Οι δύο αποφάσεις του ΔΕΕ για τα δάνεια σε Ελβετικό φράγκο.
Α) η πλέον πρόσφατη από 20/9/2017 απόφαση του ΔΕΕ επί της υποθέσεως C-186/16 , ανοιχθείσας ενώπιον του ΔΕΕ έπειτα από προδικαστικό ερώτημα του Εφετείου της Ρουμανίας , αναφορικά με την καταχρηστικότητα προδιατυπωμένου ΓΟΣ δανείων σε ελβετικό φράγκο και ειδικότερα του ΓΟΣ με τον οποίο προβλέπονταν ρήτρα αποκλειστικής πληρωμής στο αλλοδαπό νόμισμα που χορηγήθηκε η πίστωση δηλαδή στο ελβετικό φράγκο, η οποία :
· έκρινε αναφορικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, μόνο στις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και ουχί και σε αυτές του ενδοτικού δικαίου και
· οριοθέτησε την απορρέουσα εκ της παρ 2 του άρθρου 4 της Οδηγίας 93/13 αρχή της διαφάνειας συμβατικής ρήτρας και την απαιτούμενη ενημέρωση των καταναλωτών για την κατανόηση συγκεκριμένα της συμβατικής ρήτρας σε δάνειο σε ελβετικό φράγκο δια της οποίας προβλέπεται ότι η εξόφληση του δανείου θα γίνεται στο ίδιο νόμισμα στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε .
Β) η από 30-4-2014 απόφαση στην υπόθεση C-26/13 Árpád Kásler και Hanjanlka Káslerné Rábai κατά ΟΤΡ Jelzálogbank Zrt, ανοιχθείσας ενώπιον του ΔΕΕ έπειτα από προδικαστικό ερώτημα του Ανώτατου Ακυρωτικού της Ουγγαρίας αναφορικά με την καταχρηστικότητα προδιατυπωμένου ΓΟΣ δανείου σε ελβετικό φράγκο, και ειδικά του ΓΟΣ δια του οποίου ορίζονταν ότι το δάνειο θα εξοφληθεί στο εθνικό νόμισμα (ουγγρικό φιορίνι) και οι μηνιαίες δόσεις εξοφλήσεως θα υπολογίζονταν βάσει της τιμής πωλήσεως του εν λόγω νομίσματος που εφάρμοζε η τράπεζα (ήτοι όμοιου ΓΟΣ με τον επίδικο) η οποία :
· αποφάνθηκε για τον πλήρη έλεγχο της καταχρηστικότητας της ρήτρας λόγω μη υπαγωγής της στην κατηγορία των όρων που εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 4 §2 της ως άνω οδηγίας , διότι δεν προσδιορίζει το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως
· οριοθέτησε την απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών και του απαιτούμενου περιεχομένου του ΓΟΣ και της πληροφόρησης του καταναλωτή ώστε αυτός να κριθεί διαφανής.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ
Αξιοσημείωτες τυγχάνουν οι ακόλουθες παραδοχές του ΔΕΕ στην από 20/9/2017 απόφαση επί της υποθέσεως C-186/16 , αναφορικά με το πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ στην περίπτωση που η σύμβαση περιέχει ρήτρα αποκλειστικής πληρωμής σε ξένο νόμισμα, (στην υπόθεση που καλείστε να κρίνετε η ρήτρα έφερε διαζευκτική ενοχή) και αφετέρου την απαίτηση για διαφάνεια των ΓΟΣ , ήτοι για την απαίτηση οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες με τρόπο σαφή και κατανοητό
Συγκεκριμένα :
Αναφορικά με το πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13, σχετικά με την εξαίρεση από τις διατάξεις της Οδηγίας των ρητρών που «απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η [Ένωση]», το ΔΕΕ αποφαίνεται οτι η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύται στενώς και δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κανόνων ενδοτικού δικαίου αλλά μόνο αναγκαστικού δικαίου .
Ειδικότερα αποφαίνεται ότι
“η εν λόγω εξαίρεση προϋποθέτει τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων. Αφενός, η συμβατική ρήτρα πρέπει να απηχεί νομοθετική ή κανονιστική διάταξη και, αφετέρου, η διάταξη αυτή πρέπει να είναι αναγκαστικού δικαίου” (σκέψη 28) καθώς και ότι “το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη ότι, δεδομένου ιδίως του σκοπού της οδηγίας 93/13, ήτοι της προστασίας των καταναλωτών έναντι καταχρηστικών ρητρών εισαγόμενων από τους επαγγελματίες σε καταναλωτικές συμβάσεις, η εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται στενώς” (σκέψη 31) . Συνεπώς προκειμένου να διαπιστωθεί αν συμβατική ρήτρα εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/13, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η ρήτρα αυτή απηχεί τις διατάξεις εκείνες του εθνικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων μερών ή εκείνες τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, δηλαδή ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας τους (σκέψη 29) .
Επομένως το ΔΕΕ δέχεται ότι ακόμα κι αν μία ρήτρα σύμβασης απηχεί ή επαναλαμβάνει διάταξη εθνικού δικαίου ενδοτικού χαρακτήρα αυτή δεν υπάγεται στην εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας , διάταξη η οποία ερμηνευόμενη στενά λόγω του ίδιου του σκοπού της Οδηγίας , έχει εφαρμογή μόνο σε ρήτρες που απηχούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
Επισημαίνεται δε ότι , ότι η ανωτέρω υπόθεση που τέθηκε προς κρίση ενώπιον του ΔΕΕ στα πλαίσια των προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν από το Εφετείο της Ρουμανίας, αφορούσε την προσβολή ως καταχρηστικού ΓΟΣ των συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος της Ρουμανίας με τον οποίο όριζονταν ότι «κάθε καταβολή από τον δανειολήπτη προς αποπληρωμή της πιστώσεως πρέπει να πραγματοποιείται στο νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση» , ήτοι αποτελούσε ρήτρα της σύμβασης αποκλειστικής πληρωμής στο αλλοδαπό νόμισμα που χορηγήθηκε η πίστωση δηλαδή στο ελβετικό φράγκο , καθώς και ότι στον Αστικό Κώδικα της Ρουμανίας , και ειδικότερα στο άρθρο 1578 αυτού ορίζεται αναφορικά με την αποπληρωμή του ποσού εκ χρηματικού δανείου συγκεκριμένα ότι : «Η υποχρέωση που απορρέει από τη λήψη χρηματικού δανείου περιορίζεται πάντοτε στο αριθμητικό ποσό που ορίζεται στη σύμβαση. Αν διαπιστωθεί αύξηση ή μείωση της αξίας του νομίσματος πριν από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό του δανείου και οφείλει να το πράξει μόνο στο νόμιμο κατά τον χρόνο της καταβολής νόμισμα.», ήτοι στο Ρουμανικό Δίκαιο ορίζονται οι υποχρεώσεις των μερών εκ συμβάσεως δανείου σε περίπτωση αύξησης ή μείωσης της αξίας του νομίσματος του δανείου και παρά το γεγονός ότι η διάταξη αυτή ανήκει στο ρυθμιστικό πλαίσιο των συμβάσεων δανείου το ΔΕΕ εδέχθη ότι “στο δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την όλη οικονομία και τις διατάξεις των οικείων συμβάσεων δανείου, καθώς και το νομικό και το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται, αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα, βάσει της οποίας το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο χορηγήθηκε, απηχεί διατάξεις αναγκαστικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.” (Σκέψη 30) , ώστε εν συνεχεία να κρίνει αν αυτή θα υπαχθεί στην εξαίρεση της ως άνω διάταξης .
Εδέχθη δηλαδή το ΔΕΕ ότι η ως άνω κρινόμενη ρήτρα ακόμα και γίνει δεκτό ότι απηχεί την ως άνω διάταξη του εθνικού δικαίου της Ρουμανίας και μάλιστα διάταξη η οποία αφορά σύμβαση δανείου , ήτοι αφορά διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που διέπει την συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεως , ήτοι την σύμβαση δανείου , η εξαίρεση της του άρθρου 1 παρ 2 δεν θα εφαρμοστεί , αν κριθεί ότι αυτή είναι διάταξη ενδοτικού δικαίου .
Ως εκ τούτων, στην κρινόμενη απο το Δικαστήριο Σας υπόθεση και σύμφωνα με τις παραδοχές του ΔΕΕ επί της ανωτέρω υποθέσεως , συνάγεται, ότι η επίδικη ρήτρα του άρθρου 7α παρ 2 της επίμαχης συμβάσεως , ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι απηχεί την διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ (που δεν την απηχεί ως αναλυτικότατα στην αίτηση μου αλλά και κατωτέρω αναλυτικώς αναφέρω, διότι η 291 ΑΚ ΔΕΝ αφορά ούτε συγκεκριμένη σύμβαση , ούτε πολλώ σε περισσότερο σύμβαση δανείου) ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι επαναλαμβάνει αυτή (που δεν την επαναλαμβάνει ως ομοίως στην αίτηση μου αλλά και κατωτέρω αναλυτικώς αναφέρω αφού η 291ΑΚ θεσπίζει διαζευκτική ευχέρεια, ενώ η επίδικη ρήτρα, θεσπίζει γνήσια διαζευκτική ενοχή) σε καμία περίπτωση δεν υπάγεται στην εξαίρεση της διάταξης του άρθρου 1 παρ 2 της Οδηγίας (ως η προσβαλλόμενη εδέχθη ) καθώς η διάταξη του 291 ΑΚ τυγχάνει διάταξη ενδοτικού δικαίου .
Περαιτέρω , αναφορικά με την απαίτηση για διαφάνεια των ΓΟΣ ,εξετάζοντας το ΔΕΕ την ανωτέρω αναφερόμενη συμβατική ρήτρα, με την οποία προβλέπονταν, ότι οι καταβολές για την αποπληρωμή της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιούνται στο νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση (ήτοι αποκλειστικά σε ελβετικό φράγκο) και δεδομένου ότι ενάγοντες στην ως άνω υπόθεση υποστήριξαν, ότι ο εν λόγω όρος δεν ήταν «σαφής και κατανοητός» , κατά την επιταγή της παρ 6 του άρθρου 4 της Οδηγίας 93/13 για το λόγο ότι η Ρουμανική Τράπεζα Banca Romaneasca SA ήταν σε θέση να προβλέψει την εξέλιξη και τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου και παρέλειψε να τους ενημερώσει αναφορικά με τις εν λόγω διακυμάνσεις, κατέληξε στις εξής παραδοχές αναφορικά με την υποχρέωση ενημέρωσης εκ μέρους της Τράπεζας ήτοι :
«Όσον αφορά την απορρέουσα εκ του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 απαίτηση περί διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η απαίτηση αυτή, η οποία υπενθυμίζεται και στο άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπικής και γραμματικής απόψεως αλλά ότι, αντιθέτως, δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφορήσεως, η απαίτηση αυτή περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των συμβατικών ρητρών και ως εκ τούτου, περί διαφάνειας, την οποία τάσσει η ίδια οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς……. Επομένως, η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό έχει την έννοια ότι επιτάσσει επίσης να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού τον οποίο αφορά η οικεία ρήτρα, καθώς και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και εκείνου που προβλέπουν άλλες ρήτρες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ως προς αυτόν οικονομικές συνέπειες….. στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει αν στην υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου του. Στην εκτίμηση αυτή κρίσιμα είναι, αφενός, το ζήτημα αν οι ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπουν στον μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να υπολογίσει το κόστος αυτό και, αφετέρου, η έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως …. Η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της εν λόγω συνάψεως, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Βάσει ακριβώς αυτής της πληροφορήσεως ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει προδιατυπώσει ο επαγγελματίας. Εν προκειμένω, όσον αφορά δάνεια συνομολογηθέντα σε νόμισμα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως υπενθύμισε εξάλλου και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου στη σύστασή του CERS/2011/1, της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΕ 2011, C 342, σ. 1), ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις, ήτοι πληροφόρηση που πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος. … αφενός, ο καταναλωτής πρέπει να ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά να αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του. Αφετέρου, ο επαγγελματίας, εν προκειμένω η τράπεζα, πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ΙΔΙΩΣ στην περίπτωση που ο δανειολήπτης καταναλωτής δεν εισπράττει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα. Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διερευνήσει εάν ο επαγγελματίας παρέσχε στους καταναλωτές κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε να καταστεί για αυτούς δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας ρήτρας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οικονομικές τους υποχρεώσεις …. το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι ρήτρα βάσει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπικής και γραμματικής απόψεως όσο και ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.» (Σκέψεις 44 εως 51) .
Τέλος και δεδομένου ότι η ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ, και κατόπιν του σχετικού τεθέντος προδικαστικού ερωτήματος εδέχθη ότι η εξεταζόμενη από αυτό συμβατική ρήτρα δια της οποίας ορίζονταν ότι το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα στο οποίο συνομολογήθηκε (ήτοι σε ελβετικά φράγκα) καθορίζει την κύρια παροχή και ως εκ τούτου το κύριο αντικείμενο της σύμβασης , και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό , αξίζει να σημειωθούν τα ακόλουθα :
Η αρχή της διαφάνειας προβλέπεται ρητά τόσο στο κοινοτικό όσο και στο ελληνικό δίκαιο. Στο κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα στην Οδηγία 93/13 για «τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», προβλέπεται ότι οι ΓΟΣ «πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο» (άρθρο 5 εδ. α΄ Οδηγίας 93/13) και να δίνεται πράγματι η ευκαιρία στον καταναλωτή να λάβει γνώση όλων των ρητρών της σύμβασης (Σκ. 20η Προοιμίου Οδηγίας 93/13). Το ίδιο ισχύει και για τους ΓΟΣ που ρυθμίζουν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης ή τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Οι συγκεκριμένοι ΓΟΣ, μολονότι δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, επιβάλλεται να είναι διατυπωμένοι «κατά τρόπο σαφή και κατανοητό» (άρθρο 4 § 2 Οδηγίας 93/13). Στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 2 § 2 εδ. α΄ ν. 2251/1994 προβλέπει ότι οι ΓΟΣ πρέπει να διατυπώνονται αφενός μεν «γραπτώς» και «στην ελληνική γλώσσα» και αφετέρου «κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να αντιληφθεί πλήρως το νόημά τους» (άρθρ. 2 § 2 εδ. α΄ ν. 2251/1994).
Από την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 προκύπτει, ότι όταν μία ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου και ειδικότερα αφορά στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να προβεί σε πλήρη έλεγχο καταχρηστικότητας του περιεχομένου της, εκτός εάν αυτή κριθεί ως αδιαφανής. Την ως άνω θέση κάνει δεκτή και η ελληνική νομολογία, παρόλο που στο ελληνικό δίκαιο των ΓΟΣ δεν έχει μεταφερθεί η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 της Οδηγίας. Βλ. σχετικά ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 2007, 828, Ευθυμίου, Παρατηρήσεις υπό την ΔΕΕ 30.4.2014, C-26/13 Kásler/Jelzálogbank, Ο έλεγχος καταχρηστικότητας των ΓΟΣ συναλλαγματικής ισοτιμίας σύμβασης δανείου σε ελβετικό φράγκο, ΧρΙΔ 2014, 532, 533.
Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την από 30-4-2014 απόφαση του (Λουξεμβούργο, 30 Απριλίου 2014), με τη οποία κρίθηκε η υπόθεση C-26/13 Árpád Kásler και Hanjanlka Káslerné Rábai κατά ΟΤΡ Jelzálogbank Zrt, (αφορά δανειολήπτες, οι οποίοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αιτούμενοι να αποπληρώνουν το στεγαστικό δάνειο που είχαν λάβει σε ελβετικό φράγκο, με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι την τρέχουσα της καταβολής των δόσεων), έκρινε ότι η ρήτρα της συναλλαγματικής ισοτιμίας με την οποία και εν τέλει θα προσδιοριστούν τα καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά για την αποπληρωμή του δανείου ΚΑΤΑΡΧΗΝ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ «ΚΥΡΙΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ» και ως εκ τούτου ελέγχεται πλήρως για την καταχρηστικότητα της.
Ο προσβαλλόμενος και υπό κρίση όρος στην ανωτέρω υπόθεση C – 26/13, επί της οποίας έκρινε το ΔΕΕ, ο οποίος ωστόσο διαφέρει από τον προσβαλλόμενο ως καταχρηστικό ΓΟΣ των συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος της Ρουμανίας, στον οποίον ορίζονταν ότι «κάθε καταβολή από τον δανειολήπτη προς αποπληρωμή της πιστώσεως πρέπει να πραγματοποιείται στο νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε η πίστωση» , ήτοι αποτελούσε ρήτρα της σύμβασης αποκλειστικής πληρωμής στο αλλοδαπό νόμισμα που χορηγήθηκε η πίστωση δηλαδή στο ελβετικό φράγκο , σε αντίθεση με τον προσβαλλόμενο όρο της επίδικης σύμβασης που ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΡΗΤΡΑ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ και ορίζει ότι «Εφ’ όσον το Δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι Οφειλέτης/τες υποχρεούται/νται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής» ήτοι δεν προβλέπει ρήτρα αποκλειστικής αποπληρωμής σε αυτούσιο ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο) αλλά περιέχει ρήτρα γνήσιας διαζευκτικής ενοχής ( με διαζευκτική ευχέρεια), προβλέποντας ότι η αποπληρωμή του δανείου μπορεί να γίνεται είτε στο αλλοδαπό νόμισμα (αυτούσιο ελβετικό φράγκο) είτε στο ημεδαπό (ευρώ) με βάση την ισοτιμία πώλησης κατά το χρόνο καταβολής έκαστης δόσης .
Άλλωστε και ο ίδιος ο Εισαγγελέας του ΔΕΕ στις προτάσεις του επί της ως άνω υποθέσεως C 186/16, όπως δέχεται και η εν λόγω απόφαση (σκέψη απόφασης 40) επισημαίνει ότι τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η ανωτέρω υπόθεση διαφέρουν εκείνων από τα οποία ανέκυψε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kásler και Káslerné Rábai (C – 26/13) , και ειδικότερα επί λέξει αναφέρει (σκέψη 51) «Στην υπόθεση εκείνη, το δάνειο όχι μόνο είχε συνομολογηθεί σε ελβετικά φράγκα και έπρεπε να εξοφληθεί στο εθνικό νόμισμα (ουγγρικό φιορίνι), αλλά οι μηνιαίες δόσεις εξοφλήσεως υπολογίζονταν βάσει της τιμής πωλήσεως του εν λόγω νομίσματος που εφάρμοζε το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα. Σε αντίθεση με την άποψη της Πολωνικής Κυβερνήσεως, εκτιμώ ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των συμβάσεων δανείου σε ξένο νόμισμα και των δανείων με ρήτρα ξένου νομίσματος. Συγκεκριμένα, στη δεύτερη περίπτωση, η εξόφληση πραγματοποιείται πάντοτε στο εθνικό νόμισμα. Κατά την άποψή μου, ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΟΡΘΌ ΝΑ ΕΞΟΜΟΙΏΝΕΤΑΙ Η ΡΗΤΡΑ ΕΞΟΦΛΗΣΕΩΣ ΣΕ ΞΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΜΕ «ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΉ» ΡΗΤΡΑ. Αν η επίμαχη σύμβαση χαρακτηριζόταν απλώς ως σύμβαση «με ρήτρα ξένου νομίσματος», δεν θα λαμβανόταν υπόψη το γεγονός ότι η αναφορά στο ξένο νόμισμα αποτελεί βασικό στοιχείο των αμοιβαίων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών στη σύμβαση δανείου»
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αναφέρω, ότι το ΔΕΕ στην από 30-4-2014 απόφαση του επί της υπόθεσης C-26/13 Árpád Kásler και Hanjanlka Káslerné Rábai κατά ΟΤΡ Jelzálogbank Zrt, αποφάνθηκε ομοίως με την ως άνω C 186/16 υπόθεση ότι, ακόμη κι αν κριθεί από τον εθνικό δικαστή, ότι αποτελεί ρήτρα που αφορά το «κύριο αντικείμενο» της σύμβασης, ελέγχεται ως προς την καταχρηστικότητά της, εάν δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ερμηνεύοντας και διευκρινίζοντας ότι αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο ότι οι ρήτρες πρέπει να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον ότι πρέπει να είναι σαφείς και κατανοητοί για τον εν λόγω καταναλωτή οι οικονομικοί λόγοι που οδήγησαν στην εισαγωγή της συμβατικής ρήτρας στη σύμβαση καθώς και η σχέση της με τις υπόλοιπες συμβατικές ρήτρες. Την κρίση του αυτή στηρίζει ομοίως στην αρχή της διαφάνειας αιτιολογώντας ειδικότερα ότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως συμβάσεως δανείου, η πληροφόρηση θα πρέπει να είναι ενδελεχής, επαρκής και εξειδικευμένη ώστε ο μέσος καταναλωτής, να μπορούσε όχι μόνο να πληροφορηθεί την ύπαρξη της διαφοράς, η οποία παρατηρείται γενικώς στην αγορά των κινητών αξιών, αλλά και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες, εν δυνάμει σημαντικές, που θα συνεπαγόταν γι’ αυτόν η εφαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας πώλησης κατά τον χρόνο καταβολής για τον υπολογισμό των δόσεων, των οποίων θα είναι ο τελικός υπόχρεος και, ως εκ τούτου, το συνολικό ύψους του δανείου του. Επί λέξει δε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχτηκε και για την εν λόγω ρήτρα , ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια, ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν, ορίζοντας κατ αυτό τον τρόπο ποιο θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο του όρου για είναι σαφής και κατανοητός στον καταναλωτή.
ΠΗΓΗ: Αριαδνη Νουκα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου