.

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

YΠΕΡΒΑΣΗ NEWS 01/12/2020

 

ΥΠΕΡΒΑΣΗ – Τραπεζική & Οικονομική Δικαιοσύνη 
ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ 
Αγίου Κωνσταντίνου 2 * 10431 * ΑΘΗΝΑ 
ΕιρΑθηνών 431/2013 (ΕΔ) * ΑΒΣ ΠρωτΑθηνών 29909/2014 
ΑΦΜ 997277532 * Δ.Ο.Υ. Α’ ΑΘΗΝΩΝ
 

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ 
προς τον Αξ. Κο ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Δια της παρούσης, Σας καταγγέλλουμε μία πρωτοφανή, για κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, συμπεριφορά των εν Ελλάδι πιστωτικών ιδρυμάτων.

Όπως έχουμε πολλές φορές μέχρι σήμερα καταγγείλει, οι τράπεζες ενσωματώνουν, σε όλες ανεξαιρέτως τις κινήσεις λογαριασμών δανείων και πιστωτικών καρτών, παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις, πανωτόκια, εξωλογιστικούς τόκους κλπ, αυξάνοντας, έτσι, αυθαίρετα, αντισυμβατικά και, προδήλως, παράνομα, τα υπόλοιπα των απαιτήσεών τους από τους Δανειολήπτες και, στην συνέχεια, με τα φουσκωμένα αυτά υπόλοιπα, εξαπατούν ακόμη και τους Δικαστές, πετυχαίνοντας την έκδοση ισόποσων διαταγών πληρωμής και την επίσπευση πλειστηριασμών, των οποίων, άλλως, αν δεν απέκρυπταν την αλήθεια ως προς τον τρόπο τήρησης και ενημέρωσης των λογαριασμών εξυπηρέτησης δανείων και πιστωτικών καρτών και των αντιστοίχων κινήσεων λογαριασμού, όλα τα σχετικά αιτήματα τους, θα είχαν, οριζοντίως, απορριφθεί.

Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται αδιαμφισβήτητα από τις εκατοντάδες δικαστικές αποφάσεις, οριζόντιας πλέον δικαίωσης των Δανειοληπτών του Σωματείου μας (https://www.kinima-ypervasi.gr/p/blog-page_3.html), που προσέφυγαν στην ελληνική Δικαιοσύνη και ακύρωσαν τις εναντίον τους διαταγές πληρωμής και τους επισπευδόμενους δι αυτών πλειστηριασμούς.

Προκειμένης της απόδειξης όλων των ανωτέρω στα Δικαστήρια, ώστε ο δανειολήπτης να καταφέρει να δικαιωθεί, κόντρα στην αυθαιρεσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, κατά την συζήτηση των ανακοπών και των αναστολών εκτέλεσης σε διαταγές πληρωμής και πλειστηριασμούς, καθίσταται απαραίτητη η διενέργεια Πραγματογνωμοσύνης επί της πιστωτικής του σύμβασης και του αντίστοιχου αποσπάσματος κινήσεως λογαριασμού, εκ των βιβλίων ΚΒΣ, που τηρούν κατά το ΚΛΣΤ και τις νομοκανονιστικές τους υποχρεώσεις, όλα τα εν Ελλάδι πιστωτικά ιδρύματα.

Έτσι, λοιπόν, απαραίτητη προϋπόθεση για την διενέργεια κάθε Πραγματογνωμοσύνης, είναι ο Δανειολήπτης να έχει στα χέρια του (α) το αντίγραφο της πιστωτικής του σύμβασης και όλων των επ’ αυτής προσθέτων πράξεων και παραρτημάτων και (β) το αντίστοιχο με την πιστωτική του σύμβαση, αντίγραφο της κίνησης λογαριασμού αυτής. 

Όσον αφορά τις πιστωτικές συμβάσεις, μετά από πολλά χρόνια διεκδικήσεων και αγώνων του Σωματείου μας, καταφέραμε, τα αντίγραφα αυτών, να χορηγούνται, επιτέλους, από τις τράπεζες, στους Δανειολήπτες, έναντι αντιτίμων, που ενώ μπορεί να παραμένουν ακόμη πολύ υψηλά, έχουν τουλάχιστον μειωθεί αισθητά από τα αντίστοιχα του έτους 2014, όταν οι τράπεζες ζητούσαν από τους Δανειολήπτες 300€ - 400€, προκειμένου να τους παραδώσουν 10 – 15 σελίδες φωτοτυπιών των πιστωτικών τους συμβάσεων. Έτσι, λοιπόν, σήμερα, το αντίστοιχο κόστος έχει μειωθεί κάτω των 100€, παραμένοντας, όμως, σε κάθε περίπτωση, αδικαιολόγητα υψηλό, καθόσον οι τράπεζες επιμένουν να τιμολογούν, κατά μέσο όρο, περί τα 0,75€ την κάθε σελίδα φωτοτυπίας, την ώρα που οι αντίστοιχες επιχειρήσεις, τα λεγόμενα «φωτοτυπάδικα», παρέχουν την ίδια, πανομοιότυπη υπηρεσία στον Καταναλωτή, με κόστος 0,03€ ανά σελίδα, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο αναλογούν ΦΠΑ, από τον οποίο, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, οι τράπεζες εξαιρούνται. Έτσι, όπως μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε, το κόστος εκάστης φωτοτυπίας πιστωτικών συμβάσεων, με το οποίο επιβαρύνουν οι ελληνικές τράπεζες τον Δανειολήπτη – Καταναλωτή, είναι κατά μέσο όρο 25 φορές (2.500%) υψηλότερο από το αντίστοιχο των επιχειρήσεων – καταστημάτων φωτοτυπιών.

Σε ότι, όμως, αφορά τα φωτοστατικά αντίγραφα των κινήσεων λογαριασμού, τα πράγματα είναι πολύ δυσμενέστερα για τον μέσο Δανειολήπτη – Καταναλωτή. Και τούτο, επειδή, οι τράπεζες, προκειμένου να μην μπορεί να αποδειχθεί στα Δικαστήρια, η κατά τα ανωτέρω, παράνομη πρακτική τους, να προσαυξάνουν αυθαίρετα τα υπόλοιπα των απαιτήσεών τους από τους Δανειολήπτες, ενσωματώνοντας σε αυτές παράνομες και καταχρηστικές χρεώσεις, δυσχεραίνουν την χορήγηση φωτοστατικών αντιγράφων κινήσεων λογαριασμού στους Δανειολήπτες, ζητώντας τους να καταβάλλουν 1€ ανά σελίδα φωτοτυπίας, ήτοι, συνολικά, ακόμη και περισσότερα από 500€ ανά Κίνηση Λογαριασμού. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, επιβαρύνει, κατά μέσο όρο, τον Δανειολήπτη – Καταναλωτή, κατά 33 φορές (3.300%), σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος που χρεώνουν οι επιχειρήσεις - καταστήματα φωτοτυπιών. Και, ακόμη, το γεγονός ότι, ο αριθμός των σελίδων μιας κίνησης λογαριασμού, είναι τουλάχιστον πενηνταπλάσιος (50ΠΛΑΣΙΟΣ) από τον αντίστοιχο μιας πιστωτικής σύμβασης, καθιστά το συνολικό ποσό αντιτίμου που ζητούν οι τράπεζες από τους Δανειολήπτες, όλως απαγορευτικό και σχεδόν αδύνατο στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων να καταβληθεί.

Πόσοι, άραγε, Δανειολήπτες – Καταναλωτές, μπορούν σήμερα να διαθέσουν 500€ για τις φωτοτυπίες της κίνησης λογαριασμού και ακόμη 100€ για τις φωτοτυπίες της πιστωτικής τους σύμβασης, ήτοι συνολικά 600€, όταν οι ίδιοι αυτοί Δανειολήπτες – Καταναλωτές, καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να καταφέρουν να συγκεντρώσουν, από συγγενείς και φίλους, ακόμη και τα χρήματα των γραμματίων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσφυγή τους στην Δικαιοσύνη; Και πόσο, άραγε, συνάδει με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί Καταναλωτή, το κόστος των φωτοτυπιών με το οποίο χρεώνει τον Δανειολήπτη – Καταναλωτή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, να είναι πολλές φορές ακόμη και υψηλότερο από το κόστος της προσφυγής του στην Δικαιοσύνη; Πόσο υψηλότερη μπορεί, άραγε, να είναι σήμερα στην Ελλάδα, η προστιθέμενη αξία της εργασίας ενός κατώτερου τραπεζοϋπαλλήλου, καθόσον τις φωτοτυπίες στα τραπεζικά καταστήματα δεν τις βγάζουν οι διευθυντές, από την αντίστοιχη της εργασίας ενός εξειδικευμένου επιστήμονα, μαχόμενου Δικηγόρου; Και, εν τέλει, πόσο δημοκρατικό και σύμφωνο με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη περί Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Πολίτη και του Καταναλωτή, μπορεί να είναι το ελληνικό ιδεολόγημα του «Τραπεζικού Μαυραγοριτισμού», κατά το οποίο, το δικαίωμα προσφυγής στην Δικαιοσύνη, έχει μετατραπεί, με υπαιτιότητα των τραπεζών, σε αποκλειστικό προνόμιο των λίγων;

Περαιτέρω δε, στα επανειλημμένα αιτήματα των Δανειοληπτών του Σωματείου μας, να παραλάβουν τα ανωτέρω έγγραφα, αντί σε φωτοστατικά αντίγραφα, από τα καταστήματα των τραπεζών, σε ηλεκτρονική μορφή, δια της αποστολής τους από τις τράπεζες με ηλεκτρονική αλληλογραφία (Email), προκειμένου, έτσι, εκτός από την εξοικονόμηση του «εξωτικού» κόστους των φωτοτυπιών, να διασφαλίζεται και η αυτονόητη τήρηση των μέτρων ασφαλείας COVID-19, αποφεύγοντας τους άσκοπους συνωστισμούς στα τραπεζικά καταστήματα, η απάντηση των τραπεζών είναι σαφής, ρητή και κατηγορηματική, επαναλαμβάνοντας, κάθε φορά, σε όλους τους Δανειολήπτες μας, την άρνησή τους να τους αποστείλουν τα ανωτέρω έγγραφα με ηλεκτρονική αλληλογραφία και την επιμονή τους να τους ζητούν να προσέλθουν στα τραπεζικά καταστήματα, προκειμένου, έτσι, να υποχρεωθούν να καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά και να παραλάβουν, μόνο σε χαρτί φωτοτυπίας, τα αντίγραφα των πιστωτικών τους συμβάσεων και τις αντίστοιχες αυτών κινήσεις λογαριασμού.

Δυστυχώς, όμως, η αυθαιρεσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, δεν περιορίζονται μόνο στα ανωτέρω καταγγελλόμενα. Έτσι, στις περιορισμένες εκείνες περιπτώσεις, στις οποίες οι Δανειολήπτες του Σωματείου μας καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τα 500€ - 600€ που τους ζητούν οι τράπεζες, για να τους παραδώσουν τα φωτοστατικά αντίγραφα των πιστωτικών τους συμβάσεων και των αντίστοιχων κινήσεων λογαριασμού, για τα χρήματα που καταβάλλουν στα τραπεζικά καταστήματα, δεν λαμβάνουν τα εκ του νόμου και του ΚΒΣ απαιτούμενα φορολογικά παραστατικά, ήτοι τις Αποδείξεις Παροχής Υπηρεσιών (ΑΠΥ), με αποτέλεσμα, έτσι, για τα υπέρογκα αυτά ποσά που καταβάλλουν κατά τα ανωτέρω, να μην διαθέτουν τα απαραίτητα φορολογικά παραστατικά, προκειμένου, τουλάχιστον, να μπορούν να τα εκπέσουν από το εισόδημά τους, αν είναι φυσικά πρόσωπα ή να τα καταχωρήσουν στα έξοδα τους, αν είναι επιχειρήσεις, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Έτσι, από τις καταγγελίες των Δανειοληπτών του Σωματείου μας, πληροφορούμαστε ότι, οι τράπεζες, έναντι της πληρωμής των ανωτέρω ποσών, αντί για ΑΠΥ, τους χορηγούν αντίγραφα Γραμματίων Είσπραξης, ήτοι έγγραφα πανομοιότυπα με εκείνα που χρησιμοποιούν στα ταμεία τους για τις καταθέσεις μετρητών σε τραπεζικούς λογαριασμούς, τα οποία, όμως, δεν επέχουν και δεν μπορούν επουδενί να επέχουν θέση Απόδειξης Παροχής Υπηρεσιών, με αποτέλεσμα, έτσι, να καθίσταται εκ του νόμου αδύνατη κάθε φορολογική τους χρήση.

Στο σημείο αυτό, μας γεννάται αυτονόητα το εξής ερώτημα : Τι είδους παραστατικά μπορεί, άραγε, να είναι τα «εξωτικά» αυτά Γραμμάτια Είσπραξης, που χορηγούν οι τράπεζες, αντί των ΑΠΥ, στους Δανειολήπτες; Και, έτσι, σε ποιους λογαριασμούς καταχωρούνται – ΑΝ ΟΝΤΩΣ ΚΑΤΑΧΩΡΟΥΝΤΑΙ – τα αντίστοιχα αυτά έσοδα; Υπάρχει, άραγε, Φοροδιαφυγή και, αν ναι, τι μεγέθους; Και, ακόμη χειρότερα, μήπως συντρέχει και η περίπτωση της φοροδιαφυγής ΦΠΑ; Και τούτο, επειδή, η πώληση φωτοτυπιών επ’ αμοιβή και, μάλιστα, με χρεώσεις κατά 25-33 φορές (2.500% - 3.300%) υψηλότερες από τις αντίστοιχες της αγοράς που υπόκειται σε ΦΠΑ, δεν συνιστά ούτε κύρια, ούτε παρεπόμενη παροχή χρηματοοικονομικής υπηρεσίας, προκειμένου, έτσι, να μην υπόκειται σε ΦΠΑ. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο ζητούμε, παράλληλα με την δική Σας, και την αυτεπάγγελτη επέμβαση του Οικονομικού Εισαγγελέα και των αρμόδιων Φορολογικών Αρχών.

Εν κατακλείδι, με τις ανωτέρω μεθοδεύσεις, όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές τράπεζες, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, περιορίζουν, καταχρηστικά και αντισυμβατικά, το δικαίωμα του Δανειολήπτη στην Λογιστική Πραγματογνωμοσύνη του Δανειακού του Λογαριασμού, στην πληροφόρηση του Ακριβούς Υπολοίπου της Οφειλής του και στην εξακρίβωση της Περιουσιακής Απώλειας που υφίσταται ή που κινδυνεύει να υποστεί, από την πρωτοφανή αυτή τραπεζική αυθαιρεσία.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι, οι εκατοντάδες πραγματογνωμοσύνες που έχουν διενεργηθεί στις πιστωτικές συμβάσεις και τις κινήσεις λογαριασμών των Δανειοληπτών μας, πέρα από τα ιδιαίτερα κατά περίπτωση και πιστωτική σύμβαση ζητήματα, κατατείνουν, όλες ανεξαιρέτως, στον ίδιο κοινό παρονομαστή, που συνοψίζεται ως εξής:

Ότι, από την επισκόπηση των ανωτέρω εγγράφων, προκύπτει, ότι, οι τράπεζες, αντίθετα προς τις νομοκανονιστικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν υπολογίζουν και δεν χρεώνουν, ως οφείλουν, κατά το υπόδειγμα Η09 ΤτΕ, με διακριτό τρόπο, ήτοι με την καταχώρηση ξεχωριστών άρθρων, διακριτών λογιστικών εγγραφών, στους λογαριασμούς με κωδικό αριθμό 65.00 και 64.20 του ΚΛΣΤ, τα δύο, διαφορετικά κατά νομική φύση και τύπο μεγέθη, που επιβαρύνουν το κεφάλαιο της χορηγηθείσας πίστωσης, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, με αποτέλεσμα, αυτά, να συγχέονται, κάθε φορά, υπολογιστικά, σε μία, ενιαία λογιστική εγγραφή, που καταχωρούν αυτοματοποιημένα, κάθε μήνα, στα μηχανογραφικά τους σύστημα και, έτσι, στα κατά ΚΒΣ και ΚΛΣΤ βιβλία τους.

Ότι, με την μεθόδευση αυτή, οι τράπεζες, επαυξάνουν το συμβατικό επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας, με το αντίστοιχο, κάθε φορά, ποσό του φόρου που προκύπτει από την εκάστοτε ποσοστιαία επιβάρυνσή τους, με την εισφορά του Ν. 128/1975.

Ότι, έτσι, αποτυπώνοντας τον αυθαίρετο και προδήλως παράνομο, αυτοματοποιημένο, μηχανογραφικό υπολογισμό και χρέωση αυτού του φόρου, ως δήθεν μέρος των τόκων, στην συνέχεια, τον υπολογίζουν και τον χρεώνουν, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, επί όλων των υπερημεριών των καταβολών, ως δήθεν μέρος του συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας και, ακόμη, τον ανατοκίζουν, ως δήθεν οφειλόμενο τόκο, ενώ, στην συνέχεια, κάθε έξι μήνες που κεφαλαιοποιούν τους τόκους, κατά τον ίδιο ανωτέρω τρόπο και με την ίδια ακριβώς μεθόδευση, τον κεφαλαιοποιούν και τον χρεώνουν εκ νέου, επί του νέου κεφαλαίου που εκάστοτε προκύπτει, κατά τα ανωτέρω, μετά από έκαστη εξάμηνη κεφαλαιοποίηση.

Ότι, αυτό, έτσι, έχει ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες, με την ανωτέρω μεθόδευση, να αυξάνουν, αυθαίρετα και παράνομα, το ΣΕΠΕ της πιστωτικής σύμβασης, λογαριθμίζοντας και ενσωματώνοντας στους κώδικες των αυτοματοποιημένων μηχανογραφικών τους συστημάτων, έναν αλλοιωμένο, νέο, πολυμεταβλητό, σύνθετο μαθηματικό τύπο-φόρμουλα, διαφορετικό από τον ανωτέρω της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), τον οποίο γνωρίζουν μόνον οι αρμόδιοι υπάλληλοί τους, ήτοι τα πρόσωπα εκείνα που τον λογαρίθμίζουν, παραμετροποιώντας, μια προς μια, όλες τις επί μέρους μεταβλητές του και, στη συνέχεια, τον ενσωματώνουν, με την ως άνω, άγνωστη σε οποιονδήποτε τρίτο παραμετροποίηση, στον κώδικα του λογισμικού του αυτοματοποιημένου μηχανογραφικού της συστήματος.

Ότι, έτσι, η ενιαία χρέωση, παρακολούθηση και κίνηση του ανωτέρω λογαριασμών εξυπηρέτησης, όλων ανεξαιρέτως των πιστωτικών συμβάσσεων, δια ενός, παντελώς αγνώστου, σε οποιονδήποτε τρίτο, ακόμη και στους δικαστικούς πραγματογνώμονες, μηχανογραφικού αλγορίθμου, με τον οποίο, οι τράπεζες, μεθοδεύουν την σύγχυση, σε έναν ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων μεγεθών, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, καταστούν τα συνολικά ποσά των απαιτήσεών τους παντελώς αδύνατο να διαχωριστούν, με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, από οποιονδήποτε τρίτο. Έτσι, το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των τραπεζικών απαιτήσεων από δάνεια και πιστωτικές κάρτες, δεν μπορούν να εκκαθαριστούν, υπολογίζοντας και αφαιρώντας, από τα συνολικά ποσά των φερομένων σήμερα απαιτήσεών τους, όλα τα εκάστοτε, παντελώς άγνωστα και επιστημονικά αδύνατο να οριστούν επακριβώς και, έτσι, να καταστούν γνωστά, σε οποιονδήποτε τρίτο, επί μέρους ποσά των ανωτέρω χρεώσεων, ως προς τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκαν και διαμορφώθηκαν, δια της ανωτέρω παραμετροποίησης των επί μέρους μεταβλητών τους, ήτοι αφαιρώντας όλα τα επί μέρους ποσά των εκάστοτε χρεώσεων των τοκισμών, ανατοκισμών και κεφαλαιοποίησεων της εισφοράς του Ν. 128/1975, προκειμένου, έτσι, να μπορεί να αποκατασταθεί η βασική μαθηματική εξίσωση της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), κατά την οποία, η συνολική παρούσα αξία των αναλήψεων, πρέπει να ισούται με τη συνολική παρούσα αξία των εξοφλητικών δόσεων και των καταβολών επιβαρύνσεων.

Και, ότι, τούτο, επειδή, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα των Κινήσεων Λογαριασμού και, ιδιαίτερα, τα Αποσπάσματα Λογαριασμών εκ των βιβλίων ΚΒΣ και ΚΛΣΤ, όλων ανεξαιρέτως των τραπεζών, δεν παρέχουν ουδεμία πληροφορία, ούτε ακόμη γενικού περιεχομένου, ως προς την παραμετροποίηση των επί μέρους μεταβλητών του πολυμεταβλητού, σύνθετου μαθηματικού τύπου-φόρμουλας, που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των απαιτήσεών τους από δάνεια και πιστωτικές κάρτες, ούτε ως προς την λογαρίθμηση και την ενσωμάτωση του στους κώδικες των λογισμικών των αυτοματοποιημένων μηχανογραφικών τους συστημάτων.

Και, ότι, επειδή, κάθε φορά που συντρέχουν οι περιπτώσεις (α) η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων να είναι μικρότερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ από το εφαρμοζόμενο επιτόκιο είναι θετική και, άρα, το κατάλοιπο θα πρέπει να είναι ανώτερο του εφαρμοστέου επιτοκίου, (β) η διακύμανση αυτή να είναι μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο να είναι αρνητική και, άρα, το κατάλοιπο θα πρέπει να είναι μικρότερο του εφαρμοστέου επιτοκίου και (γ) η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων να είναι ίση με αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο να είναι μηδενική, και τούτο, μόνο στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται σταθερό επιτόκιο για όλη την διάρκεια της αποπληρωμής της χορηγηθείσας πίστωσης.

Και, ότι, επειδή, ακόμη, η αναγωγή των ανωτέρω περιπτώσεων (α), (β) και (γ), στην πρόσθετη μεταβλητή της ενιαίας χρέωσης, παρακολούθησης και κίνησης του λογαριασμού εξυπηρέτησης της πιστωτικής σύμβασης, με την σύγχυση, σε έναν ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων, κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο μεγεθών, ήτοι των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, κατά τρόπο ώστε, στην διαμόρφωση του συνολικού επιτοκίου, να περιλαμβάνεται η εισφορά του Ν.128/75 ως σταθερό μέρος και το επιτόκιο ως μεταβλητό μέρος, μεταβάλλει τις παραδοχές των ανωτέρω περιπτώσεων (α), (β) και (γ), ως εξής: (α1) η διακύμανση των εφαρμοζόμενων επιτοκίων, πλέον της εισφοράς του Ν.128/75, να είναι μικρότερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα, η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975 να είναι θετική και, άρα, το κατάλοιπο να είναι ανώτερο του εφαρμοστέου επιτοκίου, (β1) η ανωτέρω διακύμανση να είναι μεγαλύτερη από αυτήν που προβλέπει η πιστωτική σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, πλέον της εισφοράς του Ν. 128/1975 να είναι αρνητική και, άρα, το κατάλοιπο να είναι μικρότερο του εφαρμοστέου επιτοκίου και (γ1) η διακύμανση αυτή να είναι ίση με την προβλεπόμενη στην σύμβαση, με αποτέλεσμα η διαφορά του ΣΕΠΕ με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, πλέον της εισφοράς του Ν.128/1975 να είναι μηδενική και, έτσι, μόνο στην περίπτωση αυτή το κατάλοιπο να μπορεί να εκληφθεί ως εκκαθαρισμένο.

Και, έτσι, ότι, όλα τα ανωτέρω, έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η κατά επιστημονικά αποδεκτό τρόπο εκκαθάριση της επίδικης απαίτησης από οποιονδήποτε τρίτο, ούτε ακόμη από τα Δικαστήρια, διαχωρίζοντας επακριβώς, κατά κεφάλαιο, τόκους, ανατοκισμούς και κεφαλαιοποιήσεις, την ενιαία χρέωση των σημερινών καταλοίπων των πιστωτικών συμβάσεων, στα επιμέρους ποσά των δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων μεγεθών, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975.

Και, εν κατακλείδι, ότι, όλες ανεξαιρέτως οι απαιτήσεις των τραπεζών από δάνεια και πιστωτικές κάρτες, δύναται να εκκαθαριστούν μόνον από τις ίδιες τις τράπεζες, καθόσον μόνον αυτές οι ίδιες διαθέτουν τους υπολογιστικούς αλγορίθμους, που διαμόρφωσαν, παραμετροποίησαν και λογαρίθμησαν κατά τα ανωτέρω, οι αρμόδιοι υπάλληλοί τους, με την χρήση μιας νέας, ανά τράπεζα, διαφορετικά παραμετροποιημένης ως προς τις επί μέρους μεταβλητές της και, έτσι, άγνωστης σε οποιονδήποτε τρίτο, ακόμη και στους Πραγματογνώμονες και τους Δικαστές, διαφορετικής από αυτή της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10), περί ΣΕΠΕ, μαθηματικής σχέσης-φόρμουλας, που είναι εμπιστευτική, εξαιρετικά πολύπλοκη και δυσνόητη, ακόμη και για επαγγελματίες μαθηματικούς και αποτέλεσε την βάση για την κατασκευή του πολυσύνθετου μαθηματικού αλγορίθμου κάθε τράπεζας, ο οποίος, αφού πρώτα λογαριθμίστηκε, στην συνέχεια, ενσωματώθηκε στο αυτοματοποιημένο μηχανογραφικό της σύστημα, στις εφαρμογές και τα λογισμικά που διαθέτει, προκειμένου, έτσι, οι αρμόδιοι υπάλληλοί της, να μπορούν να πραγματοποιούν, σε πραγματικό χρόνο, αυτοματοποιημένες, πολυσύνθετες και δυσνόητες, ακόμη και για επαγγελματίες μαθηματικούς, πολυμεταβλητές μαθηματικές πράξεις, με τις οποίες, εν τέλει, αυξάνουν, αυθαίρετα και παράνομα, το ΣΕΠΕ όλων ανεξαιρέτως των πιστωτικών συμβάσεων, ενσωματώνοντας σε αυτές, με την σύγχυση σε έναν νέο, αγνώστου παραμετροποίησης, ενιαίο υπολογιστικό αλγόριθμο, δυο διαφορετικά υπολογιζόμενων, κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο μεγεθών, ήτοι (α) των τόκων της πιστωτικής σύμβασης και (β) του φόρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, καθιστώντας, έτσι, σε οποιονδήποτε τρίτο, ακόμη και στους Πραγματογνώμονες και τους Δικαστές, παντελώς αδύνατο να μπορούν σήμερα να διαχωρίσουν και, έτσι, να εκκαθαρίσουν επακριβώς, με επιστημονικά αποδεκτό τρόπο, τα συνολικά ποσά των απαιτήσεων των τρπεζών από δάνεια και πιστωτικές κάρτες, ενώ είναι τοις πάσι γνωστό, ότι, ο κατά το ισχύον νομοκανονιστικό πλαίσιο υπολογισμός του ΣΕΠΕ, πρέπει να γίνεται μόνο με την τυποποιημένη μαθηματική σχέση-φόρμουλα ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10, η οποία περιλαμβάνει και την εισφορά του Ν. 128/1975 και, έτσι, ακόμη και στο πλαίσιο της ενιαίας τήρησης και κίνησης του λογαριασμού εξυπηρέτησης κάθε πιστωτικής σύμβασης, να αποτυπώνονται ή, έστω, να μπορούν να αποτυπώνονται και να εξάγονται, σε ξεχωριστούς, διακριτούς λογαριασμούς, τόσο το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, όσο και οι λοιπές χρεώσεις της πιστωτικής σύμβασης, όπως, εν προκειμένω, η εισφορά του Ν. 128/7195, αλλά και τα πάσης φύσης έξοδα, οι προμήθειες, τα ασφάλιστρα, κλπ.

Κατόπιν όλων αυτών, ζητούμε την άμεση παρέμβασή Σας.

Αθήνα, 30/11/2020

Με Εκτίμηση
Κυριάκος Τόμπρας
Πρόεδρος ΔΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

SSL Certificates