Γιάννης Κυριακόπουλος: Συνεχίζεται ο δικαστικός αγώνας των συνταξιούχων της Εθνικής – Ανοικτή η δικαίωσή τους
Χωρίς περαιτέρω κρίσεις ή σχόλια αναφερόμαστε στην πολυαναμενόμενη απόφαση 1238/2020 του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε επί της Αιτήσεως Αναιρέσεως της ΕΤΕ κατά θετικής αποφάσεως εντολέων μας στην υπόθεση ΛΕΠΕΤΕ, που εκδικάσθηκε στις 17/12/2019 από το Β1 Πολιτικό Τμήμα του.
Η απόφαση αυτή καίτοι χρειάστηκε ένα χρόνο για την δημοσίευσή της, δεν δικαίωσε τις προσδοκίες της ΕΤΕ, ούτε είχε το ποθητό γι αυτήν αποτέλεσμα, αφού δεν ανέτρεψε τις κρίσιμες για την υπόθεση νομικές κρίσεις της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την φύση του λογαριασμού επικούρησης, το δικαίωμα των συνταξιούχων να εναγάγουν την τράπεζα και το περιεχόμενο της συμφωνίας τους με την τράπεζα που αποτυπώνεται στον Κανονισμό του Λογαριασμού.
Θυμίζουμε ότι με την αγωγή μας, επικαλεστήκαμε ότι η συμμετοχή στο πρόγραμμα επικούρησης αποτελούσε όρο της ατομικής συμβάσεως εργασίας των εναγόντων και η καταβολή της επικουρικής παροχής εκπλήρωση ανειλημμένης συμβατικής υποχρέωσης της τράπεζας, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων. Περαιτέρω επικαλεστήκαμε οτι η τράπεζα υλοποιώντας την συμβατική αυτή υποχρέωση και αναλαμβάνοντας την ευθύνη της διαχείρισης του λογαριασμού, κάλυπτε επί μια δεκαετία τα ελλείμματα του λογαριασμού που η ίδια προκαλούσε, με την μορφή άκυρων και εικονικών «δανείων». Ώστε να είναι δυνατή η τήρηση της συμφωνίας εκ μέρους της και η καταβολή των επικουρικών παροχών στο ύψος που συμφωνήθηκαν.
Ζητήσαμε λοιπόν με την αγωγή να αναγνωριστεί ότι η τράπεζα οφείλει καταβάλλει στους ενάγοντες τις επικουρικές παροχές στο διηνεκές του βίου τους ως εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης και επικουρικά λόγω της επιχειρησιακής συνήθειας που είχε δημιουργηθεί να καλύπτει η τράπεζα τα ελλείμματα του λογαριασμού επικούρησης ώστε να καταβάλλονται μέσω αυτού του μηχανισμού οι επικουρικές παροχές.
Η τράπεζα αντέταξε ότι το πρόγραμμα επικούρησης είναι φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, οτι ο λογαριασμός επικούρησης είναι φορέας «ομόλογος» προς φορέα κοινωνικής ασφάλισης και ως εκ τούτου η επικουρική παροχή δεν είναι συμβατική υποχρέωση της τράπεζας. Επίσης ότι εξ αιτίας αυτού δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ επιχειρησιακή συνήθεια η κάλυψη των ελλειμμάτων του λογαριασμού επικούρησης και ότι –πάντως- η κάλυψη των ελλειμμάτων του λογαριασμού ήταν οικειοθελής και η τράπεζα είχε ρητά επιφυλαχθεί για το δικαίωμά της να παύσει οποτεδήποτε την χρηματοδότηση του λογαριασμού επικούρησης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 2048/2020 απόφασή του, δέχθηκε μεταξύ άλλων ότι ο λογαριασμός επικούρησης δεν είναι φορέας κοινωνικής ασφάλισης αλλά λογαριασμός συγκέντρωσης περιουσίας ιδιωτικής προέλευσης που δημιουργήθηκε από την τράπεζα, και λειτουργεί ως εσωτερική υπηρεσία της, με σκοπό την μηνιαία μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την υπηρεσία εργαζομένων της τράπεζας και ότι η μηνιαία επικούρηση που προβλέπεται από τον κανονισμό του ΛΕΠΕΤΕ δεν έχει το χαρακτήρα επικουρικής σύνταξης αλλά εργοδοτικής παροχής που έχει καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της τράπεζας.
Επίσης δέχθηκε ότι δεν υφίσταται νομική δυνατότητα μείωσης των μηνιαίων επικουρήσεων βάσει της οικονομικής κατάστασης του λογαριασμού.
Περαιτέρω έκρινε ότι δεν υπάρχει ειδική ρητή δέσμευση της τράπεζας στον Ειδικό Κανονισμό Επικούρησης να καλύπτει τα χρηματικά ελλείμματα του λογαριασμού επικούρησης ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η καταβολή των επικουρήσεων στους ασφαλισμένους του, αλλά ότι εξ αιτίας της αδιάλειπτης κάλυψης εκ μέρους της των ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού της τελευταίας δεκαετίας, δημιουργήθηκε επιχειρησιακή πρακτική και συμβατική δέσμευση της τράπεζας να καλύπτει τα ελλείμματα του λογαριασμού ώστε να καταβάλλονται απρόσκοπτα οι επικουρήσεις στο ύψος συμφωνήθηκαν.
Με την αναίρεσή της η ΕΤΕ προσπάθησε να ανατρέψει την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι το πρόγραμμα επικούρησης και ο λογαριασμός επικούρησης δεν είναι φορέας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, αλλά δεν τα κατέφερε.
Είναι προφανές κατά την άποψή μας ότι αν ο ΑΠ θεωρούσε ότι ο λογαριασμός επικούρησης είναι ΦΚΑ, θα είχε δεχτεί τον πρώτο και κύριο λόγο αναίρεσης της τράπεζας και θα είχε ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση για τον μείζονα αυτό λόγο.
Αντ’αυτού, ο ΑΠ παρέκαμψε αυτούς τους ισχυρισμούς της τράπεζας και αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση για ήσσονος κατά την άποψή μας ζητήματα, που δεν δεσμεύουν ουσιωδώς το δικαστήριο της παραπομπής, ούτε οδηγούν στην απόρριψη της αγωγής μας, όπως προφανώς ήλπιζε η τράπεζα, διότι η πρωτοβάθμια απόφαση αναιρέθηκε για δύο μόνο λόγους:
Για ελλιπή αιτιολογία όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με την ΕΤΕ και διότι δεν προκύπτει από αυτήν ότι έλαβε υπόψη και αξιολόγησε δυο ανακοινώσεις της ΕΤΕ προς το προσωπικό της.
Συνεπώς οι ανέλεγκτες αναιρετικά νομικές και ουσιαστικές κρίσεις της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είναι κρίσιμες για την υπόθεση δεν ανατράπηκαν από την απόφαση του ΑΠ. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι πέραν από την αναπόφευκτη «ταλαιπωρία» που ενέχει για τους εντολείς μας, με την παραπομπή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όχι μόνο τίποτε δεν έχει χαθεί αλλά αντιθέτως έχουν επικυρωθεί σημαντικές πρωτόδικες κρίσεις.
Οπλιζόμαστε λοιπόν με υπομονή και αισιοδοξία και συνεχίζουμε τον αγώνα.
* Ο Γιάννης Κυριακόπουλος είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Επενδυτών & Πρώην Διευθύνων Σύμβουλος ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου