ΑΠΟ ΤΗΣ ΣΚΥΛΕΣ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΤΙΣ ΣΚΥΛΟΥΔΕΣ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ
Πώς βγήκε ο όρος «Σκυλάδικο»; Ποια μαγαζιά ονομάστηκαν «ΣΚΥΛΑΔΙΚΑ» !!!
Στην περιοχή Αγίου Διονυσίου Πειραιά υπήρχε ένα μεγάλο και κακόφημο οικοδομικό συγκρότημα, με το όνομα Βούρλα, γνωστό και ως το «Χαμαιτυπείον».
Λίγο μετά μετασκευασμένο, λειτούργησε ως φυλακή, η περίφημη φυλακή των Βούρλων, η οποία έμεινε στην ιστορία γιατί από εκεί, το 1955, ανοίγοντας υπόγεια σήραγγα πενήντα μέτρων, απέδρασαν μέρα-μεσημέρι περίπου τριάντα πολιτικοί κρατούμενοι, στελέχη του τότε παρανόμου ΚΚΕ.
Το οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβη και κατόπιν υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη, φίλου, συνεργάτη και υποτακτικού της βασιλικής οικογένειας και τελικά, της χούντας. Το κτίριο λοιπόν αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια (που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής), ασκούσαν το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσέλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.
Οι εγκατεστημένες στο συγκρότημα Πιπινέλη, δηλαδή στα Βούρλα, κυρίες, επειδή ακριβώς διέθεταν τα στοιχειώδη σύνεργα του επαγγέλματος, όπως στέγη και κρεβάτι, δούλευαν με τιμές σχετικά υψηλές και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν τη διακεκριμένη τάξη της περιοχής. Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κρεβατιού στο συγκρότημα των Βούρλων. Θεωρούνταν δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιφέρονταν στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων.
Γι’ αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Είχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Αγίου Διονυσίου. Όπως αφηγήθηκε ο Μηνάς, παλιός γνώριμος της Τρούμπας: «Στην Τρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Τα ονόμαζαν «καμπαρέ». Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Βούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο… μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση μεταξύ Βούρλων και Τρούμπας».
Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Τρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Αμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα.
Με τον 6ο Στόλο, στην Τρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο».
Το οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβη και κατόπιν υπουργού Εξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη, φίλου, συνεργάτη και υποτακτικού της βασιλικής οικογένειας και τελικά, της χούντας. Το κτίριο λοιπόν αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια (που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής), ασκούσαν το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσέλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.
Οι εγκατεστημένες στο συγκρότημα Πιπινέλη, δηλαδή στα Βούρλα, κυρίες, επειδή ακριβώς διέθεταν τα στοιχειώδη σύνεργα του επαγγέλματος, όπως στέγη και κρεβάτι, δούλευαν με τιμές σχετικά υψηλές και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν τη διακεκριμένη τάξη της περιοχής. Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κρεβατιού στο συγκρότημα των Βούρλων. Θεωρούνταν δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιφέρονταν στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων.
Γι’ αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Είχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Αγίου Διονυσίου. Όπως αφηγήθηκε ο Μηνάς, παλιός γνώριμος της Τρούμπας: «Στην Τρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Τα ονόμαζαν «καμπαρέ». Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Βούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο… μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση μεταξύ Βούρλων και Τρούμπας».
Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Τρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Αμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα.
Με τον 6ο Στόλο, στην Τρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο».
Κατ’ αναλογία με τις «σκύλες» και τους «σκύλους» της γέφυρας του Αγίου Διονυσίου τα δεύτερα μαγαζιά της Τρούμπας ονομάσθηκαν «σκυλάδικα» και οι καλλιτέχνιδες «σκυλούδες»…
* Το κείμενο αποτελεί κομμάτι της αφήγησης ενός κατοίκου της Τρούμπας στον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Καθημερινή», Αντώνη Καρκαγιάννη, που δημοσιεύτηκε στις 22/12/2002
* Το κείμενο αποτελεί κομμάτι της αφήγησης ενός κατοίκου της Τρούμπας στον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Καθημερινή», Αντώνη Καρκαγιάννη, που δημοσιεύτηκε στις 22/12/2002
http://foroline.gr/archives/7726
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου