Από τις χώρες με τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση το 1965, εκτινάχθηκε στις χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στα χρόνια της κρίσης και συνεχίζει ακόμα.
Οπως προκύπτει από την έκθεση Revenue Statistics 1965-2018 του ΟΟΣΑ, το 1965 η Ελλάδα είχε φορολογικά έσοδα που αντιστοιχούσαν στο 17,1% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 24,9%, τριάντα χρόνια αργότερα, το 1995, ήταν και πάλι κάτω από τον μέσο όρο των 34 χωρών του ΟΟΣΑ (25,2% έναντι 31,9%).
Το 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης και την έλευση των μνημονίων, η Ελλάδα βρισκόταν στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, με τα φορολογικά έσοδα να ανέρχονται στο 32% του ΑΕΠ. Δύο χρόνια μετά, το 2012, η φορολογική επιβάρυνση έφθασε στο 35,5%, το 2014 με μικρή αύξηση ανήλθε το 35,7% του ΑΕΠ για να εκτοξευτεί στο 38,7% του ΑΕΠ το 2018.
Την περίοδο των μνημονίων 2010-2018, καταγράφεται στη χώρα μας αύξηση φόρων κατά 6,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη μοναδική χώρα που επιβάρυνε σε τόσο μικρή χρονική περίοδο τους φορολογουμένους. Συγκεκριμένα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις από το 32% του ΑΕΠ που ήταν το 2010 έφθασαν στο 38,7% του ΑΕΠ το 2018, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 34,3% του ΑΕΠ.
Η μείωση του αφορολόγητου ορίου από τις 12.000 ευρώ στις 5.000 ευρώ το 2011 και η αύξησή του μετέπειτα στις 8.636 ευρώ συνετέλεσε στη διόγκωση των επιβαρύνσεων. Στην άμεση φορολογία, οι συντελεστές του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων αναπροσαρμόστηκαν, η πλειονότητα των φοροαπαλλαγών εξαλείφθηκε, ενώ εφαρμόστηκε πρόσθετη εισφορά αλληλεγγύης. Πολλά από τα φορολογικά μέτρα σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν υπό ασφυκτική πίεση, χωρίς την απαραίτητη ανάλυση της εισπρακτικής αποτελεσματικότητας και των οικονομικών τους επιπτώσεων.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, κυρίως από την προηγούμενη κυβέρνηση, όπου μετατάχθηκαν από τον χαμηλό συντελεστή τρόφιμα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, η συμμετοχή των έμμεσων φόρων και ιδιαίτερα του ΦΠΑ, στο σύνολο των φορολογικών εσόδων, είναι η μεγαλύτερη για τη χώρα μας. Συγκεκριμένα, το 2010 τα έσοδα από ΦΠΑ ανέρχονταν στα 15,958 δισ. ευρώ, έκαναν μια ελεύθερη πτώση στα 12,8 δισ. ευρώ έως το 2015 και το 2017 ανέβηκαν στα περίπου 14,6 δισ. ευρώ.
Οταν η Ελλάδα εισήλθε επισήμως στην κρίση το 2010, το σύνολο των φορολογικών εσόδων έφθανε τα 95,9 δισ. δολ. Το 2014, ύστερα από δύο μνημόνια, τα έσοδα υποχώρησαν στα 85,3 δισ. δολ., το 2017 έπειτα από δύο δέσμες φορολογικών μέτρων συρρικνώθηκαν περαιτέρω στα 79,1 δισ. δολ., για να αυξηθούν το 2018 στα 84,4 δισ. δολ.
Η υψηλή φορολογία σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανταποδοτικότητα και την έλλειψη παροχών οδήγησε τους πολίτες στη φοροδιαφυγή, καθώς δεν μπορούσαν να βρουν άλλον τρόπο να αντιμετωπίσουν την υπέρμετρη φορολόγηση, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αυξάνει εκ νέου τους φόρους οι οποίοι όμως στόχευαν κυρίως σε όσους δεν μπορούσαν να φοροδιαφύγουν.
Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές του ΟΟΣΑ, τα έσοδα από φόρους και εισφορές στις προηγμένες οικονομίες παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 2017, κάτι που σηματοδοτεί το τέλος της τάσης των αλλεπάλληλων ετήσιων αυξήσεων σε φόρους και εισφορές που παρατηρούνταν διαρκώς μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Πρωταθλήτρια και στις ασφαλιστικές εισφορές
Ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα της έκθεσης του ΟΟΣΑ, είναι ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις επτά χώρες όπου τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων ξεπερνούν το 15% του συνόλου των εσόδων. Συνολικά, τα έσοδα από εισφορές διαμορφώθηκαν στο 30,1% του συνόλου των εσόδων και στο 11,6% του ΑΕΠ.
Οπως προκύπτει από την έκθεση, η κύρια πηγή εσόδων στην Ελλάδα το 2018 ήταν η φορολογία στα αγαθά και υπηρεσίες (κυρίως ΦΠΑ), που αντιστοιχούσαν στο 15,1% του ΑΕΠ, ενώ αμέσως μετά ακολουθούν οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση που αντιστοιχούν στο 11,6% του ΑΕΠ.
Στην τρίτη θέση είναι τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος και κερδών και συγκεκριμένα αντιστοιχούν στο 8,9% του ΑΕΠ, ενώ από τη φορολογία της περιουσίας (κινητή και ακίνητη) τα έσοδα ανέρχονται στο 3,1% του ΑΕΠ.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ, όμως, οι εισφορές αποτελούν το μικρότερο κομμάτι της σύνθεσης των εσόδων. Στην πρώτη θέση είναι η φορολογία εισοδήματος και κερδών, ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι και μετά είναι τα έσοδα από τις εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (τα οποία ανέρχονται κατά μέσον όρο στο 9,1% του ΑΕΠ) και η φορολογία στην περιουσία.
Μάλιστα, η Ελλάδα, συγκαταλέγεται σε ένα κλειστό κλαμπ επτά χωρών μαζί με τη Σλοβενία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιαπωνία και την Πολωνία όπου η συμμετοχή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στα συνολικά φορολογικά έσοδα είναι μεγαλύτερη από το 15%. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Σλοβενία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 20,8%.
Οι φόροι στα ακίνητα
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ακόμη ότι οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν. Το 2010, αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή περίπου 600 εκατ. ευρώ. Το 2018, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη στα 3,6 δισ. ευρώ και πριν από τη φετινή μείωση του ΕΝΦΙΑ. Σύμφωνα με στοιχεία:
• Το 2010 το Δημόσιο εισέπραξε από τη φορολόγηση των ακινήτων 487 εκατ. ευρώ, ενώ το δηλoύμενο εισόδημα από ακίνητα ανερχόταν στα 8,87 δισ. ευρώ.
• Το 2011 οι φόροι των ακινήτων έφθασαν το 1,17 δισ. ευρώ, ενώ το δηλούμενο εισόδημα μειώθηκε στα 7,98 δισ. ευρώ (1.584.059 φορολογούμενοι είχαν εισοδήματα από ακίνητα).
• Το 2012 οι φόροι των ακινήτων διαμορφώθηκαν στα 2,75 δισ. ευρώ, ενώ το εισόδημα από ακίνητα διαμορφώθηκε στα 6,8 δισ. ευρώ.
• Το 2013 οι φόροι των ακινήτων αυξήθηκαν περαιτέρω και διαμορφώθηκαν στα 2,991 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να μειώνεται στα 6,22 δισ. ευρώ.
• Το 2014 οι φόροι των ακινήτων έσπασαν το φράγμα των 3 δισ. ευρώ και συγκεκριμένα εισπράχθηκαν 3,474 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να περιορίζεται στα 6,08 δισ. ευρώ.
• Το 2015 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,18 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να υποχωρεί στα 6,05 δισ. ευρώ.
• Το 2016 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,53 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα από ακίνητα να περιορίζεται και να φθάνει τα 6,1 δισ. ευρώ.
• Το 2017 οι φόροι στα ακίνητα διαμορφώθηκαν στα ίδια επίπεδα, με το δηλούμενο εισόδημα από ακίνητα να φθάνει στα 6,19 δισ. ευρώ.
Το 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης και την έλευση των μνημονίων, η Ελλάδα βρισκόταν στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, με τα φορολογικά έσοδα να ανέρχονται στο 32% του ΑΕΠ. Δύο χρόνια μετά, το 2012, η φορολογική επιβάρυνση έφθασε στο 35,5%, το 2014 με μικρή αύξηση ανήλθε το 35,7% του ΑΕΠ για να εκτοξευτεί στο 38,7% του ΑΕΠ το 2018.
Την περίοδο των μνημονίων 2010-2018, καταγράφεται στη χώρα μας αύξηση φόρων κατά 6,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη μοναδική χώρα που επιβάρυνε σε τόσο μικρή χρονική περίοδο τους φορολογουμένους. Συγκεκριμένα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις από το 32% του ΑΕΠ που ήταν το 2010 έφθασαν στο 38,7% του ΑΕΠ το 2018, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 34,3% του ΑΕΠ.
Η μείωση του αφορολόγητου ορίου από τις 12.000 ευρώ στις 5.000 ευρώ το 2011 και η αύξησή του μετέπειτα στις 8.636 ευρώ συνετέλεσε στη διόγκωση των επιβαρύνσεων. Στην άμεση φορολογία, οι συντελεστές του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων αναπροσαρμόστηκαν, η πλειονότητα των φοροαπαλλαγών εξαλείφθηκε, ενώ εφαρμόστηκε πρόσθετη εισφορά αλληλεγγύης. Πολλά από τα φορολογικά μέτρα σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν υπό ασφυκτική πίεση, χωρίς την απαραίτητη ανάλυση της εισπρακτικής αποτελεσματικότητας και των οικονομικών τους επιπτώσεων.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και οι αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, κυρίως από την προηγούμενη κυβέρνηση, όπου μετατάχθηκαν από τον χαμηλό συντελεστή τρόφιμα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, η συμμετοχή των έμμεσων φόρων και ιδιαίτερα του ΦΠΑ, στο σύνολο των φορολογικών εσόδων, είναι η μεγαλύτερη για τη χώρα μας. Συγκεκριμένα, το 2010 τα έσοδα από ΦΠΑ ανέρχονταν στα 15,958 δισ. ευρώ, έκαναν μια ελεύθερη πτώση στα 12,8 δισ. ευρώ έως το 2015 και το 2017 ανέβηκαν στα περίπου 14,6 δισ. ευρώ.
Οταν η Ελλάδα εισήλθε επισήμως στην κρίση το 2010, το σύνολο των φορολογικών εσόδων έφθανε τα 95,9 δισ. δολ. Το 2014, ύστερα από δύο μνημόνια, τα έσοδα υποχώρησαν στα 85,3 δισ. δολ., το 2017 έπειτα από δύο δέσμες φορολογικών μέτρων συρρικνώθηκαν περαιτέρω στα 79,1 δισ. δολ., για να αυξηθούν το 2018 στα 84,4 δισ. δολ.
Η υψηλή φορολογία σε συνδυασμό με τη χαμηλή ανταποδοτικότητα και την έλλειψη παροχών οδήγησε τους πολίτες στη φοροδιαφυγή, καθώς δεν μπορούσαν να βρουν άλλον τρόπο να αντιμετωπίσουν την υπέρμετρη φορολόγηση, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αυξάνει εκ νέου τους φόρους οι οποίοι όμως στόχευαν κυρίως σε όσους δεν μπορούσαν να φοροδιαφύγουν.
Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές του ΟΟΣΑ, τα έσοδα από φόρους και εισφορές στις προηγμένες οικονομίες παρέμειναν σχεδόν στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 2017, κάτι που σηματοδοτεί το τέλος της τάσης των αλλεπάλληλων ετήσιων αυξήσεων σε φόρους και εισφορές που παρατηρούνταν διαρκώς μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Πρωταθλήτρια και στις ασφαλιστικές εισφορές
Ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα της έκθεσης του ΟΟΣΑ, είναι ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις επτά χώρες όπου τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων ξεπερνούν το 15% του συνόλου των εσόδων. Συνολικά, τα έσοδα από εισφορές διαμορφώθηκαν στο 30,1% του συνόλου των εσόδων και στο 11,6% του ΑΕΠ.
Οπως προκύπτει από την έκθεση, η κύρια πηγή εσόδων στην Ελλάδα το 2018 ήταν η φορολογία στα αγαθά και υπηρεσίες (κυρίως ΦΠΑ), που αντιστοιχούσαν στο 15,1% του ΑΕΠ, ενώ αμέσως μετά ακολουθούν οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση που αντιστοιχούν στο 11,6% του ΑΕΠ.
Στην τρίτη θέση είναι τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος και κερδών και συγκεκριμένα αντιστοιχούν στο 8,9% του ΑΕΠ, ενώ από τη φορολογία της περιουσίας (κινητή και ακίνητη) τα έσοδα ανέρχονται στο 3,1% του ΑΕΠ.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ, όμως, οι εισφορές αποτελούν το μικρότερο κομμάτι της σύνθεσης των εσόδων. Στην πρώτη θέση είναι η φορολογία εισοδήματος και κερδών, ακολουθούν οι έμμεσοι φόροι και μετά είναι τα έσοδα από τις εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (τα οποία ανέρχονται κατά μέσον όρο στο 9,1% του ΑΕΠ) και η φορολογία στην περιουσία.
Μάλιστα, η Ελλάδα, συγκαταλέγεται σε ένα κλειστό κλαμπ επτά χωρών μαζί με τη Σλοβενία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Ιαπωνία και την Πολωνία όπου η συμμετοχή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων στα συνολικά φορολογικά έσοδα είναι μεγαλύτερη από το 15%. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Σλοβενία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ανήλθε στο 20,8%.
Οι φόροι στα ακίνητα
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ακόμη ότι οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν. Το 2010, αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή περίπου 600 εκατ. ευρώ. Το 2018, οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη στα 3,6 δισ. ευρώ και πριν από τη φετινή μείωση του ΕΝΦΙΑ. Σύμφωνα με στοιχεία:
• Το 2010 το Δημόσιο εισέπραξε από τη φορολόγηση των ακινήτων 487 εκατ. ευρώ, ενώ το δηλoύμενο εισόδημα από ακίνητα ανερχόταν στα 8,87 δισ. ευρώ.
• Το 2011 οι φόροι των ακινήτων έφθασαν το 1,17 δισ. ευρώ, ενώ το δηλούμενο εισόδημα μειώθηκε στα 7,98 δισ. ευρώ (1.584.059 φορολογούμενοι είχαν εισοδήματα από ακίνητα).
• Το 2012 οι φόροι των ακινήτων διαμορφώθηκαν στα 2,75 δισ. ευρώ, ενώ το εισόδημα από ακίνητα διαμορφώθηκε στα 6,8 δισ. ευρώ.
• Το 2013 οι φόροι των ακινήτων αυξήθηκαν περαιτέρω και διαμορφώθηκαν στα 2,991 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να μειώνεται στα 6,22 δισ. ευρώ.
• Το 2014 οι φόροι των ακινήτων έσπασαν το φράγμα των 3 δισ. ευρώ και συγκεκριμένα εισπράχθηκαν 3,474 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να περιορίζεται στα 6,08 δισ. ευρώ.
• Το 2015 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,18 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα να υποχωρεί στα 6,05 δισ. ευρώ.
• Το 2016 οι φόροι στα ακίνητα ανήλθαν στα 3,53 δισ. ευρώ, με το δηλούμενο εισόδημα από ακίνητα να περιορίζεται και να φθάνει τα 6,1 δισ. ευρώ.
• Το 2017 οι φόροι στα ακίνητα διαμορφώθηκαν στα ίδια επίπεδα, με το δηλούμενο εισόδημα από ακίνητα να φθάνει στα 6,19 δισ. ευρώ.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου