Με διάταξη βάζει «μαχαίρι» στο επιτόκιο που πληρώνει για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς τους ιδιώτες, μειώνοντας το από το 6% στο 3%. Κι αυτό την ώρα που οι φορολογούμενοι χρεώνονται με τόκο 8,76% αν δεν πληρώσουν στην ώρα τους...
Επί σειρά ετών προβλέπεται η υποχρέωση του ελληνικού δημοσίου να καταβάλλει ετήσιο τόκο 6% στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς τους ιδιώτες. Η υποχρέωση αυτή δεν τηρείται, σύμφωνα με πληροφορίες, ενώ παρά τις αλλεπάλληλες δεσμεύσεις έναντι των θεσμών για μηδενισμό των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου, οι οφειλές συντηρούνται σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ.
Με μία διάταξη νόμου, η οποία περιελήφθη στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, το υπουργείο Οικονομικών, επικαλούμενο μεγάλο δημοσιονομικό βάρος για τον προϋπολογισμό, έρχεται τώρα να μειώσει το προβλεπόμενο επιτόκιο από το 6% σε 3%. Για την ακρίβεια, συναρτά το επιτόκιο με το βασικό επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (0% από το 2016), προσθέτοντας ένα περιθώριο 3%. Στο ίδιο διάστημα, όταν οι ιδιώτες οφείλουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το δημόσιο, το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων ανέρχεται σε 8,76% τον χρόνο ή 0,73% κάθε μήνα. Επιβάλλεται δε από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.
Στο άρθρο 45 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου προβλέπεται το «μαχαίρι» του επιτοκίου για τις οφειλές του δημοσίου και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «το ισχύον σήμερα νόμιμο επιτόκιο για οφειλές του δημοσίου, ύψους 6% ετησίως, εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης. Με την προτεινόμενη διάταξη, ενοποιείται η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας) για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος (γένεση επιδικίας) προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων ετησίως».
Το MRO σήμερα είναι μηδενικό και όπως επίσης προβλέπεται στην αιτιολογική του νομοσχεδίου, «το προτεινόμενο επιτόκιο, με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, κατά το μέρος που αφορά στο επιτόκιο MRO δεν μεταβάλλεται πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή του κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του, το επιτόκιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου». Με λίγα λόγια, ακόμα και εάν το MRO αυξηθεί σε 0,5%, το επιτόκιο του δημοσίου θα παραμείνει στο 3%. Θα πρέπει το MRO να αγγίξει ή να ξεπεράσει το 1% για να περάσει η μεταβολή του στο επιτόκιο που θα πληρώνει το δημόσιο στους οφειλέτες του.
Στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται ότι το νέο προτεινόμενο επιτόκιο «διασφαλίζει τη σχετική δημοσιονομική ισορροπία» και επιπλέον «εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τρέχον επιτόκιο προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων». Μόνο που στις προθεσμιακές καταθέσεις, ο καταθέτης τοποθετεί στην τράπεζα τα χρήματά του περιμένοντας έναν κάποιο τόκο, ενώ στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μάταια πολλές φορές, περιμένει το δημόσιο να τον πληρώσει…
Ο νομοθέτης πάντως σπεύδει να σημειώσει στην αιτιολογική έκθεση πως «έχει κριθεί ότι η όποια διαφοροποίηση όσον αφορά στους τόκους οφειλών του δημοσίου σε σχέση με τα αντίστοιχα για οφειλές των ιδιωτών είναι συμβατή με το Σύνταγμα…».
Όσον αφορά τον χρόνο αξίωσης της τοκοφορίας, τονίζεται ότι «όπως και υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, η τοκοφορία αξιώσεων κατά του δημοσίου αρχίζει μόνο από την επίδοση του εκάστοτε δικόγραφου από τον διάδικο, στον υπουργό Οικονομικών ή στο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από το νόμο να γίνεται η επίδοση σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό χρόνο έναρξης τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν ενώ οι προτεινόμενες διατάξεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, σε οποιοδήποτε στάδιο και βαθμό κάθε φύσης υποθέσεις, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις των ιδιωτών για τόκο, αναφέρονται, ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την έναρξη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου».
Με μία διάταξη νόμου, η οποία περιελήφθη στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, το υπουργείο Οικονομικών, επικαλούμενο μεγάλο δημοσιονομικό βάρος για τον προϋπολογισμό, έρχεται τώρα να μειώσει το προβλεπόμενο επιτόκιο από το 6% σε 3%. Για την ακρίβεια, συναρτά το επιτόκιο με το βασικό επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (0% από το 2016), προσθέτοντας ένα περιθώριο 3%. Στο ίδιο διάστημα, όταν οι ιδιώτες οφείλουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το δημόσιο, το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων ανέρχεται σε 8,76% τον χρόνο ή 0,73% κάθε μήνα. Επιβάλλεται δε από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.
Στο άρθρο 45 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου προβλέπεται το «μαχαίρι» του επιτοκίου για τις οφειλές του δημοσίου και σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, «το ισχύον σήμερα νόμιμο επιτόκιο για οφειλές του δημοσίου, ύψους 6% ετησίως, εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης. Με την προτεινόμενη διάταξη, ενοποιείται η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας) για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος (γένεση επιδικίας) προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων ετησίως».
Το MRO σήμερα είναι μηδενικό και όπως επίσης προβλέπεται στην αιτιολογική του νομοσχεδίου, «το προτεινόμενο επιτόκιο, με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, κατά το μέρος που αφορά στο επιτόκιο MRO δεν μεταβάλλεται πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή του κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του, το επιτόκιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου». Με λίγα λόγια, ακόμα και εάν το MRO αυξηθεί σε 0,5%, το επιτόκιο του δημοσίου θα παραμείνει στο 3%. Θα πρέπει το MRO να αγγίξει ή να ξεπεράσει το 1% για να περάσει η μεταβολή του στο επιτόκιο που θα πληρώνει το δημόσιο στους οφειλέτες του.
Στην αιτιολογική έκθεση επισημαίνεται ότι το νέο προτεινόμενο επιτόκιο «διασφαλίζει τη σχετική δημοσιονομική ισορροπία» και επιπλέον «εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τρέχον επιτόκιο προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων». Μόνο που στις προθεσμιακές καταθέσεις, ο καταθέτης τοποθετεί στην τράπεζα τα χρήματά του περιμένοντας έναν κάποιο τόκο, ενώ στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μάταια πολλές φορές, περιμένει το δημόσιο να τον πληρώσει…
Ο νομοθέτης πάντως σπεύδει να σημειώσει στην αιτιολογική έκθεση πως «έχει κριθεί ότι η όποια διαφοροποίηση όσον αφορά στους τόκους οφειλών του δημοσίου σε σχέση με τα αντίστοιχα για οφειλές των ιδιωτών είναι συμβατή με το Σύνταγμα…».
Όσον αφορά τον χρόνο αξίωσης της τοκοφορίας, τονίζεται ότι «όπως και υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, η τοκοφορία αξιώσεων κατά του δημοσίου αρχίζει μόνο από την επίδοση του εκάστοτε δικόγραφου από τον διάδικο, στον υπουργό Οικονομικών ή στο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από το νόμο να γίνεται η επίδοση σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό χρόνο έναρξης τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν ενώ οι προτεινόμενες διατάξεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, σε οποιοδήποτε στάδιο και βαθμό κάθε φύσης υποθέσεις, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις των ιδιωτών για τόκο, αναφέρονται, ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την έναρξη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου».
Ληξιπρόθεσμα 2 δισ. ευρώ
Τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναφορικά με το ύψος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου τον Φεβρουάριο δείχνουν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις γενικής κυβέρνησης συνολικού ύψους 1,669 δισ. ευρώ έναντι 1,578 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019. Στο ίδιο διάστημα, οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες στα 480 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο, έναντι 488 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο.
Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου ανήλθε σε 2,149 δισ. ευρώ (από 2,066 δισ. ευρώ) και το μεγαλύτερο μέρος των χρεών αφορά τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (636 εκατ. ευρώ) και τα Νοσοκομεία (446 εκατ. ευρώ).
Από το euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου