.

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ !!!







Ο Βυζαντινός Ναός της Ύπατης Σοφίας του Ένσαρκου Λόγου του Θεού, περισσότερο γνωστή ως Αγία Σοφία ή Αγιά Σοφιά, γνωστός και ως Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά Η Μεγάλη Εκκλησία, ήταν από το 360 μέχρι το 1453 Ορθόδοξος καθεδρικός Ναός της Κωνσταντινούπολης, με εξαίρεση την περίοδο 1204 – 1261 κατά την οποία ήταν Ρωμαιοκαθολικός ναός, ενώ μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκε σε τέμενος, μέχρι το 1934 και αποτελεί σήμερα μουσειακό χώρο (τουρκικά Ayasofya Müzesi).


Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά, όπως στο τέμενος του Σουλεϊμάν και στο Σουλταναχμέτ τζαμί.

Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της, που ωστόσο υπέστη σοβαρές καταστροφές κυρίως από τις βαρβαρότητες των Τούρκων κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.

***

H ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟ

Είναι η πιο σπουδαία εκκλησία που έγινε στην Κωνσταντινούπολη από τους Βυζαντινούς. Το πρώτο οικοδόμημα χτίστηκε μεταξύ των 325 – 360. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος άρχισε τις εργασίες και ο γιος του Κωνστάντιος (337-361) τις ολοκλήρωσε. Ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης και του παλατιού, την ονόμαζαν επίσης Μεγάλη Εκκλησία. Μετά τον 5ο αιώνα, πήρε το όνομα Αγία Σοφία και το διατήρησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Από τους Τούρκους έγινε τζαμί και ονομάστηκε «Αγιασόφια». Υποθέτουν ότι ο πρώτος ναός ήταν μία βασιλική από πέτρα, με ξύλινη στέγη.



Μετά τα Εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης το 337, η ανέγερση ενός ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος οικοδόμησης γύρω από το Μέγα Παλάτι. Η πρώτη Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε το 360 επί της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β΄ και μαζί με το ναό της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε τον κύριο καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας και έδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Εικάζεται ότι επρόκειτο για ξυλόστεγη βασιλική, τρίκλιτη ή πεντάκλιτη. Καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404 και χτίστηκε εξαρχής τα επόμενα χρόνια.

Γνωρίζουμε ότι μία μεγαλειώδης τελετή συνόδεψε τα εγκαίνια στις 30 Οκτωβρίου του 360. Στις αρχές του 5ου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος, μη μπορώντας να ανεχτεί τις επιθέσεις εναντίον της αυτοκράτειρας, εξόρισε τον Αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Χρυσόστομο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη λαϊκή οργή και το πλήθος να πυρπολήσει αυτό το πρώτο κτίσμα στις 20 Ιουνίου του 404.

Ο νέος ναός εγκαινιάστηκε το 415 επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ και καταστράφηκε από τους οπαδούς του Πατριάρχη επειδή ο Θεοδόσιος είχε μια διαμάχη με τον Πατριάρχη. Αν και λίγα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ως προς την αρχιτεκτονική αξία του οικοδομήματος, οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως στο εσωτερικό του φυλάσσονταν ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας, από χρυσό ή ασήμι. Ο Θεοδόσιος ο 2ος (408 – 450) ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ρουφίνο την επιμέλεια της αναστήλωσης της εκκλησίας, ο οποίος υιοθέτησε πάλι το ρυθμό της βασιλικής.



Η εκκλησία λειτούργησε πάλι στις 8 Οκτωβρίου του 415. Κάηκε για δεύτερη φορά στις 13 Ιανουαρίου του 532, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών της στάσης του «Νίκα». Μπορούμε ακόμη και σήμερα να διακρίνουμε ίχνη μπροστά στο δυτικό τοίχο της Αγίας Σοφίας, ίχνη που βγήκαν στο φως με τις ανασκαφές που έγιναν το 1935. Μέσα σ’ ένα χαντάκι βάθους 2 μέτρων, μπορούμε να διακρίνουμε ένα πρόστυλο, στο οποίο μας οδηγεί μία σκάλα με πέντε σκαλοπάτια μαρμάρινα, που επικοινωνεί από τρεις πόρτες με το νάρθηκα. Τα ευρήματα επιτρέπουν να υπολογιστεί ότι το κτίσμα είχε 60 μέτρα φάρδος.

Οι ανασκαφές δεν συνεχίστηκαν προς τα ανατολικά, από φόβο μήπως προκληθεί ζημιά στα θεμέλια της Αγίας Σοφίας. Γι’ αυτό, αγνοούμε το μήκος που θα είχε ο ναός αυτός. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προσπάθειες αναπαράστασης του ναού, υποθέτουμε πως είχε εύρος 52 μ. αποτελούμενη από ένα κεντρικό κλίτος και τέσσερις διακριτούς διαδρόμους. Κατά τη Στάση του Νίκα το 532, υπέστη μεγάλη φθορά και το κτίσιμο του ναού που διατηρείται ως σήμερα δρομολογήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄.



Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλησε να ξαναχτίσει την καμένη εκκλησία, με την επιθυμία, η νέα οικοδομή να είναι η μεγαλύτερη και η ωραιότερη που είχε γίνει μέχρι τότε.

Αρχιτέκτονες του ναού ήταν οι Γεωμέτρες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, να διευθύνουν το έργο, έτσι ώστε οι εργασίες να αρχίσουν μόλις 39 μέρες μετά την πυρκαγιά. Ύστερα από τις πολύπαθες εμπειρίες του παρελθόντος, δεν χρησιμοποίησαν το ξύλο σαν υλικό κατασκευής. Έφεραν από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας πολύτιμα μάρμαρα. Πολλές από τις κολόνες του εσωτερικού, προέρχονται από ναούς αρχαίους, όπως του Μπάαλμπεκ της Συρίας, της Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου, της Εφέσου και των Δελφών. Λευκά μάρμαρα από την Προκόνησο, πράσινα από τη Θεσσαλία, χρυσαφιά από τη Λιβύη, κοκκινωπά από τη Φρυγία, κοκαλί από την Καππαδοκία, χρησιμοποιήθηκαν για τις υπόλοιπες κολόνες, τα κιονόκρανα και τις επενδύσεις των τοίχων. Για τον τρούλο χρησιμοποίησαν τούβλα, όπως επίσης και για τα τόξα και τους τοίχους. Στο έργο δούλεψαν 1.000 μαστόροι και 10.000 εργάτες και διάρκεσε πέντε χρόνια.

***

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έφθασε μέσα σε άμαξα. Τον υποδέχθηκε στην είσοδο του ναού ο Πατριάρχης Μηνάς και σύμφωνα με το πρωτόκολλο, μπήκαν μαζί στην εκκλησία. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και τα εγκαίνιά του τελέστηκαν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουστινιανός αναφώνησε «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!», θέλοντας έτσι να εκφράσει το θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Τριακόσια και πλέον εκατομμύρια χρυσών δραχμών, κατ’ αντιστοιχία, είχαν δαπανηθεί για την ανέγερση αυτού του Ναού.



Τα «θυρανοίξια» της Αγιάς Σοφιάς ακολούθησαν θυσίες χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων και ορνίθων και διανομή χιλιάδων μοδίων σίτου στους φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η Καρκινική φράση:

«ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ»

(νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν = ξέπλυνε δηλαδή τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.

Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς. Η νεαρά του Ηρακλείου, που βασίλεψε τον έβδομο αιώνα μας αναφέρει:

• Πρεσβυτέρους … 80

• Διακόνους … 150

• Διακόνισσες … 40

• Υποδιάκονους … 70

• Αναγνώστες … 160

• Ψάλτες … 25

• Θυρωρούς … 75

Σύνολο: 600

Ο αριθμός των κληρικών είχε ελαττωθεί κατά τα τελευταία έτη του κράτους, όταν τα εισοδήματα της εκκλησίας αρκούσαν μόλις για τη φωταψία του ναού.

Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο Νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα, ο οποίος υψώνοντας τον κατά 6,25 μέτρα, παρέδωσε στο εκκλησίασμα το ναό το 562.



Το οικοδόμημα, με τις αλλεπάλληλες επισκευές, έχασε την απαραίτητη στατική ισορροπία του. Οι συχνοί σεισμοί προκαλούσαν ζημιές, και οι επεμβάσεις αναγκαστικά αύξαναν. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο. Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.

Το 1204, οι Φράγκοι που ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την 4η Σταυροφορία, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την Αγία Σοφία, λες και ο ναός ανήκε σε άλλο θρησκευτικό δόγμα. Οι στρατιώτες αφαιρούσαν κομμάτια επιχρυσωμένου ασημιού, ασημένιους και χρυσούς σταυρούς και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι ιερείς τους λαφυραγώγησαν τα σκεύη λατρείας. Έτσι, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι τις μεγαλύτερες ζημιές στην Αγία Σοφία, τις προκάλεσαν οι Σταυροφόροι.

Το 1261, όταν οι Παλαιολόγοι ξαναπήραν την πόλη, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο 8ος (1261-1282), ανάθεσε την επισκευή της Βασιλικής σε αρχιτέκτονα που ήταν επίσης και μοναχός. Οι αντηρίδες της δυτικής όψης έγιναν τότε. Επί Ανδρόνικου του 2ου (1317), ο όγκος του τρούλου προκάλεσε απόκλιση στους εξωτερικούς βορινούς και νότιους τοίχους, τους οποίους ενίσχυσαν με πυραμιδοειδή στηρίγματα. Το 1453, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος ο Πορθητής κατέλαβε στην πόλη εκεί στην Αγία Σοφία έκανε την πρώτη προσευχή του και διάταξε να μετατραπεί ο ναός σε τζαμί. Πρόσθεσαν τότε ένα «Μιχράμπ» (Ιερό) προσανατολισμένο στη Μέκκα μέσα στην ανατολική Ιερή Κόγχη και κατασκεύασαν έναν ξύλινο μιναρέ σε ένα μικρό τρούλο, στα δυτικά.



Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204 – 1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Ειδικότερα και κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.

Οι Οθωμανοί σουλτάνοι πλούτισαν το κτήριο με έργα ισλαμικής τέχνης. Ο Μουράτ ο 3ος (1574-1595), κατασκεύασε τον άμβωνα του «μουεζζίν» (ιεροψάλτη) αξιόλογο για τη λεπτοδουλειά στο μάρμαρο. Δύο μαρμάρινες υδρίες, ελληνιστικής εποχής, που προέρχονταν από την Πέργαμο, τοποθετήθηκαν δεξιά και αριστερά της εισόδου. Τους πρόσθεσαν και από μία βρύση και τις χρησιμοποιούσαν σαν κρήνες καθαρμού. Τους δύο μεγάλους κηροστάτες, που βρίσκονται πλάι στο «Μιχράμπ» (Ιερό), τους έφερε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής από τη Βουδαπέστη, ύστερα από την εκστρατεία του κατά της Ουγγαρίας. Το μαρμάρινο «Μιμπέρ» (άμβωνας) και η μαρμάρινη εξέδρα του ιεροκήρυκα, αριστερά κάτω από τον κεντρικό τρούλο, έγιναν επί Μουράτ του 4ου (1625 – 1640).

Νότια του Ιερού, η βιβλιοθήκη με 30.000 τόμους, διακοσμημένη με φαγιάνς της Νίκαιας, το σιντριβάνι μέσα στην αυλή, ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα της τουρκικής αρχιτεκτονικής, η Αίθουσα του Ρολογιού και η Σχολή Εφήβων, έγιναν επί Μαχμούτ του 1ου. Στον ανατολικό χώρο του κήπου, υψώνονται τέσσερα μαυσωλεία, που φυλάσσουν τα λείψανα πολλών Οθωμανών Σουλτάνων. Διακρίνουμε επίσης το παλαιό Βαπτιστήριο, που είχε μετατραπεί σε μαυσωλείο «τουρμπέ».



Στο σουλτάνο Αμπντουλμετζίτ (1823-1861) οφείλονται τα μεγαλύτερα έργα ανόρθωσης που έγιναν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αρχιτέκτονα τον Ελβετό Γκασπάρ Φοσσάτι, τα έργα διήρκεσαν δύο χρόνια. Ο τρούλος ενισχύθηκε από ένα διπλό σιδερένιο στεφάνι. Οι μολυβένιες στέγες ανανεώθηκαν, οι κολόνες που έγερναν, διορθώθηκαν. Κάλυψαν τα ψηφιδωτά και επισκεύασαν τα κατεστραμμένα σημεία. Κατόπιν, επικάλυψαν καλύτερα όλες τις παραστάσεις που είχαν αγίους και σταυρούς. Το θεωρείο του σουλτάνου που υπάρχει σήμερα, είναι έργο του Φοσσάτι. Τα καλλιγραφικά έργα του Ιζζέτ Εφέντη και οι αραβικές επιγραφές των τεράστιων κυκλικών μενταγιόν (7,5 μ. διάμετρος) που κρέμονται στους τοίχους, έγιναν τότε. Οι στίχοι του Κορανίου, που καλύπτουν όλο τον κεντρικό τρούλο, είναι επίσης έργα του ιδίου.

Επίσης κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ. Ο ναός με τη σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεμενών, όπως το Μπλε Τζαμί.



Tο 1934 o Μουσταφά Κεμάλ, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο. Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας. Παράλληλα γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού.

Ο ΜΩΑΜΕΘ Β’ ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ εκείνη την ημέρα της κατάκτησης απέδειξε περισσότερο από ποτέ τη βαθύνοιά του, τη φιλοσοφημένη στάση του, τη μεγαλοσύνη του. Ένας Οθωμανός στρατιώτης, μεθυσμένος από τη νίκη ή το φανατισμό, κατέστρεφε τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας με ένα ρόπαλο. «Μην τα αγγίζεις» φώναξε ο Πορθητής. Με ένα και μόνο χτύπημα σώριασε καταγής τον βάρβαρο νεκρό. Μετά, λέγεται ότι πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Ποιος ξέρει αν σε άλλη εποχή υπηρετήσουν διαφορετική θρησκεία από του Ισλάμ…». Ποιο θα είναι άραγε το μέλλον αυτού του ναού; Αυτό ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία μπορεί να το συλλάβει.

Στη λαϊκή δοξασία, ένας Έλληνας ιερέας τελούσε λειτουργία όταν η έξαλλη στρατιά του σουλτάνου έσπασε τις πόρτες. Κρατώντας το σταυρό στο χέρι, ο ιερέας αποτραβήχτηκε αργά σε κάποιο από τα μυστικά δωμάτια, κι εκεί, με το σταυρό, προσμένει ακόμα.



Η επιβλητική εκκλησία της Αγίας Σοφίας υψώνεται στην κορυφή και στη δυτική πλευρά του πρώτου λόφου, μόλις πέρα από τα όρια του αρχαίου Βυζαντίου. Σήμερα, με συγκεχυμένες πια και άμορφες γραμμές, τριγυρισμένη καθώς είναι από τέσσερις ογκώδεις μιναρέδες, πνιγμένη μέσα σε γιγάντια αντερείσματα, γκροτέσκα μέσα σε φαρδιές λωρίδες που έχουν βαφτεί εναλλάξ κίτρινες και λευκές, γεμίζει τον ορίζοντα του βλέμματος από κάθε κατεύθυνση.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Όπως ο καθεδρικός ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, έτσι κι η ιστορία της Αγίας Σοφίας μας πάει πίσω, σε μια αδιάρρηκτη αλυσίδα, μέχρι τον ίδιο τον Κωνσταντίνο. Είναι ταιριαστή σύμπτωση που αυτοί οι ναοί – ο ένας το μεγαλύτερο ιερό του δυτικού καθολικισμού κι ο άλλος της ανατολικής ορθοδοξίας – χτίστηκαν για πρώτη φορά και οι δύο από τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα. Ακόμα μία σύμπτωση είναι ότι ο ιδρυτής τους δεν προόριζε κανέναν από τους δύο ναούς για μητρόπολη ούτε της νέας ούτε της παλαιάς Ρώμης. Η διάκριση αυτή, για μεν την Κωνσταντινούπολη, επιφυλασσόταν για την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, για δε τη Ρώμη, για τον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού.

Η Αγία Σοφία θεμελιώθηκε το 326, στη θέση ενός ειδωλολατρικού ναού. Στα εγκαίνια ήταν παρών ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Σύνοδο της Νίκαιας λίγους μήνες νωρίτερα.

Αφιερώθηκε στη Θεία Σοφία, τη Σοφία του Λόγου ή το Λόγο του Θεού – δηλαδή στον ίδιο το Χριστό.

Όταν, το έτος 532, καταστράφηκε από πυρκαγιά, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός αποφάσισε να την αποκαταστήσει σε βαθμό μεγαλοπρέπειας πρωτόγνωρο: Να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα που θα ήταν η εξιλέωση για κάθε παράπτωμα και αμαρτία του ως ηγεμόνα.



Ένα ναό που θα θύμιζε την κατατρόπωση της αταξίας και της εξέγερσης, και την έλευση της ειρήνης και της ηρεμίας στην πρωτεύουσα και την αυτοκρατορία. Ένα ναό που θα ενσάρκωνε τη δόξα του και που οι επόμενες γενιές θα τον αντίκριζαν σαν θαλερό μνημείο της βασιλείας του. Ένα ναό που θα τιμούσε και τη μνήμη της αυτοκράτειράς του, Θεοδώρας, εκείνης που με τη γενναιοφροσύνη της είχε σώσει το θρόνο που κινδύνευε, εκείνης που η εικόνα της βρισκόταν αποτυπωμένη μαζί με τη δική του πάνω σε κάθε νόμισμα και που το όνομά της έστεκε πλάι στο δικό του πάνω σε κάθε διάταγμα.

Θα ήταν ένας ναός αντάξιος των ιδρυτών του και – όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν η τέχνη των ανθρώπων και οι δυνατότητες, που έμοιαζαν τώρα να προσφέρονται απεριόριστες – αντάξιος του Σωτήρα για τη λατρεία του οποίου προοριζόταν.

ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ

Ως κύριος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας επιλέχθηκε ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις, ο ικανότερος, όπως λέγεται, αρχιτέκτονας και μηχανικός του αιώνα. Πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες χρησιμοποίησε τη δύναμη του ατμού — «ένας άνδρας» λέει ο Αγαθίας «ικανός να μιμηθεί σεισμούς και κεραυνούς». Συνεργάτες του ήταν ο Ισίδωρος από τη Μίλητο και ο Ιγνάτιος, που είχε αποκαταστήσει τον Αυγουστεώνα, αρχιτέκτονες σχεδόν ισάξιοι του Ανθέμιου σε ικανότητα και φήμη.

Ειπώθηκε ότι ένας άγγελος αποκάλυψε στον αυτοκράτορα τα σχέδια της Αγίας Σοφίας μέσα σε όνειρο, όχι βέβαια στο σύνολό τους και με κάθε λεπτομέρεια, αλλά εκείνη τη μοναδική ιδέα, την κύρια σύλληψη, που οι αρχιτέκτονες αργότερα θα ανέπτυσσαν και θα της έδιναν μορφή. Κι αυτή ήταν η ιδέα ενός τρούλου, που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή διάμετρο, που θα ήταν τμήμα του μεγαλύτερου δυνατού κύκλου, θα υψωνόταν σε ιλιγγιώδες ύψος και θα υποβασταζόταν από όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα.



Η αποκάλυψη δεν βρισκόταν στην απλή σύλληψη ενός τρούλου – που δεν αποτελούσε νέα ιδέα, έστω κι αν στη συνέχεια μονοπωλήθηκε σχεδόν από μία και μοναδική σχολή – αλλά στο τελειότερο συνταίριασμα όλων αυτών των όρων. Ο Ανθέμιος δεν θα ανέπτυσσε απλώς ένα ήδη υπάρχον σύστημα ούτε και θα γινόταν ταπεινός αντιγραφέας του. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική με το έργο αυτό θα έφτανε στην πλήρη ακμή της σχεδόν μονομιάς. Η Αγία Σοφία ήταν «ταυτόχρονα προάγγελος και υπέρτατη έκφραση ενός νέου ρυθμού».

ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Σ’ όλη την αυτοκρατορία στάλθηκαν προκηρύξεις για το έργο που είχε ξεκινήσει ο Ιουστινιανός και καλούσαν πιστούς και ευσεβείς να συνεισφέρουν. Πατριωτισμός, προσωπική φιλοδοξία, επιθυμία για την εύνοια του αυτοκράτορα, ελπίδα για προβιβασμό, όλα αυτά, συνταιριασμένα με ειδωλολατρική σχεδόν δεισιδαιμονία και γνήσια ευσέβεια, εξασφάλισαν τη μέγιστη δυνατή ανταπόκριση. Αφού αναφερόμαστε στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού λογικό είναι οι αδρές γραμμές να αποτυπώνουν τη δική του δόξα. Είναι όμως περισσότερο προϊόν και δημιούργημα ενός λαού που βίωνε την καλύτερη στιγμή του, τη χρυσή εποχή του. Είναι η έκρηξη ενθουσιασμού ενός ολόκληρου αιώνα παρά η αργή οικοδόμηση αυτοκρατορικής ισχύος. Σ’ αυτό το κτίσμα τότε επικεντρώθηκαν σχεδόν όλα, και έτσι παραμένει από τότε. Είναι όλη η ψυχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.



Συνεισφορές έρχονταν από την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, ακόμη και από τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες. Οι πλούσιοι έδιναν από το περίσσευμά τους. Ήταν όμως πολλές κι οι φτωχές χήρες που έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Αυτοκρατορικοί, εθνικοί, ιδιωτικοί θησαυροί έρεαν σαν ποτάμι καθώς το έργο προχωρούσε. Όταν οι επίγειοι πόροι δεν αρκούσαν, η εξ ουρανού βοήθεια δεν έλειπε. Ένας άγγελος, έλεγαν, με τη μορφή νεαρού αγωγιάτη, είχε οδηγήσει αρκετά μουλάρια μέσα σε μυστικές σπηλιές και τα είχε φέρει πίσω με τα πανέρια φορτωμένα χρυσάφι. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός είχε καταπιαστεί με το χτίσιμο του ναού, πλάι στους εργάτες. Ο μύθος αναφέρει ότι οι αγγελικοί αρωγοί ήταν ακούραστοι, όπως κι εκείνος. Τη νύχτα, όταν κοιμόνταν όλοι καταπονημένοι από την εντατική δουλειά – εκτός απ’ τους φρουρούς -, οι τοίχοι εξακολουθούσαν να υψώνονται από αόρατα χέρια.

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ

Κάποτε, την ώρα που οι εργάτες ξεκουράζονταν στη μέση της ημέρας, ένας άντρας με λευκή ενδυμασία εμφανίστηκε ξαφνικά στο αγόρι που φύλαγε τα εργαλεία τους και του είπε να ξαναφωνάξει γρήγορα τους άντρες στη δουλειά τους. Το αγόρι δίσταζε να αφήσει το πόστο του και τότε ο ξένος του είπε προσπαθώντας να τον πείσει: «Θα μείνω εγώ εδώ ώσπου να γυρίσεις». Ο μικρός έτρεξε να ειδοποιήσει τους εργάτες αλλά, πριν επιστρέψει, κάποιος είπε την ιστορία στον αυτοκράτορα. Εκείνος αποφάνθηκε ότι ο λευκοντυμένος ξένος ήταν άγγελος. Έδωσε στο αγόρι πολλά χρήματα και το έστειλε αμέσως σε μια μακρινή επαρχία της αυτοκρατορίας, αφού πρώτα τον έβαλε να ορκιστεί ότι ποτέ δεν θα γυρνούσε πίσω. Οι κατώτερες τάξεις πιστεύουν ότι, κάπου γύρω από την Αγία Σοφία, ο άγγελος που ξεγελάστηκε προσμένει ακόμα το αγόρι να γυρίσει. Πίστευαν ότι κάποια ουράνια μουσική ψυχαγωγούσε τους εργάτες όταν κουράζονταν.



Ο αυτοκράτορας δεν παρέλειπε να βλέπει σημαδιακά όνειρα όταν υπήρχε αμφιβολία ως προς κάποια ακανθώδη λεπτομέρεια. Έτσι, όταν οι αρχιτέκτονες δεν συμφωνούσαν κάποια στιγμή για το σχήμα της αψίδας, ένας άγγελος εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα σε ένα όραμα και του υπέδειξε ότι πρέπει να είναι τριπλή -όπως τελικά έγινε-, σε αναγνώριση της Αγίας Τριάδας. Οι τόσοι θρύλοι, που ακόμη διαφυλάσσονται με αγάπη και επαναλαμβάνονται, «αποδεικνύουν», όπως λέει ο Bayet, «πώς αυτό το τεράστιο έργο πέρασε μέσα στη λαϊκή φαντασία».

«ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΣΕ, ΣΟΛΟΜΩΝ!»

Ο ναός ήταν έτοιμος για καθιέρωση στις 24 Δεκεμβρίου του 537. Η μεγάλη λιτανεία ξεκίνησε από το ναό της Αγίας Αναστασίας, πέρασε μεγαλόπρεπα δίπλα από τον Ιππόδρομο και το Μεγάλο Ανάκτορο, μέσα από τον Αυγουστεώνα και κατευθύνθηκε στη νότια πύλη του εσωτερικού νάρθηκα. Εκεί, ο Ιουστινιανός έβγαλε το στέμμα του – μόνο τότε με τόση ευχαρίστηση – και το απέθεσε στα χέρια του πατριάρχη Μηνά. Κατόπιν, μόνος του, διάβηκε την κεντρική πύλη και, πάλι μόνος, προχώρησε μέχρι τον άμβωνα. Με ψυχή γεμάτη από το μεγαλείο που εκπληρώθηκε και από απέραντη ευγνωμοσύνη, αναφώνησε τα λόγια που δεν θα σβήσουν ποτέ από τη μνήμη όσο αντέχει η Αγία Σοφία. Τα είπε μάλιστα τόσο μεγαλόφωνα ώστε κι αυτοί που δεν είχαν περάσει το κατώφλι τα άκουσαν:

«Ας είναι δοξασμένος ο Θεός που με αξίωσε να κάμω αυτό το έργο. Νενίκηκά σε, Σολομών».

Την ώρα που μιλούσε είχε σταθεί δίπλα σε ένα μεγαλειώδες ψηφιδωτό το οποίο απεικόνιζε το Σολομώντα να κοιτά γύρω του με απορία και θαυμασμό.



Εκείνη την ημέρα όλος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας γιόρτασε με έξοδα του αυτοκράτορα. Επιπλέον, 30.000 μεζούρες στάρι και εκατοντάδες κιλά χρυσάφι μοιράστηκαν στους φτωχούς. Το πρωί των Χριστουγέννων ο ναός άνοιξε για να μπορέσει να εκκλησιαστεί το κοινό. Οι ευχαριστίες και οι πανηγυρισμοί κράτησαν δύο εβδομάδες περίπου.

Ολόκληρη η κατασκευή, που τώρα στεκόταν μεγαλειώδης κι ολοκληρωμένη, είχε αναδυθεί από τις στάχτες της σε διάστημα μικρότερο από έξι χρόνια – χρόνος εκπληκτικά σύντομος. Τέτοιο επίτευγμα, δηλαδή το να υλοποιηθεί τόσο γρήγορα, θα είχε σταθεί αδύνατο αν η ευσεβής συνεισφορά του έθνους δεν ήταν αντάξια εκείνης του αυτοκράτορα. Ο ναός του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη χρειάστηκε 120 χρόνια για την ανέγερσή του· του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο 35 χρόνια, η Νοτρ Νταμ στο Παρίσι 72 χρόνια, ο Καθεδρικός του Μιλάνου πάνω από 500 χρόνια, ο Καθεδρικός της Κολονίας 615 χρόνια. Είναι σίγουρα εκπληκτικό το πως η Αγία Σοφία, που ολοκληρώθηκε αιώνες πριν αυτοί οι σεβάσμιοι χριστιανικοί ναοί ξεκινήσουν καν, δεν χρειάστηκε ούτε έξι χρόνια!

ΤΟ ΔΑΠΑΝΗΡΟΤΕΡΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΠΟΥ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΧΕΡΙΑ

Το κόστος παραμένει ακόμη στο πλαίσιο της εικασίας. Ίσως η προσεκτική και λεπτομερής εκτίμηση του Έλληνα ιστορικού, καθηγητή Παπαρρηγόπουλου, είναι κοντά στην αλήθεια. Υπολογίζει την αξία της γης και το κόστος των υλικών, της εργασίας, της διακόσμησης και των εκκλησιαστικών σκευών σε περίπου 324 εκατομμύρια ελληνικές δραχμές, ή περίπου 64 εκατομμύρια δολάρια [της εποχής].



Η κοινή εκτίμηση για το κόστος του ναού του Αγίου Πέτρου είναι 240 εκατομμύρια φράγκα, ή λιγότερο από 48 εκατομμύρια δολάρια. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι κανένας άλλος χριστιανικός ναός δεν συγκρίνεται με την Αγία Σοφία όσον αφορά την ποικιλία και τη σπανιότητα των μαρμάρων και, πάνω απ’ όλα, την αφειδώλευτη χρήση αργύρου, χρυσού και πολύτιμων λίθων στη διακόσμηση και τα ιερά σκεύη. Η δαπάνη για την Αγία Σοφία ήταν αναμφίβολα υψηλότερη από αυτήν οποιουδήποτε άλλου ιερού χώρου που δημιουργήθηκε ποτέ από χριστιανικό λαό προς δόξαν του Θεού του.

Σήμερα είναι εντελώς αδύνατο να φανταστούμε, έστω αμυδρά, πώς πρέπει να ήταν αυτός ο ναός έτσι όπως τον αντίκρισε ο Ιουστινιανός. Όλα όσα μπορούσαν να δημιουργήσουν η δύναμη, ο πλούτος, η τέχνη, οι ικανότητες και η ευσέβεια του πολιτισμένου κόσμου ήταν εκεί, σ’ αυτό τον επιβλητικό χώρο. Υπέρλαμπρος, ο ναός εκτεινόταν και υψωνόταν μπροστά στη γοητευμένη ματιά του αυτοκράτορα.

Από τότε, αμέτρητα αντερείσματα, μεγάλα και μικρά, ψηλά και χαμηλά, κτίσματα κάθε είδους, έχουν συσσωρευτεί τριγύρω του, πνίγοντας και παραμορφώνοντας το σχήμα του. Το φως πολλών απ’ τα παράθυρα έχει κρυφτεί και πολλά ακόμα έχουν κλείσει.

Με τη μουσουλμανική λατρεία, τα ψηφιδωτά, αν και διατηρήθηκαν, έχουν καλυφθεί. Έχουν σβηστεί οι σταυροί και τα άλλα χριστιανικά εμβλήματα. Εξαφανίστηκαν τα αμέτρητα πολύτιμα στολίδια από ασήμι και χρυσάφι.



Ο διάκοσμος και η λατρευτική επίπλωση που πρόσθεσαν οι Οθωμανοί είναι αταίριαστα κι αποτελούν παραφωνία μέσα στην όλη αρχιτεκτονική του οικοδομήματος.

Κυρίως, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η Αγία Σοφία προηγείται κατά αιώνες από τους ναούς με τους οποίους συνήθως συγκρίνεται κι ότι έχει φθαρεί από τα βήματα των προσκυνητών και έχει ξεθωριάσει από τη σκόνη που συνόδευε αμέτρητα πλήθη πιστών εδώ και πάνω από 1.350 χρόνια.

Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΡΟΥΛΟΥ

Ο αιθέριος τρούλος ήταν και είναι το απαράμιλλο αριστούργημα της Αγίας Σοφίας. Σαράντα πέντε γενεές εξελισσόμενου πολιτισμού και τεχνικής έχουν περάσει από τότε, χωρίς να έχουν δημιουργήσει όχι μόνο κάτι ανώτερο αλλά ούτε καν ισάξιό του.

Συγκριτικά, η αρχιτεκτονική τελειότητα των θόλων μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Φανταστείτε μια κατακόρυφο από την κορυφή του θόλου ως το επίπεδο της βάσης του. Βάλτε την κατακόρυφο στον αριθμητή και στον παρονομαστή τη διάμετρο του θόλου: όσο μικρότερο είναι το κλάσμα που θα πάρετε τόσο πιο τέλειος είναι ο θόλος. Η διάμετρος του τρούλου της Αγίας Σοφίας είναι 31 μέτρα. Η κατακόρυφός του, η απόσταση από την κορυφή έως τη βάση του, είναι 14 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου του Αγίου Πέτρου είναι 42 μέτρα και η κατακόρυφός του 57 μέτρα. Η διάμετρος του θόλου στο Πάνθεον, -τώρα Σάντα Μαρία Ροτόντα – είναι 43 μέτρα και η κατακόρυφος του είναι ίδια.

Οι λεπτομέρειες αυτές είναι απολύτως απαραίτητες για την κατανόηση αυτού που αποτελεί μοναδική διάκριση της Αγίας Σοφίας. Οι δύο άλλοι τεράστιοι θόλοι, εκπληκτικά αριστουργήματα και οι δύο, ωχριούν σε κάλλος όπως και σε τόλμη μπροστά στον αιθέριο θόλο που ο Ανθέμιος ύψωσε πριν από 1.360 χρόνια. Στον Άγιο Πέτρο, ο θόλος είναι συμπλήρωμα του οικοδομήματος και όχι το κύριο στοιχείο της σχεδίασής του. Υπάρχει χάρη στο οικοδόμημα και όχι αυτό χάρη στο θόλο. Στην Αγία Σοφία, αντίθετα, ο τρούλος είναι ο σκοπός, ενώ η κατασκευή στην οποία ακουμπά δεν είναι παρά το μέσον που τον αναδεικνύει και τον υψώνει προς τον ουρανό.



Η ιστορική σπουδαιότητα της Αγίας Σοφίας δεν γνωρίζει όρια. Καμία άλλη εκκλησία σε καμία χώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, κανένα άλλο οικοδόμημα που υψώθηκε ποτέ από την τέχνη των ανθρώπων δεν αποτέλεσε τόσο σημαντικό και ουσιαστικό κομμάτι στη ζωή ενός έθνους. «Στο όνομα της συμπυκνώνεται ολόκληρη η βυζαντινή ιστορία». Οι καθεδρικοί ναοί της Ρενς, του Αγίου Πέτρου, η Νοτρ Νταμ, το Αβαείο του Γουεστμίνστερ, ο Παρθενώνας, αν και ανακαλούν συνειρμούς που συναρπάζουν και γοητεύουν, δεν ξυπνούν τόσες απροσμέτρητες μνήμες. Η Αγία Σοφία αποτελεί τον επίσημο χώρο λατρείας μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας όπου εκκλησία και κράτος ήταν ένα, μιας αυτοκρατορίας που για πάνω από 1.100 χρόνια, ήταν η κληρονόμος και η ισάξια της Ρώμης.

Η ΟΦΕΙΛΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

Εκεί, πλάι στον κίονα από την Έφεσο, στάθηκαν το 987 οι ειδωλολάτρες απεσταλμένοι του Ρώσου Βλαδίμηρου που είχαν σταλεί σε όλο τον κόσμο «προς αναζήτηση της αληθούς πίστεως». Η περίλαμπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ουράνια ψαλμωδία της χορωδίας, τα σύννεφα από λιβάνι που απλώνονταν στο χώρο και ανέβαιναν ψηλά, η ευσεβής σιωπή χιλιάδων πιστών που προσεύχονταν με κατάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας που προκαλούσε δέος, μάγεψε στην κυριολεξία τον απαίδευτο νου των απλοϊκών τέκνων του Βορρά. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Κaramsin, «ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί όπου φανέρωνε άμεσα τη δόξα του στα μάτια των θνητών».



Έτσι, οι απεσταλμένοι φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στο Σλάβο πρίγκιπά τους και του διηγήθηκαν ό,τι είχαν δει με τα παρακάτω λόγια:

«Δεν ξέραμε αν είχαμε ήδη ανεβεί στον ουρανό. Πραγματικά, πάνω στη γη δεν θα έβρισκε ποτέ κανείς παρόμοια πλούτη και μεγαλοπρέπεια. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε είναι ότι εκεί αντιλαμβάνεται κανείς πραγματικά την παρουσία του Θεού κι ότι αυτή η θρησκεία ξεπερνά κατά πολύ τη θρησκεία κάθε άλλης χώρας».

Ο Βλαδίμηρος δέχτηκε τα λόγια και την πίστη των απεσταλμένων του. Βαφτίστηκε χριστιανός και οι ανάδοχοί του ήταν οι αυτοκράτορες Βασίλειος Β’ και Κωνσταντίνος Η’. Σύντομα συνδέθηκε ακόμα περισσότερο μαζί τους, αφού παντρεύτηκε την αδερφή τους, την πριγκίπισσα Άννα.

Ο Βλαδίμηρος και οι Ρώσοι, ευγνώμονες που από την Κωνσταντινούπολη είχαν πάρει το δώρο της ιερής τους πίστης, στάθηκαν από τότε και στο εξής κοντά στη μεγάλη Μητέρα Εκκλησία, και συνδέθηκαν με τους χριστιανούς ομόδοξούς τους με αδελφικούς δεσμούς. Σήμερα, στην τσαρική Ρωσία, η λατρεία είναι ίδια με εκείνη που γοήτευσε τους απεσταλμένους στην Αγία Σοφία.

Στις 16 Ιουλίου του 1054, με το ναό ασφυκτικά γεμάτο από ορθόδοξο κλήρο και λαό, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος και δύο ακόμα Λατίνοι επίσκοποι, αντιπρόσωποι του πάπα, προχώρησαν με σταθερό βήμα ως την Αγία Τράπεζα, μέσα στο ιερό. Μετά, κάτω από το κολοσσιαίο ψηφιδωτό του Ιησού με τη γλυκιά ματιά και τα απλωμένα χέρια που ευλογούν, απόθεσαν πάνω στην Αγία Τράπεζα τον παπικό αφορισμό της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και το ανάθεμα απέναντι στις επτά θανάσιμες αιρέσεις των Ελλήνων, που έστελνε τους ίδιους και όσους μοιράζονταν τα δόγματά τους «στην αιώνια συντροφιά του Σατανά και των αγγέλων του». Μετά «αναχώρησαν με αποφασιστικό βήμα, τινάζοντας τη σκόνη από τα πόδια τους και φωνάζοντας: «Ας δει και ας κρίνει ο Θεός»».



Έτσι, το ενιαίο ιμάτιο κομματιάστηκε. Η μέχρι τότε αδιαίρετη χριστιανική Εκκλησία χωρίστηκε στα δύο και από τότε δεν ξαναενώθηκε. Ένας προτεστάντης δεν μπορεί ίσως να διακρίνει καθαρά και να εκτιμήσει το δίκαιο ή το άδικο των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και του πάπα Λέοντα Θ’. Τα ζητήματα αντιλογίας που ήταν τόσο σημαντικά για εκείνους τη μακρινή εκείνη εποχή ίσως σήμερα μας φαίνονται μηδαμινά ή άνευ σημασίας. Θα μπορούσαμε όμως ποτέ να αμφισβητήσουμε το αν διαδραματίστηκε ποτέ στην ιστορία καταστροφικότερο γεγονός για την Ευρώπη και, πάνω απ’ όλα, για τη χριστιανοσύνη της Ανατολής από αυτό που είδαν οι σιωπηλοί τοίχοι της Αγίας Σοφίας; Σήμερα φαίνεται λογικό που ο Μαθάς, επίσκοπος Θήρας, αναφωνεί: «Ανείπωτα φοβερές υπήρξαν οι συνέπειες αυτού του σχίσματος».

Εδώ, το πρωί του Πάσχα, τον Απρίλιο του 1204, γλέντησαν και ξεφάντωσαν οι Φράγκοι πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας, με χέρια αιματοβαμμένα από την κατάκτηση της πόλης. Ένας αυλικός, καθισμένος στον πατριαρχικό θρόνο, τραγουδούσε αισχρά τραγούδια σε έρρινους τόνους, κοροϊδεύοντας τις ψαλμωδίες των Ελλήνων. Εν τω μεταξύ, μεθυσμένοι στρατιώτες επιδίδονταν σε ακατονόμαστα όργια με γυναίκες του δρόμου, κι ο ναός αντηχούσε από τα πρόστυχα, σατανικά τους γέλια. Αίμα και κοπριά ανακατεύτηκαν χλευαστικά με τον αγιασμένο άρτο και το κρασί. Την ίδια ώρα, διάφορα ζώα οδηγούνταν μέσα στο ναό κι έβγαιναν πάλι φορτωμένα με πλιάτσικο, και με τα άμφια των ιερέων ριγμένα πάνω τους.



Με αποτροπιασμό και θλίψη, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ επιτίμησε σκληρά τους Σταυροφόρους, δηλώνοντας ότι «η Ελληνική Εκκλησία θα έβλεπε στο πρόσωπο των Λατίνων μόνο προδοσία και έργα του σκότους και θα τους μισούσε σαν σκυλιά». Μέχρι και σήμερα, η ανάμνηση των πράξεων εκείνων πλανάται άσβεστη μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, δεν είναι περίεργο το ότι, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει, πολλοί φανατικοί Έλληνες έβλεπαν με την ίδια απέχθεια τόσο μια ιδέα όσο κι ένα στρατιώτη από τη Δύση.

ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΝΕΑΡΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΚΟΜΗ ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΥ

Στις 26 Μαΐου του 1204 ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας και του Ενό, αφού πρώτα αφέθηκε να τον πετάξουν πάνω στην ασπίδα του σύμφωνα με το έθιμο των Τευτόνων, στέφθηκε στην Αγία Σοφία πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Ανατολής. Δώδεκα μήνες αργότερα, ο ναός αφιέρωνε ένα λαμπρό τάφο για τη σορό του Δάνδολου, του δόγη της Βενετίας, που είχε σταθεί ο πραγματικός νους πίσω από την Τέταρτη Σταυροφορία. Ήταν ο άνθρωπος που ευτέλισε την πίστη του σε υλικό συμφέρον, πνίγοντας την ανάμνηση του πρώτου, υψηλότερου σκοπού του – την ανάκτηση των Ιερών Τόπων και του τάφου του Ιησού – με την κατάκτηση και τη λεηλασία μιας χριστιανικής πρωτεύουσας. Αν και πέθανε σε ηλικία 97 ετών, οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του τον συνόδεψαν ακατάβλητες μέχρι το τέλος.

Λίγους μήνες αργότερα, οι πύλες του ναού άνοιξαν διάπλατα, σαν είσοδος ενός τεράστιου τάφου, για να υποδεχτούν έναν ευγενικότερο και ωραιότερο επισκέπτη. Η Μαρία, νεαρή σύζυγος του Βαλδουίνου, είχε μείνει στη χώρα της όταν, λίγο μετά το γάμο τους, ο σύζυγός της είχε φύγει για τους πολέμους του. Ρομαντική και αφοσιωμένη, μάταια τον είχε παρακαλέσει να την πάρει μαζί του και να μοιραστούν τον κίνδυνο. Όταν, αργότερα, ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη ώστε να μοιραστεί το θρόνο του, το πλοίο της ξέφυγε από την πορεία του και ναυάγησε στην Παλαιστίνη. Η Μαρία έφτασε εντέλει στην πρωτεύουσα ύστερα από ταλαιπωρίες, περιπλανήσεις και αμέτρητους κινδύνους.



Όμως ο σύζυγός της δεν βρισκόταν εκεί να την υποδεχτεί. Ο Βαλδουίνος είχε πιαστεί αιχμάλωτος του Ιωαννίτση, βασιλιά των Βουλγάρων, είχε θανατωθεί με πολύ άγριο τρόπο, και το κρανίο του, διακοσμημένο με χρυσάφι, χρησίμευε για κούπα στον άγριο κατακτητή. Απελπισμένη και απαρηγόρητη, η Μαρία αρρώστησε βαριά και έσβησε για πάντα. Μέσα από την παθητική ιστορία της, νότα γλυκύτητας και αγάπης μέσα στην άγρια φρίκη της Τέταρτης Σταυροφορίας, φαίνεται εύλογο το ότι αναπαύτηκε επιτέλους μέσα στον πιο αρχοντικό ναό, εκεί όπου είχε ονειρευτεί πως θα την έστεφαν κάποτε βασίλισσα τα χέρια του συζύγου της.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Στα μακρά και ταραγμένα χρονικά της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν υπάρχει τίποτα τόσο θλιβερό όσο εκείνη η νύχτα πριν από τη μεγαλειώδη πτώση. Στις 28 Μαΐου του 1453, μία ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, ο Κωνσταντίνος ήρθε για άλλη μια φορά στην Αγία Σοφία. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, ο ίδιος κι οι αθάνατοι άνδρες του, όπως οι μελλοθάνατοι. Ήξερε, όπως και καθένας από τη σιωπηλή ακολουθία του, πως, αν παρέμεναν πιστοί μέχρι να πεθάνουν, δεν είχαν πια ούτε ένα εικοσιτετράωρο επίγειας ζωής.

Καμία ελπίδα νίκης, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ίδιο μεγαλείο με εκείνο του γενναίου Λεωνίδα και των Τριακοσίων του στις θρυλικές Θερμοπύλες. Ίσος προς κάθε άνθρωπο στην κρίσιμη ώρα, ο αυτοκράτορας ζήτησε τη συγχώρεση απ’ όλους όσους μπορεί να είχε αδικήσει άθελα του στη σύντομη βασιλεία του. Οι άνδρες, μες στις βαριές πανοπλίες τους, ξέσπασαν σε λυγμούς, κι αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που έσπασε εκείνη τη φοβερή σιωπή. Ύστερα ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας πέρασε το κατώφλι που, για αιώνες από τότε, δεν πάτησε κανένας χριστιανός ηγεμόνας.



Την επομένη, η Αγία Σοφία ήταν ασφυκτικά γεμάτη με ένα πλήθος που όμοιο του δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν ήταν τόσο η συρροή όσο η κοινή αγωνία που πλημμύριζε τις ψυχές όλων. Μερικοί αρπάζονταν απ’ τον παλιό μύθο που έλεγε ότι, όταν ο εχθρός έφτανε νικηφόρος στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άγγελος Κυρίου θα έβαζε μια πύρινη ρομφαία στα χέρια ενός μικρού παιδιού κι αυτό θα κατατρόπωνε αμέσως τους εισβολείς. Οι Οθωμανοί έριξαν τις πόρτες του νότιου προθάλαμου, όπου ακόμα και σήμερα φαίνονται τα σημάδια της ωμής και ανυπόμονης βίας τους.

Το συγκεντρωμένο πλήθος των κυνηγημένων, παράλυτο από ανείπωτο φόβο, με βλέμματα πλημμυρισμένα από τρόμο, δεν έφερε καμία αντίσταση. Δεν χύθηκε αίμα, ούτε των κατακτημένων ούτε των κατακτητών. Δεν υπήρξε βία. Οι μισοπεθαμένοι αιχμάλωτοι – καλόγεροι ή κοριτσόπουλα που ο ήλιος δεν είχε δει καλά καλά τα πρόσωπά τους, κυρές από υψηλή γενιά ή παιδιά για τα θελήματα, ευγενείς ή ζητιάνοι – δέθηκαν ανά δύο και, σε μακριές σειρές, σύρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα.

ΤΟ ΣΕΒΑΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ

Οι Οθωμανοί τρέφουν μεγάλο σεβασμό και βαθύτατη υπόληψη για την Αγία Σοφία. Σ’ αυτό ακολουθούν, άλλωστε, το παράδειγμα του επιφανούς Πορθητή, ο οποίος εκεί πρωτότρεξε μετά τη νίκη που με μόχθο είχε αποσπάσει και του οποίου η πρώτη επίσημη πράξη στην πρωτεύουσα που με τόσο αίμα είχε κατακτήσει ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Είναι η μόνη απ’ όλες τις εκκλησίες που υπέκυψαν στο Ισλάμ, η οποία διατηρεί ακόμη το χριστιανικό της όνομα, και την οποία οι μουσουλμάνοι αποκαλούν Άγια Σόφια.



Παρ’ όλες τις προσπάθειες μεταμόρφωσης της Αγίας Σοφίας, τα χριστιανικά της χαρακτηριστικά θα απαλειφθούν μόνο με την καταστροφή της. Η ίδια της η κατασκευαστική δομή δεν υποκύπτει στις απαιτήσεις του ισλαμικού τελετουργικού. Μοιάζει με έναν περήφανο αιχμάλωτο που, σιωπηρά, με αστείρευτη υπομονή αλλά και απίστευτη επιμονή, δεν παύει να αντιστέκεται στις αλυσίδες του. Οι μακριές σειρές των χαλιών της προσευχής πάντοτε απλώνονται στο δάπεδο σε διαγώνιες γραμμές, συχνά άσχετες με την αρμονία του χώρου. Για να κοιτάζουν προς τη Μέκκα, οι πιστοί αναγκάζονται να προσκυνούν στραμμένοι σε μια άβολη κατεύθυνση, προς τη γωνία της εκκλησίας.

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ

Στην αιχμάλωτη εκκλησία ο χριστιανός, ενοχλημένος από τις αραβικές επιγραφές και τις οθωμανικές παραδόσεις, νιώθει πόνο και νοσταλγία για κάτι που του ανήκει. Η αειθαλής αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια και οι αόρατες μνήμες του παρελθόντος δεν είναι αρκετές. Αν όμως κατέβει το νότιο υπερώο και, μέσα από τις έξι κιονοστοιχίες αφήσει τη ματιά να ανέβει κατά τη θολωτή σκεπή πάνω απ’ τα πέντε παράθυρα της κεντρικής αψίδας, εκεί, στην αχνή μισοκαλυμμένη επιφάνεια, θα διακρίνει την ψηφιδωτή μορφή ενός τεράστιου Χριστού.



Θα ξεχωρίσει τα μαλλιά, το μέτωπο, τα πράα μάτια του Σωτήρα και το αχνό περίγραμμα της μορφής του. Το δεξί χέρι, με γλυκύτητα, «όπως τότε που με αγάπη και πραότητα περπάταγε στη γη», είναι ακόμη απλωμένο σε μια ανείπωτη ευλογία και, με την κίνησή του, μοιάζει να αγκαλιάζει τον άγνωστο επισκέπτη. Μέσα στις σκιές, νιώθει κανείς πως ο Χριστός στέκει ακοίμητος φρουρός πάνω από τους ανθρώπους του.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ



Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό Βασιλικής με Τρούλο. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του (ο σύγχρονος ιστορικός Προκόπιος λέει: …δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη…).

Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ. Περιβάλλεται από δύο αυλές τη βόρεια και τη δυτική καλούμενη και αίθριο. Συνορεύει Ν με τα Πατριαρχικά κτήρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρισκόταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης. Εσωτερικά ο Ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες εξαρτώμενες από τους πεσσούς σε τρία κλίτη. Ο όλος Ναός αποτελείται από τα εξής μέρη:

Το Αίθριο

Υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή στο μέσον της οποίας ήταν η «κομψή φιάλη» η μαρμάρινη κρήνη που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή

«ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ»

Στο αίθριο επίσης φέρονται κάποια ίχνη οικοδομήματος.



O Έξω και o Κυρίως Νάρθηκας

Πέντε πύλες από το αίθριο οδηγούν στον έξω νάρθηκα και από αυτόν άλλες πέντε πύλες οδηγούν στον εσωτερικό νάρθηκα, από τις οποίες η μεσαία πύλη λέγεται και Μεγάλη ή Ωραία Πύλη. Από τον έσω νάρθηκα εννέα πύλες, τρεις ανά κλίτος οδηγούν στον κυρίως Ναό. Οι τρεις μεσαίες εξ αυτών καλούνται Βασιλικές πύλες επειδή εξ αυτών εισήρχετο ο Αυτοκράτορας στις επίσημες τελετές.



Και οι δύο νάρθηκες καταλαμβάνουν περίπου το ίδιο πλάτος του Ναού με μικρό μήκος εισόδου ο καθένας. Εκατέρωθεν του νάρθηκα διασώζονται προσαρτήματα μεγάλης ιστορικής σημασίας. Το προς Ν. εκαλείτο Προπύλαιο του Νάρθηκα ή Ωραία Πύλη που από τον 10ο αιώνα ήταν η κύρια είσοδος στον Ναό. Δεξιά αυτού του προπυλαίου ήταν το αποδυτήριον (μητατώριον) όπου ο Αυτοκράτορας κατά την είσοδό του άλλαζε το τζιτζάκιο και φορούσε το Σαγίο. Πάνω από τον έσω νάρθηκα είναι ο Γυναικωνίτης, εξ ου και το όνομα «νάρθηξ γυναικωνίτιδος» η είσοδος στον οποίο οδηγούσε άλλο προαύλιο της Β. πλευράς (στο σχέδιο κάτω πλευράς).

Ο Κύριος Ναός

Η είσοδος στον κυρίως Ναό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη (στοές θα λέγαμε σήμερα), των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν. Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλούν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος.

Η περιμετρική βάση φέρει πλήθος στυλιδίων υπό μορφή παραθύρων από τα οποία και ολόκληρος ο Ναός καταυγάζεται από το φως. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια, τις κόγχες και τους τοίχους προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό, οι δε ακτίνες του Ήλιου που εισέρχονται στο χώρο δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς.



Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεωμένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς. Στη δε κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που φέρουν την επιγραφή «Μεγάλης Εκκλησίας του Κωνσταντίνου». Εξωτερικά και επί της κορυφής του θόλου φερόταν ο μέγας «ερυσίπτολις σταυρός» (= έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο. Μετά τη μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.

Ο Τρούλος – Θόλος

Ο θόλος δεσπόζει επί του μέσου κλίτους. Στηρίζεται σε τέσσερις κεντρικούς μεγάλους πεσσούς, συνδεόμενοι μεταξύ τους σε τόξο, σχηματίζοντας νοητό τετράγωνο ενώ αφήνονται τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα. Κατά την Ανατολική και Δυτική πλευρά ανοίγονται δύο μεγάλα ημιθόλια που καταλήγουν σε δύο κόγχες. Τα ημιθόλια μαζί με τις κόγχες προσδίδουν ευρύτητα και ελαφρότητα στο εσωτερικό, αλλά και συγκρατούν τον θόλο διανέμοντας το βάρος της στέγης σε όλο το οικοδόμημα.





Εξωτερικώς το υλικό της οικοδομής είναι ορθογώνιοι πελεκητοί λίθοι και πλίνθοι. Τα στηρίγματα του θόλου για ασφάλεια κτίστηκαν με δύο μεγάλους πελεκητούς λίθους που στηρίζονταν σε δύο σιδερένιους μοχλούς στο μέσο των οποίων τοποθετήθηκε μόλυβδος, ενώ για τον τρούλο χρησιμοποιήθηκαν πλίνθοι και σπογγόλιθοι.

Ψηφιδωτά και Τοιχογραφίες του Ναού

Αρκετοί από τους αυτοκράτορες που διαδέχτηκαν τον Ιουστινιανό θέλησαν κάτι να προσθέσουν στην Αγία Σοφία, που να σηματοδοτεί και το δικό τους πέρασμα από το θρόνο της «Βασιλίδος των Πόλεων». Ο Λέων ΣΤʼ, ο λεγόμενος Σοφός, εμπλούτισε το νάρθηκα της μητρόπολης στα τέλη του 9ου αιώνα μʼ αυτό το εξαιρετικής τέχνης μωσαϊκό, που εικονογραφεί την αναγνωρισμένη θεσμική σχέση του αυτοκράτορα με το Θεό, από τον οποίο -υποτίθεται ότι- αντλεί την κοσμική εξουσία του. Ο Λέων ΣΤʼ, γονατιστός και με ύφος ταπεινό, κάθε άλλο παρά σύμφωνο με την πραγματικότητα, δέχεται από τον Ιησού Χριστό το χρίσμα της «Αγίας Σοφίας», μέσα στον ομώνυμο Οίκο του Θεού.



Ένα είδος αγιογραφίας είναι οι τοιχογραφίες. Στη λιγότερο πολυτελή αυτή τεχνική, οι τεχνοτροπικές τάσεις είναι ανάλογες με των ψηφιδωτών, αλλά παρουσιάζουν περισσότερες ποικιλίες και διαβαθμίσεις. Κατά τον 20ο και 11ο αιώνα κυριαρχεί η τάση προς τις μεγάλες μνημειακές συνθέσεις, με έντονα περιγράμματα και εκφραστικά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας. Η επίσημη αυτή καλλιτεχνική ροπή δεν είναι και η μοναδική. Κατά την εποχή των Παλαιολόγων (1204- 1453) η τέχνη της τοιχογραφίας γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη.

Μεγαλύτερες συνθέσεις, πολυάνθρωπες, αποκτούν επικό μεγαλείο υψηλής πνοής, με την ήρεμη, αλλά ρυθμική κίνηση των ομάδων, με το γαλήνιο, αλλά ηρωικό, ήθος των προσώπων, με το σοφό και ισόρροπο φωτεινό χρωματισμό. Ο χρυσός αιώνας των ψηφιδωτών τοποθετείται μεταξύ του 10ου και 12ου αιώνα. Η τεχνική γίνεται λεπτότερη, οι χρωματισμοί αρμονικότεροι, η τεχνοτροπία πιο σταθερή. Στην Αγία Σοφία, στην επιφάνεια του τρούλου, εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας και περιβάλλεται από τους Προφήτες και τους Αποστόλους. Πάνω σ’ έναν ομοιόμορφο «κάμπο» – φόντο – προβάλλονται οι φιλοτεχνημένες με εκτυφλωτικά χρώματα μορφές και σκηνές και δίνουν την εντύπωση ανάγλυφου.

Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι «Ένθρονος Θεοτόκος», «Ένθρονος Χριστός», «Θεοτόκος βρεφοκρατούσα», και η παράσταση της «Δεήσεως». Η διακόσμηση που κάλυπτε το εσωτερικό του ναού ήταν ίσης σπουδαιότητας με την αρχιτεκτονική του. Υψηλοί κίονες από πορφύρα, λευκό και πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι με μαρμάρινα κιονόκρανα ήταν διακοσμημένοι με γραμμές χρώματος μπλε ή χρυσαφί. Οι τοίχοι καλύπτονταν με μάρμαρα πολύχρωμα, ζωγραφισμένα από τούς πιο επιδέξιους ζωγράφους, και από ψηφιδωτά που έλαμπαν μέσα στο βαθύ μπλε ή αργυρό φόντο.



Αν και στους περισσότερους φαίνεται παράξενο, όσο και αν οι Οθωμανοί Τούρκοι σοβάτισαν με τον πιο παχύ σοβά (2 δάχτυλα) όλες τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά του Ναού της Αγίας Σοφίας ήταν αδύνατο να καλύψουν τα καλλιτεχνήματα αυτά. Αν κανείς παρατηρήσει με πολλή προσοχή, θα προσέξει ορθόδοξους βυζαντινούς σταυρούς. Πολλοί αναφέρονται σε θαύμα, λέγοντας πως η χριστιανική θρησκεία δεν μπορεί να κρυφτεί, πόσο μάλλον από μίσος. Άλλοι μιλούν για μεταλλικούς σταυρούς. Όμως αγιογράφος που έχει εργαστεί σε ψηφιδωτά αποκλείει την εκδοχή αυτή.

Άλλο παράξενο που θα συναντήσει κανείς στο Ναό είναι το χερουβείμ που «ήρθε στο φως» τον Ιούλιο του 2009. Επίσης 4 άγγελοι ήταν καλυμμένοι με σοβά και ήταν τουρκικό κρατικό μυστικό. Στη θέση τους, τοποθετήθηκαν ασπίδες με αραβικές προσευχές. Τη διαταγή έδωσε ο σουλτάνος Abdülmecit. Οι άγγελοι αυτοί (900 – 1300 μ. Χ.) έμειναν στο «σκότος» για αιώνες. Πιστεύουν ότι πρόκειται για ιστορική ανακάλυψη. Τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές και σήμερα γίνονται προσπάθειες για τη διάσωσή τους.



Εκείνο το οποίο προσέδιδε τη μεγαλύτερη λαμπρότητα στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας είναι η μωσαϊκή διακόσμηση. Ο Προκόπιος και ο Σιλεντιάριος μαρτυρούν ότι την οροφή του ναού και στις μαρμαρωμένες επιφάνειες των τοίχων υπήρχαν χρυσές και αργυρές ψηφίδες. Οι γνωστές μας ψηφιδωτές εικόνες είναι οι εξής:

1) Η εικόνα της Δεήσεως που βρίσκεται στο νάρθηκα πάνω από τις Βασιλικές Πύλες. Σε αυτή την εικόνα παρουσιάζεται ο Χριστός σε θρόνο, ως Παντοκράτορας, κρατώντας το Ευαγγέλιο και ευλογώντας. Κάτω από το Χριστό μέσα σε εγκόλπια υπάρχουν οι προτομές της Θεοτόκου και του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Το μωσαϊκό αυτό θεωρείται ως έργο του 7ου αιώνα όπου Αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος ο Μακεδόνας.



2) Στην επιφάνεια του θόλου εικονίζεται ο Παντοκράτορας. Από πληροφορίες του 15ου αιώνα μαθαίνουμε ότι ήταν μεγίστων διαστάσεων. Η χρονολογία του δεν είναι εξακριβωμένη. Κάτω από τον τρούλο προς τα Ανατολικά βρίσκονται τα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) όπου υπάρχουν δύο εξαπτέρυγα (11 μ. μήκους και 8 μ. πλάτους) που έχουν τον τύπο των Σεραφείμ. Τα πρόσωπα των εξαπτέρυγων επιχρύσθηκαν από τους Τούρκους.



3) Στο Δυτικό ημιθόλιο το 1894 αποκαλύφθηκε εγκόλπιο της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας και η εικόνα του Πέτρου εικονιζόμενου, κατά τον Πορφυρογέννητο, κάτω από την Θεοτόκο μαζί με τον Παύλο.Το μωσαϊκό αυτό, που ανήκε στην εποχή του Βασιλείου του Μακεδόνα, καταρρίφθηκε.



4) Τέλος από περιηγητές του 16ου αιώνα μαρτυρούνται ότι η παράσταση του Αγίου Μανδηλίου επί του φατνώματος του Ανατολικού τόξου υπό του θόλου, η Πλατυτέρα (κατ’ άλλους ο Παντοκράτορας) στην αψίδα του ιερού, η παράσταση της Ετοιμασίας του θρόνου επί του ανατολικού ημιθολίου και παραστάσεις ιεραρχών επί των τυμπάνων των τοίχων των πληρούντων τα μεγάλα τόξα της Βόρειας και Νότιας πλευράς του ναού, μεταξύ αυτών ανοίγονται παράθυρα με παραστάσεις οχτώ Προφητών, εκ των οποίων σώζεται πλήρης η παράσταση του Ησαΐου. Μαρτυρούνται οι εικόνες της Βαπτίσεως, Μεταμορφώσεως, των Παθών και της Πεντηκοστής επί των καμαρών και των σταυροθολίων των υπερώων.



Γλυπτική Διακόσμηση του Ναού

Εξαιρετική είναι η εσωτερική διακόσμηση της Αγίας Σοφίας. Η επιφάνεια των τοίχων του κυρίως ναού, του εσωνάρθηκα και των πεσσών κοσμείται με ορθομάρμαρα (πολύχρωμες μαρμάρινες πλάκες με διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων και τόνων).



Οι κορμοί των κιόνων είναι πράσινοι, πορφύροι, και λευκοί ενώ οι βάσεις τους λευκές και απλές. Τα κιονόκρανα της Αγίας Σοφίας είναι κυβοειδή ενώ στις τέσσερις γωνίες καταλήγουν σε μικρούς Ιωνικούς έλικες. Τη βάση αυτών περιβάλλει μία στεφάνη που έχει όμοια τεχνική ελικοειδής ενώ κοσμούνται με τα μονογράμματα του βασιλιά Ιουστινιανού και Αυγούστης Θεοδώρας.



Τα κιονόκρανα των λευκών κιόνων του υπερώου, προς το εσωτερικό, έχουν το σχήμα Ιωνικών ελίκων.Τα λοιπά αρχιτεκτονικά μέλη του ναού μέτωπα και φατνώματα τόξων, ζώνες και θωράκια, έχουν την ίδια πλούσια γλυπτική διακόσμηση.Τα μέτωπα των τόξων των μεγάλων κιονοστοιχίων του ναού καταλαμβάνει λευκό μάρμαρο με ελικοειδή κόσμημα.



Είσοδοι-Φωτισμός

Η είσοδος στο ναό γίνεται μέσα από τις πύλες του νάρθηκα. Οι πύλες είναι ορθογώνιες και πλαισιώνονται με γλυπτά υπερθυρώματα. Διάφορα μονογράμματα και χρονολογίες συμπληρώνουν τη διακόσμηση των θυρών.



Ο φωτισμός γίνεται με τα εκατό παράθυρα από τα οποία ανοίγουν τα σαράντα μερικά στη στεφανή του τρούλου ενώ τα υπόλοιπα στα ημιθόλια.



Τα παράθυρα της Αγίας Σοφίας διακρίνονται σε:

α) Σύνθετα μεγάλα τοξωτά παράθυρα χωρισμένα με δύο κιονίσκους.
β) Μικρότερα εκ του κάτω μέρους από τα προηγούμενα παράθυρα και
γ) σε στενότερα απλά.



Η ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Η Αγία Σοφία έχει ανεγερθεί σε μια γεωγραφική θέση φημισμένη για τη γεωφυσική, πολιτική και θρησκευτική της αστάθεια. Η Αγία Σοφία είναι ένα τεχνικό επίτευγμα του Ανθέμιου και του Ισίδωρου, οι οποίοι κατέστησαν το ναό ισχυρό απέναντι στις σεισμικές δονήσεις, ή στάθηκαν απλώς τυχεροί. Για την απάντηση επιστρατεύεται τώρα η επιστήμη. Η έρευνα για τα υλικά με τα οποία χτίστηκε η Αγία Σοφία διήρκεσε δεκαέξι χρόνια. Στο τέλος βρέθηκε η λύση. Όλα τα σημεία του κτηρίου που συγκεντρώνουν ικανά φορτία, έχουν σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπόκεινται σε θλιπτικές τάσεις.



Άλλωστε η Κωνσταντινούπολη είναι μία πόλη η οποία συνεχώς κινείται. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες πρέπει να επικεντρώθηκαν με πολύ μεγάλη προσοχή στα απλά γεωμετρικά μεγέθη και στο κλασικό πρότυπο του υπάρχοντος Πανθέου στη Ρώμη, για το οποίο ο Ρόμπερτ Μαρκ είχε κάνει ένα μοντέλο στον υπολογιστή, προτού ασχοληθεί με την Αγία Σοφία. Ως εκείνη τη στιγμή λοιπόν οι περισσότεροι ερευνητές πίστευαν ότι τα 40 παράθυρα στην Αγία Σοφία είχαν τοποθετηθεί μόνο για την οπτική εικόνα. Η δική του έρευνα όμως έδειξε ότι προστέθηκαν εκεί για λόγους στατικούς. Γιατί έτσι αποφεύγονται οι ρωγμές.



Κατά τον Μαρκ, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος γνώριζαν ότι η περιοχή γύρω από τον τρούλο ούτως ή άλλως θα «ήθελε», θα είχε την τάση, να ρηγματωθεί κατά μήκος του άξονα των παραθύρων. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησαν τα παράθυρα ως τεχνητές ρωγμές.

ΤΟ «ΜΥΣΤΗΡΙΟ» ΤΟΥ ΚΤΙΣΜΑΤΟΣ

Αλλά το εκπληκτικό με την Αγία Σοφία, όπως φαντάζει μεγαλοπρεπέστατη, είναι το πώς παραμένει σταθερή στη θέση της επί τόσους αιώνες παρά τους τόσους μεγάλους σεισμούς που δοκίμασαν την αντοχή της. Κατά καιρούς πολλοί Τούρκοι αλλά και Ευρωπαίοι μελετητές προσπάθησαν να εξηγήσουν αυτό το αρχιτεκτονικό θαύμα. Είναι γεγονός πως σε διεθνές επίπεδο αλλά και για τους ίδιους τους Τούρκους και σύμφωνα με τα πορίσματα αυτών των ερευνών όπως αναφέρονται από το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού, για το κτίσιμο και για τα θεμέλια της Αγίας Σοφίας εφαρμόστηκαν τεχνικές πρωτόγνωρες και «μυστήριες» για τα τότε, αλλά ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, γεγονός που φανερώνει τη μαγική άξια του κτίσματος.



Είναι χαρακτηριστικό πως 1.600 χρόνια περίπου μετά το κτίσιμο του ναού, ο μεγάλος σεισμός της 17ης Αυγούστου 1999 που έγινε στην Τουρκία δεν πείραξε καθόλου τα θεμέλια της Αγίας Σοφίας, ενώ έκανε μεγάλες ζημιές στα έργα ανακαίνισης που είχαν γίνει τα τελευταία 14 χρόνια, με αποτέλεσμα να γκρεμιστούν όλοι οι αναπαλαιωμένοι σοβάδες και να έχει δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στις εργασίες ανακαίνισης του ιστορικού κτίσματος.

Το γεγονός αυτό απέδειξε και την κακή δουλειά που είχε γίνει από αυτούς που είχαν αναλάβει τις εργασίες αναπαλαίωσης του μνημείου, εργασίες που είχαν αρχίσει ουσιαστικά από το 1980 και τα τελευταία χρόνια είχαν προστεθεί νέοι σοβάδες σε πολλά τμήματα του βυζαντινού ναού. Έτσι παρουσιάστηκε το ιδιαίτερο φαινόμενο να πληγούν από τον μεγάλο σεισμό τα έργα αναπαλαίωσης, ενώ οι ιστορικές βάσεις να μείνουν ανέπαφες. Οι μελετητές έδωσαν μεγάλη σημασία στη μελέτη των παλαιών θεμελίων, γιατί όπως τονίστηκε θα βγούνε πολλά χρήσιμα συμπεράσματα από την αντοχή που επέδειξε το θαυμάσιο αυτό μνημείο στον τελευταίο σεισμό.

Αλλά η Αγία Σόφια, όπως φαίνεται και από το ιστορικό που παρέθεσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, έχει αντέξει και σε παλαιότερους σεισμούς χωρίς να υποστεί σοβαρές ζημιές. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 553 μ.Χ. γίνεται μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη. Η Αγία Σοφία εκτός από μικροζημιές δεν έχει σοβαρές βλάβες. Μεγάλο σεισμός γίνεται στις 14 Δεκεμβρίου 557. Ο ιστορικός ναός παθαίνει μικρές ζημιές. Ιανουάριος 869. Από τον μεγάλο σεισμό πέφτει ο ένας μικρός τρούλος. Οκτώβριος 1344.

Γίνεται μεγάλος σεισμός και παθαίνει ζημιές η ανατολική πτέρυγα. 10 Ιουλίου 1894. Η Αγία Σόφια είναι πια μουσουλμανικό τέμενος. Γίνεται μεγάλος σεισμός και πέφτουν μεγάλα κομμάτια από το μωσαϊκό και κομμάτια τοίχου. Για μικρό χρονικό διάστημα το τέμενος κλείνει για να επιδιορθωθεί. 1931. Αρχίζουν οι εργασίες επανεμφάνισης των ψηφιδωτών εικόνων, ενώ την 1η Φεβρουαρίου 1935, ο ιστορικός ναός ανακηρύσσεται από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μουσείο.



Τους τελευταίους μήνες έχει αρχίσει να ξετυλίγεται ένα νέο μυστήριο σχετικά με τις υπόγειες διόδους της Αγίας Σοφίας για τις οποίες μερικοί Τούρκοι αρχαιολόγοι και ερευνητές υποστηρίζουν ότι φτάνουν μέχρι… τα Πριγκιπόνησα και ότι είναι άλλο ένα από τα θαύματα της Αγίας Σοφίας που είχε κατασκευαστεί από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες για περιπτώσεις εκτάκτων καταστροφών, σαν διάδρομος διάσωσης των ιερών κειμηλίων, αλλά και των πιστών του μεγάλου αυτού ναού. Όλη αυτή η καινούργια ιστορία έχει προκαλέσει μια αναζωπύρωση παλιών θρύλων σχετικά με την Αγία Σοφία και την αποκατάστασή της στον παλιό της ρόλο σαν σύμβολο του ελληνορθόδοξου κόσμου.

ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ

Πρώτες ύλες από τη Ρόδο και ειδική τεχνική από την Ανατολή συνδυάστηκαν για να δημιουργηθούν οι οπτόπλινθοι στον σημερινό, δεύτερο, τρούλο της Αγίας Σοφίας, καθώς ο πρώτος κατέρρευσε από σεισμό. Για να αποδειχθεί ο θρύλος που ήθελε τα τούβλα του τρούλου να κατασκευάζονται με ειδική παραγγελία, οι ερευνητές συνέκριναν τα δομικά υλικά της Αγίας Σοφίας με σύγχρονα κτίσματα από την Πόλη και τη Ρόδο. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως κατά 95% οι πρώτες ύλες προέρχονται από τη Ρόδο, είναι εμπλουτισμένες σε άργιλο και μπορούν να δώσουν οπτόπλινθους συμπαγείς και με υψηλή αντοχή. Όσο για την τεχνική όπτησης (ψησίματος των τούβλων) έχει τις ρίζες της στην Ανατολή όπου η συγκεκριμένη τεχνογνωσία ήταν ιδιαιτέρως αναπτυγμένη.



Δεύτερο αντισεισμικό μυστικό της Αγίας Σοφίας ήταν τα κονιάματα από ημι-αποκρυσταλλοποιημένο υλικό που έχει την ιδιότητα να απορροφά την ενέργεια του σεισμού, εξηγεί η κ. Μοροπούλου. Τα κονιάματα αυτά μάλιστα, αφού αναλύθηκαν, ξαναγεννήθηκαν βελτιωμένα στα εργαστήρια. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιδράσουν πολύ ικανοποιητικά στον σεισμό του 1999 (είχαν τοποθετηθεί στο μνημείο λίγους μόλις μήνες προ του μεγάλου σεισμού στην Τουρκία) ενώ εκτιμάται πως η σύνθεση και η ιδιοσυστασία του υλικού μπορούσε να αντέξει 7 ρίχτερ.

Εκτός από τα αντισεισμικά μυστικά, η έρευνα έχει εντοπίσει χαμένα ψηφιδωτά στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας. Ήδη μέσω διασκόπησης εντοπίστηκε και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο ενός χερουβείμ στην αριστερή πλευρά του Ιερού, ενώ αναζητάται ακόμη ένα πρόσωπο χερουβείμ στην απέναντι πλευρά, νοτιοανατολικά του Ιερού.

Όταν κανείς εισέρχεται στο ναό μένει έκθαμβος από τη μεγαλοπρέπεια και ατενίζει τον ύψους 55 μέτρων τεράστιο θόλο, πλάτους 31 μέτρων, πού στηρίζεται σε τέσσερις μεγάλες αψίδες, οι οποίες πάλι βαστάζονται από τέσσερις ογκώδεις κίονες. Η Αγία Σοφία είναι ο τύπος της θολωτής βασιλικής, γνωστός στη Μικρά Ασία από τον 5ο αιώνα. Η διακόσμηση πού κάλυπτε το εσωτερικό του ναού ήταν ίσης σπουδαιότητας με την αρχιτεκτονική του. Υψηλοί κίονες από πορφύρα, λευκό και πρασινωπό διάστικτο μάρμαρο, στεφανωμένοι με μαρμάρινα κιονόκρανα ήταν διακοσμημένοι με γραμμές χρώματος μπλε ή χρυσαφί.



Οι τοίχοι καλύπτονταν με μάρμαρα πολύχρωμα, ζωγραφισμένα από τούς πιο επιδέξιους ζωγράφους, και από ψηφιδωτά που έλαμπαν μέσα στο βαθύ μπλε ή αργυρό φόντο. Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από καθαρό χρυσό και έλαμπε διακοσμημένη με σπάνια κοσμήματα και σμάλτο, ενώ το Ιερό ήταν στολισμένο με μεταξωτά και χρυσά κεντήματα. Ο τεράστιος πολυέλαιος με τα χιλιάδες κεριά φώτιζε το ναό, ο οποίος φωτιζόταν και στο εξωτερικό του κατά τη διάρκεια της νύκτας και έκανε την εκκλησία να λάμπει με πύρινη λαμπρότητα και να αναγγέλλει στους ναυτικούς από μακριά τη δόξα της αυτοκρατορίας και το τέλος του ταξιδιού τους.

Όπως αποκαλύφθηκε από την επιστημονική έρευνα, το υλικό υποδομής που χρησιμοποιήθηκε στον θόλο της Αγίας Σοφίας είναι κατά 97% παρόμοιο με εκείνο που χρησιμοποιήθηκε στα ιστορικά κτήρια της Ρόδου και περιέχει ένα συστατικό που αντέχει στη φωτιά και εξελίχθηκε στην Ανατολή.



Αυτό το οικοδομικό υλικό, ένα είδος πυρίμαχου τούβλου, είναι όμως δώδεκα φορές πιο ελαφρύ από το κανονικό τούβλο και αντέχει στην ένταση που προκαλεί ο σεισμός. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι η λάσπη που χρησιμοποιήθηκε αποτελείτο από ημιαποκρυσταλλοποιημένο υλικό το οποίο έχει την ιδιότητα να απορροφά την ενέργεια του σεισμού.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Τι είναι αυτό που κάνει τον τρούλο να αντιστέκεται στις ισχυρές σεισμικές δονήσεις της περιοχής; Νέα στοιχεία για τις πρωτοποριακές μεθόδους του Ανθεμίου και του Ισιδώρου φέρνει στο φως έρευνα η οποία διεξάγεται στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

Σείεται αλλά δεν καταρρέει. Και αν γίνει ένας σεισμός της τάξεως των 7,5 ρίχτερ η Αγία Σοφία ίσως να είναι το μοναδικό κτήριο το οποίο θα μείνει όρθιο στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για τεχνικό επίτευγμα του Ανθεμίου και του Ισιδώρου, οι οποίοι κατέστησαν τον ναό ισχυρό απέναντι στις σεισμικές δονήσεις, ή οι δύο αρχιτέκτονες στάθηκαν απλώς τυχεροί;

Για την απάντηση επιστρατεύεται τώρα η σύγχρονη τεχνολογία. Άλλωστε η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη η οποία διαρκώς κινείται. Βρίσκεται πλησίον του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και το 1999 ο σεισμός των 7,4 ρίχτερ με επίκεντρο το Ισμίτ (100 χιλιόμετρα δυτικά της Πόλης) σκότωσε 18.000 ανθρώπους, ενώ περισσότερα από 15.000 κτήρια ισοπεδώθηκαν. Και αν ένας τέτοιος σεισμός χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη – και αυτό είναι πιθανό – οι καταστροφές θα είναι προφανώς διπλάσιες. Η Αγία Σοφία στάθηκε όρθια, αν και με επιμέρους βλάβες ασφαλώς, μετά το πέρασμα τουλάχιστον 12 μεγάλων σεισμών. Θα είναι το ίδιο «τυχερή» και στο μέλλον, αν η Κωνσταντινούπολη χτυπηθεί από τον επόμενο μεγάλο σεισμό;



Η Αγία Σοφία έχει ανεγερθεί σε μια γεωγραφική θέση φημισμένη για τη γεωφυσική, πολιτική και θρησκευτική της αστάθεια. Κατά τα τελευταία 40 χρόνια μάλιστα η Κωνσταντινούπολη έχει αποκτήσει πληθυσμό 10 εκατομμυρίων ανθρώπων (από 2 εκατομμύρια), οι περισσότεροι εκ των οποίων ζουν σε μάλλον πρόχειρα κατασκευασμένες πολυκατοικίες, χωρίς ιδιαίτερη αντισεισμική πρόβλεψη. Αντίθετα, η Αγία Σοφία παραμένει ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της πόλης, ύψους 55 μέτρων, κατασκευασμένο μόνον από τούβλα και κονίαμα.

Είναι λογικό επομένως να αναζητούν οι ιστορικοί, εδώ και δεκαετίες, τους λόγους για τους οποίους αυτό το κτίριο άντεξε στις σεισμικές καταπονήσεις και αν τελικά οι αρχιτέκτονές του είχαν προβλέψει το μεγάλο θέμα των σεισμών. Ήδη νέα στοιχεία έχουν προκύψει από την έρευνα η οποία διεξάγεται στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον με μοντέλα προσομοίωσης σε υπολογιστές και με χημικές αναλύσεις.

Επικεφαλής της ομάδας είναι ένας Τούρκος καθηγητής Σεισμομηχανικής, ο κ. Αχμέτ Τσακμάν, με συνεργάτη τον μηχανικό κ. Ρόμπερτ Μαρκ. Τα αποτελέσματά τους είναι εντυπωσιακά. Και λένε σαφώς ότι, αν η Κωνσταντινούπολη χτυπηθεί από σεισμό 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, η Αγία Σοφία μπορεί να σεισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, όμως θα μείνει όρθια ανάμεσα σε ερείπια. Γιατί όπως φάνηκε στον υπολογιστή η στατική επάρκεια του ναού προέρχεται από τον κτιριακό του πυρήνα και την αρχική κατασκευή του.

ΣΤΕΜΜΑ ΑΨΙΔΩΝ

Σήμερα η Αγία Σοφία έχει καταλήξει ένα συνονθύλευμα από τρούλους, αντερείσματα, μιναρέδες και τείχους αντιστήριξης, που έχουν προστεθεί σε διάφορες εποχές εν ονόματι της θρησκείας ή για λόγους αποκατάστασης. Και παρότι όλα τα οικοδομήματα με τρούλους που χτίζονταν την εποχή εκείνη ήταν κατασκευές με θόλους επάνω σε κυλίνδρους, αντιθέτως η Αγία Σοφία είναι χτισμένη επάνω σε ένα στέμμα από αψίδες.



Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πλέον ότι οι Βυζαντινοί αρχιτέκτονες πρέπει να επικεντρώθηκαν με πολύ μεγάλη προσοχή στα απλά γεωμετρικά μεγέθη και στο κλασικό πρότυπο του υπάρχοντος Πανθέου στη Ρώμη, για το οποίο ο Ρόμπερτ Μαρκ είχε κάνει ένα μοντέλο στον υπολογιστή, προτού ασχοληθεί με την Αγία Σοφία. Ως εκείνη τη στιγμή λοιπόν οι περισσότεροι ερευνητές πίστευαν ότι τα 40 παράθυρα στην Αγία Σοφία είχαν τοποθετηθεί μόνο για την οπτική εικόνα.

Η δική του έρευνα όμως έδειξε ότι προστέθηκαν εκεί για λόγους στατικούς. Γιατί έτσι αποφεύγονται οι ρωγμές. Κατά τον Μαρκ, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος γνώριζαν ότι η περιοχή γύρω από τον τρούλο ούτως ή άλλως θα «ήθελε», θα είχε την τάση, να ρηγματωθεί κατά μήκος του άξονα των παραθύρων. Γι’ αυτό και χρησιμοποίησαν τα παράθυρα ως τεχνητές ρωγμές.

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΤΣΙΜΕΝΤΟ

Αλλά και τα τούβλα και το κονίαμα θεωρείται ότι έχουν συντελέσει πολύ στη θωράκιση του ναού. Τα τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν κατά πολύ ελαφρύτερα και πιο πορώδη από εκείνα που ήταν σε χρήση εκείνη την εποχή σε άλλες κατασκευές. Ο Τούρκος καθηγητής μάλιστα θεωρεί ότι είχαν ψηθεί σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες (κάτω από τους 750 βαθμούς Κελσίου) ώστε να επιτευχθεί η σωστή αντίδραση μεταξύ των υλικών.

Παράλληλα, το κονίαμα βρέθηκε να μοιάζει πολύ με το σημερινό γνωστό τσιμέντο (Πόρτλαντ), γεγονός που εξασφαλίζει υψηλή απορροφητικότητα σε περίπτωση σεισμικών δονήσεων. Η σχέση μάλιστα κονιάματος και τούβλου συνετέλεσε στην επιπλέον ενίσχυσή του. Γιατί οι κτίστες, προκειμένου να δουλέψουν γρηγορότερα, έβαζαν μεγαλύτερη ποσότητα κονιάματος στους αρμούς ανάμεσα στα τούβλα. «Το αποτέλεσμα είναι να συμπεριφέρονται οι αρμοί σαν ενισχυμένο τσιμέντο», όπως λέει ο κ. Τσακμάν.



Πριν από την Αγία Σοφία οι αρχιτέκτονες έχτιζαν απλώς πολύ ισχυρά κτήρια προκειμένου να επιζήσουν από τους σεισμούς. Ο καθηγητής Αχμέτ Τσακμάν διατυπώνει την τολμηρή ιδέα ότι μπορεί ο Ανθέμιος να είχε κατασκευάσει μια μηχανή προσομοίωσης σεισμών, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί ότι οι πιέσεις σε ένα δυναμικό σύστημα είναι ανάλογες με τη μάζα. Άρα το σχέδιό τους να χρησιμοποιήσουν ελαφρύτερα τούβλα και εύκαμπτο κονίαμα αντί για πέτρα ήταν απολύτως λογικό.

Η τελική απάντηση όμως για τη συμπεριφορά της Αγίας Σοφίας απέναντι σε έναν μεγάλο σεισμό ήρθε μετά την τοποθέτηση στο κτήριο, από Τούρκους και Αμερικανούς ερευνητές, πολλών μικρών αισθητήρων δόνησης από τα στοιχεία των οποίων κατασκευάστηκε το τρισδιάστατο μοντέλο στον υπολογιστή. Σε σεισμό λοιπόν 7,5 ρίχτερ η Αγία Σοφία θα κινηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό προς τα εμπρός και πίσω, οι κορυφές των αψίδων θα πάρουν τα μεγαλύτερα φορτία, αλλά ο τρούλος θα παραμείνει στη θέση του και η εκκλησία όρθια.

Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας είναι από τα µεγαλύτερα και ωραιότερα βυζαντινά δηµιουργήµατα. Το οικοδόµηµα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθµό της βασιλικής µε τρούλο και ήταν από το 360 µέχρι το 1453 ο ορθόδοξος καθεδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξε το σύµβολο της πόλης τόσο κατά τη Βυζαντινή όσο και κατά την Οθωµανική Περίοδο. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασµό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσµό της, που σε µεγάλο βαθµό καταστράφηκε στην πορεία του χρόνου

Η διακόσµηση της Αγίας Σοφίας αποτελείται από έργα που προστέθηκαν σε διαδοχικές φάσεις στη διάρκεια 1.000 χρόνων. Η Αγία Σοφία της εποχής του Ιουστινιανού ήταν διακοσµηµένη κυρίως µε σταυρούς, καθώς και µε φυτικά και γεωµετρικά θέµατα.



Οι πρώτες εικονιστικές παραστάσεις έχουν βρεθεί σε δύο δωµάτια που επικοινωνούσαν µε τα νοτιοδυτικά υπερώα, τα οποία ήταν κοµµάτι του πατριαρχικού µεγάρου. Μετά το τέλος της Εικονοµαχίας, το 843, σηµειώθηκε µια εκτεταµένη εικονογράφηση της µεγάλης εκκλησίας µε ψηφιδωτά, που αποτελούν µέρος ενός καλά οργανωµένου προγράµµατος. Οι δύο µεγάλοι πλάγιοι τοίχοι της εκκλησίας, στη βόρεια και τη νότια πλευρά, διακοσµήθηκαν µε ολόσωµες µορφές αγίων, προφητών και αρχαγγέλων.

Ο τρούλος διακοσµήθηκε µε µια παράσταση του Χριστού Παντοκράτορα, η οποία δεν σώζεται πια, ενώ η αψίδα του ιερού µε παράσταση της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας. Το έργο αυτό αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα δείγµατα της τέχνης της εποχής και δείχνει ότι οι Βυζαντινοί καλλιτέχνες γνώριζαν καλά την τέχνη της αρχαιότητας και προσπαθούσαν να χρησιµοποιήσουν κάποια στοιχεία της. Έπειτα από αυτή τη φάση, προστέθηκαν και άλλα ψηφιδωτά κατά διαστήµατα, κυρίως µε µεµονωµένες πρωτοβουλίες συγκεκριµένων αυτοκρατόρων.

Στις αρχές του 10ου αιώνα χρονολογείται η διακόσµηση πάνω από την είσοδο στον κυρίως ναό, όπου εικονίζεται ένας αυτοκράτορας να γονατίζει µπροστά στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας ταυτίζεται µε τον Λέοντα ΣΤ΄ (886-912). Πάνω από την είσοδο προς το νάρθηκα υπάρχει παράσταση µε την Παναγία Βρεφοκρατούσα ανάµεσα στους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Ιουστινιανό. Αυτή πρέπει να προστέθηκε γύρω στο 1000, µε σκοπό να δοξαστούν οι δύο µεγάλοι αυτοκράτορες του παρελθόντος. Το νότιο υπερώο (δηλαδή το νότιο «εσωτερικό µπαλκόνι») κοσµείται µε πορτρέτα αυτοκρατόρων.



Στο πρώτο εικονίζονται ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονοµάχος, ο οποίος βασίλεψε µεταξύ του 1042 και του 1055, και η σύζυγός του Ζωή µαζί µε τον Χριστό. Το δεύτερο πορτρέτο είναι εκείνο του Ιωάννη Β΄ Κοµνηνού, που βασίλεψε από το 1118 έως το 1143, µε την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τη Θεοτόκο. Αµέσως µετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261, ο αυτοκράτορας πρόσθεσε ένα µεγάλο ψηφιδωτό που εικονίζει τη Δέηση (τον Χριστό ανάµεσα στην Παναγία και στον Ιωάννη τον Πρόδροµο) στο νότιο υπερώο.

Μετά τις επισκευές του τρούλου, το 1346, προστέθηκε ένας ακόµη ψηφιδωτός πίνακας στα ανατολικά, µε τη µορφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου να πλαισιώνει την Παναγία και τον Ιωάννη τον Πρόδροµο. Συνεπώς, τα µωσαϊκά της Αγίας Σοφίας προστέθηκαν στη διάρκεια εννέα αιώνων. Αποτελούσαν µια ζωντανή µαρτυρία της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την ανέγερσή της τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό µέχρι τη δυναστεία των Παλαιολόγων, λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Ο ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Το µεγαλείο της Αγίας Σοφίας εξυπηρετούσε απόλυτα τις ιδεολογικές ανάγκες και των Οθωµανών, όταν έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης το 1453. Με εντολή του ίδιου του σουλτάνου Μωάµεθ Β΄ του Πορθητή, η Μεγάλη Εκκλησία µετατράπηκε σε τζαµί, για να συµβολίσει τον οθωµανικό θρίαµβο επί της ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.



Η µετατροπή του ναού σε τζαμί περιλάµβανε αρκετές ριζικές αλλαγές, ώστε το κτήριο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Iσλαµικής λατρείας -η πιο εµφανής είναι η προσθήκη τεσσάρων µιναρέδων εξωτερικά, στις γωνίες. Τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν µε κίτρινο κονίαµα, γιατί η αναπαράσταση προσώπων ήταν αντίθετη µε τους κανόνες της Ισλαµικής τέχνης. Τέσσερις µεγάλες ασπίδες µε αποσπάσµατα από το Κοράνι, το ιερό βιβλίο του Ισλάµ, κρεµάστηκαν στους πεσσούς, ενώ η αψίδα του ιερού διαµορφώθηκε ώστε να είναι στραµµένη προς τη Μέκκα, την ιερή πόλη των Μουσουλµάνων. Ακόµη, προστέθηκε και το µιµπάρ, ο Μουσουλµανικός άµβωνας.



Με αυτή τη µορφή περίπου έχει επιβιώσει το µνηµείο, το οποίο από το 1935 δεν λειτουργεί πια ως τζαµί, αλλά ως µουσείο.

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

Η Αγία Σοφία είναι ορθογώνιο οικοδόμημα 78,16 μέτρων μήκους και 71,82 πλάτους. Ο τρούλος, σε ύψος 54 μέτρων, στηρίζεται πάνω σε τέσσερις πεσσούς (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι) που σχηματίζουν τετράγωνο και συνδέονται μεταξύ τους με τόξα. Η διάμετρός του είναι 31 μέτρα και έχει στη βάση του 40 παράθυρα. Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του.

Ο ναός άρχισε να χτίζεται στις 23 Φεβρουαρίου 532 και τελείωσε στις 27 Δεκεμβρίου 537 (5 χρόνια, 10 μήνες και 4 ημέρες), οπότε και έγιναν τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας.



Για το χτίσιμο εργάστηκαν 10.000 εργάτες και τεχνίτες.
Το συνολικά κόστος για το χτίσιμο, έφτασε τα 360 εκατομμύρια χρυσές δραχμές.

Ο Ιουστινιανός, για να γιορτάσει όλος ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης τα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας, διέταξε και σφάξανε χίλια βοοειδή, δέκα χιλιάδες αρνιά, εξακόσιες αίγες, χίλια χοιρίδια και είκοσι χιλιάδες όρνιθες και όλα αυτά, παρασκευάστηκαν και μοιράστηκαν στον κόσμο που πανηγύριζε.

Η κάτοψη του κτηρίου αποτελείται από ένα τεράστιο ορθογώνιο 71×77 μέτρα, χώρο που ορίζεται από 4 πεσσούς οι οποίοι στηρίζουν το μεγάλο τρούλο. Πέντε πύλες από το αίθριο οδηγούν στον έξω νάρθηκα και από αυτόν άλλες πέντε πύλες οδηγούν στον εσωτερικό νάρθηκα, από τις οποίες η μεσαία πύλη λέγεται Μεγάλη ή Ωραία Πύλη. Οι τρεις μεσαίες λέγονται βασιλικές.





Και οι δύο νάρθηκες έχουν το ίδιο πλάτος με μικρό μήκος εισόδου ο καθένας. Το μήκος του ναού από τη Βασιλική πύλη μέχρι την κορυφή της αψίδας ή του ιερού είναι 80 μέτρα, το πλάτος 69,5 μέτρα και το μήκος από το πάτωμα έως την κορυφή του τρούλου 55 μέτρα. Η διάμετρος του τρούλου είναι 33 μέτρα και το ύψος 13,8 μέτρα.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ

Η Βασιλική του Αγίου Πέτρου (ιταλ. Basilica di San Pietro in Vaticano) βρίσκεται στο Βατικανό και είναι χτισμένη πάνω από το σημείο ταφής του Αποστόλου Πέτρου. Μπορεί να χωρέσει 60.000 άτομα ενώ με τη συνολική έκταση ολόκληρου του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος αποτελεί και μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες του κόσμου.



Η εσωτερική επιφάνεια της 211,5 μακριάς και 132,5 ψηλής βασιλικής καταλαμβάνει μία συνολική έκταση 15.160 m². Το εγκάρσιο κλίτος κατέχει ένα πλάτος 138 μέτρων. Ο χρόνος ανέγερσης ξεπέρασε τα 120 χρόνια.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

SSL Certificates