Η έκθεση «Fiscal Monitor» του ΔΝΤ κατέγραψε αύξηση-ρεκόρ 27 τρισ. το 2020 στο δημόσιο χρέος, που αγγίζει το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ !!!
Καθώς το δημόσιο χρέος αυξάνεται λόγω της πανδημίας σε επίπεδα-ρεκόρ, οι χώρες πρέπει να προσαρμόσουν τις δημοσιονομικές πολιτικές τους στις δικές τους μοναδικές συνθήκες διαμηνύει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην εξαμηνιαία έκθεσή του «Fiscal Monitor».
Η έκθεση –που εστιάζει στη δημοσιονομική εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας– διαπιστώνει ότι η πανδημία θα αφήσει ένα μόνιμο σημάδι στην ανισότητα, τη φτώχεια και τα οικονομικά των κρατών.
Σύμφωνα με αυτήν, το παγκόσμιο χρέος (κυβερνήσεων, επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα και νοικοκυριών) αυξήθηκε πέρυσι κατά 27 τρισ. (ή 14%), στα 226 τρισ. δολάρια. Τόσο το επίπεδο αυτό του χρέους όσο και η αύξησή του είναι πρωτοφανή και εγκυμονούν σημαντικούς κίνδυνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τα δημόσια οικονομικά. Ειδικά το καλπάζον χρέος του ιδιωτικού τομέα οφείλει, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να παρακολουθηθεί προσεκτικά, καθώς μπορεί να μετασχηματιστεί σε δημόσιο χρέος. Το τελευταίο αγγίζει σήμερα τα 88 τρισ. δολάρια και αντιστοιχεί σχεδόν στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Το Ταμείο αναμένει αποκλιμάκωσή του κατά 1% ετησίως φέτος και το 2022 και σταθεροποίησή του κοντά στο 97% του ΑΕΠ, ενώ εκτιμά ότι η επιστροφή του χρέους στα προ πανδημίας επίπεδα θα απαιτούσε την επίτευξη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων από τα προ πανδημίας, για περισσότερο από μία δεκαετία. Κάτι που, όπως σημειώνει, δυσχεραίνεται όχι μόνο λόγω της κρίσης αλλά και προϋπαρχουσών πιέσεων, όπως η γήρανση του πληθυσμού, οι αναπτυξιακές ανάγκες και η ασθενής αύξηση των δημόσιων εσόδων.
ΔΝΤ: Αργή η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα
Εγκλωβισμένη στα ελλείμματα και το υψηλό χρέος βλέπει τη δημοσιονομική εικόνα της ελληνικής οικονομίας την επόμενη πενταετία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην εξαμηνιαία έκθεση του Fiscal Monitor προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας θα αγγίξει το 10,2% του ΑΕΠ φέτος, ενώ στη συνέχεια θα αποκλιμακωθεί στο 4,3% του ΑΕΠ το 2022 και στο 2,8% το 2023. Η μείωσή του στη μετά, όμως, θα είναι ιδιαίτερα αργή, στο 2,4% του ΑΕΠ το 2024, στο 2% το 2025 και στο 1,6% το 2026. Οι προβλέψεις αυτές είναι πολύ χαμηλότερες των αντίστοιχων της κυβέρνησης, η οποία προσδοκά ταχύτερη μείωση του ελλείμματος και εμφάνιση πλεονάσματος από το 2024.
Το Ταμείο περιμένει, ωστόσο, επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα νωρίτερα από το 2023, όμως αυτά δεν θα ξεπεράσουν ώς το 2026 το 2% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι το πρωτογενές έλλειμμα, αφού αγγίξει φέτος το 7,3% του ΑΕΠ, θα υποχωρήσει ραγδαία στο 1,3% το 2022. Στη συνέχεια θα κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους πρωτογενή πλεονάσματα, στο 0,2% το 2023, το 0,6% το 2024, το 1% το 2025 και στο 1,5% του ΑΕΠ το 2026. Οι σχετικά «φτωχές» δημοσιονομικές επιδόσεις δεν είναι άμοιρες των προβλέψεων του ΔΝΤ για τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμά ότι, μετά την ισχυρή ανάκαμψη φέτος και το 2022, η ανάπτυξη θα επιβραδύνει, στο 1,3% το 2026.
Υπό αυτό το πρίσμα, το Ταμείο εκτιμά ότι και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους θα είναι σταδιακή και όχι ραγδαία. Συγκεκριμένα, αναμένει ότι από το 206,7% του ΑΕΠ φέτος θα υποχωρήσει στο 199,4% το 2022 και εν συνεχεία στο 192,4% το 2023, το 188,2% το 2024, το 184% το 2025 και στο 179,6% του ΑΕΠ το 2026.
Το Ταμείο τονίζει ότι ο κατάλληλος χρόνος για τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη μείωση των ελλειμμάτων είναι μοναδικός για κάθε χώρα και εξαρτάται από τις δικές της μοναδικές περιστάσεις – ιδίως το στάδιο της πανδημίας, τις υφιστάμενες δημοσιονομικές ανισότητες, τον κίνδυνο μακροχρόνιων οικονομικών πληγών και την ποιότητα των δημόσιων δαπανών. Πρέπει ακόμη να συνυπολογιστούν οι επιπτώσεις οποιασδήποτε αύξησης των φορολογικών εσόδων ή μείωση των δημόσιων δαπανών στην ανακατανομή των εισοδημάτων.
Οι περιστάσεις είναι, πάντως, πολύ διαφορετικές μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Στις πρώτες, η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα και απασχόληση. Κινείται ήδη πέρα από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης της πανδημίας, επενδύοντας στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλού εισοδήματος, αντίθετα, οι προοπτικές είναι πιο δύσκολες, καθώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού παραμένουν ανεμβολίαστα.
Επιπλέον, η κρίση αναμένεται μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις και να οδηγήσει σε μείωση εσόδων. Αυτό θα καταστήσει δυσκολότερη την επιδίωξη μιας αναπτυξιακής ατζέντας. Οι κυβερνήσεις του σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην υγεία και την προστασία των πιο ευάλωτων καθώς ώς το τέλος του έτους ακόμη 65-75 εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν περάσει το κατώφλι της φτώχειας.
Το Ταμείο προειδοποιεί ακόμη ότι, εκτός της πανδημίας, μείζονα κίνδυνο αποτελεί το κόστος δανεισμού που ήδη έχει ξεκινήσει να αυξάνεται σε κάποιες αναδυόμενες οικονομίες επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση των χρεών. Ο κίνδυνος μιας σκιώδους αύξησης των επιτοκίων στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα ενισχύσει περαιτέρω την πίεση και θα έχει ιδιαίτερα επιζήμιες επιπτώσεις στις υπερχρεωμένες και οικονομικά ευάλωτες χώρες.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου