Τέσσερις ευνοϊκές νομοθετικές διατάξεις θα ισχύσουν φέτος κατά τον υπολογισμό των φόρων εισοδήματος των μισθωτών εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα οι οποίοι είδαν τις συμβάσεις εργασίας τους να τίθενται σε αναστολή ή εντάχθηκαν στο πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ κατά την διάρκεια του 2020.
Λόγω της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, καθώς επίσης και εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων την οποία προκάλεσε το 2020 η επιδημία του κορωνοϊού αναμένεται να προκύψουν σημαντικού ύψους επιστροφές φόρου εισοδήματος κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν φέτος περισσότεροι από 1.000.000 φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας.
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις είναι:
1) Μείωση φορολογικών συντελεστών στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος. Στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου για τα εισοδήματα από μισθούς επέρχονται φέτος οι ακόλουθες αλλαγές:
α) Μείωση εισαγωγικού (ελάχιστου) φορολογικού συντελεστή από 22% στο 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος.
β) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ, από το 29% στο 28%.
Λόγω της εφαρμογής των διατάξεων αυτών, καθώς επίσης και εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων την οποία προκάλεσε το 2020 η επιδημία του κορωνοϊού αναμένεται να προκύψουν σημαντικού ύψους επιστροφές φόρου εισοδήματος κατά την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλουν φέτος περισσότεροι από 1.000.000 φορολογούμενοι αυτής της κατηγορίας.
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις είναι:
1) Μείωση φορολογικών συντελεστών στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος. Στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου για τα εισοδήματα από μισθούς επέρχονται φέτος οι ακόλουθες αλλαγές:
α) Μείωση εισαγωγικού (ελάχιστου) φορολογικού συντελεστή από 22% στο 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος.
β) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ, από το 29% στο 28%.
γ) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 40.000 ευρώ, από το 37% στο 36%.
δ) Μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 40.000 ευρώ, από το 45% στο 44%.
2) Αύξηση αφορολογήτων ορίων εισοδήματος για όσους βαρύνονται με τέκνα.
Τα αφορολόγητα όρια εισοδήματος αυξάνονται:
- από 8.863,63 ευρώ σε 9.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με ένα εξαρτώμενο τέκνο
- από 9.090,90 ευρώ σε 10.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με δύο εξαρτώμενα τέκνα
- από 9.545,45 ευρώ σε 11.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με τρία εξαρτώμενα τέκνα
- από 9.545,45 ευρώ σε 12.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με τέσσερα εξαρτώμενα τέκνα
- από 9.545,45 ευρώ σε 13.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με πέντε εξαρτώμενα τέκνα
- από 9.545,45 ευρώ σε 14.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με έξι εξαρτώμενα τέκνα
- από 9.545,45 ευρώ σε 15.000 ευρώ για όσους βαρύνονται με επτά εξαρτώμενα τέκνα
3) Απαλλαγή από τα τεκμήρια διαβίωσης. Κατά την εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, θα απαλλαγούν πλήρως από τα τεκμήρια διαβίωσης (από τα ελάχιστα ποσά τεκμηρίων των 2.500-3.000 ευρώ, από τα τεκμήρια για κατοικίες, Ι.Χ. αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής κ.λπ.) όλοι οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τέθηκαν σε αναστολή για οποιοδήποτε χρονικό κατά την διάρκεια του 2020, καθώς επίσης και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που εντάχθηκαν, κατά τη διάρκεια του 2020, στο πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος.
Η απαλλαγή από τα τεκμήρια διαβίωσης, η οποία συνεπάγεται φορολόγηση αποκλειστικά με βάση τα πραγματικά εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2020, θα ισχύσει εφόσον οι εν λόγω φορολογούμενοι:
α) τουλάχιστον σε ένα από τα δύο προηγούμενα χρόνια, το 2019 και το 2020, δεν φορολογήθηκαν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης.
β) δεν είχαν κάποια μεταβολή στα περιουσιακά στοιχεία τους που να επηρέασε ανοδικά τα ποσά των τεκμηρίων διαβίωσης που τους βαρύνουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει αύξηση των τεκμηρίων διαβίωσης το φορολογικό έτος 2020 σε σύγκριση με το φορολογικό έτος 2019, δηλαδή
γ) πραγματοποίησαν το 2020 δαπάνες για αποπληρωμές δόσεων δανείων και πιστωτικών καρτών, καθώς και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας (έξοδα για αγορές ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών κ.λπ.) οι οποίες αθροιστικά δεν υπερβαίνουν το πραγματικό τους εισόδημα ή το υπερβαίνουν αλλά η επιπλέον διαφορά δικαιολογείται με χρηματικά ποσά που θα αναγραφούν στη φετινή φορολογική δήλωση (λοιπά εισοδήματα απαλλασσόμενα ή αυτοτελώς φορολογούμενα, δάνεια, δωρεές, έκτακτα εισοδήματα, άλλες οικονομικές ενισχύσεις, έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.)
Για κάθε φορολογούμενο που δεν πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και στη φετινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, που θα υποβάλλει για το φορολογικό έτος 2020, τα τεκμήρια διαβίωσης θα προσδιορίσουν το φορολογητέο εισόδημά του σε επίπεδο υψηλότερο του πραγματικού δηλωθέντος, θα λαμβάνεται υπόψη ως τεκμαρτό εισόδημα το μικρότερο ποσό τεκμηρίων διαβίωσης μεταξύ των φορολογικών ετών 2018, 2019 και 2020, εφόσον όμως μεταξύ των φορολογικών ετών 2019 και 2020 δεν σημειώθηκε αύξηση του συνολικού ποσού των τεκμηρίων διαβίωσης.
4) Πλήρης ή μερική απαλλαγή από το πρόστιμο του 22% που επιβάλλεται σε περίπτωση μη κάλυψης του 30% του εισοδήματος του 2020 με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών.
Κατά την εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα που έχουν πληγεί οικονομικά από την πανδημία του κορωνοϊού καθώς επίσης και όσοι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα είχαν συμπληρωμένο το 60ο έτος της ηλικίας τους στις 31-12-2019, εφόσον δεν έχουν καταφέρει να καλύψουν ποσοστό 30% του ατομικού ετησίου εισοδήματος του 2020 με δαπάνες εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής (μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών ή προπληρωμένων καρτών ή μέσω web-banking κ.λπ.) δεν θα επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί του ακάλυπτου ποσού.
Για όσους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα δεν εμπίπτουν στις παραπάνω πρόσθετες εξαιρέσεις αλλά κατά τη διάρκεια του 2020 εξόφλησαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεταξύ 20% και 30% του ατομικού ετήσιου πραγματικού εισοδήματος του 2020, ο επιπλέον φόρος με τον οποίο θα επιβαρυνθούν λόγω μη κάλυψης του 30%, θα υπολογιστεί επί του ποσού που παρέμεινε ακάλυπτο (επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού των εξοφληθεισών δαπανών και του ποσού που αντιστοιχεί στο 30% του εισοδήματος) με συντελεστή μειωμένο κατά 50%, δηλαδή με 11% αντί με 22%.
Π.χ. ένας φορολογούμενος ο οποίος εμπίπτει στην υποχρέωση να έχει εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες που αντιστοιχούν στο 30% του ατομικού ετησίου πραγματικού εισοδήματος του 2020, εάν κατάφερε τελικά να εξοφλήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες που αντιστοιχούν στο 25% του εισοδήματός του, ο επιπλέον φόρος που θα κληθεί να πληρώσει θα υπολογιστεί με 11% (κι όχι με 22%) επί του ακάλυπτου 5% του ετησίου εισοδήματός του.
Ειδικότερα, εάν ο φορολογούμενος αυτός απέκτησε εισόδημα 20.000 ευρώ και οι δαπάνες που πραγματοποίησε με ηλεκτρονικές πληρωμές ανήλθαν σε 5.000 ευρώ (στο 25% του εισοδήματος) αντί σε 6.000 ευρώ (στο 30% του εισοδήματος) που θα έπρεπε κανονικά, θα κληθεί να πληρώσει επιπλέον φόρο που θα υπολογιστεί με συντελεστή όχι 22% αλλά 11% επί της διαφοράς των 1.000 ευρώ που έμεινε ακάλυπτη. Θα κληθεί να πληρώσει δηλαδή επιπλέον φόρο 110 ευρώ, αντί 220 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα οι οποίοι θα επωφεληθούν από τις παραπάνω ευνοϊκές ρυθμίσεις εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το 1.000.000. Οι εν λόγω εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αναμένεται να λάβουν φέτος από την Εφορία πιστωτικά εκκαθαριστικά σημειώματα για τις δηλώσεις φορολογία εισοδήματος που θα υποβάλουν στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, για το 2020. Με τα σημειώματα αυτά θα καλούνται να εισπράξουν επιστροφές φόρων μεγάλου ύψους, που θα φθάνουν ακόμη και στα 1.930 ευρώ.
Αιτία για την εξέλιξη αυτή δεν θα είναι μόνο οι 4 παραπάνω ευνοϊκές ρυθμίσεις αλλά και οι εισοδηματικές απώλειες που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι κατά τη διάρκεια του 2020, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν από την κυβέρνηση για την προστασία της δημόσιας υγείας έναντι της εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού.
Υπολογίζεται ότι 1.700.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα υποβάλουν φέτος την άνοιξη και το καλοκαίρι, για το φορολογικό έτος 2020, θα εμφανίσουν ποσά ετήσιων φορολογητέων εισοδημάτων σημαντικά μειωμένα σε σύγκριση με αυτά που εμφάνισαν πέρυσι, με τις δηλώσεις για τα εισοδήματα του 2019. Οι μειώσεις στα ετήσια φορολογητέα εισοδήματα θα είναι τουλάχιστον 30% και σε πολλές περιπτώσεις θα φθάνουν ή και θα υπερβαίνουν το 50%!
Εξαιτίας της αναμενόμενης αυτής εξέλιξης, θα εμφανιστούν περισσότερες από 1.000.000 περιπτώσεις μισθωτών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που θα είναι δικαιούχοι μεγάλων ποσών επιστροφών φόρου.
Κι αυτό θα συμβεί επειδή κατά τη διάρκεια του 2020 οι μηνιαίες κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης επί των μισθών των εργαζομένων αυτών υπολογίστηκαν, όσους μήνες αυτοί εργάζονταν κανονικά, ωσάν οι αποδοχές τους να ήταν σε ετήσια βάση ίδιες με τα επίπεδα στα οποία είχαν διαμορφωθεί πριν ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού.
Όμως τα ποσά των φόρων που αναλογούν στα - σημαντικά μειωμένα - ετήσια φορολογητέα εισοδήματα του 2020 είναι, τελικά, πολύ μικρότερα από αυτά που παρακρατήθηκαν συνολικά στη διάρκεια του 2020. Συνεπώς τα επιπλέον ποσά που παρακρατήθηκαν θα πρέπει να επιστραφούν από το Δημόσιο στους εργαζόμενους με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων που θα υποβάλλουν φέτος.
Για παράδειγμα, ιδιωτικός υπάλληλος με μηνιαίο φορολογητέο μισθό 1.250 ευρώ εργάσθηκε τους 6 από τους 12 μήνες του 2020 ενώ τους υπόλοιπους 6 μήνες η σύμβαση εργασίας του είχε τεθεί σε αναστολή.
Τους μήνες που εργάστηκε, στους μισθους που έλαβε, καθώς επίσης και στα επιδόματα εορτών και αδείας που εισέπραξε, οι κρατήσεις φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης υπολογίστηκαν με αναγωγή των μηνιαίων αποδοχών του σε ετήσιες κατόπιν πολλαπλασιασμού των μηνιαίων αποδοχών του με τον αριθμό 14, δηλαδή με τον αριθμό των μηνών για τους οποίους είχε υποτεθεί ότι θα ελάμβανε κανονικούς μισθούς.
Οι φορολογικές κρατήσεις του υπολογίστηκαν, ουσιαστικά, σαν να ελάμβανε κανονικά τους μισθούς του για ολόκληρο το 2020. Ωστόσο, ο υπάλληλος αυτός εργάστηκε κανονικά μόνο 6 μήνες και το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του από μισθούς, συνυπολογιζομένων και των επιδομάτων εορτών και αδείας, ήταν τελικά πολύ μικρότερο από αυτό το οποίο ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό των φορολογικών κρατήσεων. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του 2020 παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές του φόρος εισοδήματος 1.013,14 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης 69,14 ευρώ, δηλαδή συνολικά 1.134,14 ευρώ.
Τα ποσά αυτά προέκυψαν επειδή, σε κάθε έναν από τους μήνες που εργάστηκε ο συγκεκριμένος υπάλληλος, ο υπολογισμός των μηνιαίων κρατήσεων φόρου εισοδήματος και εισφοράς αλληλεγγύης γινόταν με αναγωγή του μηνιαίου μισθού των 1.250 ευρώ σε ετήσιο ετήσιο εισόδημα 17.500 ευρώ (δια πολλαπλασιασμού των 1.250 ευρώ με τον αριθμό 14). Όμως, τελικά ο εργαζόμενος αυτός, επειδή δεν δούλεψε για 6 μήνες, δεν έλαβε τελικά 17.500 ευρώ το 2020 αλλά μόνο 10.500 ευρώ, στα οποία αναλογεί φόρος εισοδήματος μόλις 233 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης 0 ευρώ, λόγω του ότι το εισόδημά του υποχώρησε κάτω από το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ που ισχύει στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος αυτός δικαιούται να πάρει πίσω ως συνολική επιστροφή φόρου το επιπλέον ποσό φόρου εισοδήματος και ολόκληρο το ποσό της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που παρακρατήθηκε από τις αποδοχές του το 2020, δηλαδή την αρνητική διαφορά μεταξύ των παρακρατηθέντων φόρων συνολικού ύψους 1.134,14 ευρώ και του τελικά αναλογούντος φόρου εισοδήματος των 233 ευρώ! Η διαφορά αυτή, η οποία θα πρέπει να του καταβληθεί φέτος ως επιστροφή φόρου, ανέρχεται σε 849,28 ευρώ (1.134,14 ευρώ μείον 233 ευρώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου