ΠΟΥΛΗΣΑΝ ΓΙΑ 32.000.000€ ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ ΥΨΟΥΣ 182.000.000€ ΚΑΙ ΕΝΩ ΕΙΧΑΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΞΕΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ 210.000.000€
Κι όλα αυτά ενώ είχαν προγενέστερα βρει λύσεις μεταξύ των οποίων η πώληση μη λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων της Euromedica που θα απέδιδε, χωρίς να προκαλεί πτώση της αξίας του ομίλου, περί τα 30.000.000€ διατηρώντας παράλληλα και τις αξιώσεις τους !!!
Τον περασμένο Νοέμβριο η Γ. Αποστολόπουλος Εταιρία Συμμετοχών Α.Ε., βασικός μέτοχος της εισηγμένης Ιατρικό Αθηνών ΕΑΕ, υπέβαλε δημόσια πρόταση για την απόκτηση του 30% του Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου «Υγεία». Η ανακοίνωση που έβγαλε η εταιρία καυτηρίαζε, μεταξύ άλλων, και το σχέδιο αφελληνισμού των ιδιωτικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της περίθαλψης στη χώρα μας. «Οι αιφνίδιες και απρόβλεπτες, από οκταετίας, δυσμενείς συνθήκες δημοσιονομικής λιτότητας και με τα επιπρόσθετα εξοντωτικά μέτρα, των rebate και clawback, κατέστησαν τον κλάδο της ιδιωτικής υγείας ευάλωτο. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ελληνικές κλινικές να στοχοποιηθούν από ξένα κερδοσκοπικά funds» αναφερόταν συγκεκριμένα στην ανακοίνωση, η οποία κατέληγε πως στόχος της Γ. Αποστολόπουλος Εταιρία Συμμετοχών Α.Ε. είναι η προσπάθεια για τη «διαφύλαξη της ελληνικότητας του ιδιωτικού κλάδου υγείας».
Μόλις λίγες μέρες μετά, τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha, Εθνική, Eurobank) θα πωλούσαν τα «κόκκινα» δάνεια του ομίλου Euromedica, ύψους 182.000.000 ευρώ, μέσω μιας αδιαφανούς διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας κατέληξε να κάνει προσφορά μόνο ένα fund, το αμερικανικό Farallon Capital Management LLC. Η αρχή είχε γίνει. Το γεγονός επιβεβαίωνε με ακρίβεια την ανακοίνωση του Ιατρικού Κέντρου. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το ποσό το οποίο συμφώνησαν να λάβουν οι τρεις συστημικές τράπεζες, και το οποίο δεν ξεπερνά τα 32.000.000 ευρώ, κι αν αναλογιστεί κανείς πως το fund εξαγόρασε με αυτό το ποσό τις συνολικές εξασφαλίσεις που είχαν οι τράπεζες για τα 182.000.000 ευρώ και οι οποίες ξεπερνούν τα 210.000.000 ευρώ, τότε η υπόθεση αποκτά σκανδαλιστικό... ενδιαφέρον. Το τελευταίο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, εάν στην εικόνα προστεθούν και οι πληροφορίες πως υπήρχαν λύσεις ώστε οι τράπεζες να βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς μάλιστα να πουλήσουν τον όμιλο σε ξένο fund, τα σχέδια του οποίου για τους 2.300 εργαζόμενους και τους 11.000 συνεργαζόμενους γιατρούς του ομίλου, είναι άγνωστα.
Στα χαρτιά
Πριν από την ανακοίνωση των τραπεζών για την προκήρυξη διαγωνισμού, μέσω της Deutsche Bank Λονδίνου, είχε διευρευνηθεί μία σειρά λύσεων, προκειμένου οι τράπεζες να πάρουν τα χρήματά τους. Στη διερεύνηση αυτών των λύσεων είχαν συμμετάσχει ενεργά, φυσικά, και οι ίδιες οι τράπεζες. Από αυτές, πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση πώλησης μη λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων του ομίλου (non-core assets), δηλαδή στοιχείων η πώληση των οποίων δεν θα επηρέαζε τη λειτουργία της Euromedica, και άρα την αξία της. Από αυτή την πώληση οι τράπεζες θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει περίπου 30.000.000 ευρώ, δηλαδή όσα αποκόμισαν από την πώληση των «κόκκινων» δανείων, και παράλληλα να συνεχίζουν να έχουν αξιώσεις από την εταιρία.
Το ποσό δεν είναι αυθαίρετο. Προκύπτει από τους ίδιους τους συμβούλους των τραπεζών που πραγματοποίησαν ανεξάρτητο επιχειρηματικό έλεγχο (IBR - International Business Report), την περίοδο που η Euromedica υπέγραφε με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σύμβαση ανοχής (standstill agreement). Οι σύμβουλοι, μάλιστα, που διενήργησαν τον έλεγχο είναι οι αναγνωρισμένες, ελεγκτικές και συμβουλευτικές εταιρίες McKinsey και Ernst & Young, οι οποίες επελέγησαν τότε μέσα από διαγωνισμό που εκκίνησαν οι ίδιες οι τράπεζες.
Οι εταιρίες αυτές αξιολόγησαν πως η λύση με τα non-core assets θα μπορούσε να «λειτουργήσει». Επί της βάσεως των εκτιμήσεων των συμβούλων υπήρξε, μάλιστα, μια σειρά προτάσεων και αντιπροτάσεων από την εταιρία και τις τράπεζες, οι οποίες όμως δεν απαντήθηκαν ποτέ, έστω κι αρνητικά, από τη μεριά των τραπεζών. Αντ' αυτού, οι τράπεζες ανακοίνωσαν τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την πώληση των «κόκκινων» δανείων, μία λύση που τους εξασφάλισε... μάλλον λιγότερα.
Το γεγονός προκαλεί προφανώς ερωτήματα και δικαιώνει πανηγυρικά όσους μιλούν για σχέδιο αφελληνισμού των επιχειρήσεων που δρουν στον τομέα της περίθαλψης. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως η Euromedica είναι μια δραστήρια εταιρία, διαθέτει τη μεγαλύτερη γεωγραφική κάλυψη στον τομέα της ιδιωτικής περίθαλψης στη χώρα μας, την εμπιστεύονται κάθε χρόνο χιλιάδες ασθενείς, ενώ μετά την εφαρμογή του rebate και του clowback στη μνημονιακή Ελλάδα έκανε όλες τις απαιτούμενες περικοπές και αναπροσαρμογές ώστε να αντισταθμίσει την απώλεια και να έχει σήμερα λειτουργική κερδοφορία (η Euromedica για την περίοδο 2013-2017 έχασε περίπου 180.000.000 ευρώ από την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων).
Το clowback, το rebate και οι προσφυγές για τη νομιμότητά τους στο ΣτΕ
Οι όροι μπήκαν στην ελληνική πραγματικότητα το 2013, οπότε και εφαρμόστηκαν ως αντιστάθμισμα στις απαιτήσεις των δανειστών για μείωση του δημόσιου τομέα. Αρχικά ανακοινώθηκε η λήψη των μέτρων μέχρι το 2015, έπειτα μέχρι το 2018, ενώ τώρα συζητείται η συνέχισή τους μέχρι το 2021.
Η έμπνευσή τους προέρχεται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου η εφαρμογή τους ήταν λογική. Περιλαμβάνονταν, ως ρήτρες, στις συμβάσεις απασχόλησης των μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιριών, ώστε οι εργοδότες να εξασφαλίσουν πως θα μπορούν να περιορίσουν τα μπόνους των στελεχών σε περίπτωση καταστροφικής αλλαγής για την εταιρία, όπως η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008. Από εκεί το μέτρο μεταφέρθηκε στις συναλλαγές του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) με τους παρόχους του, όπου αρχίζει το παράλογο.
Το rebate είναι, εν ολίγοις, η κάθε θεσμοθετημένη και ακούσια έκπτωση την οποία «δίνουν» οι ιδιώτες πάροχοι στον ΕΟΠΥΥ. Τo clawback είναι η επιστροφή χρηματικού ποσού προς το Δημόσιο, το οποίο είναι ίσο με την ετήσια υπέρβαση του προκαταβολικά συμπεφωνημένου ορίου, για όλες τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ.
Οι επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας θεωρούν παράνομη την εφαρμογή τόσο του rebate όσο και του clowback και έχουν ήδη υποβάλει στο ΣτΕ αίτηση ακύρωσης και αναστολής τους. Σε σχέση με το rebate υποστηρίζουν πως είναι παράλογο να μην ξέρουν τι ποσό θα λάβουν για την κάθε υπηρεσία που προσφέρουν. Σε σχέση με το clowback υποστηρίζουν πως είναι παράλογο να γίνεται περικοπή του ποσού που θα λάβουν στο τέλος, από τη στιγμή μάλιστα που δεν καθορίζουν οι ίδιοι τις χρεώσεις, αλλά το Δημόσιο.
Κι όλα αυτά ενώ είχαν προγενέστερα βρει λύσεις μεταξύ των οποίων η πώληση μη λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων της Euromedica που θα απέδιδε, χωρίς να προκαλεί πτώση της αξίας του ομίλου, περί τα 30.000.000€ διατηρώντας παράλληλα και τις αξιώσεις τους !!!
Τον περασμένο Νοέμβριο η Γ. Αποστολόπουλος Εταιρία Συμμετοχών Α.Ε., βασικός μέτοχος της εισηγμένης Ιατρικό Αθηνών ΕΑΕ, υπέβαλε δημόσια πρόταση για την απόκτηση του 30% του Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου «Υγεία». Η ανακοίνωση που έβγαλε η εταιρία καυτηρίαζε, μεταξύ άλλων, και το σχέδιο αφελληνισμού των ιδιωτικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της περίθαλψης στη χώρα μας. «Οι αιφνίδιες και απρόβλεπτες, από οκταετίας, δυσμενείς συνθήκες δημοσιονομικής λιτότητας και με τα επιπρόσθετα εξοντωτικά μέτρα, των rebate και clawback, κατέστησαν τον κλάδο της ιδιωτικής υγείας ευάλωτο. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ελληνικές κλινικές να στοχοποιηθούν από ξένα κερδοσκοπικά funds» αναφερόταν συγκεκριμένα στην ανακοίνωση, η οποία κατέληγε πως στόχος της Γ. Αποστολόπουλος Εταιρία Συμμετοχών Α.Ε. είναι η προσπάθεια για τη «διαφύλαξη της ελληνικότητας του ιδιωτικού κλάδου υγείας».
Στα χαρτιά
Πριν από την ανακοίνωση των τραπεζών για την προκήρυξη διαγωνισμού, μέσω της Deutsche Bank Λονδίνου, είχε διευρευνηθεί μία σειρά λύσεων, προκειμένου οι τράπεζες να πάρουν τα χρήματά τους. Στη διερεύνηση αυτών των λύσεων είχαν συμμετάσχει ενεργά, φυσικά, και οι ίδιες οι τράπεζες. Από αυτές, πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση πώλησης μη λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων του ομίλου (non-core assets), δηλαδή στοιχείων η πώληση των οποίων δεν θα επηρέαζε τη λειτουργία της Euromedica, και άρα την αξία της. Από αυτή την πώληση οι τράπεζες θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει περίπου 30.000.000 ευρώ, δηλαδή όσα αποκόμισαν από την πώληση των «κόκκινων» δανείων, και παράλληλα να συνεχίζουν να έχουν αξιώσεις από την εταιρία.
Το ποσό δεν είναι αυθαίρετο. Προκύπτει από τους ίδιους τους συμβούλους των τραπεζών που πραγματοποίησαν ανεξάρτητο επιχειρηματικό έλεγχο (IBR - International Business Report), την περίοδο που η Euromedica υπέγραφε με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες σύμβαση ανοχής (standstill agreement). Οι σύμβουλοι, μάλιστα, που διενήργησαν τον έλεγχο είναι οι αναγνωρισμένες, ελεγκτικές και συμβουλευτικές εταιρίες McKinsey και Ernst & Young, οι οποίες επελέγησαν τότε μέσα από διαγωνισμό που εκκίνησαν οι ίδιες οι τράπεζες.
Οι εταιρίες αυτές αξιολόγησαν πως η λύση με τα non-core assets θα μπορούσε να «λειτουργήσει». Επί της βάσεως των εκτιμήσεων των συμβούλων υπήρξε, μάλιστα, μια σειρά προτάσεων και αντιπροτάσεων από την εταιρία και τις τράπεζες, οι οποίες όμως δεν απαντήθηκαν ποτέ, έστω κι αρνητικά, από τη μεριά των τραπεζών. Αντ' αυτού, οι τράπεζες ανακοίνωσαν τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την πώληση των «κόκκινων» δανείων, μία λύση που τους εξασφάλισε... μάλλον λιγότερα.
Το γεγονός προκαλεί προφανώς ερωτήματα και δικαιώνει πανηγυρικά όσους μιλούν για σχέδιο αφελληνισμού των επιχειρήσεων που δρουν στον τομέα της περίθαλψης. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως η Euromedica είναι μια δραστήρια εταιρία, διαθέτει τη μεγαλύτερη γεωγραφική κάλυψη στον τομέα της ιδιωτικής περίθαλψης στη χώρα μας, την εμπιστεύονται κάθε χρόνο χιλιάδες ασθενείς, ενώ μετά την εφαρμογή του rebate και του clowback στη μνημονιακή Ελλάδα έκανε όλες τις απαιτούμενες περικοπές και αναπροσαρμογές ώστε να αντισταθμίσει την απώλεια και να έχει σήμερα λειτουργική κερδοφορία (η Euromedica για την περίοδο 2013-2017 έχασε περίπου 180.000.000 ευρώ από την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων).
Το clowback, το rebate και οι προσφυγές για τη νομιμότητά τους στο ΣτΕ
Οι όροι μπήκαν στην ελληνική πραγματικότητα το 2013, οπότε και εφαρμόστηκαν ως αντιστάθμισμα στις απαιτήσεις των δανειστών για μείωση του δημόσιου τομέα. Αρχικά ανακοινώθηκε η λήψη των μέτρων μέχρι το 2015, έπειτα μέχρι το 2018, ενώ τώρα συζητείται η συνέχισή τους μέχρι το 2021.
Η έμπνευσή τους προέρχεται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου η εφαρμογή τους ήταν λογική. Περιλαμβάνονταν, ως ρήτρες, στις συμβάσεις απασχόλησης των μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιριών, ώστε οι εργοδότες να εξασφαλίσουν πως θα μπορούν να περιορίσουν τα μπόνους των στελεχών σε περίπτωση καταστροφικής αλλαγής για την εταιρία, όπως η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008. Από εκεί το μέτρο μεταφέρθηκε στις συναλλαγές του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) με τους παρόχους του, όπου αρχίζει το παράλογο.
Το rebate είναι, εν ολίγοις, η κάθε θεσμοθετημένη και ακούσια έκπτωση την οποία «δίνουν» οι ιδιώτες πάροχοι στον ΕΟΠΥΥ. Τo clawback είναι η επιστροφή χρηματικού ποσού προς το Δημόσιο, το οποίο είναι ίσο με την ετήσια υπέρβαση του προκαταβολικά συμπεφωνημένου ορίου, για όλες τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ.
Οι επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας θεωρούν παράνομη την εφαρμογή τόσο του rebate όσο και του clowback και έχουν ήδη υποβάλει στο ΣτΕ αίτηση ακύρωσης και αναστολής τους. Σε σχέση με το rebate υποστηρίζουν πως είναι παράλογο να μην ξέρουν τι ποσό θα λάβουν για την κάθε υπηρεσία που προσφέρουν. Σε σχέση με το clowback υποστηρίζουν πως είναι παράλογο να γίνεται περικοπή του ποσού που θα λάβουν στο τέλος, από τη στιγμή μάλιστα που δεν καθορίζουν οι ίδιοι τις χρεώσεις, αλλά το Δημόσιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου