ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ EY
Κατά 33% υψηλότερες ή 10 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να ήταν οι εξαγωγές, αν το θεσμικό πλαίσιο της χώρας συνέκλινε με τον μέσο όρο της ΕΕ !!!
Πώς το κράτος βάζει τρικλοποδιές στις εξαγωγές
Υψηλότερες κατά σχεδόν 10 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα ήταν το 2017 οι ελληνικές εξαγωγές, εάν το εθνικό θεσμικό πλαίσιο συνέκλινε με το μέσο επίπεδο των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Αυτό προκύπτει από έρευνα της ΕΥ, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας (ΕΒΕΑ), που παρουσιάστηκε χθες. Δηλαδή, οι... τρικλοποδιές του κράτους, αυτές που έχουν ως άξονα τη γραφειοκρατία, αφαιρούν αρκετά δισ. ευρώ ετησίως από την οικονομία, σε μια περίοδο που καθίσταται επιτακτική η αύξηση του ΑΕΠ.
Πέραν όμως του θεσμικού πλαισίου, σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας φέρουν και οι ίδιες οι επιχειρήσεις, οι οποίες σύμφωνα με την ΕΥ, είναι δύσκαμπτες ως προς τη συνεργασία και τη μεγέθυνση, αλλά και στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι ελληνικές εξαγωγές να στηρίζονται σε προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, ενώ όσες προέρχονται από τον μεταποιητικό τομέα να είναι χαμηλής και μέτριας τεχνολογίας.
Παρότι η ανάλυση δεν περιλαμβάνει εκτιμήσεις για το πόσο θα ήταν το μέγεθος των εξαγωγών στην περίπτωση που οι ελληνικές επιχειρήσεις συνέκλιναν με τα δεδομένα των χωρών της ΕΕ, ωστόσο, αρκεί για να κατανοηθεί το εύρος των απωλειών, μόνο από την επίδραση του στρεβλού θεσμικού πλαισίου.
Όπως προαναφέρθηκε, αν η Ελλάδα προσέγγιζε τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ ως προς την ελκυστικότητα του θεσμικού πλαισίου, τότε η αξία των εξαγωγών υπολογίζεται ότι το 2017 θα είχε φθάσει τα 38 δισ. ευρώ, έναντι των 28,5 δισ. ευρώ που πραγματοποιήθηκαν το συγκεκριμένο έτος. Δηλαδή θα ήταν κατά 33% υψηλότερες. Σύμφωνα με την ΕΥ, η σύγκλιση αυτή, αποκλειστικά σε όρους διεθνούς εμπορίου, θα ισοδυναμούσε με μια συνεισφορά στο ΑΕΠ μεταξύ 3% και 5%.
Ο αργός χάνει...
Πέρα από την ποιότητα και την τιμή των προϊόντων, καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τις εξαγωγές είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από την παραγγελία έως την έξοδο του προϊόντος από το τελωνείο, καθώς η κάθε μέρα καθυστέρησης μεταφράζεται σε κόστος. Συγκριτικά με το 2005, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία τα εγχώρια προϊόντα διοχετεύονται προς τις διεθνείς αγορές, βελτιώνοντας τις επιδόσεις της από 20 ημέρες, σε 15 ημέρες το 2014.
Αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίτευγμα, ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον του διεθνούς εμπορίου και οι άλλες χώρες... τρέχουν. Σ' αυτό το διάστημα, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος έχει μειωθεί από τις 15 στις 12 ημέρες, ενώ η Ισπανία έχει επιτύχει για το ίδιο διάστημα ακόμα καλύτερα αποτελέσματα καθώς ο μέσος όρος για την παράδοση μιας εξαγωγής είναι 10 μέρες.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα εμπόδια του εξωτερικού εμπορίου μεταφράζονται σε ένα ισοδύναμο κόστος. Το κόστος αυτό αντιστοιχεί στις χρονικές καθυστερήσεις, από τη στιγμή που ένα προϊόν είναι έτοιμο έως ότου αυτό εξέλθει τα τελωνεία, σε αριθμό ημερών. Επειδή οι μέρες που απαιτούνται για να εξαγάγει μια χώρα εκφράζουν κόστος, τότε αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ένα χρηματικό ισοδύναμο μέσω του εκτιμώμενου ποσοστού, που μία ημέρα καθυστέρησης επιδρά στην παρακώλυση της δημιουργίας πλούτου και εξαγώγιμου προϊόντος για την εγχώρια οικονομία.
Μία ημέρα καθυστέρησης στις εξαγωγές συνεπάγεται κοντά στο 1% σε απώλεια αξίας εξαγωγών για την κάθε χώρα. Εάν λάβουμε υπόψη το σύνολο των ημερών, τότε το κόστος για την οικονομία είναι σημαντικό και για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε 12,6% συνολική απώλεια αξίας εξαγωγών.
Για λόγους σύγκρισης, το αντίστοιχο κόστος για την Ισπανία είναι 8,7%, για την Ιρλανδία 6,7%, για την Κύπρο 6,3%. Πάντως σε σχέση με την Ιταλία και την Πορτογαλία, η Ελλάδα στον συγκεκριμένο τομέα καταγράφει καλύτερες επιδόσεις, καθώς το κόστος για την πρώτη ανέρχεται στο 16,2% και για τη δεύτερη στο 14,3%.
Το γεγονός ότι υπάρχουν και χώρες στην ΕΕ που έχουν και χαμηλότερες επιδόσεις, κάθε άλλο παρά εφησυχασμό θα πρέπει να δημιουργεί. Και αυτό διότι οι εξαγωγές αποτελούν την ατμομηχανή για την ενίσχυση της οικονομίας. Κάτι που θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και τους φορείς, καθώς, παρότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αισθητή αύξηση των εξαγωγών, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι άλλες χώρες μάς προσπερνούν σαν τρένα...
Κατά 33% υψηλότερες ή 10 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να ήταν οι εξαγωγές, αν το θεσμικό πλαίσιο της χώρας συνέκλινε με τον μέσο όρο της ΕΕ !!!
Πώς το κράτος βάζει τρικλοποδιές στις εξαγωγές
Υψηλότερες κατά σχεδόν 10 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα ήταν το 2017 οι ελληνικές εξαγωγές, εάν το εθνικό θεσμικό πλαίσιο συνέκλινε με το μέσο επίπεδο των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Αυτό προκύπτει από έρευνα της ΕΥ, που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας (ΕΒΕΑ), που παρουσιάστηκε χθες. Δηλαδή, οι... τρικλοποδιές του κράτους, αυτές που έχουν ως άξονα τη γραφειοκρατία, αφαιρούν αρκετά δισ. ευρώ ετησίως από την οικονομία, σε μια περίοδο που καθίσταται επιτακτική η αύξηση του ΑΕΠ.
Πέραν όμως του θεσμικού πλαισίου, σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας φέρουν και οι ίδιες οι επιχειρήσεις, οι οποίες σύμφωνα με την ΕΥ, είναι δύσκαμπτες ως προς τη συνεργασία και τη μεγέθυνση, αλλά και στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι ελληνικές εξαγωγές να στηρίζονται σε προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, ενώ όσες προέρχονται από τον μεταποιητικό τομέα να είναι χαμηλής και μέτριας τεχνολογίας.
Παρότι η ανάλυση δεν περιλαμβάνει εκτιμήσεις για το πόσο θα ήταν το μέγεθος των εξαγωγών στην περίπτωση που οι ελληνικές επιχειρήσεις συνέκλιναν με τα δεδομένα των χωρών της ΕΕ, ωστόσο, αρκεί για να κατανοηθεί το εύρος των απωλειών, μόνο από την επίδραση του στρεβλού θεσμικού πλαισίου.
Όπως προαναφέρθηκε, αν η Ελλάδα προσέγγιζε τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ ως προς την ελκυστικότητα του θεσμικού πλαισίου, τότε η αξία των εξαγωγών υπολογίζεται ότι το 2017 θα είχε φθάσει τα 38 δισ. ευρώ, έναντι των 28,5 δισ. ευρώ που πραγματοποιήθηκαν το συγκεκριμένο έτος. Δηλαδή θα ήταν κατά 33% υψηλότερες. Σύμφωνα με την ΕΥ, η σύγκλιση αυτή, αποκλειστικά σε όρους διεθνούς εμπορίου, θα ισοδυναμούσε με μια συνεισφορά στο ΑΕΠ μεταξύ 3% και 5%.
Ο αργός χάνει...
Πέρα από την ποιότητα και την τιμή των προϊόντων, καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τις εξαγωγές είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από την παραγγελία έως την έξοδο του προϊόντος από το τελωνείο, καθώς η κάθε μέρα καθυστέρησης μεταφράζεται σε κόστος. Συγκριτικά με το 2005, η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία τα εγχώρια προϊόντα διοχετεύονται προς τις διεθνείς αγορές, βελτιώνοντας τις επιδόσεις της από 20 ημέρες, σε 15 ημέρες το 2014.
Αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίτευγμα, ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον του διεθνούς εμπορίου και οι άλλες χώρες... τρέχουν. Σ' αυτό το διάστημα, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος έχει μειωθεί από τις 15 στις 12 ημέρες, ενώ η Ισπανία έχει επιτύχει για το ίδιο διάστημα ακόμα καλύτερα αποτελέσματα καθώς ο μέσος όρος για την παράδοση μιας εξαγωγής είναι 10 μέρες.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, τα εμπόδια του εξωτερικού εμπορίου μεταφράζονται σε ένα ισοδύναμο κόστος. Το κόστος αυτό αντιστοιχεί στις χρονικές καθυστερήσεις, από τη στιγμή που ένα προϊόν είναι έτοιμο έως ότου αυτό εξέλθει τα τελωνεία, σε αριθμό ημερών. Επειδή οι μέρες που απαιτούνται για να εξαγάγει μια χώρα εκφράζουν κόστος, τότε αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ένα χρηματικό ισοδύναμο μέσω του εκτιμώμενου ποσοστού, που μία ημέρα καθυστέρησης επιδρά στην παρακώλυση της δημιουργίας πλούτου και εξαγώγιμου προϊόντος για την εγχώρια οικονομία.
Μία ημέρα καθυστέρησης στις εξαγωγές συνεπάγεται κοντά στο 1% σε απώλεια αξίας εξαγωγών για την κάθε χώρα. Εάν λάβουμε υπόψη το σύνολο των ημερών, τότε το κόστος για την οικονομία είναι σημαντικό και για την Ελλάδα, αυτό μεταφράζεται σε 12,6% συνολική απώλεια αξίας εξαγωγών.
Για λόγους σύγκρισης, το αντίστοιχο κόστος για την Ισπανία είναι 8,7%, για την Ιρλανδία 6,7%, για την Κύπρο 6,3%. Πάντως σε σχέση με την Ιταλία και την Πορτογαλία, η Ελλάδα στον συγκεκριμένο τομέα καταγράφει καλύτερες επιδόσεις, καθώς το κόστος για την πρώτη ανέρχεται στο 16,2% και για τη δεύτερη στο 14,3%.
Το γεγονός ότι υπάρχουν και χώρες στην ΕΕ που έχουν και χαμηλότερες επιδόσεις, κάθε άλλο παρά εφησυχασμό θα πρέπει να δημιουργεί. Και αυτό διότι οι εξαγωγές αποτελούν την ατμομηχανή για την ενίσχυση της οικονομίας. Κάτι που θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και τους φορείς, καθώς, παρότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αισθητή αύξηση των εξαγωγών, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι άλλες χώρες μάς προσπερνούν σαν τρένα...
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου