-309/96 Annibaldi, Συλλ. 1997, σ. Ι-7493].
Δηλαδή, το δικαστήριο ενεργεί εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού δίκαιου, εφ’ όσον το δικαστήριο αποφασίζει για τη δίκη ενός κατηγορούμενου, που έχει καταδικασθεί ήδη σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ένωσης (π.χ. στην Ολλανδία), όπου επίσης έχει εκτελεστεί (ή δεν έχει εκτελεστεί) και η ποινή, που του επέβαλε το σχετικό δικαστήριο. Πέρα τούτου, ο κατηγορούμενος αυτός (που δικάστηκε ήδη σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.) στερείται από το δικαίωμα του να κυκλοφορεί ελεύθερα στο έδαφος της Ένωσης [βλ. τα άρθρα 20 (πρώην 17 ΣΕΚ), 45-54 (πρώην 39-48 ΣΕΚ) ΣΕΕ και άρθρο 3 (πρώην 2) ΣΕΕ], εφ’ όσον με τη δεύτερη δίωξη, που ασκείται εναντίον του, δεν μπορεί να κυκλοφορεί ελευθέρα από την υπόλοιπη Ευρώπη στην Ελλάδα χωρίς να συλληφθεί (εάν η δεύτερη δίωξη έχει ασκηθεί στην Ελλάδα και η καταδίκη ή η απαλλαγή έγινε στην Ολλανδία). Ωστόσο, η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου σε αυτή την υπόθεση (του παραδείγματος) αποτελεί ενέργεια εντός του πλαισίου του ευρωπαϊκού ποινικού δίκιου και του ευρωπαϊκού δικαίου της ελεύθερης κυκλοφορίας (το οποίο αποτελεί, ως γνωστό, μια από τις θεμελιώδες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που σημαίνει ότι σε αυτήν την περίπτωση το κράτος μέλος, δηλαδή η Ελλάδα, δεσμεύεται από τον προαναφερόμενο Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και, συνεπώς, από την απαγόρευση της διπλής δίωξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 50 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε και τη σχετική επεξήγηση.
(3) Εν τέλει, το ελληνικό δικαστήριο δεσμεύεται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., διότι, πέρα από τους λόγους που έχουν αναλυθεί, ο ευρωπαίος νομοθέτης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εννοούσε με τη σχετική διάταξη, ότι τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών δεν δεσμεύονται σε υποθέσεις όπως η συγκεκριμένη του παραδείγματος, από τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που προστατεύονται από τον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και δεν μπορεί να θέλησε να έχει ως αποτέλεσμα αυτή η διάταξη να μην εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών τα δικαιώματα κλπ., που προστατεύονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ότι, πράγματι, ο ευρωπαίος νομοθέτης δεν εννοούσε και δεν θέλησε να έχει το προαναφερόμενο αποτέλεσμα, προκύπτει από το γεγονός, ότι όρισε πως ο Χάρτης αυτός (ΧΘΔΕΕ) έχει ακριβώς το ίδιο νομικό κύρος με τις δυο Συνθήκες της Ένωσης. Αν ο νομοθέτης ήθελε να μην δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από τον Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), δεν θα υπήρχε λόγος να του δώσει το ίδιο νομικό κύρος, διότι, όπως ερμηνεύτηκε αναλυτικώς ανωτέρω, αυτό το νομικό κύρος επιτρέπει και κάνει δυνατό να επικαλούνται τα πρόσωπα τις διατάξεις του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) σε εθνικά δικαστήρια με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται τα δικαστήρια αυτά να εφαρμόζουν άμεσα τις σχετικές επικαλούμενες διατάξεις και να μην λαμβάνουν υπόψη οποιονδήποτε αντίθετο νόμο της εθνικής έννομης τάξης [βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 5.2.1963, C-26/1962, NVAlgemeneTransportenExpeditieOndernemingvanGendenLoosv. NederlandseAdministratiederBelastingen; ΔΕΚ, απόφαση της 9.3.1978, C-106/77, AmministrazionedelleFinanzedelloStatovSimmenthalS.p.A.; και ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, C-6/64, Costa/E.N.E.L.].
Πιθανή (αβάσιμη) αντίρρηση 2:
Ο εισαγγελέας μπορεί, επίσης, να ισχυριστεί, ότι στις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 50, § 3, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) αναφέρεται επί λέξει, ότι
«Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης, βλ. τα άρθρα 54-58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν και την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, υποθ. C-187/01, Gυzόtok (Συλλ. 2000, σ. Ι-1345), το άρθρο 7 της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και το άρθρο 10 της Σύμβασης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας».
Δηλαδή, αυτή η επεξήγηση παραπέμπει στα άρθρα 54 έως 58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν (ΣΕΣΣ). Ωστόσο, το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις:
Άρθρο 54
«Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».
Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί στο άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ). Εν συνεχεία, δίνεται η ευκαιρία στα συμβαλλόμενα μέρη να κρατήσουν επιφυλάξεις σχετικά με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή με το ίσιο δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ). Πρβλ το άρθρο 55 της Σύμβασης Σένγκεν, που ορίζει, ότι
«1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά τον χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφοςτου συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση.
β) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους.
γ) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.
2. Συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στη δήλωση εξαιρέσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχειίο β) προσδιορίζει τις κατηγορίες των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η εξαίρεση».
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του παραπάνω άρθρου, η Ελλάδα δήλωσε πως επιθυμεί να κρατήσει τις ίδιες επιφυλάξεις όλων των επιτρεπόμενων περιπτώσεων και, ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε
«κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55 της Σύμβασης εφαρμογής Σένγκεν, ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της Σύμβασης στις ακόλουθες περιπτώσεις: ( … )
3. Όταν τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν αντικείμενο της αλλοδαπής απόφασης στοιχειοθετούν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες προβλέπονται από την ελληνική ποινική νομοθεσία: (…) και υπό
η) παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών».
Συνεπώς, η αρχή του ne bis in idem δεν ισχύει στην ελληνική δικαιοδοσία, όταν ο (έλληνας) κατηγορούμενος έχει ήδη καταδικασθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στην αλλοδαπή υπό τις παραπάνω περιπτώσεις, στην οποία ανήκει (μεταξύ των άλλων) και η διακίνηση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών, διότι η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε νομίμως ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 55 και εφ’ όσον η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) παραπέμπει σε αυτές τις διατάξεις (δηλαδή παραπέμπει στις διατάξεις 54-58 της Σύμβασης Σένγκεν), αυτές οι επιφυλάξεις ισχύουν και στο άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) και, συνεπώς, η (δεύτερη) δίωξη που ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου και ο συνδυασμός των διατάξεων 8 και 9 του Π.Κ. γενικότερα είναι νόμιμη διότι δεν παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο δεν αναγκάζεται ούτε υποχρεώνεται να παραμερίσει αυτές τις διατάξεις και πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να εφαρμόσει αυτά τα εθνικά άρθρα του Π.Κ. στη συγκεκριμένη υπόθεση (του ληφθέντος παραδείγματος της διπλής δίωξης και της γενόμενης καταδίκης σε ένα από τα κράτης μέλη της Ε.Ε., εν προκειμένω, στην Ολλανδία).
Σε αυτά αντιπαρατίθενται τα έξης:
1) Η σχετική δήλωση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ισχύει από της στιγμής που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία υπεγράφη την 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Η Συνθήκη αυτή τροποποίησε τις συνθήκες της Ε.Ε. και της Ε.Κ. και άλλαξε την αρίθμηση των άρθρων τους. Επίσης ενσωματώνει το κεκτημένο του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δια του «Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», το οποίο περιέχεται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ.
Με την ενσωμάτωση αυτή οι επιφυλάξεις έχουν απολέσει την ισχύ τους. Η Σύμβαση Σένγκεν υπήρξε αρχικώς μια διεθνής σύμβαση κλασικού τύπου στα βασικά χαρακτηριστικά της, κατά την κύρωση της οποίας τα συμβαλλόμενα κράτη είχαν την ευχέρεια να διατυπώσουν επιφυλάξεις στο πλαίσιο του άρθρου 55 της ίδιας. Όμως, με τη συνθήκη του Άμστερνταμ η ΣΕΣΣ έπαυσε να είναι μια κλασική διεθνής σύμβαση, καθ’ όσον το κεκτημένο Σένγκεν εντάχθηκε με ειδικό -προσαρτημένο στην Συνθήκη του Άμστερνταμ– Πρωτόκολλο με τον άρθρο 2 στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. [1]
Σε Παράρτημα του προαναφερόμενου Πρωτοκόλλου Σένγκεν παρατίθεται ολόκληρο το ενσωματούμενο κεκτημένο Σένγκεν. Στα παρατιθέμενα κείμενα περιλαμβάνονται μεν οι συνοδεύουσες τις πράξεις προσχωρήσεως των οκτώ κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και οι αντίστοιχες τελικές πράξεις και κοινές δηλώσεις, όχι όμως οι κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ δηλώσεις-επιφυλάξεις των κρατών. Με άλλους λόγους, στο εν λόγω Παράρτημα δεν περιέχονται οι μονομερείς δηλώσεις κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ, μεταξύ των οποίων και αυτή της Ελλάδας. Αλλά και η απόφαση υπ’ αριθ. 1999/435/ΕΚ της 20.05.1999 του Συμβουλίου της Ε.Ε. για τον καθορισμό της νομικής βάσης του εντασσόμενου στο νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. κεκτημένου Σένγκεν ορίζει, ότι το κεκτημένο Σένγκεν απαρτίζεται από όλα τα απαριθμούμενα στα Παραρτήματα Α και Β της Απόφασης κείμενα. Στα αναλυτικώς παρατιθέμενα εκεί κείμενα δεν περιλαμβάνονται ομοίως οι μονομερείς δηλώσεις –επιφυλάξεις των κρατών μελών. [2]
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι υπό συζήτηση επιφυλάξεις έπαυσαν να ισχύουν από της θέσης σε ισχύ της Συνθήκη του Άμστερνταμ, αφού, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή επρόκειτο να εξακολουθήσουν να ισχύουν, θα είχαν περιληφθεί στο Παράρτημα του Πρωτοκόλλου Σένγκεν και στα Παραρτήματα της ανωτέρω Απόφασης του Συμβούλιου της Ε.Ε. Επίσης, η εξακολούθηση της ισχύος των επίμαχων μονομερών επιφυλάξεων μετά την ένταξη του κεκτημένου Σένγκεν στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. θα ματαίωνε εν μέρει τον βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, δηλαδή την επιτάχυνση της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκό χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης.[3] Αυτό υποστηρίζεται επίσης από το περιεχόμενο του προλόγου του σχετικού Πρωτοκόλλου, στην τρίτη παράγραφο, όπου αναφέρεται επί λέξει, ότι
· «οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν εφαρμόζονται μόνο εάν και στο βαθμό που συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το κοινοτικό δίκαιο».
Είναι σαφές, από τον προαναφερόμενο βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, στην οποία επίσης βεβαιώνεται και η ήδη υπάρχουσα ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων της Ένωσης, ότι οι επιφυλάξεις, που διατύπωσε η Ελληνική Δημοκρατία υπ’ άρθρ. 55, και, ειδικότερα, η επιφύλαξη σχετικά με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, δεν συμβιβάζονται με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, οι επιφυλάξεις αυτές, στην περίπτωση που θεωρούνται ως διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν, για το οποίο σύμφωνα με τα ανωτέρω υπάρχει αμφιβολία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν.
Υπέρ της άποψης της κατάργησης των επιφυλάξεων συνηγορεί όμως και τούτο: Συμφώνα με το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου Σένγκεν, τα κράτη που θα προσχωρήσουν στην ΣΕΣΣ μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, δεν έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν επιφυλάξεις σε σχέση με οποιοδήποτε κείμενο του κεκτημένου Σένγκεν, είναι δηλαδή υποχρεωμένα να το αποδεχθούν στο σύνολο του ως έχει εφ’ όσον το κείμενο του άρθρου 8 έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην ευρωπαϊκή Ένωση, το κεκτημένο του Σένγκεν και περαιτέρω μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τα όργανα εντός του πεδίου ισχύος του, θεωρούνται κεκτημένο που πρέπει να γίνει πλήρως αποδεκτό από όλα τα υποψήφια για προσχώρηση κράτη». [4]
Τούτο ισχύει για όλα τα νέα (δώδεκα συνολικώς) κράτη της Ε.Ε. Θα ήταν λοιπόν παράταιρο τα μεν επτά εκ των (δεκατριών) «παλαιών» κρατών του χώρου Σένγκεν να εξακολουθούν την εφαρμογή του άρθρου 54 ΣΕΣΣ, ενώ όλα τα «νέα» κράτη της ΕΕ να εφαρμόζουν χωρίς περιορισμούς το άρθρο 54 ΣΕΣΣ. Η υποστηριζόμενη εδώ άποψη ενισχύεται, τελικώς, και από τη διατύπωση του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., στο οποίο δεν προβλέπονται εξαιρέσεις σε σχέση με την εντός της Ε.Ε. διακρατική ισχύ της αρχής ne bis in idem. [5]
Συμπέρασμα
Οι δηλώσεις-επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει η Ελλάδα κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ με το άρθρο τρίτο του ν. 2514/1997 έχουν αποβάλει την ισχύ τους. Το άρθρο 54 ΣΕΣΣ, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ ήδη έπρεπε να εφαρμόζεται χωρίς να εξαιρούνται τα απαριθμούμενα στο άρθρο τρίτο του ν. 2514/1997 εγκλήματα. [6]
2) Επικουρικώς, επισημαίνονται τα εξής:
Αν το δικαστήριο έκρινε και αποφάσιζε εσφαλμένως, ότι το παραπάνω δεν ισχύει, δηλαδή ότι οι δηλώσεις-επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει η Ελλάδα κατ’ άρθρ. 55 ΣΕΣΣ δεν έπαυσαν να ισχύουν όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Άμστερνταμ, προβάλλεται, ότι, στην περίπτωση που κρίνεται πως δεν έπαυσαν να ισχύουν οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, αυτές έπαυσαν όμως να ισχύουν με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Αυτό προκύπτει από τα ακόλουθα:
Είχε υποστηριχθεί από την εισαγγελική έδρα σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε ήδη δικαστεί σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε., ότι οι επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 50 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε με τις προτάσεις «Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης, βλ. τα άρθρα 54-58 της Σύμβασης για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν…» παραπέμπουν στα άρθρα 54-58 και ότι αυτό σημαίνει ότι αυτά τα άρθρα ισχύουν ακόμα και σήμερα, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Πρόκειται, όμως, για λανθασμένη άποψη, διότι με αυτές τις προτάσεις οι επεξηγήσεις απλώς και μόνο δείχνουν, ότι ο κανόνας του δεδικασμένου ίσχυε ήδη εντός των συνολικών δικαιοδοσιών των κρατών μελών, όπως φαίνεται από αυτά τα άρθρα. Σε καμία περίπτωση και από τίποτε δεν προκύπτει όμως, ότι αυτές οι προτάσεις έχουν ως έννοια ότι ο κανόνας αυτός ισχύει υπό τους ιδίους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ, δηλαδή ότι το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με αυτά τα άρθρα της Σύμβασης του Σένγκεν. Αυτό φαίνεται και από την ίδια επεξήγηση όπου αναφέρεται (στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου κειμένου), ότι
«Οι πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω συμβάσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα του δεδικασμένου καλύπτονται από την οριζόντια διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη σχετικά με τους περιορισμούς».
Συνεπώς, η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) ορίζει, ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εξαιρεθούν από τον κανόνα του δεδικασμένου μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., το οποίο σημαίνει, ότι πράγματι πλέον με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας για την οποία δεσμεύονται τα κράτη μέλη από τον Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), καμία άλλη εξαίρεση, ιδίως η δήλωση-επιφύλαξη της Ελλάδας, από αυτές που ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), δεν επιτρέπεται.
Επί πλέον, η διάταξη του άρθρου 52 (εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών), πρώτη παράγραφος, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) ορίζει, ότι
«1. Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».
Πράγματι, ο περιορισμός στην προκειμένη περίπτωση προβλέπεται από τον νόμο στις διατάξεις 8 και 9 του Π.Κ. Όμως, όπως αναφέρεται στην παραπάνω διάταξη, αυτή δεν είναι η μοναδική προϋπόθεση υπό την οποία επιτρέπονται οι περιορισμοί εφ’ όσον η δεύτερη πρόταση του άρθρου ορίζει ότι ο σχετικός περιορισμός πρέπει επίσης να είναι αναγκαίος και ν’ ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος της Ένωσης ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Η έννοια αυτής της τελευταίας πρότασης του άρθρου και η ερμηνεία της ρυθμίζονται επίσης από τις προαναφερόμενες επεξηγήσεις οι οποίες περιέχουν και την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), στην οποία αναφέρεται επί λέξει το εξής:
«Σκοπός του άρθρου 52 είναι να καθορίσει την εμβέλεια των δικαιωμάτων και αρχών του Χάρτη και να θεσπίσει κανόνες για την ερμηνεία τους. Η παράγραφος 1 αφορά το καθεστώς των περιορισμών. Η διατύπωση εμπνέεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου: "… κατά πάγια νομολογία μπορεί να επέλθουν περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως στο πλαίσιο κοινής οργάνωσης της αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου στόχου, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών" (απόφαση της 13ης Απριλίου 2000, υπόθ. C-292/97, παράγραφος 45 του σκεπτικού). Η μνεία των γενικών συμφερόντων που αναγνωρίζονται από την Ένωση καλύπτει τόσο τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και άλλα συμφέροντα που προστατεύονται από ειδικές διατάξεις των Συνθηκών, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 35, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 36 και 346 της εν λόγω Συνθήκης».
Όπως προαναφέρθηκε, η εξακολούθηση της ισχύος των επίμαχων μονομερών επιφυλάξεων στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. θα ματαίωνε εν μέρει τον βασικό σκοπό της Συνθήκης του Άμστερνταμ, δηλαδή την επιτάχυνση της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης. Αυτή η δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης χωρίς σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, συνεχίζει και σήμερα να είναι ένα από τους βασικότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. άρθρο 3 ΣΕΕ[7] στην οποία αναφέρονται κυριολεκτικά οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με την παραπάνω διατυπωμένη επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του ΧΘΔΕΕ). Εξ άλλου, οι υπό συζήτηση επιφυλάξεις δεν αποτελούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιθέτως (!), ο περιορισμός αυτός, δηλαδή οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, παραβιάζει τον ευρωπαϊκό στόχο της δημιουργίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης εφ’ όσον οι επιφυλάξεις αυτές προσπαθούν να κρατήσουν έναν χώρο στον οποίο μόνο η ελληνική δικαιοδοσία μετράει και στον οποίο μόνο η ελληνική δικαιοδοσία αποτελεί νομικό και θεσμικό κύρος.
Επικουρικά, ακόμα και στην περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε, εσφαλμένως, ότι το ανωτέρω δεν ισχύει, με άλλα λόγια, ότι οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις αποτελούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δηλώσεις-επιφυλάξεις δεν επιτρέπονται από το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) διότι αυτές ουδόλως μπορούν να αξιολογηθούν ως περιορισμοί που δεν συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών, σύμφωνα με τη δεύτερη προϋπόθεση που ορίζεται στη συνέχεια της ίδιας πρότασης της αναφερόμενης επεξήγησης εφ’ όσον οι σχετικές επιφυλάξεις, πράγματι, συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θιγεί την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων διότι θιγεί την ουσία του δικαιώματος να μην δικασθεί κανείς διπλά για τα ίδια πραγματικά περιστατικά εντός της Ένωσης. Συνεπώς οι επιφυλάξεις αυτές δεν μπορούν ν’ αξιολογηθούν ως επιτρεπόμενοι περιορισμοί του δικαιώματος του δεδικασμένου σύμφωνα με το άρθρο 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που πλέον, όπως ορίζεται από τις επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του ΧΘΔΕΕ, συνιστά τη μοναδική διάταξη που περιορίζει τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις και περιορισμούς των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον ΧΘΔΕΕ) που ερμηνεύεται από την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ)
«τα δικαστήρια της Ένωσης και των κρατών μελών λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους τις επεξηγήσεις οι οποίες έχουν εκπονηθεί με σκοπό την παροχή κατευθύνσεων για την ερμηνεία του παρόντος Χάρτη».
Το δικαστήριο συνεπώς δεν μπορεί να δώσει άλλη ερμηνεία στις σχετικές διατάξεις του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ) από την ερμηνεία που δίνουν οι επεξηγήσεις.
Τέλος, το άρθρο 53 (επίπεδο προστασίας) ορίζει το εξής:
«Kαμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση, ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών».
Και το άρθρο 54 (απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος) προβλέπει, ότι
«Καμία από τις διατάξεις του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως συνεπαγόμενη δικαίωμα επίδοσης σε δραστηριότητα η εκτέλεσης πράξης που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη ή σε περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών ευρύτερους από τους προβλεπόμενους σε αυτόν».
Συμπέρασμα
Η άποψη ότι τα άρθρα 54 έως 58 της ΣΕΣΣ, σύμφωνα με τα οποία οι δηλώσεις-επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας επιτρέπονται διά μέσου του άρθρου 55 ΣΕΣΣ, ισχύουν ακόμα και μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας επειδή η επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη παραπέμπει στις αναφερόμενες διατάξεις της ΣΕΣΣ, είναι εσφαλμένη για δύο λόγους.
Αφ’ ενός, η αναφορά των άρθρων αυτών έχει ως απλό και μοναδικό σκοπό να υπενθυμίσει ότι ο κανόνας του δεδικασμένου ίσχυε ήδη στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης εφ’ όσον δεν προκύπτει πουθενά στη σχετική επεξήγηση ότι ο κανόνας αυτός ρυθμίζεται υπό τους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ, με άλλα λόγια, ότι το άρθρο 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. πρέπει να ερμηνευτεί σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα. Εκτός αυτού, η ίδια ακριβώς επεξήγηση του άρθρου 50 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., στο δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται να εξαιρεθούν από τον κανόνα του δεδικασμένου μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52(1) του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και, συνεπώς, όχι υπό τους όρους των άρθρων 54-58 ΣΕΣΣ ή υπό οποιοδήποτε άλλο όρο.
Αφ’ ετέρου, εφ’ όσον οι επιτρεπόμενες εξαιρέσεις ρυθμίζονται από το άρθρο 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), η θεωρία ότι τα άρθρα 54-58 ΣΕΣΣ ισχύουν και μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας (διά μέσου της οποία δεσμεύτηκαν τα κράτη μέλη της Ένωσης από τον Χάρτη) δεν μπορεί να υποστηρίζεται διότι μεταξύ των όρων του Άρθρου 52 Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. και των δηλώσεων-επιφυλάξεων που διατύπωσε η Ελλάδα δεν υπάρχει καμία συμβατότητα, εκτός από το ότι οι εξαιρέσεις προβλέπονται από τον νόμο στις διατάξεις 8 και 9 Π.Κ., σύμφωνα με τη σχετική επεξήγηση, εφ’ όσον οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις δεν συνιστούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλ’ αντιθέτως, συνιστούν περιορισμούς που αντίκεινται στον από την Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρισμένο και στο άρθρο 3, δεύτερη παράγραφος, αναφερόμενο βασικό στόχο της δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, στην οποία παραπέμπει και το τελευταίο μέρος της επεξήγησης σχετικά με το άρθρο 52, πρώτη παράγραφος.
Περαιτέρω και επικουρικά, στην περίπτωση που το δικαστήριο θα έκρινε, εσφαλμένως, ότι οι εν λόγω δηλώσεις-επιφυλάξεις συνιστούν περιορισμούς που ανταποκρίνονται πράγματι σε στόχους γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δηλώσεις-επιφυλάξεις αυτές, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να αξιολογηθούν ως περιορισμοί που δεν συνιστούν υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση, η οποία θα έθιγε την ίδια την ουσία των δικαιωμάτων αυτών, όπως ορίζει το δεύτερο μέρος της υπό συζήτηση επεξήγησης ως επί πλέον προϋπόθεση για τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις.
3. Τελικό συμπέρασμα
Εν τέλει, το δικαστήριο οφείλει να κρίνει ότι η δεύτερη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για δεύτερη φορά είναι απαράδεκτη διότι η διπλή δίωξη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί παραβίαση του ευρωπαϊκού δίκαιου και, συγκεκριμένα, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του δεδικασμένου το οποίο προστατεύεται από τον δεσμευτικό πλέον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ στη διάταξη 50 αυτού που ορίζει επί λέξει, ότι
«Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».
Όπως αποδείχτηκε, δεν υπάρχει καμία επιτρεπόμενη εξαίρεση που μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα του δεδικασμένου στην προκειμένη περίπτωση διότι (στο παράδειγμα) ο κατηγορούμενος πράγματι έχει ήδη αθωωθεί ή ήδη καταδικασθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με άλλη ποινική απόφαση, του αρμοδίως επιληφθέντος ολλανδικού ποινικού δικαστηρίου (π.χ. του ποινικού Εφετείου της Χάγης Ολλανδίας).
Εκτός αυτού οι εξαιρέσεις που ακολουθούνται από τις δηλώσεις-επιφυλάξεις που διατύπωσε η Ελληνική Δημοκρατία και, ειδικότερα, η επιφύλαξη σχετικά με την εξαίρεση από τον κανόνα του δεδικασμένου για τα εγκλήματα που αφορούν παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, έπαυσαν ήδη να ισχύουν μετά την ενσωμάτωση της ΣΕΣΣ στο νομικό πλαισίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διά μέσου της Συνθήκης του Άμστερνταμ, και σε καμία περίπτωση δεν ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, εφ’ όσον οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτόν, σύμφωνα με την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ), επιτρέπονται μόνο υπό τους όρους του άρθρου 52, πρώτη παράγραφος, του ισχύοντος πλέον Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., επειδή, όπως αποδείχτηκε, δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ της επιφύλαξης και των όρων του άρθρου 52 του Χάρτη (ΧΘΔΕΕ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση ν’ αναγνωρίσει την υπεροχή του άρθρου 50 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε., εφ’ όσον οι διατάξεις του Χάρτη αυτού έλαβαν, διά μέσου της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, νόμιμη δέσμευση, άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στην ελληνική έννομη τάξη και, συνεπώς, το δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για την πλήρη αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου «αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητήσουν ή να αναμείνουν την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία.» Με άλλα λόγια, το δικαστήριο οφείλει στην περίπτωση που τέθηκε σαν παράδειγμα να εφαρμόσει το άρθρο 50 και να μην λάβει υπόψη τις διατάξεις 8 και 9 του Ποινικού Κώδικα και, μετά από αυτό, να κρίνει την αναφερόμενη δεύτερη δίωξη απαράδεκτη, λόγω ποινικού δεδικασμένου.
Ήδη, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης της τακτικής ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2011) δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας των σχετικών διατάξεων, που άμεσα εφαρμόζονται και στην Ελλάδα, που δεν αποτελεί πια εξαίρεση (εξ αιτίας της απόφασης ΟλΑΠ 7/2002, που ήδη καταργήθηκε με τη νεώτερη αρεοπαγιτική απόφαση), ούτε εμπόδιο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τουλάχιστον σε ό τι αφορά το ποινικό δεδικασμένο και τις διπλές ποινικές καταδίκες (οι οποίες από το 2002 μέχρι το 2011 εξέθεταν την Ελλάδα διεθνώς).
Ε. Παπαδάκης
[1] Βλ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, Ne bis in Idem – Ευρωπαϊκές και Διεθνείς ‘Οψεις, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2008, σελ. 101.
[2] Ibidem, σελ. 101-102.
[3] Ibidem, σελ. 102.
[4] Ibidem, σελ. 102.
[5] Ibidem, σελ. 102.
[6] Ibidem, σελ. 103.
[7] Άρθρο 3, δεύτερο παράγραφος, ΣΕΕ (πρώην άρθρο 2 ΣΕΕ) όριζει ότι «Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας».
Η ΑΡΧΗ «ne bis in idem» με αφορμή την με αριθμό 1741/2015 Απόφαση Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας !!!
1.-Η Αρχή «ne bis in idem»
Η με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ είναι μια αξιοσημείωτη απόφαση που αντιμετωπίζει μια σειρά από σημαντικά νομικά ζητήματα, με την θεώρηση όμως του εθνικού δικαίου (και του «Ελληνικού δράματος»[2] τολμώ να πω) και με την έντονη προβληματική από την διαμορφωμένη νομολογίας του ΕΣΔΑ και του ΔΕΕ ειδικότερα;
1.1-Η αρχή, «ne bis in idem» είναι θεμελιώδης για το ποινικό δίκαιο, κατοχυρώνεται ρητώς στο αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, στο αρ. 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και, πλέον, στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα δε με αυτή, δεν επιτρέπεται η ποινική δίωξη ή καταδίκη ατόμου για μια παράβαση για την οποία έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί αμετάκλητα από δικαστήρια του ίδιου κράτους
Η ΟλΑΠ με την 1/2011 έκρινε ότι : «το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16.12.1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 1462/1997, επιβάλλει την υποχρέωση στα Συμβαλλόμενα Κράτη να δημιουργήσουν, σύμφωνα με τις συνταγματικές τους διαδικασίες και τις διατάξεις του Συμφώνου, τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν τη λήψη μέτρων νομοθετικού ή άλλου χαρακτήρα, καταλλήλων για την προστασία των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται στο Διεθνές Σύμφωνο στις περιπτώσεις όπου τέτοιες διατάξεις ή μέτρα δεν έχουν ήδη προβλεφθεί. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου καθιερώνεται η αρχή ότι "κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί με οριστική απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο στην ποινική δικονομία κάθε χώρας". Η διατύπωση αυτή σημαίνει αλλά και η πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να είναι παρά ότι κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επί μέρους συμβαλλομένης χώρας, ήτοι "του ίδιου Κράτους". Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο που παρέχει οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους.»
1.2.-.Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στις διοικητικές κυρώσεις αντιμετωπίσθηκε με την απόφαση Zolotukhin του ΕΔΔΑ[3] .
Το ΕΔΔΑ, αναγνώρισε ότι η ένταξη μιας κύρωσης στην ύλη του διοικητικού δικαίου κατά την εσωτερική έννομη τάξη, δεν αρκεί για να αποκλείσει την υπαγωγή της στην έννοια της «κατηγορίας ποινικής φύσεως», όπως αυτή περιλαμβάνεται στη διάταξη της παρ. 1 του αρ. 6 της ΕΣΔΑ.
Για την υπαγωγή αυτή το ΕΔΔΑ χρησιμοποιεί τρία κριτήρια, ευρύτερα γνωστά και ως «κριτήρια Engel[4]»(βλ αναλυτικά στην παράγραφο 1.2). τα κριτήρια αυτά δεν αντιμετώπισε η με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ .
Τα κριτήρια αυτά δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου να χαρακτηριστεί μια κύρωση ως ποινικής φύσεως, αν και δεν αποκλείεται μια σωρευτική εκτίμησή τους, όταν η εξέταση των επιμέρους στοιχείων δεν αρκεί για να σχηματιστεί μία ασφαλής γνώμη ως προς την ποινική φύση της κύρωσης. Ενδεικτικά, το ΕΔΔΑ εξετάζει ως κριτήρια τη σοβαρότητα του αδικήματος αυτού καθ’ αυτού, τον αποτρεπτικό και κατασταλτικό χαρακτήρα της κύρωσης και το ύψος του προστίμου [5]
1.3.-Στην Απόφαση της 9-1-2014. Μ. Τασιούλη κατά Ελλάδος έκρινε το ΕΔΔΑ ότι: «Ο κανόνας δικαίου, τον οποίο παραβίασε η ενδιαφερομένη απευθύνεται σε όλους τους πολίτες υπό την ιδιότητα του φορολογουμένου. Επιτάσσει συγκεκριμένη συμπεριφορά, ήτοι την δήλωση υπαλλήλου και συνδυάζει την απαίτηση αυτή με κύρωση με χαρακτήρα τιμωρητικό. Το επίδικο πρόστιμο δεν αφορά, λοιπόν, την χρηματική αποζημίωση ζημίας, αλλά αποσκοπούσε στην τιμωρία με σκοπό την αποφυγή επαναλήψεως της αξιόποινης πράξεως. Έτσι, ο γενικός χαρακτήρας της, παραβιαζομένης από την προσφεύγουσα νομικής διάταξης καθώς και ο στόχος ταυτόχρονα προληπτικός και κατασταλτικός της επιβληθείσης κυρώσεως αρκούν στον να θεμελιώσουν τον ποινικό χαρακτήρα της επίδικης παραβάσεως απέναντι στο άρθρο 6 της Συμβάσεως. Σχετικώς με ό,τι προηγείται, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η προσφεύγουσα απετέλεσε αντικείμενο «κατηγορίας ποινικής φύσεως» . Το άρθρο 6 της Συμβάσεως εφαρμόζεται, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή.» . Με βάση Τις σκέψεις αυτές ενέταξε το ΕΔΔΑ στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις
Μετά τη ρητή υπαγωγή από το ΕΔΔΑ στις κατηγορίες ποινικής φύσεως των κυρώσεων που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις (βλ. ΕΔΔΑ της 24/9/1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, 93/1996/712/909) αποτελεί πλέον κοινό τόπο στη νομολογία των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων, η αναγνώριση της ένταξης των σοβαρότερων διοικητικών κυρώσεων στο κανονιστικό πεδίο του αρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ.
1.4.-Το ΣτΕ[6] με την μεχρι τώρα νομολογία του[7] δέχτηκε οτι : «Γίνεται παγίως δεκτό (ΣτΕ 2067/2011 7μ., 990/2004 Ολομ. κ.ά.), κατά την έννοια των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ), το οποίο ορίζει ότι «Τα δικαστήρια δεσμεύονται, επίσης, ..και από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη», η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Τούτο δεν απαιτείται να εξαγγέλλεται ρητά, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας (ΣτΕ 990/2004 Ολομ., 671, 1067/2013, 2067/2011 7μ., 4506/2011 7μ., 1522/2010 7μ.). Εξάλλου, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (ν.δ. 53/1974 – Α΄ 256 και ν. 1705/1987 – Α΄ 89), στο οποίο κατοχυρώνεται η αρχή ne bis in idem (βλ. και αντίστοιχη ρύθμιση στο άρθρο 50 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ορίζεται ότι «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού». Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του εάν, βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητας των διαδίκων, ανακύπτει ζήτημα επεκτατικής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου από σχετική ποινική κατηγορία λαθρεμπορίας, πάντως τέτοιο ζήτημα δεν γεννάται αν η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν είναι αμετάκλητη (ΣτΕ 2951/2013). Κατά την έννοια δε του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ., το διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το αμετάκλητο απόφασης ποινικού δικαστηρίου, μόνο όταν του προβάλλεται προσηκόντως εκ μέρους των διαδίκων, αυτεπαγγέλτως δε, κατά τη ρητή διάταξη της παρ. 4 αυτού, μόνον «εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας» (ΣτΕ 1067, 2951/2013, 1522/2010 7μ.).»
2.5 Το ΕΔΔΑ με απόφαση του 30.4.2015, στην υπόθεση « Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας»[8](3453/12, 42941/12 και 9028/13) εξεταζοντας την αρχή Ne bis in idem (άρ. 4 του 7ου Πρωτ. ΕΣΔΑ) και τεκμήριο αθωότητας (άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ) σε διοικητικές διαφορές καταδίκασε την Ελλάδα σε τρεις υποθέσεις, κριθείσες από το ΣτΕ (αποφάσεις ΣτΕ 1999/2011, 3616/2011 και 3457/2012, αντίστοιχα) που αφορούσαν επιβολή μεγάλων διοικητικών προστίμων που αφορούσαν καταλογιστικές πράξεις της τελωνειακής αρχής για τελωνειακές παραβάσεις λαθρεμπορίας (όπλου και ηλεκτρονικών συσκευών, καυσίμων και αυτοκινήτων,) σε υποθέσεις όπου οι αιτούντες διώχθηκαν ποινικά για τις ίδιες κατ’ ουσίαν λαθρεμπορικές παραβάσεις και αθωώθηκαν με αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, που κατέστησαν αμετάκλητες. Για τα πρόστιμα απερρίφθησαν από τα διοικητικά δικαστήρια και το ΣτΕ τα ένδικα μέσα κατά των ανωτέρω προστίμων. το ΕΔΔΑ έκρινε ότι : 1) Πρόκειται για «ποινικές» υποθέσεις, σύμφωνα με τα κριτήρια Engel. 2)Ότι εφόσον ο καθού επικαλείται ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου την σχετική αθωωτική ποινική απόφαση, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την επιρροή που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή στην κρίση του επί της υπόθεσης· άλλως, θα ανεχόταν σκοπίμως μια κατάσταση που ενδέχεται να είναι αντίθετη προς την αρχή ne bis in idem –3) Ότι στη μια υπόθεση δεν θα έπρεπε καν να έχει επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο, δεδομένου ότι κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης καταλογιστικής πράξης είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη η οικεία αθωωτική ποινική απόφαση .
3.6.-ΚΡΙΤΗΡΙΑ ENGEL
Το ΕΔΔΑ προκειμένου να μην διαφεύγει κάθε κράτος των υποχρεώσεών του μεταμφιέζοντας καταδίκες και διώξεις που ως εκ της φύσεώς τους είναι πράγματι ποινικές σε άλλης μορφής κυρώσεις, χρησιμοποίησε τρία κριτήρια, τα γνωστά ως κριτήρια Engel[9]:
α) το εάν η σχετική νομοθετική διάταξη ανήκει στην ύλη του εθνικού ποινικού δικαίου,
β) την φύση της παραβάσεως και
γ) την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος (βλ. Αποφασεις ΕΔΔΑ, Ezech et Connors κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], υπ’ αριθμόν 39665/98 και 40086/09, παρ. 82, ΕΔΔΑ 2003-Χ).
3.8.- Η αρχή Ne bis in idem είναι κοινή και στο δίκαιο ΕΕ.. Με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, έχει δεσμευτικό χαρακτήρα αναγνωρίζεται η αρχή βάσει της οποίας «κανείς δε διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά δις για το ίδιο αδίκημα» («ne bis in idem») έτσι έκρινε ΔΕΕ στην υπόθεση C‑617/10, με αντικείμενο αίτησηπροδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, στην υποθεση Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransso.
3.9- Το ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ:
Η αρχή ne bis in idem, και η οποία έχει πεδίο εφαρμογής στην με αριθμό 1741/2015 απόφασή του ΣτΕ που αφορά «κατηγορία ποινικής φύσης» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι διοικητικό δικαστήριο ουσίας που κρίνει επί διαφοράς από πράξη επιβολής πολλαπλών τελών για λαθρεμπορία υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία με έκδοση απόφασης που ακυρώνει την πράξη επιβολής των τελών ή, αν αυτή έχει ήδη ακυρωθεί, που επικυρώνει τη σχετική κρίση, εφ’ όσον επί της αντίστοιχης ποινικής κατηγορίας για λαθρεμπορία κατά του αυτού προσώπου βάσει των ιδίων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση. (Βλ. μειοψηφίας στη σκέψη 8 της ΣτΕ 1522/2010 και ΣτΕ 3616/2011).
Παραβίαση δεδικασμένου, υπάρχει, αν εναντίον κάποιου ασκηθεί νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ως τοιαύτης νοουμένης του ιδίου ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, το οποίο περιλαμβάνει, όχι μόνον την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη, αλλά επί ουσιαστικών εγκλημάτων και το ανήκον στην αντικειμενική τους υπόσταση αποτέλεσμα, για την οποία αμετακλήτως καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ο κατηγορούμενος ή έπαυσε η ποινική δίωξη προηγουμένως. Οταν υπάρχει δεδικασμένο, κηρύσσεται απαράδεκτη η νέα δίωξη, ο δε επικαλούμενος αυτό οφείλει να το αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή ενώπιον του Αρείου Πάγου πλήρους αντιγράφου της αποφάσεως από την οποία απορρέει και, επιπροσθέτως, βεβαιώσεως, από την οποία να προκύπτει ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη, κατ` άρθρο 546 παρ. 2 ΚΠΔ(ΑΠ 138/2013)
Η ύπαρξη και το αμετάκλητο των εν λόγω ποινικών αποφάσεων εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο ως προϋπόθεση της ως άνω δημοσίας τάξεως υποχρεώσεώς του, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. περί αυτεπάγγελτης λήψης υπ’ όψη του δεδικασμένου. Υπό την προϋπόθεση, σύμφωνα και με την τελευταία αυτή διάταξη, ότι η σχετική ποινική απόφαση περιέχεται στα στοιχεία της δικογραφίας. Και αν μεν η απόφαση αυτή συμβαίνει να έχει προσαχθεί από τους διαδίκους προαποδεικτικά και με νόμιμο τρόπο, κατά το άρθρο 150 Κ.Δ.Δ., τότε λαμβάνεται υπ’ όψη άνευ άλλου αν δε προσκομισθεί μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, το δικαστήριο, εναρμονίζοντας στην περίπτωση αυτή την υποχρέωσή του προς αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος με τη θεμελιώδη αρχή της αντιμωλίας, εκδίδει προδικαστική απόφαση προκειμένου να τη λάβει υπ’ όψη αφού περιληφθεί νομίμως στο φάκελο της υποθέσεως και δοθεί έτσι η δυνατότητα στους διαδίκους να ακουσθούν επ’ αυτού (ΣτΕ 3616/2011).
Σε κάθε δε περίπτωση, εφ’ όσον προβληθεί σχετικός ισχυρισμός, έστω και το πρώτον μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ, Ολομ., 4487/2001), το δικαστήριο οφείλει να διαλάβει στην απόφασή του σχετική αιτιολογία.
3.10.ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ:
Η κρίση της με αριθμό 1741/2015 απόφασής του ΣτΕ ότι «διότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, όπως την παραθέτει και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ήχθη στο συμπέρασμά της λόγω αμφιβολιών.» έρχεται σε αντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας .
Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το άρ.6 παρ.2 ΕΣΔΑ[10], το οποίο ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ βάσει του άρθρου 28§2 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης, χωρίς μάλιστα να είναι δυνατή η κατάργησή του με νόμο. Σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρ.6 παρ.2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ΕΣΔΑ και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4-11-1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μέρος όχι μόνο του εσωτερικού μας δικαίου αλλά και του κοινοτικού, με κοινό μάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, και σε νομολογιακό επίπεδο, το ΔΕΕ αναγνωρίζει το τεκμήριο μέσω της ΕΣΔΑ και των γενικότερων συνταγματικών αρχών των κρατών-μελών, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
Άλλωστε το Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Β. Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας (απόφαση: της 27.9.2007 προσφυγη: 35522/04) έκρινε[11] ότι: «. Το Ε.Δ.Δ.Α. εκτιμά ότι κατά την αρχή "in dubio pro reo", που συνιστά μια ιδιαίτερη έκφανση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, καμία ποιοτική διαφοροποίηση δεν πρέπει να υπάρχει μεταξύ της αθώωσης ελλείψει αποδείξεων και της αθώωσης μετά από τη διαπίστωση πέραν πάσης αμφιβολίας της αθώωσης του κατηγορούμενου. Πράγματι, οι αθωωτικές αποφάσεις δεν διαφοροποιούνται βάσει των αιτιολογιών που κάθε φορά εκφέρει ο ποινικός δικαστής. Αντιθέτως, στα πλαίσια του άρθρου 6 § 2 Ε.Σ.Δ.Α., το διατακτικό μιας αθωωτικής απόφασης πρέπει να γίνεται σεβαστό από κάθε άλλη αρχή που κρίνει, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, επί της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.»
4.8.-Συμπερασματικα:1) Επί παραβάσεων του Τελωνειακού Κώδικα προβλέπεται από το νομοθέτη η επιβολή κυρώσεων, αφ’ ενός μεν, από τα ποινικά δικαστήρια, αφ’ ετέρου δε, από την Διοίκηση, η δε διαδικασία ενώπιον της Διοικήσεως και περαιτέρω ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, οδηγεί στην επιβολή πολλαπλού τέλους, έχει και αυτή, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων Engel, ποινικό χαρακτήρα, εμπίπτει, σύμφωνα με την απόφαση Zolotukhin, που αναθεώρησε όλη την προγενέστερη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής nοn bis in idem. Με την νομολογία του ΕΔΔΑ τίθεται το ζήτημα της δεσμεύσεως και των διοικητικών δικαστηρίων από τις τελεσίδικες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που τα ίδια πραγματικά περιστατικά και η ίδια προσωπική συμπεριφορά στοιχειοθετούν εκτός από ποινικό αδίκημα και διοικητική παράβαση, διότι διαφορετικά παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α 256) και η αρχή «ne bis in idem». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής (ήτοι «αμετάκλητης» ΣτΕ 1311, 2951/2013) αθωωτικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών (ΕΔΔΑ 27.9.2007, 35522/04, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας, σκέψη 39 και ΕΔΔΑ 13.7.2010, 25720/05, Tendam κατά Ισπανίας, σκέψη 37) και, συνεπώς, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να απόσχει από τη διατύπωση κρίσεως ή αιτιολογίας που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της οικείας ποινικής διαδικασίας (ΕΔΔΑ 27.9.2011, 23272/07, Hrdalo κατά Κροατίας, σκέψη 54)
2)Η Ελληνική έννομη τάξη πρέπει πρώτα απ’ όλα να προβεί σε αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις ,ώστε να εναρμονισθεί πλήρως με την νομολογία του Στρασβούργου ,αλλά στο μεταξύ πρέπει άμεσα να φροντίσει ώστε οι διωκτικές Αρχές να οδηγούν τους υπαιτίους στα ποινικά δικαστήρια, προσκομίζοντας τις αποδείξεις ενοχής, αλλιώς τα διοικητικά δικαστήρια θα οδηγούνται μοιραία μετά από αθωωτικές αποφάσεις στα ανωτέρω αδιέξοδα που επισημάναμε.
Αντώνης Π. Αργυρός
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: ΟΧΙ σε διπλές καταδίκες για το ίδιο αδίκημα !!!
Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να αποζημιώσουν πολίτες που διώχθηκαν και δικάστηκαν σε δυο επίπεδα -ποινικά και διοικητικά- για το ίδιο αδίκημα. Πρόκειται για παγιωμένο σχεδόν ελληνικό φαινόμενο, που εκθέτει τη χώρα διεθνώς καθώς σύμφωνα με την απόφαση, τέτοιου είδους πρακτικές παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και τα ατομικά δικαιώματα.
Η απόφαση, την οποία παρουσιάζει το «Πρώτο Θέμα» εκδόθηκε πρόσφατα – και αναμένεται να αποτελέσει «οδηγό» για χιλιάδες Έλληνες που ταλαιπωρούνται με διπλές διώξεις και καταδίκες, για οικονομικά εγκλήματα, όπως λαθρεμπορία, έκδοση εικονικών τιμολογίων, τυχερά παίγνια, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, κ.ά.
Με την απόφασή του το ΕΔΔΑ δικαιώνονται τρεις Έλληνες πολίτες, σε βάρος των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για λαθρεμπορία. Ο πρώτος κατηγορήθηκε ότι είχε πωλήσει μεταξύ 1993 και 1995, ως ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων, 110.000 λίτρα βενζίνης και 221.000 λίτρα ντίζελ χωρίς πιστοποιητικά αγοράς. Ωστόσο, στις 21 Ιουνίου του 2000, το ποινικό δικαστήριο της Πάτρας τον αθώωσε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφασή του.
Σε βάρος του δεύτερου πολίτη ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1992, δύο πολυτελών αυτοκινήτων - μάρκας «Ferrari» και «Mercedes» - χωρίς την καταβολή φόρων και τελωνειακών δικαιωμάτων. Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι οδηγούσε τα οχήματα χωρίς να έχει λάβει άδεια των τελωνειακών αρχών και ότι είχε καταφύγει σε τεχνάσματα, όπως αλλαγή των πινακίδων κυκλοφορίας. Λίγα χρόνια αργότερα ο συγκεκριμένος πολίτης, αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο για την κατηγορία της λαθρεμπορίας, που του είχε αρχικά απαγγελθεί όπως και για το αδίκημα που αφορούσε στην αλλαγή πινακίδων.
Ο τρίτος εμπλεκόμενος είχε διωχθεί επειδή το 1986 είχε εισάγει στη χώρα δώδεκα ηλεκτρονικές συσκευές,ένα κυνηγετικό όπλο, ένα βαρούλκο και μια συσκευή βίντεο χωρίς να καταβάλλει δασμούς. Τρία χρόνια μετά τη δίωξη εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που τον καταδίκασε για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ωστόσο, 15 χρόνια μετά η Δικαιοσύνη κατέληξε με αμετάκλητη απόφασή της σε απαλλακτική κρίση.
Παράλληλα, όμως με τις ποινικές δίκες για τους τρεις κατηγορούμενους «έτρεχε» και η διοικητική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τους είχαν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Και οι τρεις είχαν προσκομίσει στα διοικητικά δικαστήρια, τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων με τις οποίες απαλλάσσονταν από το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Τα ελληνικά όμως διοικητικά δικαστήρια έκριναν πως δεν δεσμεύονταν από την κρίση των ποινικών δικαστηρίων για το σχηματισμό της δικής του δικανικής πεποίθησης. Προχωρούσαν έτσι στην επικύρωση των προστίμων που είχαν αρχικά επιβληθεί στους τρεις πολίτες από τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τα οποία -κατά βάση - αντιπροσώπευαν το διπλάσιο του οφειλόμενου ποσού ως φόρων και δασμών για τα προϊόντα που είχαν εισάγει στη χώρα.
Με βασικό επιχείρημα ότι παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας τους άλλα και τα ατομικά τους δικαιώματα οι τρεις πολίτες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ εγκαλώντας την Ελλάδα και υποστήρίζ0ντας ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται διπλά, δηλαδή και με ποινική καταδίκη και με πρόστιμα για το ίδιο αδίκημα. Οι προσφυγές τους έγιναν δεκτές από το ΕΔΔΑ, το οποίο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση που εξέδωσε αναφέρει: «Στις περιπτώσεις αυτές τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας έκριναν, μετά τη διενέργεια διαφορετικής αξιολόγησης των στοιχείων των δικογραφιών από εκείνης των ποινικών δικαστηρίων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τις ίδιες παραβάσεις λαθρεμπορίας για τις οποίες είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Αυτές οι κρίσεις επικυρώθηκαν στη συνέχεια στον τελευταίο βαθμό, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη την ταύτιση της φύσης των δύο υπό κρίση διαδικασιών, των περιστατικών της διαφοράς και των στοιχείων που συνιστούν τις εν λόγω παραβάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το παραπάνω συμπέρασμα των διοικητικών δικαστηρίων παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας των προσφευγόντων που είχε ήδη εδραιωθεί με τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων».
Μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα» ο ποινικολόγος - εδικός στα ανθρώπινα δικαιώματα - κ. Βασίλης Χειρδάρης που χειρίστηκε τις δυο από τις τρεις προσφυγές αναφέρει: «Με την απόφαση του ΕΔΔΑ, η ως άνω πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι παραβιάζει τα ατομικά δικαιωμάτα και συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας (σε περίπτωση αθωωτικής αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου) και το δικαίωμα να μη δικαστεί κανείς και να μην καταδικαστεί δεύτερη φορά για την ίδια πράξη (ne bis in idem). Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τα υπέρογκα διοικητικά πρόστιμα λόγω των σοβαρών συνεπειών που επισύρουν έχουν ποινικό χαρακτήρα, εξομοιώνονται δηλαδή με ποινή. Ως εκ τούτου, ναι μεν οι δυο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) δεν εμποδίζονται να κινηθούν παράλληλα, όμως, θα πρέπει, όταν η μία οριστικοποιείται να ακυρώνεται η άλλη. Με δυό λόγια: α) όταν η ποινική δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της διοικητικής, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη δίκη μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης και στη συνέχεια να παύσει την ποινική δίωξη. β) όταν το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική απόφαση, υποχρεούται να ακυρώσει το πρόστιμο ή τέλος που επιβλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου