Ρεαλιστικές προτάσεις για είσπραξη ληξιπρόθεσμων !!!
Του Γιώργου Δαλιάνη
Η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών προσπαθεί να βρει λύσεις, ώστε να εισπράξει όσο δυνατόν περισσότερα από τα βεβαιωθέντα και ανείσπρακτα δισεκατομμύρια, που οφείλουν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Η κινητοποίηση των ομολογουμένως αποδομημένων φοροελεγκτικών μηχανισμών, αλλά κι ασφυκτική πίεση που ασκεί η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε όλους ανεξαιρέτως τους οφειλέτες, δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναμενόμενα. Τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά και το ποσοστό είσπραξης περιορίζεται σε μονοψήφια νούμερα.
Το αποθαρρυντικό όμως είναι ότι κι η πραγματική εισπραξιμότητα των ποσών αυτών είναι εξίσου χαμηλή. Οι λόγοι πολλοί και σύνθετοι, καθιστώντας τη λύση του προβλήματος ιδιαίτερα περίπλοκη.
Οι Έλληνες φορολογούμενοι, βιώνουν την παρατεταμένη οικονομική κρίση αλλά και την “κόπωση” από την υποχρέωση καταβολής διαρκώς νέων φόρων. Η επιβολή υπέρογκων προστίμων και προσαυξήσεων επί φορολογικών παραβάσεων, αλλά και σε απλές περιπτώσεις εκπρόθεσμης εξόφλησης φόρων, οδηγούν συχνά σε αντικειμενική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών προς το κράτος. Επίσης, εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας βρίσκονται σε εκκρεμότητα στις δικαστικές αίθουσες, πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να λυθούν εξωδικαστικά, αν λαμβάνονταν τολμηρά μέτρα από τη Πολιτεία.
Με το παρόν κείμενο θα καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις – προτάσεις, που θα συνέβαλαν στη ρεαλιστική αναπροσαρμογή των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του ελληνικού δημοσίου και στην άμεση αύξηση των εισπράξεων.
Μείωση πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων λόγω φορολογικής παράβασης. Σε περίπτωση διαπίστωσης εκ μέρους της φορολογικής αρχής οιασδήποτε παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας π.χ. στη φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ, καταλογίζονται υπέρογκα πρόσθετα ποσά σε βάρος των φορολογούμενων. Βεβαιώνεται όχι μόνο η διαφορά του κυρίου φόρου, την καταβολή του οποίου ο φορολογούμενος απέφυγε, αλλά και πρόσθετοι φόροι και προσαυξήσεις λόγω ανακρίβειας, υπολογιζόμενοι σε ποσοστό επί του προκύπτοντος κύριου φόρου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση υποβολής ανακριβούς (κατά τη κρίση του ελέγχου) φορολογικής δήλωσης (προ της 31/12/2013), οι πρόσθετοι φόροι ανέρχονται σε ποσοστό 2% επί του προκύπτοντος κύριου φόρου και σε 3% επί του Φ.Π.Α., για κάθε μήνα καθυστέρησης από το χρόνο που ο φορολογούμενος όφειλε να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο, με ανώτατο όριο προσαυξήσεων το 120% του κύριου φόρου. Για παράδειγμα ισχύει το παράλογο, να απαιτείται κύριος φόρος 100€ και προσαυξήσεις 120€. Πρόκειται για κατάφορη αδικία καθώς εν πολλοίς οφείλεται στην αδυναμία της πολιτείας να επιτελέσει εγκαίρως το ελεγκτικό της έργο. Μια δραστική μείωση των προσαυξήσεων πιστεύουμε ότι θα βρει πρόθυμους φορολογούμενους να αποδεχτούν μια συμβιβαστική λύση, για υποθέσεις που βρίσκονται στην διαδικασία εξέτασης από την επιτροπή (ενδικοφανούς προσφυγής) και για όσες υποθέσεις βρίσκονται στις δικαστικές αίθουσες. Στην περίπτωση των ήδη βεβαιωμένων οφειλών από τις Δ.Ο.Υ., που περιέχουν τέτοιες προσαυξήσεις, η ανταπόκριση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Άρση των συνεπειών στο κύρος των βιβλίων από τη λήψη εικονικών στοιχείων.
Με την εφαρμογή από 1/1/2013 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης (ΚΦΑΣ) Ν.4093/2012, καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) ΠΔ 186/92. Επίσης, με τον Ν.4110/2013 τροποποιήθηκε το άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) Ν.2238/94. Τα ανωτέρω είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξουν ριζικά οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων κρίνονται τα βιβλία ανακριβή, οπότε κι ο προσδιορισμός του εισοδήματος γίνεται εξωλογιστικά. Προτείνουμε οι πιο ελαστικές αυτές διατάξεις να έχουν αναδρομική ισχύ, για υποθέσεις προγενέστερες της 1/1/2013. Δεν είναι δυνατόν για μια φορολογική παράβαση, ο παραβάτης φορολογούμενος να καλείται τελικά να καταβάλει φόρους στο πενταπλάσιο. Ακόμη κι αν το επιθυμεί είναι αντικειμενικά αδύνατον να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις τέτοιου ύψους και δη στις σημερινές οικονομικές συγκυρίες. Επίσης, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά τα πρόστιμα του Ν.2523/97, που προβλέπουν καταβολή ποσού του διπλάσιου της συναλλαγής και του τριπλασίου του αναλογούντος Φ.Π.Α.
Κατάργηση του ποινολογίου για εκπρόθεσμες υποβολές δηλώσεων ή και καταβολές φόρων.
Η εφαρμογή από 1/1/2014 των άρθρων 53,54,57 και 59 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας Ν.4174/13 εισήγαγαν δρακόντειες διατάξεις. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται για εκπρόθεσμες υποβολές δηλώσεων φορολογικών υποχρεώσεων και σε περιπτώσεις μη τήρησης φορολογικών διαδικασιών, είναι πέραν του δέοντος υψηλά. Σε περιπτώσεις μάλιστα παρακρατούμενων φόρων, τέτοιου είδους πρόστιμα επιβάλλονται ακόμα και στην εκπρόθεσμη καταβολή. Η μέχρι σήμερα εφαρμογή του νόμου δημιούργησε προβλήματα , τιμώρησε σε πολλές περιπτώσεις και μάλιστα με αμετροέπεια απλά ανθρώπινα λάθη, ενώ δεν κατάφερε να συνετίσει τους ασυνεπείς φορολογούμενους.
Αλλαγές στη ρύθμιση οφειλών.
Διαγραφή προσαυξήσεων σε περίπτωση άμεσης εξόφλησης ή ρύθμιση του οφειλόμενου υπολοίπου σε 100 άτοκες δόσεις. Μια πιο ριζοσπαστική λύση θα ήταν η ρύθμιση να αφορά μόνο τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Η αξιολόγηση των εταιρειών θα μπορούσε να γίνει βάσει μελετών βιωσιμότητας με προκαθορισμένο ελάχιστο περιεχόμενο και με ευθύνη των υπογραφόντων. Συγκεκριμένοι δείκτες που μπορούν να προκύψουν από τις ήδη υποβληθείσες δηλώσεις εισοδήματος και ΦΠΑ και την συγκέντρωση όλων των οφειλών προς το δημόσιο, θα μπορούσαν να υποδείξουν άμεσα ποιες περιπτώσεις χρήζουν έλεγχο. Εφόσον βεβαίως προκύπτουν ουσιώδεις αποκλίσεις από την πραγματικότητα στην μελέτη, να επιβάλλονται κυρώσεις. Πρέπει να πάψει πλέον η διοίκηση να εθελοτυφλεί και να δέχεται αιτήματα ρύθμισης από προφανώς πτωχευμένες επιχειρήσεις με ανύπαρκτο κύκλο εργασιών, που στην ουσία εμποδίζουν τις υπηρεσίες της και τη Δικαιοσύνη να πάρουν τα απαιτούμενα μέτρα για διασφάλιση των απαιτήσεων.
Κατάργηση της διαδικασίας ενδικοφανούς προσφυγής και επαναφορά της διοικητικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών.
Η αδυναμία υλοποίησης της διαδικασίας ενδικοφανούς προσφυγής είναι δυστυχώς αναμφίβολο γεγονός. Σκοπός της είναι η αξιολόγηση και η εις βάθος εξέταση των διαφορών φορολογούμενου και διοίκησης, πριν αυτές φτάσουν στο Δικαστήριο. Η διαδικασία αυτή θεσπίσθηκε για να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην άσκοπη, χρονοβόρα, επίπονη και συνάμα κοστοβόρα, τόσο για τον φορολογούμενο όσο και για το Δημόσιο, προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Δυστυχώς, παρόλες τις πρόσφατες παρεμβάσεις της διοίκησης η διαδικασία εξακολουθεί να μην επιτελεί το ρόλο της. Πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να επανέλθει με ουσιώδεις παρεμβάσεις και βελτιώσεις το προηγούμενο καθεστώς, παράλληλα με το δέλεαρ της μείωσης των προσαυξήσεων σε ποσοστό ίσο ή και μεγαλύτερο από τα τρία πέμπτα (3/5), που προέβλεπαν οι διατάξεις του άρθρου 70Α του Ν.2238/94, ώστε ο φορολογούμενος να έχει ένα κίνητρο άμεσης περαίωσης της φορολογικής διαφοράς.
Μείωση ποσοστού προκαταβολής φόρου για προσφυγή στο Δικαστήριο.
Ο φορολογούμενος για να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια θα πρέπει να προηγηθεί η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής και να καταβληθεί το 50% του βεβαιωμένου ποσού, ώστε να τύχει την αναστολή πληρωμής του υπόλοιπου ποσού. Το “ληστρικό” αυτό ποσοστό θεσπίσθηκε ώστε να λειτουργήσει ως ανάχωμα, στις μαζικές προσφυγές στα Δικαστήρια από τους φορολογούμενους. Δυστυχώς, η εφαρμογή αυτής της διάταξης απέτυχε. Οι φορολογούμενοι αδυνατώντας να καταβάλλουν την υπέρογκη αυτή προκαταβολή, αφήνουν ολόκληρο το ποσό να βεβαιωθεί, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να στερείται σημαντικών ποσών που θα εισέπραττε σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μειωθεί άμεσα το ποσοστό, όχι μόνο για εισπρακτικούς αλλά και για ηθικούς λόγους. Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης και η αντιμετώπιση του υπερκορεσμού των φορολογικών δικαστηρίων, όπως κι εμείς επισημάναμε πρέπει να αντιμετωπιστεί, όχι όμως στερώντας το αναφαίρετο δικαίωμα των φορολογούμενων να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη, λόγω αδυναμίας καταβολής της απαιτούμενης προκαταβολής.
Έλεγχος εμβασμάτων στο εξωτερικό.
Η κρίση οδήγησε πολλούς συμπολίτες μας στο να μεταφέρουν για ασφάλεια τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό. Δυστυχώς οι μαζικές εκροές κεφαλαίων δημιουργούν προβλήματα στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα και συνθήκες αποεπένδυσης στην ελληνική οικονομία. Η επιλογή αυτή, των προφανώς πιο ευκατάστατων ελλήνων πολιτών, σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση για τη χώρα μας, μπορεί να κριθεί ποικιλοτρόπως. Δεν παύει όμως στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αυτή καθεαυτή η μεταφορά των χρημάτων να αποτελεί νόμιμο δικαίωμα κάθε έλληνα πολίτη. Το διακύβευμα έγκειται στον εντοπισμό των εμβασμάτων που αποτελούν προϊόν φοροδιαφυγής. Όμως, το αντικειμενικό πρόβλημα είναι η αδυναμία να ελεγχθούν όλες αυτές οι συναλλαγές, ειδικά από τον υπάρχοντα ελεγκτικό μηχανισμό, κυρίως λόγω του μεγάλου όγκου κάθε υπόθεσης ξεχωριστά. Πιστεύουμε ότι πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους υπό έλεγχο φορολογούμενους να καταβάλουν ένα ποσό φόρου, εν είδει περαίωσης, ώστε να πάψει οποιαδήποτε ελεγκτική διαδικασία. Στα μεγάλα ποσά θα μπορούσε να επιβληθεί και μία πρόσθετη έκτακτη εισφορά για λίγα χρόνια σε περίπτωση που δεν επενδύεται τουλάχιστον διπλάσιο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις που θα πρέπει να είναι νέες, θα ελέγχονται με την λογική αναπτυξιακών νόμων κατά τα χρόνια της υλοποίησης πλέον πέντε ετών (π.χ. 10.000.000€ εμβάσματα στο εξωτερικό 1% εισφορά = 100.000€ για 3 χρόνια εφόσον δεν επενδύονται 200.000€ για κάθε ένα από τα τρία χρόνια εντός Ελλάδας).
Πιστεύουμε ότι για να εισπραχθούν άμεσα χρήματα πρέπει να παρθούν, άμεσες και τολμηρές αποφάσεις.
* Ο κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion A.E.
Πηγή:www.capital.gr
Του Γιώργου Δαλιάνη
Η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών προσπαθεί να βρει λύσεις, ώστε να εισπράξει όσο δυνατόν περισσότερα από τα βεβαιωθέντα και ανείσπρακτα δισεκατομμύρια, που οφείλουν φυσικά και νομικά πρόσωπα. Η κινητοποίηση των ομολογουμένως αποδομημένων φοροελεγκτικών μηχανισμών, αλλά κι ασφυκτική πίεση που ασκεί η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας σε όλους ανεξαιρέτως τους οφειλέτες, δεν φαίνεται να αποδίδει τα αναμενόμενα. Τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά και το ποσοστό είσπραξης περιορίζεται σε μονοψήφια νούμερα.
Το αποθαρρυντικό όμως είναι ότι κι η πραγματική εισπραξιμότητα των ποσών αυτών είναι εξίσου χαμηλή. Οι λόγοι πολλοί και σύνθετοι, καθιστώντας τη λύση του προβλήματος ιδιαίτερα περίπλοκη.
Οι Έλληνες φορολογούμενοι, βιώνουν την παρατεταμένη οικονομική κρίση αλλά και την “κόπωση” από την υποχρέωση καταβολής διαρκώς νέων φόρων. Η επιβολή υπέρογκων προστίμων και προσαυξήσεων επί φορολογικών παραβάσεων, αλλά και σε απλές περιπτώσεις εκπρόθεσμης εξόφλησης φόρων, οδηγούν συχνά σε αντικειμενική αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών προς το κράτος. Επίσης, εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας βρίσκονται σε εκκρεμότητα στις δικαστικές αίθουσες, πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να λυθούν εξωδικαστικά, αν λαμβάνονταν τολμηρά μέτρα από τη Πολιτεία.
Με το παρόν κείμενο θα καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις – προτάσεις, που θα συνέβαλαν στη ρεαλιστική αναπροσαρμογή των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του ελληνικού δημοσίου και στην άμεση αύξηση των εισπράξεων.
Μείωση πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων λόγω φορολογικής παράβασης. Σε περίπτωση διαπίστωσης εκ μέρους της φορολογικής αρχής οιασδήποτε παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας π.χ. στη φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ, καταλογίζονται υπέρογκα πρόσθετα ποσά σε βάρος των φορολογούμενων. Βεβαιώνεται όχι μόνο η διαφορά του κυρίου φόρου, την καταβολή του οποίου ο φορολογούμενος απέφυγε, αλλά και πρόσθετοι φόροι και προσαυξήσεις λόγω ανακρίβειας, υπολογιζόμενοι σε ποσοστό επί του προκύπτοντος κύριου φόρου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση υποβολής ανακριβούς (κατά τη κρίση του ελέγχου) φορολογικής δήλωσης (προ της 31/12/2013), οι πρόσθετοι φόροι ανέρχονται σε ποσοστό 2% επί του προκύπτοντος κύριου φόρου και σε 3% επί του Φ.Π.Α., για κάθε μήνα καθυστέρησης από το χρόνο που ο φορολογούμενος όφειλε να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο, με ανώτατο όριο προσαυξήσεων το 120% του κύριου φόρου. Για παράδειγμα ισχύει το παράλογο, να απαιτείται κύριος φόρος 100€ και προσαυξήσεις 120€. Πρόκειται για κατάφορη αδικία καθώς εν πολλοίς οφείλεται στην αδυναμία της πολιτείας να επιτελέσει εγκαίρως το ελεγκτικό της έργο. Μια δραστική μείωση των προσαυξήσεων πιστεύουμε ότι θα βρει πρόθυμους φορολογούμενους να αποδεχτούν μια συμβιβαστική λύση, για υποθέσεις που βρίσκονται στην διαδικασία εξέτασης από την επιτροπή (ενδικοφανούς προσφυγής) και για όσες υποθέσεις βρίσκονται στις δικαστικές αίθουσες. Στην περίπτωση των ήδη βεβαιωμένων οφειλών από τις Δ.Ο.Υ., που περιέχουν τέτοιες προσαυξήσεις, η ανταπόκριση θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Άρση των συνεπειών στο κύρος των βιβλίων από τη λήψη εικονικών στοιχείων.
Με την εφαρμογή από 1/1/2013 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης (ΚΦΑΣ) Ν.4093/2012, καταργήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) ΠΔ 186/92. Επίσης, με τον Ν.4110/2013 τροποποιήθηκε το άρθρο 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) Ν.2238/94. Τα ανωτέρω είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξουν ριζικά οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων κρίνονται τα βιβλία ανακριβή, οπότε κι ο προσδιορισμός του εισοδήματος γίνεται εξωλογιστικά. Προτείνουμε οι πιο ελαστικές αυτές διατάξεις να έχουν αναδρομική ισχύ, για υποθέσεις προγενέστερες της 1/1/2013. Δεν είναι δυνατόν για μια φορολογική παράβαση, ο παραβάτης φορολογούμενος να καλείται τελικά να καταβάλει φόρους στο πενταπλάσιο. Ακόμη κι αν το επιθυμεί είναι αντικειμενικά αδύνατον να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις τέτοιου ύψους και δη στις σημερινές οικονομικές συγκυρίες. Επίσης, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά τα πρόστιμα του Ν.2523/97, που προβλέπουν καταβολή ποσού του διπλάσιου της συναλλαγής και του τριπλασίου του αναλογούντος Φ.Π.Α.
Κατάργηση του ποινολογίου για εκπρόθεσμες υποβολές δηλώσεων ή και καταβολές φόρων.
Η εφαρμογή από 1/1/2014 των άρθρων 53,54,57 και 59 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας Ν.4174/13 εισήγαγαν δρακόντειες διατάξεις. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται για εκπρόθεσμες υποβολές δηλώσεων φορολογικών υποχρεώσεων και σε περιπτώσεις μη τήρησης φορολογικών διαδικασιών, είναι πέραν του δέοντος υψηλά. Σε περιπτώσεις μάλιστα παρακρατούμενων φόρων, τέτοιου είδους πρόστιμα επιβάλλονται ακόμα και στην εκπρόθεσμη καταβολή. Η μέχρι σήμερα εφαρμογή του νόμου δημιούργησε προβλήματα , τιμώρησε σε πολλές περιπτώσεις και μάλιστα με αμετροέπεια απλά ανθρώπινα λάθη, ενώ δεν κατάφερε να συνετίσει τους ασυνεπείς φορολογούμενους.
Αλλαγές στη ρύθμιση οφειλών.
Διαγραφή προσαυξήσεων σε περίπτωση άμεσης εξόφλησης ή ρύθμιση του οφειλόμενου υπολοίπου σε 100 άτοκες δόσεις. Μια πιο ριζοσπαστική λύση θα ήταν η ρύθμιση να αφορά μόνο τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Η αξιολόγηση των εταιρειών θα μπορούσε να γίνει βάσει μελετών βιωσιμότητας με προκαθορισμένο ελάχιστο περιεχόμενο και με ευθύνη των υπογραφόντων. Συγκεκριμένοι δείκτες που μπορούν να προκύψουν από τις ήδη υποβληθείσες δηλώσεις εισοδήματος και ΦΠΑ και την συγκέντρωση όλων των οφειλών προς το δημόσιο, θα μπορούσαν να υποδείξουν άμεσα ποιες περιπτώσεις χρήζουν έλεγχο. Εφόσον βεβαίως προκύπτουν ουσιώδεις αποκλίσεις από την πραγματικότητα στην μελέτη, να επιβάλλονται κυρώσεις. Πρέπει να πάψει πλέον η διοίκηση να εθελοτυφλεί και να δέχεται αιτήματα ρύθμισης από προφανώς πτωχευμένες επιχειρήσεις με ανύπαρκτο κύκλο εργασιών, που στην ουσία εμποδίζουν τις υπηρεσίες της και τη Δικαιοσύνη να πάρουν τα απαιτούμενα μέτρα για διασφάλιση των απαιτήσεων.
Κατάργηση της διαδικασίας ενδικοφανούς προσφυγής και επαναφορά της διοικητικής επίλυσης των φορολογικών διαφορών.
Η αδυναμία υλοποίησης της διαδικασίας ενδικοφανούς προσφυγής είναι δυστυχώς αναμφίβολο γεγονός. Σκοπός της είναι η αξιολόγηση και η εις βάθος εξέταση των διαφορών φορολογούμενου και διοίκησης, πριν αυτές φτάσουν στο Δικαστήριο. Η διαδικασία αυτή θεσπίσθηκε για να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην άσκοπη, χρονοβόρα, επίπονη και συνάμα κοστοβόρα, τόσο για τον φορολογούμενο όσο και για το Δημόσιο, προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Δυστυχώς, παρόλες τις πρόσφατες παρεμβάσεις της διοίκησης η διαδικασία εξακολουθεί να μην επιτελεί το ρόλο της. Πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να επανέλθει με ουσιώδεις παρεμβάσεις και βελτιώσεις το προηγούμενο καθεστώς, παράλληλα με το δέλεαρ της μείωσης των προσαυξήσεων σε ποσοστό ίσο ή και μεγαλύτερο από τα τρία πέμπτα (3/5), που προέβλεπαν οι διατάξεις του άρθρου 70Α του Ν.2238/94, ώστε ο φορολογούμενος να έχει ένα κίνητρο άμεσης περαίωσης της φορολογικής διαφοράς.
Μείωση ποσοστού προκαταβολής φόρου για προσφυγή στο Δικαστήριο.
Ο φορολογούμενος για να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια θα πρέπει να προηγηθεί η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής και να καταβληθεί το 50% του βεβαιωμένου ποσού, ώστε να τύχει την αναστολή πληρωμής του υπόλοιπου ποσού. Το “ληστρικό” αυτό ποσοστό θεσπίσθηκε ώστε να λειτουργήσει ως ανάχωμα, στις μαζικές προσφυγές στα Δικαστήρια από τους φορολογούμενους. Δυστυχώς, η εφαρμογή αυτής της διάταξης απέτυχε. Οι φορολογούμενοι αδυνατώντας να καταβάλλουν την υπέρογκη αυτή προκαταβολή, αφήνουν ολόκληρο το ποσό να βεβαιωθεί, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να στερείται σημαντικών ποσών που θα εισέπραττε σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις. Πιστεύουμε ότι θα πρέπει να μειωθεί άμεσα το ποσοστό, όχι μόνο για εισπρακτικούς αλλά και για ηθικούς λόγους. Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης και η αντιμετώπιση του υπερκορεσμού των φορολογικών δικαστηρίων, όπως κι εμείς επισημάναμε πρέπει να αντιμετωπιστεί, όχι όμως στερώντας το αναφαίρετο δικαίωμα των φορολογούμενων να προσφεύγουν στην δικαιοσύνη, λόγω αδυναμίας καταβολής της απαιτούμενης προκαταβολής.
Έλεγχος εμβασμάτων στο εξωτερικό.
Η κρίση οδήγησε πολλούς συμπολίτες μας στο να μεταφέρουν για ασφάλεια τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό. Δυστυχώς οι μαζικές εκροές κεφαλαίων δημιουργούν προβλήματα στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα και συνθήκες αποεπένδυσης στην ελληνική οικονομία. Η επιλογή αυτή, των προφανώς πιο ευκατάστατων ελλήνων πολιτών, σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση για τη χώρα μας, μπορεί να κριθεί ποικιλοτρόπως. Δεν παύει όμως στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, αυτή καθεαυτή η μεταφορά των χρημάτων να αποτελεί νόμιμο δικαίωμα κάθε έλληνα πολίτη. Το διακύβευμα έγκειται στον εντοπισμό των εμβασμάτων που αποτελούν προϊόν φοροδιαφυγής. Όμως, το αντικειμενικό πρόβλημα είναι η αδυναμία να ελεγχθούν όλες αυτές οι συναλλαγές, ειδικά από τον υπάρχοντα ελεγκτικό μηχανισμό, κυρίως λόγω του μεγάλου όγκου κάθε υπόθεσης ξεχωριστά. Πιστεύουμε ότι πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους υπό έλεγχο φορολογούμενους να καταβάλουν ένα ποσό φόρου, εν είδει περαίωσης, ώστε να πάψει οποιαδήποτε ελεγκτική διαδικασία. Στα μεγάλα ποσά θα μπορούσε να επιβληθεί και μία πρόσθετη έκτακτη εισφορά για λίγα χρόνια σε περίπτωση που δεν επενδύεται τουλάχιστον διπλάσιο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις που θα πρέπει να είναι νέες, θα ελέγχονται με την λογική αναπτυξιακών νόμων κατά τα χρόνια της υλοποίησης πλέον πέντε ετών (π.χ. 10.000.000€ εμβάσματα στο εξωτερικό 1% εισφορά = 100.000€ για 3 χρόνια εφόσον δεν επενδύονται 200.000€ για κάθε ένα από τα τρία χρόνια εντός Ελλάδας).
Πιστεύουμε ότι για να εισπραχθούν άμεσα χρήματα πρέπει να παρθούν, άμεσες και τολμηρές αποφάσεις.
* Ο κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion A.E.
Πηγή:www.capital.gr