Α' ΜΕΡΟΣ
Λένε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και ότι λαός που δεν γνωρίζει το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.
Αθανάσιος Σμπαρούνης. Το έχετε ξανακούσει αυτό το όνομα; Όχι, βέβαια. Ούτε στις οικονομικές σχολές των δημόσιων Πανεπιστημίων μας δεν μνημονεύεται πλέον αυτός ο ξεχασμένος ήρωας.
Κι όμως ήταν ο άνθρωπος, χάρις στον οποίο οι Ναζί υποχρεώθηκαν να συνομολογήσουν με τις ελληνικές κατοχικές αρχές το περιβόητο «αναγκαστικό δάνειο», για να δικαιολογήσουν, έστω και προσχηματικά, την ληστεία του κρατικού ταμείου.
Η σύμβαση αυτή που διαχώριζε τα πάγια έξοδα «κατοχικής διοίκησης», από τα επιπλέον τεράστια ποσά που υφάρπαζαν οι Ναζί για την χρηματοδότηση της Βέρμαχτ, θεμελιώνει την συμβατική(και όχι απλώς επανορθωτική)υποχρέωση της Γερμανίας προς την Ελλάδα για αποπληρωμή του υπέρογκου «δανείου» της Χιτλερικής περιόδου.
Αποπληρωμή την οποία οι σημερινές κυβερνήσεις, αν είχαν στοιχειώδη αίσθηση του εθνικού καθήκοντος, έπρεπε να αξιώνουν εμφατικά με όλα τα μέσα, ένδικα και διπλωματικά.
Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλλαν στην Ελλάδα το 1941, επιδόθηκαν σε μία άνευ προηγουμένου λεηλασία του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της χώρας. Οι κινητές λιθογραφικές μονάδες που ακολουθούσαν την Βέρμαχτ ξεκίνησαν να τυπώνουν μετά μανίας κατοχικό χρήμα, τα περιβόητα κατοχικά μάρκα. Τα ιδιότυπα αυτά τραπεζογραμμάτια ήταν βεβαίως ακάλυπτα κουρελόχαρτα, κοινώς πληθωριστικό χρήμα, χωρίς καμία αξία και αντίκρισμα. Μοιράζονταν όμως, αφειδώς στους Γερμανούς φαντάρους, οι οποίοι από τις πρώτες μέρες της άφιξης τους στην Αθήνα, ξεχύθηκαν στην αγορά παριστάνοντας ότι «αγοράζουν» είδη από τα ράφια με αυτά τη μάρκα που είχαν την αυθαίρετη ισοτιμία, ένα προς πενήντα ελληνικές δραχμές. Επρόκειτο για μία συστηματική και οργανωμένη επιχείρηση «απαλλοτρίωσης», κάθε λογής εμπορεύματος, από γυναικείες κάλτσες, έως πανάκριβες φωτογραφικές μηχανές που κατέληγαν σε γερμανικά νοικοκυριά.
Έτσι άρπαξαν ότι υπήρχε σε βιτρίνες και αποθήκες δημιουργώντας συνθήκες εκμηδενισμού της αξίας του νομίσματος και θεριεύοντας το φαινόμενο της μαύρης αγοράς. Μόλις οι καταστηματάρχες αντελήφθησαν το «νομότυπο» πλιάτσικό εξαφάνισαν τα λιγοστά προιόντα που τους είχαν απομείνει, αλλά ταυτόχρονα εξαφανίστηκαν και τα τρόφιμα, καταδικάζοντας τον λαό της Αθήνας σε ασιτία, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των Γερμανών που έμεινε ατιμώρητο.
Αυτά ως προς τον ιδιωτικό πλούτο. Οι Γερμανοί όμως ήθελαν και το δημόσιο ταμείο, θυμωμένοι που η ελληνική κυβέρνηση είχε καταφέρει, με μια ριψοκίνδυνη επιχείρηση, να φυγαδεύσει τον κρατικό χρυσό. Το δημόσιο ταμείο της Ελλάδας, εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Και ειδικά στα χρόνια του Μεταξά η κατά βάση αγροτική χώρα τροχοδρομούσε στις ράγες της βιομηχανικής ανάπτυξης, έχοντας καταφέρει να ξεπεράσει σε μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα την Πορτογαλία και την Ισπανία.
Οι Γερμανοί απαίτησαν με το καλημέρα, επικαλούμενοι την Σύμβαση της Χάγης του 1907 για το δίκαιο του χερσαίου πολέμου, να πληρώνει η Ελλάδα τα λεγόμενα «έξοδα κατοχής», για την στάθμευση των δυνάμεων του Αξονα σε ελληνικό έδαφος. Αλλά με την ανοχή της δωσιλογικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, άρχισαν να αρπάζουν πολύ μεγαλύτερα ποσά από εκείνα που θα απαιτούσε η «φρούρηση» μιας μικρής και πλήρως αφοπλισμένης χώρας.
- Σας θυμίζει κάτι αυτό με τους "πρόσφυγες και μετανάστες" και τα επιδόματα; Και μην πει κάποιος ότι τα επιδόματα τα πληρώνει το ταμείο των Βρυξελλών. Με την έλευση των προσκαλεσμένων "προσφυγικών και μεταναστευτικών" Δυνάμεων την Μέρκελ, και την Ελλάδα ως πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα υποδοχής, είναι ολοφάνερο για ποιο λόγο δημιουργήθηκε η κρίση στην Ελλάδα, οι περικοπές μισθών και συντάξεων και οι μνημονιακές συμβάσεις, βάση των οποίων, το ΦΠΑ των Ελληνικών αποδείξεων, καταλήγει απ' ευθείας στο ταμείο των Βρυξελλών και από εκεί, ένα μέρος στις τσέπες των λαθρομεταναστών, ως «έξοδα κατοχής».
Οι Γερμανοί δεν αλλάζουν ποτέ τον τρόπο σκέψης για την επιβίωση τους. Οικονομικές βδέλλες.
Συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου