Γράφει ο Κυριάκος Τόμπρας
Έχουμε κουραστεί να καταγγέλλουμε ότι από τον Ιανουάριο του 2013 ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ο σύνδεσμος της ιστοσελίδας του ΟΔΔΗΧ με τα ελληνικά ομόλογα αναφοράς σε κυκλοφορία !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :
Με το τέχνασμα αυτό, η προηγούμενη Κυβέρνηση και η Τρόικα, εξαπάτησαν επί 24 ολόκληρους μήνες τους φορολογούμενους της Ελλάδας και της ΕΕ, εμφανίζοντας το ελληνικό χρέος ως δήθεν βιώσιμο, αφού κανείς δεν γνώριζε και δεν γνωρίζει ακόμη και σήμερα, ποιο ακριβώς είναι το πραγματικό ύψος των εν ισχύ εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου που έχουν παρασχεθεί σε Τράπεζες και ΔΕΚΟ, με την έκδοση ειδικών για το σκοπό αυτό σειρών ομολόγων !!!
ΤΑ ΟΜΟΛΟΓΑ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΜΕΣΑ ΑΠΑΙΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΤΩΝΟΝΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΑ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗΣ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΥ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΔΕΚΟ ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ Ή ΝΑ ΑΝΑΝΕΩΣΟΥΝ ΤΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΛΗΞΗ ΤΟΥΣ !!!
Έτσι λοιπόν, προκύπτουν εύλογα τα εξής ερωτήματα :
- Μπορούν σήμερα τράπεζες και ΔΕΚΟ να εξυπηρετήσουν ή έστω να ανανεώσουν τα δάνειά τους στη λήξη τους ;;;
- Τι ακριβώς έχει γίνει μέχρι σήμερα στις λήξεις ;;; Ακυρώθηκαν, πληρώθηκαν ή ανανεώθηκαν τα συγκεκριμένα ομόλογα ;;;
- Πόσα λήγουν εντός του 2015 ;;;
- Ποιο είναι το υπόλοιπο του σχετικού λογαριασμού που τηρείται στο ΓΛΚ ;;;
- Σε τι ποσό διαμορφώνεται το χρέος στην περίπτωση που στα επίσημα 326 Δις προστεθεί και το υπόλοιπο του συγκεκριμένου λογαριασμού ;;;
Το τεκμήριο της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους είναι κρυμμένο στα άδυτα του ΟΔΔΗΧ και στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όπου τηρούνται οι λογαριασμοί των συγκεκριμένων αυτών εγγυήσεων !!!
Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο ούτε ακόμη κατά το επίσημο μέγεθός του, δηλαδή αυτό των 326 περίπου Δις.
Και αν σε αυτό προστεθεί και το ανωτέρω υπόλοιπο του λογαριασμού των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου που μπορεί, λέμε τώρα, σήμερα να ανέρχεται σε 100, 150 ή ακόμη και 200 Δις, τότε το ελληνικό χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο, δηλαδή εξυπηρετήσιμο, ούτε ακόμη με την πρόταση της LAZARD για κούρεμα 50% !!!
ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΝΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΤΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΔΔΗΧ ΜΕ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΤΟΥ ΓΚΛ, ΜΗΠΩΣ .... ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ ...... ΕΧΟΥΝ ΞΕΧΑΣΤΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΤΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ..... ΛΙΓΑ.... ΔΙΣ !!!
24 ΜΗΝΕΣ ΕΚΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ !!!
ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ ;;;
Για του λόγου το αληθές, ΚΛΙΚ ΕΔΩ :
http://www.pdma.gr/index.php/el/debt-instruments-gr/2012-02-24-17-13-50
Με τους νόμους 3723/2008/ΦΕΚ
250/09-11-2008, 3845/2010/ΦΕΚ 65/06-05-2010, 3872/2010/ΦΕΚ 148/03-09-2010, 3965/2011/ΦΕΚ
113/18-11-2011, 4031/2011/ΦΕΚ 256/09-12-2011, 4056/2012/ΦΕΚ 52/12-03-2012 και
της ΠΝΠ/ΦΕΚ
203Α/14.09.2011, αποφασίστηκε η ενίσχυση της
ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, με την παροχή εγγυήσεων και
ενεχύρων του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου αυτές να προσφύγουν στους χρηματοδοτικούς πόρους :
1. του Μηχανισμού Έκτακτης
Παροχής Ρευστότητας της έκτης (6ης) εδώ εναγόμενης Τράπεζας της
Ελλάδος (ΤτΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.), ήτοι
του λεγόμενου «Emergency Liquidity Assistance (ELA)»,
κατά την από 01/03/2003 ΑΠΟΡΡΗΤΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ του Μνημόνιου Συμφωνίας για
υψηλού επιπέδου αρχές της συνεργασίας μεταξύ των αρχών τραπεζικής εποπτείας και
των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε καταστάσεις διαχείρισης
κρίσεων, του λεγόμενου «M.O.U. - Memorandum of Understanding on high-level
principles of co-operation between the banking supervisors and central banks of the European Union in crisis management
situations», που παρέχει ρευστότητα στις τράπεζες που λειτουργούν στην
Ευρωζώνη όταν αυτές αδυνατούν να
δανειστούν από τη διατραπεζική αγορά ή από την ίδια την Ε.Κ.Τ. μέσω της
κανονικής διαδικασίας, από τον οποίο, δυνάμει των ΠΝΠ/ΦΕΚ 203Α/14.09.2011, ν.
4031/2011/ΦΕΚ 256Α/09.12.2011 και ν. 4056/2012/ ΦΕΚ 52Α/12.03.2012, οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν συνολικά ποσά ρευστότητας 90 δις ευρώ και,
ειδικότερα, συνολικά ποσά 30 δις ευρώ ανά εκταμίευση και ΦΕΚ, τα οποία
καλύφθηκαν στο σύνολό τους με εγγυήσεις ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και
2. του
Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.), που παρέχει ρευστότητα στις τράπεζες που λειτουργούν στην
Ευρωζώνη στη βάση της προσφοράς ενεχύρων, από τον οποίο, σύμφωνα με τη μελέτη της Επιστημονικής Επιτροπής της
Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών «Tο ελληνικό
τραπεζικό σύστημα το 2011 και το 2012,
Ιανουάριος 2013» και τον Πίνακα 1 που δημοσιεύεται στη σελίδα 48
αυτής, οι 4 συστημικές τράπεζες, εκ του συνόλου των 85,00 δις ευρώ του Πυλώνα ΙΙ περί Παροχής Εγγυήσεων και των 8,00 δις
ευρώ του Πυλώνα ΙΙΙ περί Ειδικών Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, άντλησαν
συνολικά ποσά ρευστότητας ως εξής :
Από τα ενέχυρα των Πυλώνων ΙΙ και
ΙΙΙ, οι εγγυήσεις του Ελληνικού
Δημοσίου ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 85,00 δις ευρώ εκ του συνόλου
των 93 δις (85,00 + 8,00 = 93,00), όπως αποδεικνύεται από το περιεγχόμενο της
από 24/09/2012 και με αριθ. Πρωτ.
2/64855/0023 απάντησης και του
συνημμένου σε αυτή εγγράφου πινάκων του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, στην υπ’ αριθ. Πρωτ. 1151/66/39-08-2012
Ερώτηση με ΑΚΕ του Βουλευτή κ.ου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΠΕΡΝΑΡΟΥ.
Η
διαδικασία παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου σε ημεδαπές ή αλλοδαπές
τράπεζες, ημεδαπούς ή αλλοδαπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ή οίκους,
ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, στο Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων και Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, καθώς και σε ξένες
Κυβερνήσεις, για την κάλυψη δανείων, διαχειριστικών πράξεων χρέους, εγγυητικών
επιστολών και πιστώσεων που χορηγούν προς τις Δημόσιες Επιχειρήσεις του
Κεφαλαίου Α΄ ν. 3429/2005, καθώς και για την κάλυψη ομολογιακών δανείων, που
εκδίδονται στην Ημεδαπή ή Αλλοδαπή από τις ως άνω
Δημόσιες Επιχειρήσεις, διέπεται
από τις διατάξεις της υπ’ αριθ.
16736/ΕΓΔΕΚΟ 2579/2009 -ΦΕΚ 588 Β/31-3-2009 περί της διαδικασίας λήψης δανείων με την
εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου από τις Δημόσιες Επιχειρήσεις του Κεφαλαίου Α΄
ν. 3429/2005, της οποίας το άρθρο 1,
προβλέπει ότι :
«1. Οι
Δημόσιες Επιχειρήσεις υποβάλλουν εγγράφως στην Ειδική Γραμματεία Δημοσίων
Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΕΓΔΕΚΟ) τα αιτήματα τους για την παροχή της
εγγύησης. Σε κάθε αίτημα θα πρέπει να διευκρινίζεται ρητά αν η Δημόσια
Επιχείρηση επιθυμεί την εφαρμογή της διαδικασίας του εδαφίου Α ή του εδαφίου Β
του άρθρου 3 της παρούσας.
2. Το
αίτημα διαβιβάζεται από την ΕΓΔΕΚΟ προς:
Α) Την 25η
Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Δ-25 Κίνησης Κεφαλαίων,
Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών), η οποία ελέγχει αν ο αιτούμενος δανεισμός
συμπεριλαμβάνεται στο ετήσιο ανώτατο συνολικό ποσό των νέων εγγυήσεων του
Ελληνικού Δημοσίου.
Β) Τη
Διεύθυνση Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (Διεύθυνση ΔΕΚΟ), η οποία
ελέγχει ότι το αιτούμενο ποσό του δανείου δεν υπερβαίνει το ποσό που έχει
εγκριθεί για την συγκεκριμένη ΔΕΚΟ, ενώ προβαίνει και σε έλεγχο σκοπιμότητας ως
προς τη λήψη του δανείου, με βάση την πορεία της επιχείρησης, τα
προϋπολογιστικά και απολογιστικά στοιχεία, το επιχειρησιακό σχέδιο, καθώς και
τα στοιχεία απασχόλησης, που έχει υποβάλλει η συγκεκριμένη επιχείρηση στην
ΕΓΔΕΚΟ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3429/2005,όπως ισχύει.
Γ) Τον
Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), ο οποίος γνωμοδοτεί:
- για το
είδος του δανεισμού που εξυπηρετεί κατά το βέλτιστο τρόπο τις ανάγκες της
δημόσιας επιχείρησης, συνυπολογίζοντας τις υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις
της,
- για το
εάν η χρονική συγκυρία με βάση τις επικρατούσες, κατά την υποβολή του
αιτήματος, συνθήκες στην εγχώρια και διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά, είναι
κατάλληλη για την λήψη της χρηματοδότησης».
Στο
άρθρο 5 της υπ’ αριθ.
16736/ΕΓΔΕΚΟ 2579/2009 -ΦΕΚ 588 Β/31-3-2009, για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού
Δημοσίου προς πιστωτικά ιδρύματα για τη δανειοδότηση των δημοσίων επιχειρήσεων,
προβλέπεται ότι «……………..δύναται να
ζητηθούν κατά την κρίση του εγγυητή :
α)
επαρκείς ασφάλειες, όπως εγγραφή υποθήκης υπέρ του Δημοσίου επί ακινήτων τους,
εκχώρηση πόρων και δικαιωμάτων και
β)
προμήθεια μέχρι 2% επί του εκάστοτε εγγυημένου ποσού.
Τα ανωτέρω
θα καθορίζονται κάθε φορά στην απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής ΔΕΚΟ και του
Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την οποία παρέχεται η εγγύηση».
Και στο
άρθρο 8 της υπ’ αριθ. 16736/ΕΓΔΕΚΟ
2579/2009 -ΦΕΚ 588 Β/31-3-2009, προβλέπεται
ότι :
«……………1. Σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης
το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο ως εγγυητής εξυπηρετεί πλέον
το δάνειο, θέτει προς εξέταση τους λόγους και τις ενδεχόμενες παραλείψεις
που συνετέλεσαν στην αδυναμία κανονικής εξόφλησης του δανείου από την υπόχρεη
επιχείρηση.
2. Σε
περιπτώσεις όπου το ποσό της κατάπτωσης ή των προβλεπόμενων καταπτώσεων για όλη
τη διάρκεια του έτους είναι ιδιαιτέρως μεγάλο και υπερβαίνει το 50% του ετήσιου
κύκλου εργασιών της δανειολήπτριας επιχείρησης, το Υπουργείο Οικονομίας και
Οικονομικών δύναται να εισάγει το θέμα στην Κυβερνητική Επιτροπή Οικονομικών
και Κοινωνικών Υποθέσεων προς λήψη των απαραιτήτων μέτρων για τη βελτίωση των
οικονομικών προοπτικών της επιχείρησης και τη δημιουργία προϋποθέσεων σταδιακής
αποπληρωμής.».
Έτσι, οι
μακροοικονομικές επιδράσεις των κρατικών εγγυήσεων και, εν προκειμένω,
των ανωτέρω εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) υπέρ των ελληνικών τραπεζών και των ΔΕΚΟ, εξαρτώνται από τον τρόπο χρηματοδότησης τους,
δηλαδή από το κατά πόσο για την κάλυψη
των εγγυήσεων αυτών απαιτείται (α) πρόσθετη φορολογία και (β) νέος δανεισμός ενώ, επειδή οι
ανωτέρω εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου συνιστούν κρατικές ενισχύσεις που επιδοτούν
επιλεκτικά την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των δικαιούχων αυτών, εξαρτώνται
άμεσα από τον επιχειρηματικό και τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς, το
λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο κεφαλαιακής ανεπάρκειας και τον κίνδυνο
συστημικής αστάθειας που αυτές αναλαμβάνουν με την ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας
τους και, ως εκ τούτου, εμπεριέχουν
τον κίνδυνο της επέλευσης του πιστωτικού γεγονότος, του λεγόμενου κατά
την ορολογία των αγορών «credit event»,
αφού, όταν οι εγγυήσεις αυτές
καταπίπτουν, το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ)
και, ειδικότερα, η εμπειρία από τις παρασχεθείσες εγγυήσεις του ΕΔ για τον
δανεισμό των ΔΕΚΟ, οι οποίες κατά την 31/12/2011 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό
των 26,00 δις ευρώ, κατάδειξε ότι αυτές
καταπίπτουν στο σύνολό τους, με
αποτέλεσμα, εν τέλει, το Ελληνικό Δημόσιο να ευθύνεται ως πρωτοφειλέτης και,
έτσι, να υποχρεώνεται να χρηματοδοτήσει
τις εκ της αιτίας αυτής πρόσθετες υποχρεώσεις του, καταφεύγοντας στην επιβολή πρόσθετων φορολογικών βαρών και
δημοσιονομικών μέτρων σε φυσικά
και νομικά πρόσωπα και, παράλληλα, σε νέο
δανεισμό, επιβαρύνοντας έτσι περαιτέρω το δημόσιο χρέος και το
δημοσιονομικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού αφού, ο κρατικός δανεισμός για την πληρωμή των ανωτέρω εγγυήσεων του
Ελληνικού Δημοσίου λόγω της κατάπτωσης τους, επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 8 της υπ’ αριθ.
16736/ΕΓΔΕΚΟ 2579/2009 -ΦΕΚ 588 Β/31-3-2009, των νόμων 3723/2008/ΦΕΚ 250/09-11-2008,
3845/2010/ΦΕΚ 65/06-05-2010, 3872/2010/ΦΕΚ 148/03-09-2010, 3965/2011/ΦΕΚ
113/18-11-2011, 4031/2011/ΦΕΚ 256/09-12-2011,
4056/2012/ΦΕΚ 52/12-03-2012 και της ΠΝΠ/ΦΕΚ 203Α/14.09.2011, δυνάμει των οποίων οι ελληνικές τράπεζες έλαβαν τις
ανωτέρω εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΡΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗΣ,
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΑΥΤΗΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ
ΔΑΠΑΝΗ ΑΝΑ ΕΔΩ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ, αφού κατά το άρθρο 8, 16736/ΕΓΔΕΚΟ 2579/2009 -ΦΕΚ 588 Β/31-3-2009,
προβλέπεται ότι «……1. Σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης το Υπουργείο Οικονομίας και
Οικονομικών, το οποίο ως εγγυητής εξυπηρετεί πλέον το δάνειο…………», κατά τα δημοσιευμένα στα αντίστοιχα ΦΕΚ κείμενα
των νόμων 3723/2008/ΦΕΚ
250/09-11-2008, 3845/2010/ΦΕΚ 65/06-05-2010, 3872/2010/ΦΕΚ 148/03-09-2010,
3965/2011/ΦΕΚ 113/18-11-2011, 4031/2011/ΦΕΚ 256/09-12-2011, 4056/2012/ΦΕΚ 52/12-03-2012, προβλέπεται ότι «………………Το
κόστος που θα βαρύνει το Δημόσιο, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του
Δημοσίου, ενδέχεται να ανέλθει στο ποσό των ………….. ευρώ πλέον των προβλεπομένων
από τους όρους του οικείου ομολογιακού δανείου τόκων και πάσης φύσεως
επιβαρύνσεων, το ακριβές ύψος της οποίας δεν μπορεί να υπολογιστεί……………….» .
Η
υποκατάσταση επιδοτήσεων ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων με εγγυήσεις
δανείων, αποτελεί πάγια οικονομική
πολιτική και τακτική των ελληνικών κυβερνήσεων που, στην πράξη, μεταφέρουν στους κωδικούς αριθμούς
εξόδων των κρατικών εγγυήσεων επιδοτήσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως εν
προκειμένω οι εγγυήσεις που χορηγήθηκαν στις πέντε (5) πρώτες εδώ εναγόμενες
και όπως άλλωστε οι αντίστοιχες των
ΔΕΚΟ, με αποτέλεσμα, τα
επισφαλή αυτά δάνεια, τα οποία χορηγούνται ενώ είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι
θα καταπέσουν, να προκαλούν
σοβαρά προβλήματα στον υπολογισμό και στον έλεγχο του ύψους των πραγματικών
δαπανών και των δανειακών επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού, ενώ περιορίζουν την απαιτούμενη διαφάνεια
και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,
αφού :
· το σωρευμένο χρέος από την κατάπτωση ή την αδυναμία
εξυπηρέτησης των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, καλύπτεται από τον ειδικό
λογαριασμό Κ.Α.Χ.Κ.Ε.Ε.Δ. και δεν
βεβαιώνεται στο Δημόσιο Χρέος και
·
η κεφαλαιοποίηση του σωρρευμένου αυτού χρέους, κατά την
ισχύουσα πρακτική που εφαρμόζεται στις Δ.Ε.Κ.Ο., καλύπτεται με αύξηση του μετοχικού
τους κεφαλαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2190/1920, μετατρέπονας έτσι οι κυβερνήσεις, το σωρρευμένο αυτό χρέος των
εγγυήσεων, σε μετοχικό κεφάλαιο, ήτοι σε μετοχές κυριότητας του Ελληνικού
Δημοσίου, καθιστώντας έτσι
εμμέσεως τους Πολίτες, από πιστωτές, σε μετόχους των ιδιωτικών αυτών επιχειρήσεων
που τελικά επιδοτούνται με τις κρατικές ενισχύσεις των εγγυήσεων του Ελληνικού
Δημοσίου, με δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους,
προσβάλλοντας έτσι το προστατευόμενο από τη διάταξη του
άρθρου 17 του Συντάγματος δικαίωμα ιδιοκτησίας, ήτοι τα εμπράγματα δικαιώματα (Ολ. ΑΠ 7/1990 Δ. 21.908, Ολ.
ΑΠ 4/1989 Δ. 21.938, ΑΠ 345/1994 ΝοΒ 43.247), ενώ έχει επίσης κριθεί ότι στην έννοια της περιουσίας
(ιδιοκτησίας) περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα
τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα (Ολ. ΑΠ 40/1998, Ολ. ΑΠ 2/1995).
Αυτό έχει επίσης ως πρόσθετη επίπτωση, να υφίσταται έλλειψη συγκεκριμένης και ενιαίας μεθοδολογίας
για τον υπολογισμό των εγγυήσεων στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού
και το δημόσιο χρέος, σε επίπεδο Ε.Ε. και ευρωζώνης.
Όμως, η τεχνητή διατήρηση» της βιωσιμότητας, της ρευστότητας, της
φερεγγυότητας και της ανταγωνιστικότητας τραπεζών και ΔΕΚΟ,
δια της κρατικής ενίσχυσης που τους παρέχεται με τους δημόσιους χρηματοδοτικούς
πόρους των εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, ΝΟΘΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ, δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως αυτών, που είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά
της ΕΕ, αφού, στην πράξη, τους επιτρέπει να αναπτύσσουν την ιδιωτική οικονομική τους πρωτοβουλία χωρίς να προβαίνουν σε αναδιάρθρωση, ανακεφαλαιοποίηση
και ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, της ρευστότητας και της
φερεγγυότητας τους με ιδιωτικούς
χρηματοδοτικούς πόρους, προς το σκοπό της βελτιστοποίησης της
λειτουργικής, πιστωτικής και επενδυτικής τους διαδικασίας και της επίτευξης της
μέγιστης δυνατής ασφάλειας, φερεγγυότητας, παραγωγικότητας, αποδοτικότητας και
ρευστότητας ενώ, ταυτόχρονα, ΣΤΡΕΒΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟ, παρέχοντας σε αυτές αδικαιολόγητα, επιλεκτικά πλεονεκτήματα και, έτσι, η κρατική ενίσχυση που τους παρέχεται κατά τα ανωτέρω είναι αντίθετη με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ, αφού στο Τμήμα
2, υπό τον τίτλο «Κρατικές Ενισχύσεις» και στο άρθρο 107, παρ. 1 αυτής (πρώην άρθρο 87 της ΣΕΚ), ρητά αναφέρεται ότι «…………..Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό
οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή
απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων
επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική
αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός
αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως………….» ενώ,
ακόμη, η κρατική ενίσχυση που παρέχεται δια των ανωτέρω εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου
προς τις πέντε (5) πρώτες εδώ εναγόμενες, δεν
συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, του
ανωτέρω άρθρου 107 (πρώην άρθρο 87 της
ΣΕΚ), αφού οι ενισχύσεις αυτές δεν
είναι, ούτε μπορεί να νοηθούν ως (α)
ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος προς μεμονωμένους καταναλωτές, (β) ενισχύσεις για την επανόρθωση
ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες, (γ)
ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το
βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση,
(δ) ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων
κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της
οικονομίας κράτους μέλους, (ε)
ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων
ή οικονομικών περιοχών και (στ)
ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής
κληρονομιάς.
Έτσι, η κατά τα ανωτέρω ΝΟΘΕΥΣΗ
ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, οδηγεί το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε
συγκέντρωση
ισχύος των 4 συστημικών τραπεζών, αφού αυτές έτσι απολαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στην εσωτερική αγορά, ήτοι την κατά το άρθρο 2 του περί Προστασίας
του Ανταγωνισμού ν. 13(Ι)/2008, με την οποία αποκτούν θέση οικονομικής δύναμης
που τις καθιστά ικανές να παρακωλύουν τη διατήρηση αποτελεσματικού
ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά της Ελλάδος και της ΕΕ και τους επιτρέπει να ενεργούν σε
αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες τους και, σε
τελική ανάλυση, ανεξάρτητα από τους καταναλωτές, σε μέτρο μάλιστα που επηρεάζονται οι μεταξύ των κρατών μελών
συναλλαγές, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου
107, παρ. 1 (πρώην άρθρο 87 της ΣΕΚ), της
Συνθήκης
για τη Λειτουργία της ΕΕ, με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό
αθέμιτων επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων και λοιπών εξόδων συναλλαγών ή άλλων
μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις ΓΟΣ (Γενικών Όρων Συναλλαγών), τον περιορισμό της
παροχής δανείων και παροχών καταναλωτικής πίστης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης προς βλάβη των
καταναλωτών, την εφαρμογή ανόμοιων και προφανώς δυσανάλογων όρων για ισοδύναμες
συναλλαγές, με συνέπεια οι υπόλοιπες τραπεζικές
και εν γένει χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική θέση
στον ανταγωνισμό, την εξάρτηση σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ
μέρους των αντισυμβαλλομένων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες εκ της φύσεώς
τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο
των συμφωνιών αυτών, την καταχρηστική
εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται
προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή ή
εμπορικού συνεργάτη τους, ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος τραπεζικών προϊόντων
ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, που συνίσταται ιδιαίτερα
στην επιβολή ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΏΝ Γ.Ο.Σ.,
στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, στη διακοπή της χρηματοδότησης της
πραγματικής οικονομίας και, ιδιαίτερα, των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, με την ανάληψη ή μεταφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται με
τις εν λόγω σχέσεις κατά τρόπο που επηρεάζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή στην
αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων πιστοδοτικών σχέσεων, κατατείνοντας
έτσι στη δημιουργία
ολιγοπωλίων και καρτέλ και στην παρεμπόδιση της ελεύθερης διακίνησης και
διάθεσης των τραπεζικών και των εν γένει χρηματοπιστωτικών προϊόντων κα
υπηρεσιών, ιδιαίτερα δε των δανείων και των παροχών καταναλωτικής πίστης, με
αποτέλεσμα, από την ανωτέρω νόθευση και στρέβλωση του ανταγωνισμού, να ευνοούνται συγκεκριμένοι κλάδοι της εθνικής οικονομίας και
συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, έναντι άλλων, από τη μη ορθολογική
κατανομή των δημόσιων και ιδιωτικών χρηματοδοτικών πόρων του τραπεζικού
συστήματος και από την κατά τα ανωτέρω δημιουργία εγχώριων περιφερειακών
ανισοτήτων.
Επίσης, η κρατική ενίσχυση τραπεζών και ΔΕΚΟ δια των ανωτέρω εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, έχει ταυτόχρονα και ένα ΚΟΣΤΟΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ,
αφού η χορήγηση τους στις πέντε (5)
πρώτες εδώ εναγόμενες γίνεται σε
βάρος άλλων τομέων κρατικής παρέμβασης και, επειδή οι κρατικοί πόροι
είναι περιορισμένοι και αναγκαίοι για άλλους, πιο ουσιώδους σημασίας σκοπούς,
όπως η παιδεία, η υγεία, η εθνική ασφάλεια, οι δημόσιες και ιδιωτικές
παραγωγικές επενδύσεις, η απασχόληση και
η κοινωνική πρόνοια, η χορήγηση τους πρέπει να γίνεται στη βάση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ
ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ενώ, εν προκειμένω, η λειτουργία του μηχανισμού παροχής των
συγκεκριμένων κρατικών ενισχύσεων λειτούργησε μονομερώς και προφανώς δυσανάλογα
υπέρ τραπεζών και ΔΕΚΟ, επειδή αυτές στην πράξη
ενισχύθηκαν με δημόσιους χρηματοδοτικούς πόρους, εντελώς επιλεκτικά, αυθαίρετα
και ανεξέλεγκτα.
ΠΗΓΗ :
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.Δ. :
Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
ΚΑΙ Η ΠΑΡΟΧΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΠΡΩΤΕΣ ΕΔΩ ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ