Καταγγέλλει ο Στέφανος Τσίπας
Εμείς ρε κορόιδο, για να κρατάμε τα στόματα των ΔΙΚΑΣΤΩΝ και των ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ κλειστά, διορίζουμε τα βλαστάρια τους στην Νομική μας υπηρεσία, έλεγαν οι διοικούντες την ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ στον Στέφανο Τσίπα !!!
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ, που ενημερώθηκε για το ΣΧΕΔΙΟ ΣΟΦΟΚΛΗΣ από το 2001, κάνει μέχρι και σήμερα ότι δεν ξέρει τίποτα !!!
Ο ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ έγινε Πρωθυπουργός, ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Διοικητής της ΤτΕ και ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΠΑΣ μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ !!!
Ο ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ έγινε Πρωθυπουργός, ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Διοικητής της ΤτΕ και ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΣΙΠΑΣ μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ !!!
Τι δεν καταλαβαίνεις ;;;
Σχέδιο "Σοφοκλής" : Το μέγα σκάνδαλο της Εμπορικής Τράπεζας !!!
Εδώ, ίσως, ξεκίνησαν και τελείωσαν όλα...
Υπό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. προσελήφθην την 14ην Μαΐου 1980, με σύμβαση αορίστου χρόνου, κατόπιν δημοσίου διαγωνισμού γλωσσομαθών. Έκτοτε εργάσθηκα στις πλέον εξειδικευμένες υπηρεσίες της Εμπορικής Τραπέζης του προσωπικού, μεταξύ των ετών 1980-1998. Το 1984 ανέλαβα την πλέον εξειδικευμένη Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της Εμπορικής Τραπέζης στην Αθήνα.
Tο 1985 το Διοικητικό Συμβούλιο της Εμπορικής Τραπέζης μου πρότεινε να μεταβώ με απόσπαση στην Εμπορική Τράπεζα της Φραγκφούρτης, στην Γερμανία, γιά να ιδρύσω εκεί Διεθνή Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων (Dealing Room – Treasury Division) και να την διευθύνω ως Treasurer, αρχικά επί διετία. Τελικώς όμως παρέμεινα στη θέση αυτή επί 10ετία λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών μου.
Τον Ιούνιο του 1994 η Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης μου πρότεινε να μεταβώ στη Λευκωσία της Κύπρου, η οποία δεν είχε ακόμη ξεκινήσει τραπεζικές δραστηριότητες, να ιδρύσω την πρώτη εκεί Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων (Dealing Room – Treasury Division) και να την διευθύνω ως Treasurer (Διευθυντής Διευθύνσεως).
Αρχές Αυγούστου του 1994 έφθασα στην Λευκωσία της Κύπρου και η εκεί άφιξής μου θεωρήθηκε ως επιβεβαίωση της αποτυχίας του μέχρι τότε Γενικού Διευθυντού της Εμπορικής Κύπρου, Κου Γεωργίου Καντιάνη, ο οποίος και αντικατεστάθη.
Σημειωτέον, ότι :
Α) Η Διεύθυνσή μου ήτο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών της παραμονής μου στην Εμπορική Τράπεζα στην Κύπρο (1994-1998) η μόνη κερδοφόρος, σε αντίθεση με τα ζημιογόνα αποτελέσματα των λοιπών Διευθύνσεων και κυρίως της Διευθύνσεως Πιστοδοτήσεων – Δανειοδοτήσεων και
Β) Πλειστάκις εκπροσώπησα την Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου σε διεθνή Ευρωπαϊκά αλλά και υπερατλαντικά Συνέδρια και σε άλλες εκδηλώσεις λαμβάνοντας πάντοτε τα εύσημα της εκάστοτε Διοικήσεως της Εμπορικής Τραπέζης.
Το 1997 είχαμε αλλαγή Προέδρου στο Δ.Σ. της εν Αθήναις Εμπορικής Τραπέζης. Έφυγε ο κύριος Παναγιώτης Πουλής και στην θέση του διορίσθηκε ως Πρόεδρος του Δ.Σ. ο κύριος Κωνσταντίνος Γεωργουτσάκος, οικογενειακός φίλος του κυρίου Γεωργίου Καντιάνη.
Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε και με αλλαγή του Γενικού Διευθυντού της Εμπορικής Τραπέζης στην Κύπρο. Έφυγε ο κύριος Γεώργιος Γιαμπουράνης και επανήλθε ως Γενικός Δ/ντής Εμπορικής Κύπρου ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης.
Προ της 30ής Απριλίου 1998, δύο μήνες πριν εκπνεύσει η απόσπασή μου στην Λευκωσία, ήλθα σε επικοινωνία με τον κύριο Κωνσταντίνο Κανόνη, Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή επικεφαλής του Δικτύου Εξωτερικού και τέλος με τον κύριο Γεώργιο Μιχελή, Γενικό τότε Διευθυντή και Αντιπρόεδρο του Ομίλου γενικώς της Εμπορικής Τραπέζης, για να δω τι επρόκειτο να συμβεί σχετικά με την παραμονή μου στην Κύπρο.
Αρχές Μαΐου του 1998 εντάλθηκα να ταξιδεύσω υπηρεσιακά από την Λευκωσία στην Αθήνα, γιά να παραστώ σε σύσκεψη μετά του τότε Διευθυντού Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΧΙΟΥ και μετέπειτα Διευθυντού της εν Αθήναις Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της Εμπορικής Τραπέζης, κυρίου Λυκούργου Λαδόπουλου.
Κατά την διάρκεια της συσκέψεως αυτής, η οποία έλαβε χώρα την 8ην Μαΐου 1998 στα κεντρικά γραφεία της Τραπέζης Χίου στην Αθήνα, έγινα άθελά μου κοινωνός και πληροφορήθηκα λεπτομέρειες περί ενός οργανωμένου και καταχθόνιου σχεδίου, με την ονομασία «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», το οποίο σε γενικές γραμμές θα απέφερε στους μυημένους δισεκατομμύρια αφορολογήτων κερδών και στους αδαείς επενδυτές, καταθέτες και διαχειριστές κεφαλαίων, Ασφαλιστικών κυρίως Ταμείων, ανυπολόγιστες ζημιές.
Ενδεικτικά αναφέρω, ότι σ’ εμένα προσωπικά υποσχέθηκε ο Κος Λυκούργος Λαδόπουλος ως ανταμοιβή γιά την υλοποίηση του ως άνω σχεδίου και την συμμετοχή μου σ’ αυτό, το ποσό των 2 (δύο) δισεκατομμυρίων δραχμών.
Βάσει του σχεδίου αυτού θα ελάμβανε χώρα άμεσα :
1. Εξαπάτησης εγχωρίων και αλλοδαπών επενδυτών διά τοποθετήσεων και ταυτόχρονων επανατοποθετήσεων τεραστίων κεφαλαίων σε δολλάρια Αμερικής από το ένα Ελληνικό Τραπεζικό Ίδρυμα στο άλλο, αλλά ακόμη και από το ένα υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης στο εξωτερικό προς το Κεντρικό κατάστημα στην Αθήνα και αντιστρόφως. Σκοπός ήτο να παρουσιάζονται προς το επενδυτικό κοινό ραγδαίοι αλλά εικονικοί (δημιουργικοί) ρυθμοί αναπτύξεως, με πασιφανή στόχο το μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον γιά αγορά μετοχών της Εμπορικής Τραπέζης και της Τραπέζης Χίου εκ μέρους των επενδυτών (μεταξύ των οποίων και μεγάλα Συνταξιοδοτικά Ταμεία της Ελλάδος, της Αμερικής και της Αγγλίας) και αθρόα συμμετοχή των επενδυτών με πολλά δισεκατομμύρια δραχμών στις αυξήσεις των μετοχικών τους κεφαλαίων. Οι επενδυτές φυσικά δεν θα γνώριζαν ότι αγόραζαν «Εταιρικές Απάτες ή, άλλως αποκαλούμενες διεθνώς, «Χρηματιστηριακές Φούσκες».
2. Αποφυγή καταβολής υποχρεωτικών δεσμεύσεων της Τραπέζης Χίου και της Εμπορικής Τραπέζης προς την Τράπεζα της Ελλάδος λόγω δήθεν εισαγωγής συναλλάγματος στην Ελλάδα και παραμονής αυτού γιά χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών.
Στην πραγματικότητα δεν θα υπήρχε εισαγωγή συναλλάγματος αλλά λογιστική – δημιουργική και μόνο εγγραφή, με σκοπό την εικονική αύξηση της κερδοφορίας των Τραπεζικών Ιδρυμάτων από ιδίαν εκμετάλλευση των κεφαλαίων αυτών εις βάρος των εσόδων της Τραπέζης της Ελλάδος και του Ελληνικού Δημοσίου.
3. Εκτροπή μεγάλων δανείων προεπιλεγμένων μεγάλων επιχειρήσεων από τα καταστήματα των προαναφερθέντων Τραπεζών στην Ελλάδα προς τα υποκαταστήματα των ιδίων αυτών τραπεζών στο εξωτερικό, με σκοπό να εξυπηρετούνται τα υφιστάμενα αυτά μεγάλα δάνεια με μικρότερα περιθώρια κέρδους, να μη καταβάλλουν οι Επιχειρηματίες Ε.Φ.Τ.Ε. (Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών) και λοιπές εισφορές προς το Ελληνικό Δημόσιο και να μοιράζονται τα οφέλη αυτά μεταξύ στελεχών των τραπεζών, αφ’ ενός, και των επιχειρηματιών αφ’ ετέρου.
4. Υπεξαίρεση των καθαρών κερδών των δύο τραπεζών σε αγαστή συνεργασία με συγκεκριμένο χρηματιστή στην Ελλάδα, τον κύριο Σπύρο Δαμάσκο [εταιρεία ATHENS MONEY BROKERS], διεθνή Οίκο στην Ελβετία, με έδρα το Λουγκάνο, και ειδικό συντονιστή τον Πρόεδρο της Ενώσεως όλων των Ελλήνων διαπραγματευτών συναλλάγματος και ανώτατο στέλεχος της Εμπορικής Τραπέζης, σύμβουλο του προέδρου του Δ.Σ. κυρίου Στουρνάρα, κύριο Βασίλειο Δαγριτζίκο.
Τα ως άνω αναφερόμενα σχέδια με διαβεβαίωσε ο κύριος Λυκούργος Λαδόπουλος, τότε Διευθυντής Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΧΙΟΥ, ότι είχαν ήδη τύχει ειδικών εγκρίσεων των Διοικήσεων των δύο Τραπεζών, είχαν ενημερωθεί ισχυρά ονόματα του επιχειρηματικού κόσμου στην Ελλάδα που θα συμμετείχαν στο σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» και είχε ήδη ληφθεί το καλώς έχειν από τους αρμοδίους Ορκωτούς Λογιστές και επιτελικά στελέχη της Τραπέζης της Ελλάδος!!
Επειδή την όλη συζήτηση την εξέλαβα περισσότερο ως αστείο παρά ως τεχνοκρατική και επαγγελματική νόμιμη δραστηριότητα και, προ πάντων, ως πρόταση σαφώς μη συνάδουσα με τον χαρακτήρα μου, επιφυλάχθηκα να απαντήσω, μέχρις ότου επιβεβαίωνα τα ανωτέρω με την Διοίκηση της εν Αθήναις Εμπορικής Τραπέζης.
Όταν περί την 14.00μ.μ. της ιδίας ημέρας (08.05.1998) επισκέφθηκα τον κύριο Γεώργιο Μιχελή στο γραφείο του, (οδός Σοφοκλέους 11, 2ος Όροφος του Κεντρικού μας Καταστήματος στην Αθήνα) ο οποίος μου επιβεβαίωσε, ότι το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» είναι ειλημμένο, υλοποιείται ήδη από την Εμπορική Τράπεζα στην Αθήνα πειραματικά και ότι χρειάζονται την ενεργό συμμετοχή της Εμπορικής Κύπρου και ΕΙΔΙΚΩΣ την δική μου, διότι λόγω της υπεράκτιου ιδιαιτερότητος της μονάδος [Offshore Banking Unit], θα μπορούσαν να διακινήσουν μεγάλα χρηματικά κεφάλαια άνευ προκλήσεως της προσοχής αδιάκριτων δημοσιογράφων, βουλευτών της αντιπολιτεύσεως και Ελλαδικών διωκτικών Αρχών.
Επιπροσθέτως ήθελαν να φανεί στην διατραπεζική αγορά αθρόα δήθεν κίνηση και εισροή συναλλάγματος εκ του εξωτερικού προς το εσωτερικό της Ελλάδος με σκοπό την περαιτέρω παραπλάνηση των επενδυτών και των μετόχων της τραπέζης ώστε να προβαίνουν σε αγορές μετοχών της τραπέζης, ως ιδρύματος που εμφάνιζε ραγδαία άνοδο στην τραπεζική αγορά σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της τράπεζες στην Ελλάδα. Εγώ επ’ αυτών των ανόμων σχεδίων των ρητά εξέφρασα κατηγορηματικά την άρνησή μου να συμμετάσχω. Η συζήτηση περατώθηκε με την παράκληση εκ μέρους μου, να μη με υπολογίζουν ως συνεργό των και αναχώρησα πάραυτα για την Κύπρο.
Σημειωτέον, ότι η Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης στην Αθήνα, βλέποντας ότι δεν συναινώ, προχώρησε (παρακάμπτοντας την απαραίτητη εκ του Κανονισμού προσυπογραφή μου και σε αγαστή συνεργασία μόνο με τον κύριο Γεώργιο Καντιάνη) σε λήψη μεγάλου κοινοπρακτικού δανείου ύψους 100 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής με υπογραφές στελεχών της Εμπορικής Τραπέζης στην Ελλάδα (της κυρίας Διονυσίας Παπαδάκη, Διευθύντριας της Διεύθυνσης Διαχειρίσεως Διαθεσίμων {Dealing Room – Treasury Division} και του κυρίου Κ. Βενεκέ, επιτελικού στελέχους της Διευθύνσεως και άμεσου συνεργάτης της) αλλά εγγραφή του δανείου αυτού στα βιβλία της Εμπορικής Τραπέζης στην Κύπρο κατά παράβαση της Ελληνικής και Κυπριακής Νομοθεσίας.
Τούτο το έπραξαν γιά να υπάρχει αρκετή ρευστότης εκτός Ελλάδος ούτως ώστε να προβαίνουν σε κερδοσκοπικά παιχνίδια και ελεγχόμενες παρεμβάσεις – χειραγωγήσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Η απάθεια των ελεγκτικών μηχανισμών της Τραπέζης της Ελλάδος [με Διοικητή της Τράπεζας τον κύριο Λουκά Παπαδήμο από το 1994], της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου, επιβεβαίωναν πασιφανώς τα υπό του κυρίου Γεωργίου Μιχελή την 8ην Μαΐου 1998 σ’ εμένα λεχθέντα.
Ενδεχομένως, ουδόλως τυχαία ήτο η πρόσληψη ως ορκωτού λογιστού στην Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου του κυρίου Κώστα Αυξεντίου, υιού του Διοικητού της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου, κυρίου Αυξέντη Αυξεντίου!
Την 15ην Ιουνίου 1998 ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης μου παρέδωσε αντίγραφο της προτάσεως παραμονής μου εν Κύπρω γιά ένα ακόμη έτος, λέγοντάς μου όμως, ότι «είναι στο χέρι του, εάν δεν προσχωρούσα εις το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» και δεν έκανα τα στραβά μάτια, ανά πάσα στιγμή να πείσει τον φίλο του Πρόεδρο του Δ.Σ. της Εμπορικής Τραπέζης κύριο Κωνσταντίνο Γεωργουτσάκο και τον Αντιπρόεδρο αυτής κύριο Γεώργιο Μιχελή να ανακαλέσουν άμεσα την ανανέωση της παραμονής μου και να καταστρέψουν την σταδιοδρομία μου».
Εγώ όχι μόνον δεν ενέδωσα, αλλά ελέγχοντας επί εβδομαδιαίας βάσεως μετά του προϊσταμένου του λογιστηρίου της Εμπορικής Τραπέζης Κύπρου στην Λευκωσία, κυρίου Παπαλαζάρου τα αποτελέσματα του εφαρμοζομένου πλέον σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», κατήγγειλα στον κύριο Γεώργιο Καντιάνη, γραπτώς, ότι ο δανεισμός του ποσού των 100 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής, που άνευ της θελήσεώς μου και εγκρίσεώς μου έχει εγγραφεί στα βιβλία μας, επιβαρύνει την Εμπορική Κύπρου με σοβαράς ζημίας αλλά και τα αποτελέσματα του Ομίλου ως και τα συμφέροντα των μετόχων της, που στην πλειοψηφία τους είναι εγχώρια και διεθνή ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά Ταμεία.
Την 17ην Ιουνίου 1998 ο Γενικός Διευθυντής της Εμπορικής Κύπρου κύριος Γεώργιος Καντιάνης με κάλεσε στο γραφείο του και μου ανακοίνωσε, ότι την 24ην Ιουνίου 1998 καταφθάνει στη Λευκωσία ο κύριος Γεώργιος Μιχελής, γιά να με πείσει να συνεργαστώ όσον αφορά στην εφαρμογή του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ».
Πράγματι την 24ην Ιουνίου 1998 κύριος Γεώργιος Μιχελής ήλθε στην Κύπρο και ως εάν ουδέν να είχε συμβεί την 8ην Μαϊου 1998 στο γραφείο του, άρχισε να μου προτείνει αυξήσεις μισθού και επιδομάτων και να μου αναλύει λεπτομέρειες και ενέργειες, τις οποίες θα έπρεπε να κάνω, γιά την υλοποίησιν των τεσσάρων φάσεων του σχεδίου που προανέφερα.
Ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης, ο οποίος παρευρίσκετο στην συζήτηση, εδέχθη ασυζητητί τα πάντα, εγώ όμως εκ νέου επανέλαβα ρητά και κατηγορικά, ότι όχι μόνο δεν θα συμμετάσχω αλλά θα τους καταγγείλω στις αρχές τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας.
Άρχισαν να με απειλούν τότε, ότι σε περίπτωση που εμμείνω στην απόφασή μου εκείνοι με τις διασυνδέσεις που είχαν στο υπουργείο των Οικονομικών, στην Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στον χώρο της Δικαιοσύνης, λέγοντάς μου επί λέξει: «Εμείς, βρε κορόϊδο Στέφανε, που θες να κάνεις το παλικάρι, για να κρατάμε τα στόματα των Δικαστών και των Εισαγγελέων κλειστά διορίζουμε τα βλαστάρια τους στην Νομική μας υπηρεσία και με τον τρόπο αυτό εμείς παίζουμε την μουσική και αυτοί χορεύουν…», θα σταματούσαν την σταδιοδρομία μου με συνεχείς δυσμενείς μεταθέσεις, θα με παρέπεμπαν δι’ ασήμαντες αφορμές στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, θα προέβαιναν σε μηνύσεις εναντίον μου, ότι θα με κατέστρεφαν ηθικά και επαγγελματικά και ότι εν πάση περιπτώσει η παραμονή μου στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος εξηρτάτο πλέον από την συμμετοχή μου ή όχι στο προαναφερθέν σχέδιό τους τονίζοντάς μου : «Είναι πολλά τα λεφτά Στέφανε για να σε αφήσουμε να μας χαλάσεις τα σχέδια».
Τους ανέφερα τότε ότι σε ουδέν ζήλευα την σταδιοδρομία του τραπεζίτη κυρίου Γεωργίου Κοσκωτά, ότι οι ενέργειες αυτές ήταν απάτη εις βάρος των μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης και των επενδυτών, εν γένει, ότι η αποκάλυψις του σχεδίου αυτού κατά το «Ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον» θα προκαλούσε εν καιρώ την υποβάθμιση της Εμπορικής Τραπέζης, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της πιστοληπτικής ικανότητος της Ελλάδος και εν κατακλείδι ρητά και κατηγορηματικά τους διεμήνυσα, ότι εάν με πίεζαν περαιτέρω θα τους κατήγγειλα πάραυτα εις τον Εισαγγελέα.
Περαιτέρω τους επισήμανα ότι ως εκπρόσωπος της Εμπορικής Τραπέζης αλλά και των Κυπριακών Τραπεζών σε διεθνή συνέδρια γνώριζα πολύ καλά ότι και αν ακόμη οι υπεύθυνοι σε Ελλάδα και Κύπρο και οι εκπρόσωποι των Ελλαδικών Ασφαλιστικών και Συνταξιοδοτικών Ταμείων Μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης ήσαν επίορκοι και προδότες προβαίνοντας στην υλοποίηση του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», εν τούτοις οι θεσμικοί παράγοντες των Αμερικανικών και Βρετανικών Ασφαλιστικών και Συνταξιοδοτικών Ταμείων, μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης, θα τους «άλλαζαν τα φώτα» με τους μηχανισμούς που διαθέτουν [υποβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, απαξία Ελλαδικών και Κυπριακών κρατικών ομολόγων, short selling δηλαδή στοχευμένες και μεθοδευμένες επιθετικές πωλήσεις μετοχών της Τραπέζης αλλά και άλλων μετοχών εισηγμένων στα Χρηματιστήρια της Λευκωσίας και των Αθηνών] όπερ και εγένετο.
Την 14ην Ιουλίου 1998 και επειδή οι πιέσεις εκ μέρους του κυρίου Γεωργίου Καντιάνη και του κυρίου Γεωργίου Μιχελή είχαν γίνει αφόρητες πλέον, επισκέφθηκα την δικηγόρο εν Λευκωσία κυρία Λία Γεωργιάδη (Πρόεδρο των Προσφύγων της Κερύνειας) και Βουλευτής του Κυπριακού κόμματος ΔΗ.ΣΗ. και συζύγου του Υπουργού Αθλητισμού κυρίου Δήμου Γεωργιάδη.
Αφού της εξήγησα τι ακριβώς συμβαίνει, την παρεκάλεσα να με συμβουλεύσει τι έπρεπε να πράξω, δια να απαλλαγώ από αυτό το καθεστώς ομηρίας και πιέσεων προς τέλεση παρανόμων πράξεων.
Η κυρία Λία Γεωργιάδη γνωρίζοντας την Κυπριακή Νομοθεσία με διαβεβαίωσε ότι σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνώς είχε γίνει σιωπηρά παράτασις του συμβολαίου μου αλλά προς διασφάλισή μου με συμβούλεψε, πριν λάβω την 17ην Ιουλίου 1998 την προγραμματισμένη και εγκεκριμένη από τον Ιανουάριο του 1998 ετήσια άδειά μου, να συντάξουμε πάραυτα επιστολή προς την Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης Κύπρου επισημαίνοντας ότι:
Α) Δεν με είχαν εγγράφως ειδοποιήσει από τα τέλη Απριλίου 1998 (ως εκ της Συμβάσεως όφειλαν να πράξουν) γιά ανάληψη άλλης Διευθύνσεως στην Εμπορική Τράπεζα εν Κύπρω, ή εν Ελλάδι, ή σε άλλη χώρα.
Β] Εξακολουθούσα να παρέχω κανονικά και ανελλιπώς υπηρεσία μέχρι και την συγκεκριμένη εκείνην ημέρα (14.07.1998).
Πέραν των ανωτέρω μου ετόνισε: «Αρκετή προδοσία έχει υποστεί η Κύπρος μας από τους Ελλαδίτες. Ουαί και αλλοίμονο αν εμπλέξουν και εμάς στο βρώμικο αυτό σχέδιο. Θα με βρούν αντιμέτωπη.»
Την 15η Ιουλίου 1998, μετά το πέρας της εργασίας μου και περί ώραν 16.00, μετέβην εις το γραφείο της κυρίας Λίας Γεωργιάδη, παρέλαβα την συνταχθείσα γιά την Διοίκηση επιστολή και επέστρεψα στην Τράπεζα παραδίδοντας την επιστολή στον κύριο Γεώργιο Καντιάνη, αναφέροντάς του το περιεχόμενο αυτής.
Μετά πάροδο μίας ώρας περίπου μετέβημεν ο κύρος Γ. Καντιάνης και εγώ οδικώς στην Λεμεσσό της Κύπρου γιά την υπογραφή ενός κοινοπρακτικού δανείου ύψους 15 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής, το οποίον ομού μετά άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων θα εδίδετο προς μία Τράπεζα της Π.Γ.Δ.Μ.
Κατά την μελέτην όμως της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως συνειδητοποίησα ότι στο προς υπογραφή κείμενο περιλαμβάνοντο καθαρά ανθελληνικές θέσεις, αφού η χώρα της εν λόγω Τραπέζης ανεγράφετο ως «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και όχι ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» ή “F.Y.R.O.M.”.
Προέτρεψα εις μάτην τον κύριο Γ. Καντιάνη, o oποίος θα υπέγραφε εκ μέρους της Εμπορικής Τραπέζης, να μην υπογράψει και να αποχωρήσουμε επιδεικτικά, εάν δεν άλλαζαν την ονομασία της Χώρας από «Μακεδονία» σε «Π.Γ.Δ.Μ.». Ο κύριος Γ. Καντιάνης όμως όχι μόνον υπέγραψε το κείμενο ως είχε, αλλά μου είπε ότι : «αυτά τα οποία ισχυρίζομαι είναι αηδίες και εμπεριέχουν επικίνδυνες και εθνικόφρονες αντιλήψεις». Εγώ βέβαια δεν υπέγραψα την εν λόγω δανειακή σύμβαση.
Την 17ην Ιουλίου 1998 περί ώραν 10.00 π.μ. και ενώ εργαζόμουν κανονικά με κάλεσε στο γραφείο του ο κύριος Γ. Καντιάνης και με ρώτησε εάν τελικά θα συμμετάσχω ή όχι στα σχέδιά τους, αφού οι άλλοι συνάδελφοι στην Αθήνα επείγονται να εφαρμόσουν το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» άμεσα και στην Κύπρο, παρακαλώντας με συγχρόνως να ενδώσω προς χάριν του επειδή εκείνος σύντομα βγαίνει σε σύνταξη και δεν θα του εδίδετο άλλη ευκαιρία διά να γίνει πλούσιος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Του απήντησα, σε έντονο και κατηγορηματικό ύφος, ότι η δήλωσή μου για καταγγελία μου στον Εισαγγελέα ισχύει όσο ποτέ άλλοτε. Τότε μου είπε μεγαλόφωνα επί λέξει « τώρα Στέφανε θα δεις το άλλο πρόσωπο της Εμπορικής, γιατί εγώ την χρειάζομαι την Εμπορική και δεν θα μείνω έξω από αυτό το παιχνίδι».
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας 17.07.1998 αναχώρησα για την προγραμματισθείσα άδειά μου, αφού πρώτα μετέβην στο Δικηγορικό Γραφείο της κυρίας Λίας Γεωργιάδη και την ενημέρωσα λεπτομερώς περί του τι είχε συμβεί στο γραφείο του κυρίου Γ. Καντιάνη.
Όταν την 29ην Ιουλίου 1998 επέστρεψα από την άδειά μου, μετά από δίωρο περίπου παρέλευσιν, ο κύριος Γ. Καντιάνης με κάλεσε στο γραφείο του και μου διεμήνυσε, ότι η Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης λέγει τα καλλίτερα λόγια γιά εμένα, ότι σχεδιάζει να με κάνει Διευθυντή όλων των Διευθύνσεων Διαχειρίσεως Διαθεσίμων του Ομίλου της Εμπορικής ανά τον κόσμο και ότι «εν πάση περιπτώσει η Εμπορική Τράπεζα είναι κράτος και αγοράζει με τα λεφτά, τα οποία διαθέτει, όποιον εισαγγελέα γουστάρει. Οι εισαγγελείς, μου είπε, είναι πιό διεφθαρμένοι από εκείνους που θα καταγγείλεις και θα το διαπιστώσεις αυτό, όταν περάσεις το κατώφλι του εισαγγελικού τους γραφείου».
Όταν διαπίστωσε ότι είμαι ανένδοτος, άρχισε εκ νέου να με απειλεί και να τηλεφωνεί παρουσία μου στον κύριο Γ. Μιχελή λέγοντάς του, ότι θα πρέπει να ενεργοποιήσουν άμεσα το σχέδιο απομακρύνσεώς μου όχι μόνο από την Κύπρο, αλλά και από την Εμπορική Τράπεζα εν γένει, διότι η παραμονή μου και τα όσα ήδη γνωρίζω εγκυμονούν ανυπολόγιστους κινδύνους.
Την επομένη ημέρα 30.07.1998 μετέβην στο γραφείο μου κανονικά γύρω στις 07.30 το πρωί, ανέλαβα υπηρεσία και περί την 09.00 π.μ. αντελήφθην, ότι μία ομάς αποτελούμενη από τους κ.κ. Γ. Καντιάνη (Γενικό Δ/ντή Κύπρου), Φοίβο Γάβρη (Διευθυντή Προσωπικού Εμπορικής Κύπρου), Γ. Αγγέλη (Διευθυντή Πιστοδοτήσεων Εμπορικής Κύπρου) και τον Λουκή Παπαφιλίππου (Νομικό Σύμβουλο της Εμπορικής Κύπρου) προσήρχετο με άγριες διαθέσεις προς το γραφείο μου και κατά την είσοδό τους ο κύριος Λουκής Παπαφιλίππου, απαίτησε να αποχωρήσω από την θέση μου αμέσως, χωρίς να ακουμπήσω τίποτα άλλο εκτός από τον χαρτοφύλακά μου απαιτώντας να υπογράψω αμέσως μίαν επιστολή, η οποία περιείχε πλήθος ψευδών και αναληθών ισχυρισμών για το άτομό μου και με απείλησε, ότι θα καλέσει την αστυνομία σε περίπτωση κατά την οποία δεν συμμορφωνόμουν με τις υποδείξεις του. Απευθυνόμενος δε προς τους κ.κ. Γ. Καντιάνη, Φοίβο Γάβρη και Γ. Αγγέλη τους είπε και εκείνοι συμφώνησαν ότι είναι Μάρτυρες, ότι δήθεν προκαλώ επεισόδιο και ότι η παρουσία της αστυνομίας και της επ’ αυτοφώρου εις βάρος μου διαδικασίας είναι επιβεβλημένη.
Φυσικά ουδέν εκ των ανωτέρω αλήθευε και η όλη προσπάθεια του κυρίου Λουκή Παπαφιλίππου απέβλεπε σε εκφοβισμό και άσκηση ψυχολογικής βίας σε βάρος μου. Παρά την απερίγραπτη λύπη και θυμό μου διά τον εξευτελισμό που δεχόμουν εκείνη την στιγμή (μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα να συμμετάσχω σε ενέργειες που μετέπειτα πολλοί χαρακτήρισαν ως το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος του Ελληνικού λαού και την μεγαλύτερη απάτη όλων των εποχών εις βάρος του Ελληνικού Κράτους από ιδρύσεως του) διατήρησα την ψυχραιμία μου, τηλεφώνησα και μίλησα με την δικηγόρο μου κυρία Λία Γεωργιάδη, η οποία και με συμβούλεψε να υπογράψω την επιστολή, που ετσιθελικά και επιτακτικά ήθελαν εδώ και τώρα να υπογράψω, με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου, και απεχώρησα.
Την 2αν Σεπτεμβρίου 1998 μετά από επιστολή, την οποία απέστειλε η πληρεξούσιος δικηγόρος μου κυρία Λία Γεωργιάδη και ελλείψει σαφών και εγγράφων οδηγιών γιά το σε ποιά τελικώς υπηρεσιακή θέση τοποθετούμαι, σε ποιά πόλη και από πότε, παρουσιάστηκα δια να αναλάβω υπηρεσία στην Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου.
Προς μεγάλη μου έκπληξη ο κύριος Λουκής Παπαφιλίππου συνοδευόμενος από δύο ακόμη δικηγόρους του δικηγορικού του γραφείου, οι κ.κ. Γ. Καντιάνης, Φ. Γάβρης και ο Γ. Αγγέλης είχαν παραταχθεί στην κυρία είσοδο της Τραπέζης και δεν μου επέτρεψαν ούτε καν να εισέλθω, σε ερώτησή μου δε να μου δώσουν λεπτομέρειες γιά το πού ακριβώς τοποθετούμαι, ο κύριος Γ. Καντιάνης μου απήντησε ότι θα τοποθετηθώ στην Διεύθυνση που έξωθεν υπάρχει η επιγραφή «Ψυγείο» και με απέπεμψαν σκαιώς λέγοντάς μου μπροστά σε όλους τους Συναδέλφους μου, ότι δεν έχω πλέον θέση στην Εμπορική Τράπεζα.
Κατόπιν των ανωτέρω άρχισα να ενημερώνω τους αρμόδιους φορείς της εν Λευκωσία Αμερικανικής Πρεσβείας, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που ενήργησαν για την προστασία των Ταμείων τους, τις εισαγγελικές αρχές της Ελλάδος οι οποίες χρέωσαν την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κύριο Δημήτριο Ασπρογέρακα ο οποίος μου εξομολογήθηκε ότι ενώ οι καταγγελίες μου επιβεβαιώθηκαν ακόμη και από το ΣΔΟΕ, κατά έναν περίεργο τρόπο οι ανώτεροί του τα κουκούλωσαν όλα και παράλληλα ενημέρωνα τους Μετόχους της Εμπορικής Τραπέζης από το βήμα των Γενικών Συνελεύσεων.
Εν συνεχεία στις κατωτέρω ημεροχρονολογίες ενημέρωσα τους αναφερομένους με τα κατωτέρω κατά περίπτωση έγγραφα:
Α] Τους κ.κ. Κώστα Σημίτη, Γιάννο Παπαντωνίου [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ3896/21-06-2000], Κώστα Σημίτη, Ιωάννη Στουρνάρα [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ3161/18-05-2001 έγγραφο], Κώστα Σημίτη, Νίκο Χριστοδουλάκη [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ7839/08-01-2003 έγγραφο], τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριο Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος την 18η Μαρτίου 2003 εγγράφως αντέταξε: «……δεν μπορώ να πράξω τίποτα, ούτε να παρέμβω οπουδήποτε» και ο οποίος την 20η Απριλίου 2007 δήλωνε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία: «Τα πάντα στην Ελλάδα ρέπουν στη διαφθορά. Οι πάντες στην Ελλάδα εξαγοράζονται».
Ενημέρωσα τον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελο Κρουσταλάκη [ αρ.πρωτ. 2263/04-03-2003] ο οποίος είχε διατυπώσει και την ρήση: «Δεν είναι άξια επαίνων η Ελληνική Δικαιοσύνη. Μουσκεύουμε στην αμαρτία» τους κ.κ.Κώστα Καραμανλή, Γεώργιο Προβόπουλο [με τα υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ6628 και Κ6629/27-09-2004 έγγραφα], Γεώργιο Αλογοσκούφη [13-07-2006], Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου με τα έγγραφα [1] 13-10-2009 παραληφθέν από τονΔημήτριο Μακαρούνη, [2] στο Καστρί 24/10/2009, [3] στο Καστρί 21-03-2010 και [4] με το αρ. πρωτ. Κ2497/29-03-2010], Αντώνιο Κροντηρά [24 Απριλίου 2008], Χάρη Καστανίδη [αρ. πρωτ. 122/13-10-2009], Ευάγγελο Βενιζέλο [αρ. πρωτ. 05732/01-07-2011 – 05781/04-7-2011] και Νικόλαο Εμπέογλου [21-10-2010 και 21-11-2012].
Σημειωτέον ότι οι κ.κ. Γεώργιος Κωνσταντινόπουλος και Ιωάννης Μπαμπαδήμας, Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Εργαζομένων της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε στο έντυπο του συλλόγου τους, με την προμετωπίδα: «Μας αφορά όλους» διατυπώνουν την θέση ότι: «Οι Ελληνικές τράπεζες που, με τη βοήθεια του κράτους, εκμεταλλεύτηκαν – καταλήστευσαν επί δεκαετίες τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων με εξευτελιστικούς τόκους καταθέσεων, συνεχίζουν να σας ληστεύουν με το χειρότερο τρόπο εκμεταλλευόμενες τις οικονομικές δυσκολίες σας!!!.......Αρνούνται να εφαρμόσουν δικαστικές αποφάσεις, που δικαιώνουν συναλλασσόμενους πολίτες και εργαζόμενους. Παραβιάζουν την Εργατική Νομοθεσία και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Προσπαθούν να διαλύσουν τα ασφαλιστικά μας Ταμεία. Αμφισβητούν το Σύνταγμα και τους Νόμους….».
Β) Προς αποτροπή του σχεδίου, του οποίου έγινα κοινωνός, ζήτησα εγγράφως την βοήθεια των κατωτέρω αναφερομένων κορυφαίων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνο, φερόμενων ως οι «θεματοφύλακες της Διεθνούς Τάξεως και του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» κ.κ.: George W. Bush και George J. Tenet (C.I.A.) [06-12-2002], Τed White και Mary Morris (CaLPERS) [21-08-2003], Joaquin Almunia [08-08-2005],τότε αρμόδιο Επίτροπο της Ε.Ε. για θέματα Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και νυν Αντιπρόεδρο της Ε.Ε., Marc Antoine Autheman, 30.09.2003, Διευθύνοντα Σύμβουλο του Δ.Σ. του Ομίλου της Credit Agricole S.A., A. Schaub και Alessandra Capra, αξιωματούχους της Ε.Ε., στις Βρυξέλες και τον Charlie Mc Greevy, αρμόδιο Επίτροπο για θέματα Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε [24 Οκτωβρίου 2005], Rene Carron, Πρόεδρο του Δ.Σ. του Ομίλου της Credit Agricole S.A. [17-10-2006], Jean Frederic de Leusse [24 Απριλίου 2008], Nicolas Sarkozy, [14-10-2008, 04-12-2008 υπ’ αρ. πρωτ. 185333/11-12-2008 και 08-03-2012], τότε αρμόδιο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ταυτοχρόνως Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Christine Lagarde (I.M.F.) [με το υπ’ αρ. πρωτ. 185333/11-12-2008], τότε Υπουργό των Οικονομικών της Γαλλίας και νυν Διευθύντρια του Δ.Ν.Τ., Alain Strub [06 Μαΐου 2011], David Cameron και David Maurice Landsman [21η Ιουλίου 2011], Barack H. Obama και Dr. Daniel Bennett Smith [21η Ιουλίου 2011 και 30η Απριλίου 2012], Jean Paul Chifflet [16-04-2012], Francois Hollande στις 21.04.2012 και στις 21.07.2012 την Viviane Reding και τον κ. Olli Rehn, αρμοδίους Επιτρόπους στην Ε.Ε. για Θέματα Δικαιοσύνης και Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής αντιστοίχως.
Oι διοικήσεις των Συνταξιοδοτικών και Ασφαλιστικών Ταμείων – Μετόχων της Emporiki Bank αλλά και άλλων Ελληνικών Τραπεζών, εφαρμοζομένου του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», έχασαν δολίως το μεγαλύτερο μέρος των αποθεματικών τους κεφαλαίων με αποτέλεσμα να μην έχουν σήμερα την δυνατότητα καταβολής αξιοπρεπών συντάξεων και παροχής στοιχειωδών ιατροφαρμακευτικών και νοσοκομειακών καλύψεων στους Ασφαλισμένους τους, έφθασαν δε αυτοί, οι οποίοι τοποθετούσαν με μηδενικά επιτόκια τα αποθεματικά των Ταμείων στις τράπεζες, ώστε με την σειρά τους αυτές να δανείζουν – δωρίζουν τα χρήματα αυτά ως δανεικά και αγύριστα σε πολιτικά κόμματα, σε αεριτζήδες απατεώνες και κερδοσκόπους, να εκλιπαρούν τώρα τους διεθνείς τοκογλύφους να τους δανείσουν έστω και ασήμαντα ποσά με πανάκριβα χρεωστικά επιτόκια για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και για το γεγονός αυτό κωφεύουν οι πάντες.
Το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» ήτο προσχεδιασμένο και εμείς ως Μέτοχοι αμφότεροι της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. (Emporiki Bank), μέλους του Credit Agricole Group αλλά και ως Treasurer (Διευθυντής Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων) ο Στέφανος Στ. Τσίπας, καταγγέλλουμε τα ανωτέρω συμβάντα, προκειμένου να αποκαλυφθεί το εξυφανθέν, εκ μέρους οικονομικών παραγόντων του εξωτερικού και του εσωτερικού, από το 1998 σχέδιο «Σοφοκλής» εις βάρος της Εθνικής μας Οικονομίας.
Αθήνα 21 Σεπτεμβρίου 2012
Στέφανος Σ. Τσίπας
Εδώ, ίσως, ξεκίνησαν και τελείωσαν όλα...
Υπό της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. προσελήφθην την 14ην Μαΐου 1980, με σύμβαση αορίστου χρόνου, κατόπιν δημοσίου διαγωνισμού γλωσσομαθών. Έκτοτε εργάσθηκα στις πλέον εξειδικευμένες υπηρεσίες της Εμπορικής Τραπέζης του προσωπικού, μεταξύ των ετών 1980-1998. Το 1984 ανέλαβα την πλέον εξειδικευμένη Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της Εμπορικής Τραπέζης στην Αθήνα.
Tο 1985 το Διοικητικό Συμβούλιο της Εμπορικής Τραπέζης μου πρότεινε να μεταβώ με απόσπαση στην Εμπορική Τράπεζα της Φραγκφούρτης, στην Γερμανία, γιά να ιδρύσω εκεί Διεθνή Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων (Dealing Room – Treasury Division) και να την διευθύνω ως Treasurer, αρχικά επί διετία. Τελικώς όμως παρέμεινα στη θέση αυτή επί 10ετία λόγω των εξειδικευμένων γνώσεών μου.
Τον Ιούνιο του 1994 η Διοίκησης της Εμπορικής Τραπέζης μου πρότεινε να μεταβώ στη Λευκωσία της Κύπρου, η οποία δεν είχε ακόμη ξεκινήσει τραπεζικές δραστηριότητες, να ιδρύσω την πρώτη εκεί Διεύθυνση Διαχειρίσεως Διαθεσίμων (Dealing Room – Treasury Division) και να την διευθύνω ως Treasurer (Διευθυντής Διευθύνσεως).
Αρχές Αυγούστου του 1994 έφθασα στην Λευκωσία της Κύπρου και η εκεί άφιξής μου θεωρήθηκε ως επιβεβαίωση της αποτυχίας του μέχρι τότε Γενικού Διευθυντού της Εμπορικής Κύπρου, Κου Γεωργίου Καντιάνη, ο οποίος και αντικατεστάθη.
Σημειωτέον, ότι :
Α) Η Διεύθυνσή μου ήτο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των τεσσάρων ετών της παραμονής μου στην Εμπορική Τράπεζα στην Κύπρο (1994-1998) η μόνη κερδοφόρος, σε αντίθεση με τα ζημιογόνα αποτελέσματα των λοιπών Διευθύνσεων και κυρίως της Διευθύνσεως Πιστοδοτήσεων – Δανειοδοτήσεων και
Β) Πλειστάκις εκπροσώπησα την Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου σε διεθνή Ευρωπαϊκά αλλά και υπερατλαντικά Συνέδρια και σε άλλες εκδηλώσεις λαμβάνοντας πάντοτε τα εύσημα της εκάστοτε Διοικήσεως της Εμπορικής Τραπέζης.
Το 1997 είχαμε αλλαγή Προέδρου στο Δ.Σ. της εν Αθήναις Εμπορικής Τραπέζης. Έφυγε ο κύριος Παναγιώτης Πουλής και στην θέση του διορίσθηκε ως Πρόεδρος του Δ.Σ. ο κύριος Κωνσταντίνος Γεωργουτσάκος, οικογενειακός φίλος του κυρίου Γεωργίου Καντιάνη.
Η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε και με αλλαγή του Γενικού Διευθυντού της Εμπορικής Τραπέζης στην Κύπρο. Έφυγε ο κύριος Γεώργιος Γιαμπουράνης και επανήλθε ως Γενικός Δ/ντής Εμπορικής Κύπρου ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης.
Προ της 30ής Απριλίου 1998, δύο μήνες πριν εκπνεύσει η απόσπασή μου στην Λευκωσία, ήλθα σε επικοινωνία με τον κύριο Κωνσταντίνο Κανόνη, Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή επικεφαλής του Δικτύου Εξωτερικού και τέλος με τον κύριο Γεώργιο Μιχελή, Γενικό τότε Διευθυντή και Αντιπρόεδρο του Ομίλου γενικώς της Εμπορικής Τραπέζης, για να δω τι επρόκειτο να συμβεί σχετικά με την παραμονή μου στην Κύπρο.
Αρχές Μαΐου του 1998 εντάλθηκα να ταξιδεύσω υπηρεσιακά από την Λευκωσία στην Αθήνα, γιά να παραστώ σε σύσκεψη μετά του τότε Διευθυντού Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΧΙΟΥ και μετέπειτα Διευθυντού της εν Αθήναις Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της Εμπορικής Τραπέζης, κυρίου Λυκούργου Λαδόπουλου.
Κατά την διάρκεια της συσκέψεως αυτής, η οποία έλαβε χώρα την 8ην Μαΐου 1998 στα κεντρικά γραφεία της Τραπέζης Χίου στην Αθήνα, έγινα άθελά μου κοινωνός και πληροφορήθηκα λεπτομέρειες περί ενός οργανωμένου και καταχθόνιου σχεδίου, με την ονομασία «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», το οποίο σε γενικές γραμμές θα απέφερε στους μυημένους δισεκατομμύρια αφορολογήτων κερδών και στους αδαείς επενδυτές, καταθέτες και διαχειριστές κεφαλαίων, Ασφαλιστικών κυρίως Ταμείων, ανυπολόγιστες ζημιές.
Ενδεικτικά αναφέρω, ότι σ’ εμένα προσωπικά υποσχέθηκε ο Κος Λυκούργος Λαδόπουλος ως ανταμοιβή γιά την υλοποίηση του ως άνω σχεδίου και την συμμετοχή μου σ’ αυτό, το ποσό των 2 (δύο) δισεκατομμυρίων δραχμών.
Βάσει του σχεδίου αυτού θα ελάμβανε χώρα άμεσα :
1. Εξαπάτησης εγχωρίων και αλλοδαπών επενδυτών διά τοποθετήσεων και ταυτόχρονων επανατοποθετήσεων τεραστίων κεφαλαίων σε δολλάρια Αμερικής από το ένα Ελληνικό Τραπεζικό Ίδρυμα στο άλλο, αλλά ακόμη και από το ένα υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης στο εξωτερικό προς το Κεντρικό κατάστημα στην Αθήνα και αντιστρόφως. Σκοπός ήτο να παρουσιάζονται προς το επενδυτικό κοινό ραγδαίοι αλλά εικονικοί (δημιουργικοί) ρυθμοί αναπτύξεως, με πασιφανή στόχο το μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον γιά αγορά μετοχών της Εμπορικής Τραπέζης και της Τραπέζης Χίου εκ μέρους των επενδυτών (μεταξύ των οποίων και μεγάλα Συνταξιοδοτικά Ταμεία της Ελλάδος, της Αμερικής και της Αγγλίας) και αθρόα συμμετοχή των επενδυτών με πολλά δισεκατομμύρια δραχμών στις αυξήσεις των μετοχικών τους κεφαλαίων. Οι επενδυτές φυσικά δεν θα γνώριζαν ότι αγόραζαν «Εταιρικές Απάτες ή, άλλως αποκαλούμενες διεθνώς, «Χρηματιστηριακές Φούσκες».
2. Αποφυγή καταβολής υποχρεωτικών δεσμεύσεων της Τραπέζης Χίου και της Εμπορικής Τραπέζης προς την Τράπεζα της Ελλάδος λόγω δήθεν εισαγωγής συναλλάγματος στην Ελλάδα και παραμονής αυτού γιά χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών.
Στην πραγματικότητα δεν θα υπήρχε εισαγωγή συναλλάγματος αλλά λογιστική – δημιουργική και μόνο εγγραφή, με σκοπό την εικονική αύξηση της κερδοφορίας των Τραπεζικών Ιδρυμάτων από ιδίαν εκμετάλλευση των κεφαλαίων αυτών εις βάρος των εσόδων της Τραπέζης της Ελλάδος και του Ελληνικού Δημοσίου.
3. Εκτροπή μεγάλων δανείων προεπιλεγμένων μεγάλων επιχειρήσεων από τα καταστήματα των προαναφερθέντων Τραπεζών στην Ελλάδα προς τα υποκαταστήματα των ιδίων αυτών τραπεζών στο εξωτερικό, με σκοπό να εξυπηρετούνται τα υφιστάμενα αυτά μεγάλα δάνεια με μικρότερα περιθώρια κέρδους, να μη καταβάλλουν οι Επιχειρηματίες Ε.Φ.Τ.Ε. (Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών) και λοιπές εισφορές προς το Ελληνικό Δημόσιο και να μοιράζονται τα οφέλη αυτά μεταξύ στελεχών των τραπεζών, αφ’ ενός, και των επιχειρηματιών αφ’ ετέρου.
4. Υπεξαίρεση των καθαρών κερδών των δύο τραπεζών σε αγαστή συνεργασία με συγκεκριμένο χρηματιστή στην Ελλάδα, τον κύριο Σπύρο Δαμάσκο [εταιρεία ATHENS MONEY BROKERS], διεθνή Οίκο στην Ελβετία, με έδρα το Λουγκάνο, και ειδικό συντονιστή τον Πρόεδρο της Ενώσεως όλων των Ελλήνων διαπραγματευτών συναλλάγματος και ανώτατο στέλεχος της Εμπορικής Τραπέζης, σύμβουλο του προέδρου του Δ.Σ. κυρίου Στουρνάρα, κύριο Βασίλειο Δαγριτζίκο.
Τα ως άνω αναφερόμενα σχέδια με διαβεβαίωσε ο κύριος Λυκούργος Λαδόπουλος, τότε Διευθυντής Διαχειρίσεως Διαθεσίμων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΧΙΟΥ, ότι είχαν ήδη τύχει ειδικών εγκρίσεων των Διοικήσεων των δύο Τραπεζών, είχαν ενημερωθεί ισχυρά ονόματα του επιχειρηματικού κόσμου στην Ελλάδα που θα συμμετείχαν στο σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» και είχε ήδη ληφθεί το καλώς έχειν από τους αρμοδίους Ορκωτούς Λογιστές και επιτελικά στελέχη της Τραπέζης της Ελλάδος!!
Επειδή την όλη συζήτηση την εξέλαβα περισσότερο ως αστείο παρά ως τεχνοκρατική και επαγγελματική νόμιμη δραστηριότητα και, προ πάντων, ως πρόταση σαφώς μη συνάδουσα με τον χαρακτήρα μου, επιφυλάχθηκα να απαντήσω, μέχρις ότου επιβεβαίωνα τα ανωτέρω με την Διοίκηση της εν Αθήναις Εμπορικής Τραπέζης.
Όταν περί την 14.00μ.μ. της ιδίας ημέρας (08.05.1998) επισκέφθηκα τον κύριο Γεώργιο Μιχελή στο γραφείο του, (οδός Σοφοκλέους 11, 2ος Όροφος του Κεντρικού μας Καταστήματος στην Αθήνα) ο οποίος μου επιβεβαίωσε, ότι το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» είναι ειλημμένο, υλοποιείται ήδη από την Εμπορική Τράπεζα στην Αθήνα πειραματικά και ότι χρειάζονται την ενεργό συμμετοχή της Εμπορικής Κύπρου και ΕΙΔΙΚΩΣ την δική μου, διότι λόγω της υπεράκτιου ιδιαιτερότητος της μονάδος [Offshore Banking Unit], θα μπορούσαν να διακινήσουν μεγάλα χρηματικά κεφάλαια άνευ προκλήσεως της προσοχής αδιάκριτων δημοσιογράφων, βουλευτών της αντιπολιτεύσεως και Ελλαδικών διωκτικών Αρχών.
Επιπροσθέτως ήθελαν να φανεί στην διατραπεζική αγορά αθρόα δήθεν κίνηση και εισροή συναλλάγματος εκ του εξωτερικού προς το εσωτερικό της Ελλάδος με σκοπό την περαιτέρω παραπλάνηση των επενδυτών και των μετόχων της τραπέζης ώστε να προβαίνουν σε αγορές μετοχών της τραπέζης, ως ιδρύματος που εμφάνιζε ραγδαία άνοδο στην τραπεζική αγορά σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της τράπεζες στην Ελλάδα. Εγώ επ’ αυτών των ανόμων σχεδίων των ρητά εξέφρασα κατηγορηματικά την άρνησή μου να συμμετάσχω. Η συζήτηση περατώθηκε με την παράκληση εκ μέρους μου, να μη με υπολογίζουν ως συνεργό των και αναχώρησα πάραυτα για την Κύπρο.
Σημειωτέον, ότι η Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης στην Αθήνα, βλέποντας ότι δεν συναινώ, προχώρησε (παρακάμπτοντας την απαραίτητη εκ του Κανονισμού προσυπογραφή μου και σε αγαστή συνεργασία μόνο με τον κύριο Γεώργιο Καντιάνη) σε λήψη μεγάλου κοινοπρακτικού δανείου ύψους 100 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής με υπογραφές στελεχών της Εμπορικής Τραπέζης στην Ελλάδα (της κυρίας Διονυσίας Παπαδάκη, Διευθύντριας της Διεύθυνσης Διαχειρίσεως Διαθεσίμων {Dealing Room – Treasury Division} και του κυρίου Κ. Βενεκέ, επιτελικού στελέχους της Διευθύνσεως και άμεσου συνεργάτης της) αλλά εγγραφή του δανείου αυτού στα βιβλία της Εμπορικής Τραπέζης στην Κύπρο κατά παράβαση της Ελληνικής και Κυπριακής Νομοθεσίας.
Τούτο το έπραξαν γιά να υπάρχει αρκετή ρευστότης εκτός Ελλάδος ούτως ώστε να προβαίνουν σε κερδοσκοπικά παιχνίδια και ελεγχόμενες παρεμβάσεις – χειραγωγήσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.
Η απάθεια των ελεγκτικών μηχανισμών της Τραπέζης της Ελλάδος [με Διοικητή της Τράπεζας τον κύριο Λουκά Παπαδήμο από το 1994], της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου, επιβεβαίωναν πασιφανώς τα υπό του κυρίου Γεωργίου Μιχελή την 8ην Μαΐου 1998 σ’ εμένα λεχθέντα.
Ενδεχομένως, ουδόλως τυχαία ήτο η πρόσληψη ως ορκωτού λογιστού στην Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου του κυρίου Κώστα Αυξεντίου, υιού του Διοικητού της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου, κυρίου Αυξέντη Αυξεντίου!
Την 15ην Ιουνίου 1998 ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης μου παρέδωσε αντίγραφο της προτάσεως παραμονής μου εν Κύπρω γιά ένα ακόμη έτος, λέγοντάς μου όμως, ότι «είναι στο χέρι του, εάν δεν προσχωρούσα εις το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» και δεν έκανα τα στραβά μάτια, ανά πάσα στιγμή να πείσει τον φίλο του Πρόεδρο του Δ.Σ. της Εμπορικής Τραπέζης κύριο Κωνσταντίνο Γεωργουτσάκο και τον Αντιπρόεδρο αυτής κύριο Γεώργιο Μιχελή να ανακαλέσουν άμεσα την ανανέωση της παραμονής μου και να καταστρέψουν την σταδιοδρομία μου».
Εγώ όχι μόνον δεν ενέδωσα, αλλά ελέγχοντας επί εβδομαδιαίας βάσεως μετά του προϊσταμένου του λογιστηρίου της Εμπορικής Τραπέζης Κύπρου στην Λευκωσία, κυρίου Παπαλαζάρου τα αποτελέσματα του εφαρμοζομένου πλέον σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», κατήγγειλα στον κύριο Γεώργιο Καντιάνη, γραπτώς, ότι ο δανεισμός του ποσού των 100 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής, που άνευ της θελήσεώς μου και εγκρίσεώς μου έχει εγγραφεί στα βιβλία μας, επιβαρύνει την Εμπορική Κύπρου με σοβαράς ζημίας αλλά και τα αποτελέσματα του Ομίλου ως και τα συμφέροντα των μετόχων της, που στην πλειοψηφία τους είναι εγχώρια και διεθνή ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά Ταμεία.
Την 17ην Ιουνίου 1998 ο Γενικός Διευθυντής της Εμπορικής Κύπρου κύριος Γεώργιος Καντιάνης με κάλεσε στο γραφείο του και μου ανακοίνωσε, ότι την 24ην Ιουνίου 1998 καταφθάνει στη Λευκωσία ο κύριος Γεώργιος Μιχελής, γιά να με πείσει να συνεργαστώ όσον αφορά στην εφαρμογή του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ».
Πράγματι την 24ην Ιουνίου 1998 κύριος Γεώργιος Μιχελής ήλθε στην Κύπρο και ως εάν ουδέν να είχε συμβεί την 8ην Μαϊου 1998 στο γραφείο του, άρχισε να μου προτείνει αυξήσεις μισθού και επιδομάτων και να μου αναλύει λεπτομέρειες και ενέργειες, τις οποίες θα έπρεπε να κάνω, γιά την υλοποίησιν των τεσσάρων φάσεων του σχεδίου που προανέφερα.
Ο κύριος Γεώργιος Καντιάνης, ο οποίος παρευρίσκετο στην συζήτηση, εδέχθη ασυζητητί τα πάντα, εγώ όμως εκ νέου επανέλαβα ρητά και κατηγορικά, ότι όχι μόνο δεν θα συμμετάσχω αλλά θα τους καταγγείλω στις αρχές τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας.
Άρχισαν να με απειλούν τότε, ότι σε περίπτωση που εμμείνω στην απόφασή μου εκείνοι με τις διασυνδέσεις που είχαν στο υπουργείο των Οικονομικών, στην Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στον χώρο της Δικαιοσύνης, λέγοντάς μου επί λέξει: «Εμείς, βρε κορόϊδο Στέφανε, που θες να κάνεις το παλικάρι, για να κρατάμε τα στόματα των Δικαστών και των Εισαγγελέων κλειστά διορίζουμε τα βλαστάρια τους στην Νομική μας υπηρεσία και με τον τρόπο αυτό εμείς παίζουμε την μουσική και αυτοί χορεύουν…», θα σταματούσαν την σταδιοδρομία μου με συνεχείς δυσμενείς μεταθέσεις, θα με παρέπεμπαν δι’ ασήμαντες αφορμές στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, θα προέβαιναν σε μηνύσεις εναντίον μου, ότι θα με κατέστρεφαν ηθικά και επαγγελματικά και ότι εν πάση περιπτώσει η παραμονή μου στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος εξηρτάτο πλέον από την συμμετοχή μου ή όχι στο προαναφερθέν σχέδιό τους τονίζοντάς μου : «Είναι πολλά τα λεφτά Στέφανε για να σε αφήσουμε να μας χαλάσεις τα σχέδια».
Τους ανέφερα τότε ότι σε ουδέν ζήλευα την σταδιοδρομία του τραπεζίτη κυρίου Γεωργίου Κοσκωτά, ότι οι ενέργειες αυτές ήταν απάτη εις βάρος των μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης και των επενδυτών, εν γένει, ότι η αποκάλυψις του σχεδίου αυτού κατά το «Ουδέν κρυπτόν υπό τον Ήλιον» θα προκαλούσε εν καιρώ την υποβάθμιση της Εμπορικής Τραπέζης, του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και της πιστοληπτικής ικανότητος της Ελλάδος και εν κατακλείδι ρητά και κατηγορηματικά τους διεμήνυσα, ότι εάν με πίεζαν περαιτέρω θα τους κατήγγειλα πάραυτα εις τον Εισαγγελέα.
Περαιτέρω τους επισήμανα ότι ως εκπρόσωπος της Εμπορικής Τραπέζης αλλά και των Κυπριακών Τραπεζών σε διεθνή συνέδρια γνώριζα πολύ καλά ότι και αν ακόμη οι υπεύθυνοι σε Ελλάδα και Κύπρο και οι εκπρόσωποι των Ελλαδικών Ασφαλιστικών και Συνταξιοδοτικών Ταμείων Μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης ήσαν επίορκοι και προδότες προβαίνοντας στην υλοποίηση του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», εν τούτοις οι θεσμικοί παράγοντες των Αμερικανικών και Βρετανικών Ασφαλιστικών και Συνταξιοδοτικών Ταμείων, μετόχων της Εμπορικής Τραπέζης, θα τους «άλλαζαν τα φώτα» με τους μηχανισμούς που διαθέτουν [υποβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, απαξία Ελλαδικών και Κυπριακών κρατικών ομολόγων, short selling δηλαδή στοχευμένες και μεθοδευμένες επιθετικές πωλήσεις μετοχών της Τραπέζης αλλά και άλλων μετοχών εισηγμένων στα Χρηματιστήρια της Λευκωσίας και των Αθηνών] όπερ και εγένετο.
Την 14ην Ιουλίου 1998 και επειδή οι πιέσεις εκ μέρους του κυρίου Γεωργίου Καντιάνη και του κυρίου Γεωργίου Μιχελή είχαν γίνει αφόρητες πλέον, επισκέφθηκα την δικηγόρο εν Λευκωσία κυρία Λία Γεωργιάδη (Πρόεδρο των Προσφύγων της Κερύνειας) και Βουλευτής του Κυπριακού κόμματος ΔΗ.ΣΗ. και συζύγου του Υπουργού Αθλητισμού κυρίου Δήμου Γεωργιάδη.
Αφού της εξήγησα τι ακριβώς συμβαίνει, την παρεκάλεσα να με συμβουλεύσει τι έπρεπε να πράξω, δια να απαλλαγώ από αυτό το καθεστώς ομηρίας και πιέσεων προς τέλεση παρανόμων πράξεων.
Η κυρία Λία Γεωργιάδη γνωρίζοντας την Κυπριακή Νομοθεσία με διαβεβαίωσε ότι σύμφωνα με τα ισχύοντα διεθνώς είχε γίνει σιωπηρά παράτασις του συμβολαίου μου αλλά προς διασφάλισή μου με συμβούλεψε, πριν λάβω την 17ην Ιουλίου 1998 την προγραμματισμένη και εγκεκριμένη από τον Ιανουάριο του 1998 ετήσια άδειά μου, να συντάξουμε πάραυτα επιστολή προς την Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης Κύπρου επισημαίνοντας ότι:
Α) Δεν με είχαν εγγράφως ειδοποιήσει από τα τέλη Απριλίου 1998 (ως εκ της Συμβάσεως όφειλαν να πράξουν) γιά ανάληψη άλλης Διευθύνσεως στην Εμπορική Τράπεζα εν Κύπρω, ή εν Ελλάδι, ή σε άλλη χώρα.
Β] Εξακολουθούσα να παρέχω κανονικά και ανελλιπώς υπηρεσία μέχρι και την συγκεκριμένη εκείνην ημέρα (14.07.1998).
Πέραν των ανωτέρω μου ετόνισε: «Αρκετή προδοσία έχει υποστεί η Κύπρος μας από τους Ελλαδίτες. Ουαί και αλλοίμονο αν εμπλέξουν και εμάς στο βρώμικο αυτό σχέδιο. Θα με βρούν αντιμέτωπη.»
Την 15η Ιουλίου 1998, μετά το πέρας της εργασίας μου και περί ώραν 16.00, μετέβην εις το γραφείο της κυρίας Λίας Γεωργιάδη, παρέλαβα την συνταχθείσα γιά την Διοίκηση επιστολή και επέστρεψα στην Τράπεζα παραδίδοντας την επιστολή στον κύριο Γεώργιο Καντιάνη, αναφέροντάς του το περιεχόμενο αυτής.
Μετά πάροδο μίας ώρας περίπου μετέβημεν ο κύρος Γ. Καντιάνης και εγώ οδικώς στην Λεμεσσό της Κύπρου γιά την υπογραφή ενός κοινοπρακτικού δανείου ύψους 15 εκατομμυρίων δολλαρίων Αμερικής, το οποίον ομού μετά άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων θα εδίδετο προς μία Τράπεζα της Π.Γ.Δ.Μ.
Κατά την μελέτην όμως της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως συνειδητοποίησα ότι στο προς υπογραφή κείμενο περιλαμβάνοντο καθαρά ανθελληνικές θέσεις, αφού η χώρα της εν λόγω Τραπέζης ανεγράφετο ως «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» και όχι ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» ή “F.Y.R.O.M.”.
Προέτρεψα εις μάτην τον κύριο Γ. Καντιάνη, o oποίος θα υπέγραφε εκ μέρους της Εμπορικής Τραπέζης, να μην υπογράψει και να αποχωρήσουμε επιδεικτικά, εάν δεν άλλαζαν την ονομασία της Χώρας από «Μακεδονία» σε «Π.Γ.Δ.Μ.». Ο κύριος Γ. Καντιάνης όμως όχι μόνον υπέγραψε το κείμενο ως είχε, αλλά μου είπε ότι : «αυτά τα οποία ισχυρίζομαι είναι αηδίες και εμπεριέχουν επικίνδυνες και εθνικόφρονες αντιλήψεις». Εγώ βέβαια δεν υπέγραψα την εν λόγω δανειακή σύμβαση.
Την 17ην Ιουλίου 1998 περί ώραν 10.00 π.μ. και ενώ εργαζόμουν κανονικά με κάλεσε στο γραφείο του ο κύριος Γ. Καντιάνης και με ρώτησε εάν τελικά θα συμμετάσχω ή όχι στα σχέδιά τους, αφού οι άλλοι συνάδελφοι στην Αθήνα επείγονται να εφαρμόσουν το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» άμεσα και στην Κύπρο, παρακαλώντας με συγχρόνως να ενδώσω προς χάριν του επειδή εκείνος σύντομα βγαίνει σε σύνταξη και δεν θα του εδίδετο άλλη ευκαιρία διά να γίνει πλούσιος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Του απήντησα, σε έντονο και κατηγορηματικό ύφος, ότι η δήλωσή μου για καταγγελία μου στον Εισαγγελέα ισχύει όσο ποτέ άλλοτε. Τότε μου είπε μεγαλόφωνα επί λέξει « τώρα Στέφανε θα δεις το άλλο πρόσωπο της Εμπορικής, γιατί εγώ την χρειάζομαι την Εμπορική και δεν θα μείνω έξω από αυτό το παιχνίδι».
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας 17.07.1998 αναχώρησα για την προγραμματισθείσα άδειά μου, αφού πρώτα μετέβην στο Δικηγορικό Γραφείο της κυρίας Λίας Γεωργιάδη και την ενημέρωσα λεπτομερώς περί του τι είχε συμβεί στο γραφείο του κυρίου Γ. Καντιάνη.
Όταν την 29ην Ιουλίου 1998 επέστρεψα από την άδειά μου, μετά από δίωρο περίπου παρέλευσιν, ο κύριος Γ. Καντιάνης με κάλεσε στο γραφείο του και μου διεμήνυσε, ότι η Διοίκηση της Εμπορικής Τραπέζης λέγει τα καλλίτερα λόγια γιά εμένα, ότι σχεδιάζει να με κάνει Διευθυντή όλων των Διευθύνσεων Διαχειρίσεως Διαθεσίμων του Ομίλου της Εμπορικής ανά τον κόσμο και ότι «εν πάση περιπτώσει η Εμπορική Τράπεζα είναι κράτος και αγοράζει με τα λεφτά, τα οποία διαθέτει, όποιον εισαγγελέα γουστάρει. Οι εισαγγελείς, μου είπε, είναι πιό διεφθαρμένοι από εκείνους που θα καταγγείλεις και θα το διαπιστώσεις αυτό, όταν περάσεις το κατώφλι του εισαγγελικού τους γραφείου».
Όταν διαπίστωσε ότι είμαι ανένδοτος, άρχισε εκ νέου να με απειλεί και να τηλεφωνεί παρουσία μου στον κύριο Γ. Μιχελή λέγοντάς του, ότι θα πρέπει να ενεργοποιήσουν άμεσα το σχέδιο απομακρύνσεώς μου όχι μόνο από την Κύπρο, αλλά και από την Εμπορική Τράπεζα εν γένει, διότι η παραμονή μου και τα όσα ήδη γνωρίζω εγκυμονούν ανυπολόγιστους κινδύνους.
Την επομένη ημέρα 30.07.1998 μετέβην στο γραφείο μου κανονικά γύρω στις 07.30 το πρωί, ανέλαβα υπηρεσία και περί την 09.00 π.μ. αντελήφθην, ότι μία ομάς αποτελούμενη από τους κ.κ. Γ. Καντιάνη (Γενικό Δ/ντή Κύπρου), Φοίβο Γάβρη (Διευθυντή Προσωπικού Εμπορικής Κύπρου), Γ. Αγγέλη (Διευθυντή Πιστοδοτήσεων Εμπορικής Κύπρου) και τον Λουκή Παπαφιλίππου (Νομικό Σύμβουλο της Εμπορικής Κύπρου) προσήρχετο με άγριες διαθέσεις προς το γραφείο μου και κατά την είσοδό τους ο κύριος Λουκής Παπαφιλίππου, απαίτησε να αποχωρήσω από την θέση μου αμέσως, χωρίς να ακουμπήσω τίποτα άλλο εκτός από τον χαρτοφύλακά μου απαιτώντας να υπογράψω αμέσως μίαν επιστολή, η οποία περιείχε πλήθος ψευδών και αναληθών ισχυρισμών για το άτομό μου και με απείλησε, ότι θα καλέσει την αστυνομία σε περίπτωση κατά την οποία δεν συμμορφωνόμουν με τις υποδείξεις του. Απευθυνόμενος δε προς τους κ.κ. Γ. Καντιάνη, Φοίβο Γάβρη και Γ. Αγγέλη τους είπε και εκείνοι συμφώνησαν ότι είναι Μάρτυρες, ότι δήθεν προκαλώ επεισόδιο και ότι η παρουσία της αστυνομίας και της επ’ αυτοφώρου εις βάρος μου διαδικασίας είναι επιβεβλημένη.
Φυσικά ουδέν εκ των ανωτέρω αλήθευε και η όλη προσπάθεια του κυρίου Λουκή Παπαφιλίππου απέβλεπε σε εκφοβισμό και άσκηση ψυχολογικής βίας σε βάρος μου. Παρά την απερίγραπτη λύπη και θυμό μου διά τον εξευτελισμό που δεχόμουν εκείνη την στιγμή (μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα να συμμετάσχω σε ενέργειες που μετέπειτα πολλοί χαρακτήρισαν ως το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος του Ελληνικού λαού και την μεγαλύτερη απάτη όλων των εποχών εις βάρος του Ελληνικού Κράτους από ιδρύσεως του) διατήρησα την ψυχραιμία μου, τηλεφώνησα και μίλησα με την δικηγόρο μου κυρία Λία Γεωργιάδη, η οποία και με συμβούλεψε να υπογράψω την επιστολή, που ετσιθελικά και επιτακτικά ήθελαν εδώ και τώρα να υπογράψω, με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου, και απεχώρησα.
Την 2αν Σεπτεμβρίου 1998 μετά από επιστολή, την οποία απέστειλε η πληρεξούσιος δικηγόρος μου κυρία Λία Γεωργιάδη και ελλείψει σαφών και εγγράφων οδηγιών γιά το σε ποιά τελικώς υπηρεσιακή θέση τοποθετούμαι, σε ποιά πόλη και από πότε, παρουσιάστηκα δια να αναλάβω υπηρεσία στην Εμπορική Τράπεζα της Κύπρου.
Προς μεγάλη μου έκπληξη ο κύριος Λουκής Παπαφιλίππου συνοδευόμενος από δύο ακόμη δικηγόρους του δικηγορικού του γραφείου, οι κ.κ. Γ. Καντιάνης, Φ. Γάβρης και ο Γ. Αγγέλης είχαν παραταχθεί στην κυρία είσοδο της Τραπέζης και δεν μου επέτρεψαν ούτε καν να εισέλθω, σε ερώτησή μου δε να μου δώσουν λεπτομέρειες γιά το πού ακριβώς τοποθετούμαι, ο κύριος Γ. Καντιάνης μου απήντησε ότι θα τοποθετηθώ στην Διεύθυνση που έξωθεν υπάρχει η επιγραφή «Ψυγείο» και με απέπεμψαν σκαιώς λέγοντάς μου μπροστά σε όλους τους Συναδέλφους μου, ότι δεν έχω πλέον θέση στην Εμπορική Τράπεζα.
Κατόπιν των ανωτέρω άρχισα να ενημερώνω τους αρμόδιους φορείς της εν Λευκωσία Αμερικανικής Πρεσβείας, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που ενήργησαν για την προστασία των Ταμείων τους, τις εισαγγελικές αρχές της Ελλάδος οι οποίες χρέωσαν την υπόθεση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών κύριο Δημήτριο Ασπρογέρακα ο οποίος μου εξομολογήθηκε ότι ενώ οι καταγγελίες μου επιβεβαιώθηκαν ακόμη και από το ΣΔΟΕ, κατά έναν περίεργο τρόπο οι ανώτεροί του τα κουκούλωσαν όλα και παράλληλα ενημέρωνα τους Μετόχους της Εμπορικής Τραπέζης από το βήμα των Γενικών Συνελεύσεων.
Εν συνεχεία στις κατωτέρω ημεροχρονολογίες ενημέρωσα τους αναφερομένους με τα κατωτέρω κατά περίπτωση έγγραφα:
Α] Τους κ.κ. Κώστα Σημίτη, Γιάννο Παπαντωνίου [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ3896/21-06-2000], Κώστα Σημίτη, Ιωάννη Στουρνάρα [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ3161/18-05-2001 έγγραφο], Κώστα Σημίτη, Νίκο Χριστοδουλάκη [με το υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ7839/08-01-2003 έγγραφο], τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κύριο Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος την 18η Μαρτίου 2003 εγγράφως αντέταξε: «……δεν μπορώ να πράξω τίποτα, ούτε να παρέμβω οπουδήποτε» και ο οποίος την 20η Απριλίου 2007 δήλωνε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία: «Τα πάντα στην Ελλάδα ρέπουν στη διαφθορά. Οι πάντες στην Ελλάδα εξαγοράζονται».
Ενημέρωσα τον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελο Κρουσταλάκη [ αρ.πρωτ. 2263/04-03-2003] ο οποίος είχε διατυπώσει και την ρήση: «Δεν είναι άξια επαίνων η Ελληνική Δικαιοσύνη. Μουσκεύουμε στην αμαρτία» τους κ.κ.Κώστα Καραμανλή, Γεώργιο Προβόπουλο [με τα υπ’ αριθ. Πρωτ. Κ6628 και Κ6629/27-09-2004 έγγραφα], Γεώργιο Αλογοσκούφη [13-07-2006], Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου με τα έγγραφα [1] 13-10-2009 παραληφθέν από τονΔημήτριο Μακαρούνη, [2] στο Καστρί 24/10/2009, [3] στο Καστρί 21-03-2010 και [4] με το αρ. πρωτ. Κ2497/29-03-2010], Αντώνιο Κροντηρά [24 Απριλίου 2008], Χάρη Καστανίδη [αρ. πρωτ. 122/13-10-2009], Ευάγγελο Βενιζέλο [αρ. πρωτ. 05732/01-07-2011 – 05781/04-7-2011] και Νικόλαο Εμπέογλου [21-10-2010 και 21-11-2012].
Σημειωτέον ότι οι κ.κ. Γεώργιος Κωνσταντινόπουλος και Ιωάννης Μπαμπαδήμας, Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Εργαζομένων της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε στο έντυπο του συλλόγου τους, με την προμετωπίδα: «Μας αφορά όλους» διατυπώνουν την θέση ότι: «Οι Ελληνικές τράπεζες που, με τη βοήθεια του κράτους, εκμεταλλεύτηκαν – καταλήστευσαν επί δεκαετίες τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων με εξευτελιστικούς τόκους καταθέσεων, συνεχίζουν να σας ληστεύουν με το χειρότερο τρόπο εκμεταλλευόμενες τις οικονομικές δυσκολίες σας!!!.......Αρνούνται να εφαρμόσουν δικαστικές αποφάσεις, που δικαιώνουν συναλλασσόμενους πολίτες και εργαζόμενους. Παραβιάζουν την Εργατική Νομοθεσία και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Προσπαθούν να διαλύσουν τα ασφαλιστικά μας Ταμεία. Αμφισβητούν το Σύνταγμα και τους Νόμους….».
Β) Προς αποτροπή του σχεδίου, του οποίου έγινα κοινωνός, ζήτησα εγγράφως την βοήθεια των κατωτέρω αναφερομένων κορυφαίων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνο, φερόμενων ως οι «θεματοφύλακες της Διεθνούς Τάξεως και του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» κ.κ.: George W. Bush και George J. Tenet (C.I.A.) [06-12-2002], Τed White και Mary Morris (CaLPERS) [21-08-2003], Joaquin Almunia [08-08-2005],τότε αρμόδιο Επίτροπο της Ε.Ε. για θέματα Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και νυν Αντιπρόεδρο της Ε.Ε., Marc Antoine Autheman, 30.09.2003, Διευθύνοντα Σύμβουλο του Δ.Σ. του Ομίλου της Credit Agricole S.A., A. Schaub και Alessandra Capra, αξιωματούχους της Ε.Ε., στις Βρυξέλες και τον Charlie Mc Greevy, αρμόδιο Επίτροπο για θέματα Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε [24 Οκτωβρίου 2005], Rene Carron, Πρόεδρο του Δ.Σ. του Ομίλου της Credit Agricole S.A. [17-10-2006], Jean Frederic de Leusse [24 Απριλίου 2008], Nicolas Sarkozy, [14-10-2008, 04-12-2008 υπ’ αρ. πρωτ. 185333/11-12-2008 και 08-03-2012], τότε αρμόδιο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ταυτοχρόνως Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Christine Lagarde (I.M.F.) [με το υπ’ αρ. πρωτ. 185333/11-12-2008], τότε Υπουργό των Οικονομικών της Γαλλίας και νυν Διευθύντρια του Δ.Ν.Τ., Alain Strub [06 Μαΐου 2011], David Cameron και David Maurice Landsman [21η Ιουλίου 2011], Barack H. Obama και Dr. Daniel Bennett Smith [21η Ιουλίου 2011 και 30η Απριλίου 2012], Jean Paul Chifflet [16-04-2012], Francois Hollande στις 21.04.2012 και στις 21.07.2012 την Viviane Reding και τον κ. Olli Rehn, αρμοδίους Επιτρόπους στην Ε.Ε. για Θέματα Δικαιοσύνης και Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής αντιστοίχως.
Oι διοικήσεις των Συνταξιοδοτικών και Ασφαλιστικών Ταμείων – Μετόχων της Emporiki Bank αλλά και άλλων Ελληνικών Τραπεζών, εφαρμοζομένου του σχεδίου «ΣΟΦΟΚΛΗΣ», έχασαν δολίως το μεγαλύτερο μέρος των αποθεματικών τους κεφαλαίων με αποτέλεσμα να μην έχουν σήμερα την δυνατότητα καταβολής αξιοπρεπών συντάξεων και παροχής στοιχειωδών ιατροφαρμακευτικών και νοσοκομειακών καλύψεων στους Ασφαλισμένους τους, έφθασαν δε αυτοί, οι οποίοι τοποθετούσαν με μηδενικά επιτόκια τα αποθεματικά των Ταμείων στις τράπεζες, ώστε με την σειρά τους αυτές να δανείζουν – δωρίζουν τα χρήματα αυτά ως δανεικά και αγύριστα σε πολιτικά κόμματα, σε αεριτζήδες απατεώνες και κερδοσκόπους, να εκλιπαρούν τώρα τους διεθνείς τοκογλύφους να τους δανείσουν έστω και ασήμαντα ποσά με πανάκριβα χρεωστικά επιτόκια για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και για το γεγονός αυτό κωφεύουν οι πάντες.
Το σχέδιο «ΣΟΦΟΚΛΗΣ» ήτο προσχεδιασμένο και εμείς ως Μέτοχοι αμφότεροι της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. (Emporiki Bank), μέλους του Credit Agricole Group αλλά και ως Treasurer (Διευθυντής Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων) ο Στέφανος Στ. Τσίπας, καταγγέλλουμε τα ανωτέρω συμβάντα, προκειμένου να αποκαλυφθεί το εξυφανθέν, εκ μέρους οικονομικών παραγόντων του εξωτερικού και του εσωτερικού, από το 1998 σχέδιο «Σοφοκλής» εις βάρος της Εθνικής μας Οικονομίας.
Αθήνα 21 Σεπτεμβρίου 2012
Στέφανος Σ. Τσίπας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου