Μπορεί να φτιαχτεί μια "κακή τράπεζα" στην Ελλάδα σήμερα !!!
Από τον Αναλυτή Μάνο Χατζηδάκη
Μετά τις δύο ανακεφαλαιοποιήσεις που έλαβαν χώρα το 2013 και 2014, το πιο ακανθώδες θέμα για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε μια οικονομία που βρίσκεται σε μόνιμη πίεση, είτε από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αύξηση της ανεργίας είτε από την έλλειψη ρευστότητας σε επενδυτικά κεφάλαια και κεφάλαια κίνησης, η μεγαλύτερη πρόκληση για τις διοικήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι η αντιμετώπιση και διαχείριση του βουνού των επισφαλών δανείων.
Όσες ρυθμίσεις και αν γίνουν, όσες επιμηκύνσεις επιτοκίων και αν επιχειρηθούν, αν οι οφειλέτες δεν έχουν κάποιο εισόδημα ή κάποια άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να αξιοποιηθούν, το αποτέλεσμα θα παραμένει το ίδιο: Οι επισφάλειες θα αυξάνονται, τα νούμερα θα συνεχίζουν να λιμνάζουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς και οι τιμές των παγίων (καλύμματα) θα αντιπροσωπεύουν πλασματικές αξίες. Απλώς οι τράπεζες δεν μπορούν εύκολα να διαγράψουν δάνεια, καθώς κάτι τέτοιο θα έφερνε πιθανώς σε κρίσιμα επίπεδα την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Εσχάτως η νέα κυβέρνηση έδειξε να προσανατολίζεται στην ιδέα ενός ταμείου με ειδικό σκοπό μια «τράπεζα κακών δανείων».
Το ταμείο «κακών δανείων» δεν είναι νέα ιδέα, καθώς ανάλογα εγχειρήματα έχουν εφαρμοστεί στην Αμερική (TARP, Troubled Asset Relief Program) και στην Ιρλανδία (NAMA, National Asset Management Agency). Και τα δύο χρηματοοικονομικά σχήματα είχαν ως στόχο την απορρόφηση και διαχείριση των προβληματικών δανείων ή τοξικών στοιχείων του ενεργητικού (π.χ., ενός ομολόγου χωρίς δυνατότητα ρευστοποίησης) που είχαν στην κατοχή τους κυρίως τράπεζες (το ΤΑRP αγόρασε και αξίες από την αυτοκινητοβιομηχανία) μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Τι έγινε στις ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ το ταμείο αγόρασε αξίες ύψους 313 δισ. δολαρίων με μετρητά, τα οποία ενίσχυσαν τους ισολογισμούς των τραπεζών, αν και η αρχική δυνατότητα αγορών είχε προσδιοριστεί στα 700 δισ. δολάρια. Από τα χρήματα που αρχικά δόθηκαν, το ταμείο όχι μόνο κατάφερε να ανακτήσει όλο το αρχικό κεφάλαιο, αλλά πούλησε με κέρδος 25 δισ. δολαρίων. Βέβαια, η επιτυχία συνδυάστηκε και με άλλες ενέργειες που αφορούσαν την άμεση διοχέτευση ρευστότητας στις τράπεζες υπό την μορφή προνομιούχων μετοχών. Η συνταγή ήταν πολύ ισχυρή και η επιτυχία της πώλησης των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού τέσσερα χρόνια μόλις μετά την κατάρρευση της Lehman συνοδεύτηκε και από κεφαλαιακά κέρδη για το αμερικανικό Δημόσιο ύψους 19 δισ. δολαρίων από την επαναγορά και ακύρωση των προνομιούχων μετοχών από τις τράπεζες.
Το ιρλανδικό μοντέλο
Στην Ιρλανδία η λειτουργία του ταμείου προβληματικών δανείων προσομοίαζε περισσότερο με «κακή τράπεζα». Το αρχικό μέγεθος του χαρτοφυλακίου δανείων που αγοράστηκε ήταν αξίας 77 δισ. ευρώ και σε αντάλλαγμα οι τράπεζες εισέπραξαν κρατικά ομόλογα ίσης αξίας. Η διαφορά με την περίπτωση της Αμερικής είναι ότι το ΝΑΜΑ λειτουργούσε περισσότερο με δομή Private Equity, που σημαίνει ότι στο μετοχικό κεφάλαιο συμμετείχαν και ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι κατείχαν το 51%. Οι τρεις ιδιώτες επενδυτές έβαλαν 51 εκατ. ευρώ από το αρχικό κεφάλαιο των 100 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια ο ισολογισμός μοχλεύθηκε επί 35 φορές (x35!) τα ίδια κεφάλαια με δανεισμό που εξασφαλίστηκε από κρατικά ομόλογα. Μέχρι το καλοκαίρι του 2014 το ταμείο είχε εισπράξει 20 δισ. ευρώ, από τα οποία είχε αποπληρώσει 13 δισ. ευρώ σε ομόλογα. Στόχος του ταμείου είναι να αποπληρώσει το 80% των ομολόγων έως το τέλος του 2016 και, σύμφωνα με την ετήσια επισκόπηση του ταμείου, ήδη η πορεία των πληρωμών προηγούνται κατά δύο χρόνια έναντι των αρχικών στόχων.
Στην Ελλάδα έως τώρα οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε εσωτερικές δομές διαχείρισης των επισφαλών δανείων. Η ιδέα της δημιουργίας «κακής τράπεζας» έχει να κάνει με το γεγονός της αδυναμίας αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, αλλά και της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά ακινήτων. Σε αντίθεση με τα καταναλωτικά δάνεια, τα στεγαστικά έχουν ως κάλλυμα την αξία του ακινήτου, η οποία σαφώς και δεν ανταποκρίνεται πια στην αξία του δανείου. Με την εξαγορά των δανείων από το ταμείο κλειδώνεται μια αποτίμηση για την τράπεζα, η οποία θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Η τράπεζα θα καταγράψει τη ζημία που αντιστοιχεί πάνω από την πρόβλεψη που έχει πάρει και για το υπόλοιπο θα εισπράξει ένα αντίτιμο το οποίο μπορεί να είναι (α) ρευστό, (β) μετοχές του ταμείου, (γ) ομόλογα και (δ) συνδυασμός κάποιων από τις τρεις αξίες.
Αν η τράπεζα διαχειριστεί με επιτυχία το χαρτοφυλάκιο των ακινήτων, θα μπορούσε να διανείμει μέρισμα στους μετόχους της (κράτος συν τράπεζες) ή να επαναγοράσει τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί για αυτό τον σκοπό. Η σύμπραξη των μεγάλων τραπεζών σε μια κοινή διαχείριση επισφαλών στεγαστικών δανείων θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κρίσιμη μάζα 19,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα από την Τράπεζα της Ελλάδος έως το καλοκαίρι του 2014. Η αύξηση της μάζας θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλου μεγέθους επενδυτές και να δημιουργήσει γεωγραφικές και ποιοτικές διαστρωματώσεις, κάνοντας πιο ελκυστικό το προς πώληση πακέτο. Σε δεύτερο χρόνο, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα κεφάλαια που θα αντλήσουν από αυτήν τη διαδικασία με υψηλότερη απόδοση, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά τους.
Στο επίκεντρο τα στεγαστικά δάνεια
Σε πρώτη φάση, το σχέδιο που έχει δει το φως της δημοσιότητας αφορά τα στεγαστικά δάνεια. Η επόμενη φάση θα μπορούσε να περιλαμβάνει επιχειρηματικά δάνεια στα οποία οι επισφάλειες έχουν υπερβεί τα 35 δισ. ευρώ. Η διαφορά με τα στεγαστικά δάνεια είναι ότι το ταμείο θα μπορούσε να μπει μέτοχος σε κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις, μετατρέποντας τις δανειακές υποχρεώσεις σε κοινό μετοχικό κεφάλαιο και καθιστώντας, όπου υπάρχει η δυνατότητα, την εταιρεία βιώσιμη.
Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν εξαρτάται από την τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ως κάλλυμα τα δάνεια. Εξαρτάται περισσότερο από την πορεία της οικονομίας, καθώς ένας ενδιαφερόμενος επενδυτής θα ήθελε πρωτίστως η επένδυσή του να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία, ώστε, όταν θα έρθει η ώρα να τη ρευστοποιήσει, να υπάρχει η δυνατότητα αποκόμισης κάποιων υπεραξιών. Η αύξηση, επομένως, των δεικτών της οικονομίας είναι αυτή που θα κρίνει την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, αφού, από μόνη της, ακόμα και μια πολύ χαμηλή τιμή ρευστοποίησης είναι αμφίβολο αν θα προσελκύσει ισχυρό ενδιαφέρον.
Πηγή:www.capital.gr
Μετά τις δύο ανακεφαλαιοποιήσεις που έλαβαν χώρα το 2013 και 2014, το πιο ακανθώδες θέμα για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε μια οικονομία που βρίσκεται σε μόνιμη πίεση, είτε από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και την αύξηση της ανεργίας είτε από την έλλειψη ρευστότητας σε επενδυτικά κεφάλαια και κεφάλαια κίνησης, η μεγαλύτερη πρόκληση για τις διοικήσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι η αντιμετώπιση και διαχείριση του βουνού των επισφαλών δανείων.
Όσες ρυθμίσεις και αν γίνουν, όσες επιμηκύνσεις επιτοκίων και αν επιχειρηθούν, αν οι οφειλέτες δεν έχουν κάποιο εισόδημα ή κάποια άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να αξιοποιηθούν, το αποτέλεσμα θα παραμένει το ίδιο: Οι επισφάλειες θα αυξάνονται, τα νούμερα θα συνεχίζουν να λιμνάζουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς και οι τιμές των παγίων (καλύμματα) θα αντιπροσωπεύουν πλασματικές αξίες. Απλώς οι τράπεζες δεν μπορούν εύκολα να διαγράψουν δάνεια, καθώς κάτι τέτοιο θα έφερνε πιθανώς σε κρίσιμα επίπεδα την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Εσχάτως η νέα κυβέρνηση έδειξε να προσανατολίζεται στην ιδέα ενός ταμείου με ειδικό σκοπό μια «τράπεζα κακών δανείων».
Το ταμείο «κακών δανείων» δεν είναι νέα ιδέα, καθώς ανάλογα εγχειρήματα έχουν εφαρμοστεί στην Αμερική (TARP, Troubled Asset Relief Program) και στην Ιρλανδία (NAMA, National Asset Management Agency). Και τα δύο χρηματοοικονομικά σχήματα είχαν ως στόχο την απορρόφηση και διαχείριση των προβληματικών δανείων ή τοξικών στοιχείων του ενεργητικού (π.χ., ενός ομολόγου χωρίς δυνατότητα ρευστοποίησης) που είχαν στην κατοχή τους κυρίως τράπεζες (το ΤΑRP αγόρασε και αξίες από την αυτοκινητοβιομηχανία) μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Τι έγινε στις ΗΠΑ
Στις ΗΠΑ το ταμείο αγόρασε αξίες ύψους 313 δισ. δολαρίων με μετρητά, τα οποία ενίσχυσαν τους ισολογισμούς των τραπεζών, αν και η αρχική δυνατότητα αγορών είχε προσδιοριστεί στα 700 δισ. δολάρια. Από τα χρήματα που αρχικά δόθηκαν, το ταμείο όχι μόνο κατάφερε να ανακτήσει όλο το αρχικό κεφάλαιο, αλλά πούλησε με κέρδος 25 δισ. δολαρίων. Βέβαια, η επιτυχία συνδυάστηκε και με άλλες ενέργειες που αφορούσαν την άμεση διοχέτευση ρευστότητας στις τράπεζες υπό την μορφή προνομιούχων μετοχών. Η συνταγή ήταν πολύ ισχυρή και η επιτυχία της πώλησης των προβληματικών στοιχείων του ενεργητικού τέσσερα χρόνια μόλις μετά την κατάρρευση της Lehman συνοδεύτηκε και από κεφαλαιακά κέρδη για το αμερικανικό Δημόσιο ύψους 19 δισ. δολαρίων από την επαναγορά και ακύρωση των προνομιούχων μετοχών από τις τράπεζες.
Το ιρλανδικό μοντέλο
Στην Ιρλανδία η λειτουργία του ταμείου προβληματικών δανείων προσομοίαζε περισσότερο με «κακή τράπεζα». Το αρχικό μέγεθος του χαρτοφυλακίου δανείων που αγοράστηκε ήταν αξίας 77 δισ. ευρώ και σε αντάλλαγμα οι τράπεζες εισέπραξαν κρατικά ομόλογα ίσης αξίας. Η διαφορά με την περίπτωση της Αμερικής είναι ότι το ΝΑΜΑ λειτουργούσε περισσότερο με δομή Private Equity, που σημαίνει ότι στο μετοχικό κεφάλαιο συμμετείχαν και ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι κατείχαν το 51%. Οι τρεις ιδιώτες επενδυτές έβαλαν 51 εκατ. ευρώ από το αρχικό κεφάλαιο των 100 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια ο ισολογισμός μοχλεύθηκε επί 35 φορές (x35!) τα ίδια κεφάλαια με δανεισμό που εξασφαλίστηκε από κρατικά ομόλογα. Μέχρι το καλοκαίρι του 2014 το ταμείο είχε εισπράξει 20 δισ. ευρώ, από τα οποία είχε αποπληρώσει 13 δισ. ευρώ σε ομόλογα. Στόχος του ταμείου είναι να αποπληρώσει το 80% των ομολόγων έως το τέλος του 2016 και, σύμφωνα με την ετήσια επισκόπηση του ταμείου, ήδη η πορεία των πληρωμών προηγούνται κατά δύο χρόνια έναντι των αρχικών στόχων.
Στην Ελλάδα έως τώρα οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε εσωτερικές δομές διαχείρισης των επισφαλών δανείων. Η ιδέα της δημιουργίας «κακής τράπεζας» έχει να κάνει με το γεγονός της αδυναμίας αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, αλλά και της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά ακινήτων. Σε αντίθεση με τα καταναλωτικά δάνεια, τα στεγαστικά έχουν ως κάλλυμα την αξία του ακινήτου, η οποία σαφώς και δεν ανταποκρίνεται πια στην αξία του δανείου. Με την εξαγορά των δανείων από το ταμείο κλειδώνεται μια αποτίμηση για την τράπεζα, η οποία θα έχει το εξής αποτέλεσμα: Η τράπεζα θα καταγράψει τη ζημία που αντιστοιχεί πάνω από την πρόβλεψη που έχει πάρει και για το υπόλοιπο θα εισπράξει ένα αντίτιμο το οποίο μπορεί να είναι (α) ρευστό, (β) μετοχές του ταμείου, (γ) ομόλογα και (δ) συνδυασμός κάποιων από τις τρεις αξίες.
Αν η τράπεζα διαχειριστεί με επιτυχία το χαρτοφυλάκιο των ακινήτων, θα μπορούσε να διανείμει μέρισμα στους μετόχους της (κράτος συν τράπεζες) ή να επαναγοράσει τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί για αυτό τον σκοπό. Η σύμπραξη των μεγάλων τραπεζών σε μια κοινή διαχείριση επισφαλών στεγαστικών δανείων θα μπορούσε να δημιουργήσει μια κρίσιμη μάζα 19,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα από την Τράπεζα της Ελλάδος έως το καλοκαίρι του 2014. Η αύξηση της μάζας θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλου μεγέθους επενδυτές και να δημιουργήσει γεωγραφικές και ποιοτικές διαστρωματώσεις, κάνοντας πιο ελκυστικό το προς πώληση πακέτο. Σε δεύτερο χρόνο, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα κεφάλαια που θα αντλήσουν από αυτήν τη διαδικασία με υψηλότερη απόδοση, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά τους.
Στο επίκεντρο τα στεγαστικά δάνεια
Σε πρώτη φάση, το σχέδιο που έχει δει το φως της δημοσιότητας αφορά τα στεγαστικά δάνεια. Η επόμενη φάση θα μπορούσε να περιλαμβάνει επιχειρηματικά δάνεια στα οποία οι επισφάλειες έχουν υπερβεί τα 35 δισ. ευρώ. Η διαφορά με τα στεγαστικά δάνεια είναι ότι το ταμείο θα μπορούσε να μπει μέτοχος σε κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις, μετατρέποντας τις δανειακές υποχρεώσεις σε κοινό μετοχικό κεφάλαιο και καθιστώντας, όπου υπάρχει η δυνατότητα, την εταιρεία βιώσιμη.
Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν εξαρτάται από την τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων που έχουν ως κάλλυμα τα δάνεια. Εξαρτάται περισσότερο από την πορεία της οικονομίας, καθώς ένας ενδιαφερόμενος επενδυτής θα ήθελε πρωτίστως η επένδυσή του να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία, ώστε, όταν θα έρθει η ώρα να τη ρευστοποιήσει, να υπάρχει η δυνατότητα αποκόμισης κάποιων υπεραξιών. Η αύξηση, επομένως, των δεικτών της οικονομίας είναι αυτή που θα κρίνει την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, αφού, από μόνη της, ακόμα και μια πολύ χαμηλή τιμή ρευστοποίησης είναι αμφίβολο αν θα προσελκύσει ισχυρό ενδιαφέρον.
Πηγή:www.capital.gr